21.9.19

Το ποδήλατό μου κι εγώ – του Σπύρου Κιοσσέ

Θα ήταν το τρίτο ποδήλατο της γειτονιάς. Πρώτος απέκτησε ο Νίκος, ο γιος της θείας Δήμητρας. Θεία μας δεν ήταν δηλαδή, όλες τις γειτόνισσες τις φωνάζαμε θείες, τόσο κοντά τις νιώθαμε, συγγενείς. Τους άντρες τους πάλι όχι, κυρ-κάτι τους λέγαμε αυτούς, όσο να ’ναι τους βλέπαμε πιο απόμακρους. Ωραίο, πράσινο ποδήλατο, του Νίκου, με δυναμό και γυαλιστερά φτερά. Δεύτερο πήραν στον Μάκη της θείας Καίτης. Αυτουνού δεν μου άρεσε και πολύ, όχι τόσο για το χρώμα, κόκκινο με κίτρινες ρίγες ήταν, κυρίως γιατί μπροστά απ’ τη σέλα δεν είχε το σίδερο που έπρεπε να έχουν όλα τα αγορίστικα ποδήλατα, το πήραν έτσι ανοιχτό για να μπορεί να το οδηγεί κι αδερφή του, που ήταν μικρότερη. Το δικό μου όμως θα ήταν το πιο όμορφο απ’ όλα. Κάθε βράδυ, τι βράδυ
δηλαδή, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, με φανταζόμουν να κάνω βόλτα στον καινούργιο δρόμο μπροστά απ’ το σπίτι μας – είχαν μόλις ασφαλτοστρώσει τον παλιό χωματόδρομο με τις λακκούβες – να περιφέρομαι στη γειτονιά, χωρίς να πηγαίνω κάπου συγκεκριμένα, να με καμαρώνουν όλοι πάνω στο άσπρο μου ποδήλατο, εγώ θα είχα πάρει ένα άδειο πακέτο απ’ τα τσιγάρα του μπαμπά, θα το είχα διπλώσει, θα το είχα πιάσει μ’ ένα μανταλάκι στη ρόδα για να χτυπάει η άκρη του στην ακτίνα, να κάνει θόρυβο σα μηχανάκι όταν πατάω με δύναμη το πεντάλ, να γυρίζουν όλοι απ’ όπου περνάω, να με βλέπουν και να λένε, τι ωραίο ποδήλατο που έχει αυτό το παιδί! Είχα μαζέψει λεφτά απ’ τα κάλαντα, έβαλε λίγα κι η γιαγιά, της είχε φέρει ο ταχυδρόμος τη σύνταξή της για κείνον τον μήνα, πρόσθεσε τα υπόλοιπα ο μπαμπάς, το πήραμε το ποδήλατο.
Δεν θα ξεχάσω την τελευταία μου βόλτα μ’ αυτό. Δυο χρόνια μετά. Εγώ να περιφέρομαι στη γειτονιά, χωρίς να πηγαίνω κάπου συγκεκριμένα, να θέλω μόνο να βρίσκομαι έξω απ’ το σπίτι όταν θα ’ρχόταν ο μπαμπάς να πάρει τα πράγματά του, τα είχε βολέψει η μαμά στη μεγάλη ασπρόμαυρη βαλίτσα, δεν απομακρύνθηκα και πολύ, όλο στο σπίτι με έβγαζε ο δρόμος, με δύναμη πατούσα το πεντάλ, να φύγω μακριά, μα όλο γύρω απ’ το τετράγωνο ποδηλατούσα, έκανε θόρυβο σα μηχανάκι το άδειο πακέτο απ’ τα τσιγάρα του μπαμπά, πονούσαν τα αυτιά μου απ’ τον δυνατό θόρυβο, καθώς έκανα βόλτα στην άσφαλτο που είχε φθαρεί, κι έπεφτα με δύναμη στις λακκούβες του παλιού χωματόδρομου, ένα σώμα που τρανταζόταν το ποδήλατό μου κι εγώ.
Το έχω ακόμη. Στην αποθήκη, πίσω από κάτι στρώματα και κούτες με βιβλία απ’ το πανεπιστήμιο. Να θυμηθώ να το βγάλω, να το επιδιορθώσω, να κάνει καμιά βόλτα ο μικρός, τα Σαββατοκύριακα που τον έχω.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: