Γράφει η Μαριάννα Παπουτσοπούλου //
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος «Οι πόλεις το χειμώνα» μικροκείμενα και διηγήματα μπονζάι, Εκδ. Έναστρον
[μια ανάγνωση για την 3/9/2019, 48ο Φεστιβάλ βιβλίου, Ζάππειο]
ι. Τέσσερεις ενότητες μικρών ποιητικών πεζών, όπως εννοείται ο όρος μετά τον Μπωντλαίρ, δηλαδή μια απόπειρα καταγραφής της ήδη βιωμένης συγκίνησης, ή της διερώτησης και του στοχασμού, με στοιχεία επικαιρικά, που ισορροπεί στην κόψη μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης. Στην περίπτωση του έργου «Οι Πόλεις το Χειμώνα» του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, έχουμε έναν μοντερνισμό σπαραγμένο από τις διαψεύσεις του 20ου και του 21ου αι. αλλά την παντοδύναμη παράδοση, που εισάγεται από μια αρχή με την ιδέα της «Νέκυιας» των δυο θαυμάσιων εισαγωγικών ποιημάτων του Λ.Κ. στις πρώτες ενότητες. Στο πρώτο, που σημαίνει το θάνατο κάθε κοσμικότητας και την επιστροφή στη «μήτρα» μιας πάνσοφης τρυφερής «ξένης Γραίας», εννόησα τη Μούσα ή τη γραφή, τη μόνη «επιστροφή» που μας αναγεννά. Το δεύτερο είναι αφιερωμένο στη «σκιά της μάνας» όπως κάθε περιπλανώμενου στις πόλεις του κόσμου έλληνα Οδυσσέα.
ιι. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει να διαγράφονται καθαρά οι κύριες συντεταγμένες του έργου ήδη από το πρώτο μέρος, επτά κείμενα που επιγράφονται «Αντί Προλόγου»:
- Η γραφή ως ενσάρκωση δύσκολων ρόλων. Ο ρόλος «της νεκρής ποιήτριας» προκρίνεται από την ηθοποιό στο πρώτο κείμενο, όμως μετά θάνατον, από τον ρόλο της Μπλανς στο «Λεωφορείο ο πόθος» που είχε προκρίνει εν ζωή, κάτι σαν «στερνή μου γνώση». Ήδη αναγγέλλεται το πένθος της μεταπολεμικής Ευρώπης, αναζητείται η φιλοσοφική στάση του συγγραφέα ως μελέτη θανάτου. Αυτό είναι και το στίγμα όλης της συλλογής.( «Η ψυχή μου για πάντα»).
- «Η μελάσα που καραδοκεί στη δράση», με άλλα λόγια η συγκίνηση` είτε μιας νεαρής ποδηλάτισσας στο Βερολίνο, μιας γυμνής πλάτης στο κρεβάτι, μιας αιχμηρής ρόγας, η μελάσα ενός μυθικού νησιού που κυλάει στην πλαγιά, ή και σαρκαστικά η εξόριστη από τα κείμενα του Κ.Λ. πλοκή (για να μην έχουμε πολλή μελάσα), οι υπερβολές των υποκριτικών υπερδραστήριων πολιτικών ή θρησκευτικών δογμάτων και συμβόλων ως μελάσα. ( «Όνειρο σκηνοθέτη»).
- Ένα όνειρο – εικόνα της κόλασης των αμφιλεγόμενων απολαύσεων εν ζωή, κατά Ιερώνυμον Μπος, που εκβάλλει στην πιθανή άγνοια αυτής της καταδίκης από «τον ημιάγριο του Αμαζονίου», αν υπάρχει κι αυτός ακόμη. Εύγλωττο ανάθεμα στον πολιτισμό της Δύσης. («Ιερώνυμος Μπος»).
- Ένας αφοριστικός σαρκάζων πολιτικός υπαινιγμός για το σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ, και την πένα από εβονίτη, που κακώς μονωμένος με ασημένιο μαίανδρο, πυροδοτεί τον καταστροφικό Μεγάλο Πόλεμο, αιτία κάθε επόμενης κακοδαιμονίας. («Η εμπειρική πρόσληψη, α»).
- Ένα αντικληρικαλικό κείμενο με αφορμή μια κανονική λειτουργία, που πλαισιώνει η περιγραφή των άκρως κοσμικών πιστών της. Νεκροζώντανο πνευματικό σκιάχτρο το θρησκεύεσθαι, ανίκανο για όποια σωτηρία. Οι νεκροί χωρούν σε πλαστικό ποτηράκι κλείνοντας την τελετουργία. (« Η εμπειρική πρόσληψη, β»)
- «Σταχινά», το εξαιρετικό στη λιτότητά του αιώνιο ανθρώπινο μήνυμα της συνέχειας της αγάπης. Εξάρτηση και πένθος των ανθρώπων.
- «Μοσχούλα», η βάρκα του ψαρά Βύρωνα, παρακολουθεί το ειρωνικό «θαύμα» της αναλήψεως του οσίου Ιεροθέου, από τεραστίων διαστάσεων αστρόπλοιο χολυγουντιανών προδιαγραφών, θυμίζοντας λίγο σελίδες από το «Μαύρο βιβλίο» του Ορχάν Παμούκ.
ιιι. Τα λογοτεχνικά εργαλεία και όπλα του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, ήδη ορατά από το προλογικό μέρος, είναι εντυπωσιακά, και θα άξιζε να μιλήσουμε γι αυτά από μιαν αρχή, γιατί αυτά κυρίως καθορίζουν το έργο του υπογραμμίζοντας το υπόστρωμα των αισθημάτων και των ιδεών του, αυτά είναι η γραφή που τον αναδεικνύει σε δεινό στυλίστα, έναν από τους καλύτερους που έχουμε στο είδος «πεζό ποίημα». Τα αναφέρω εν τάχει: α) η σκηνοθεσία και η υποκριτική σε όλο της το δραματικό βάθος προβάλλει ως κύριος ρόλος του αφηγητή-συγγραφέα που ταυτίζονται. β) η έκπληξη μιας παράδοξης ή ανατρεπτικής έκβασης των πραγμάτων ή των αισθημάτων καραδοκεί παντού. γ) η ανορθόδοξη διαχείριση των συμβόλων-αντικειμένων και των κλισέ. δ) το πικρό χιούμορ ως ανίερος σαρκασμός ή και μελαγχολικό σχόλιο. ε) οι δυναμικές αντιθέσεις: γνώση- άγνοια, ψεύδος-αθωότητα, πραγματικότητα-όνειρο, θαυμασμός και τρόμος κτλ. στ) η λεπτομερής φανταστική περιγραφή με στοιχεία υπερρεαλιστικής ειρωνείας ή αντίθετα μετουσίωσης και υπερβατικότητας. ζ) η ειλικρινής συγκίνηση του ποιητή, βασική αρετή κάθε γραπτού. η) μια εξαιρετικά πλούσια και χυμώδης γλώσσα, δημοτική, ομιλουμένη, ευρωπαϊκή, ποιητική, που χειρίζεται τη σκηνοθεσία των καταστάσεων, φωτίζει δυναμικά τις εικόνες, επιλέγει τα πρόσωπα και τα αντικείμενα-σύμβολα, ειρωνεύεται και γελοιοποιεί, τέλος, αξιοποιεί την επιστήμη του, την Φυσική, κάτι που ίσως δυσκολέψει τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει τη συνάρτηση δ του Ντυράκ ή το πείραμα του Μίλικαν. θ) κάποιες, όχι πολλές αλλά εξόχως καθοριστικές για το περιεχόμενο, διακειμενικές αναφορές: Όμηρος, Εμπειρίκος, Μπάχμαν, Τσέλαν, Θερβάντες, Καββαδίας, Σαχτούρης, Μπολάνιο, Νέσμπε, και διάχυτος ο Τσίρκας.
ιv. «θα ‘ρχομαι εγώ,/ . ..δε σε θέλω εδώ/ Δεν ανάβουν τα σώματα /(στον Παράδεισο) κι έχουμε ξεπαγιάσει» λέει η μάνα στο ποίημα που μας εισάγει ευθύς αμέσως στη β΄ ενότητα, στις «Πόλεις το χειμώνα», με τις οποίες κυρίως επιθυμώ να ασχοληθώ. Και αισθάνεσαι την ανάγκη να ρωτήσεις : Γιατί ο χειμώνας του θανάτου; γιατί στις πόλεις της Ευρώπης; και κάθε πόλη ένα βίωμα που συμβολικά ή και προσωπικά την ορίζει; και ποιοι είναι οι δάσκαλοι και οι αγαπημένοι ποιητές που οδηγούν αυτή την ανήσυχη γραφή; Και ποιες πόλεις προηγήθηκαν, του Τσίρκα ή του Καλβίνο; Όλα όμως θα απαντηθούν κατά την ανάγνωση.
Στο πρώτο κιόλας κείμενο 1. Βερολίνο η Σομαλή ποδηλάτισσα με τα ράστα, μια ποίηση-μετανάστιδα σε ανάπτυξη, μας οδηγεί στον δάσκαλο Ανδρέα Εμπειρίκο. Όμως οι δρόμοι είναι λευκοί από το χιόνι, και η μετανάστης γοητευτική πλην ευάλωτη, πολλά έχουν αλλάξει. Achtung Berlin! Στο 2. Ρώμη, μια μεταφυσική λεμονόκουπα –η κουπόλα του Αγίου Πέτρου, που ο αφηγητής και ο αναγνώστης αντικρίζει κάπως ειρωνικά από μια οπή στο λόφο αλ’ Αβεντίνο, μπορεί να σου αποδείξει ανέλπιστα μέσα στην τουριστική κόπωση, ότι τα φαντάσματα υπάρχουν και οι νεκροί διψούν μέσα στην κιτρινωπή βερυκοκκί ατμόσφαιρα που ανεβάζει η υγρασία και η ζέστη του Τίβερη. «Δεν σκέφτηκε να προσμετρήσει τις παρτίδες που είχε ανοίξει με τις σκιές από όταν κατέληξε η μάνα του»… Έτσι απλά ο χειμώνας της προσφυγιάς και ο χειμώνας του θανάτου έχουν κιόλας βάλει τη σφραγίδα τους στο έργο.
Στο 3. Ινερλάκεν, ο συγγραφέας θα εισάγει επίσης κατ΄ αρχάς σαν σε παρένθεση μια μελλοντολογική υπόμνηση, έναν όχι και τόσο προσωπικό εφιάλτη για το έτος ’23. «Όλοι σε καραντίνα», «ούτε Ρομά» να είμασταν, «με 212 ευρώ στο γιλέκο, και κουπόνια» έλληνες που διαβαίνουν τις Άλπεις, «η Ευρώπη των λαών» μια ανάμνηση… Κάτι που μοιάζει ως φόρος τιμής στον Άππελφελντ, τον Τόμας Μαν ή και τον Αλαίν Ρεναί με αντίστροφη τη μέτρηση του χρόνου. Η εκ νέου χειμαζόμενη σήμερα Ευρώπη.
Στο 4. Γένοβα, θα μας αποκαλυφθεί με την ανάλογη λαμπρή περιγραφική δεινότητα και «το εκβιαστικό θεολογικό περιεχόμενο» του Ιησού της Αβύσσου, του αγάλματος που ευλογεί τα κοπάδια των ψαριών. Μια υποθαλάσσια ευλογία. Η Γένοβα ως σύμβολο μιας επιδραστικής ακόμη, και βαθειά ποντισμένης στο συλλογικό ασυνείδητο εννοιολογικής απάτης, της θρησκείας. Η νοσταλγική αναδρομή στον παππού, που έφυγε το ‘17 από εδώ για την Αμερική με το ποντοπόρο Arcadia, κλείνει το σκληρό αυτό κομμάτι, σάμπως ο ποιητής να μετανιώνει διαρκώς όποτε σαρκάζει τα ιερά και όσια, μετέωρος, ποθώντας ίσως ακόμη κάτι να πιστέψει .
Η Νοσταλγία όμως θα απογειωθεί κάπως πιο ανατολικά, στο 5. Βόλγογκραντ, με ένα λυρικό έως λυγμικό κρεσέντο που ανοίγεται από την Παναγία του Καζάν και τον Ρουμπλιόφ, υποδηλώνοντας και τον Ταρκόφσκι, μέχρι εδώ στο Στάλινγκραντ, Χριστούγεννα, ξαπλωμένος στο χιόνι, «ενώ στο Δημαρχείο ένα γραμμόφωνο έπαιζε τη Διεθνή, όπως την τραγουδούσε η χορωδία του Κόκκινου Στρατού, πάνω στο τραγούδι «Βόλγα, Βόλγα» πριν σκοτωθούν σ’ εκείνο το αεροπορικό …» «και όλοι οι Νέοι Πρωτοπόροι …ανέβαιναν μια οκτάβα στο ρεφραίν, σαν αδέξιοι καστράτι». Το ποίημα καταρρέει τσακισμένο στο ρεαλισμό των ιστορικών γεγονότων της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, «Λες και χρωστούσε ο Θεός και στον Βόλγα μια Κροστάνδη». Παρόμοια νοσταλγία φαίνεται να σαρώνει και το 8. Μπράιτον, δυτικά, όμως πολύ πιο ήπια. Εδώ ακούς και βλέπεις τους γλάρους από την Ντοβίλ, κι έρχονται για μένα τουλάχιστον οι σκιές του Μωπασάν, του Προυστ, ή του Τόμας Χάρντυ, ως «κατιούσες μιας μελαγχολικής βαρκαρόλας», κι ωστόσο ο αφηγητής ονειρεύεται «τις βέσπες που περνούν, σαν Δροσουλίτες» ή και το Φραγκοκάστελλο στο Λυβικό.
«Ότι ζήσαμε είναι πλέον μια σκιά» διαβάζεις στο 9. Βερολίνο Κρόιτσμπεργκ. Μόνο η παρηγοριά της Τερέζας πια υπάρχει, ένα ποίημα για την ερωμένη, πλάι στις καρδερίνες και τη μαρμίτα με το κους-κους των γειτονικών Σύρων. Η πλευρά του παρήγορου ερωτισμού, όπως και στο 11. Βαβρ-Ηράκλειο, με την Λϊλιμπεθ και «τους οργασμούς» της, «τις ρόγες της, νησιά αιχμηρά», μαζί και η μνήμη των αγαπημένων, φωτίζει αχνά το σύνολο με κάποια ανθρώπινη θέρμη διασκεδάζοντας την αναγκαστική έως βεβιασμένη δυσφορία, αυτήν που γεννά το σύγχρονο βίωμα. Βίωμα συγκλονιστικό καθώς εκείνο του τρομοκρατικού χτυπήματος του 2004 στο 10. Μαδρίτη με την επίσκεψη στη Ατότσα και τα 192 μικρά δέντρα του μνημείου της, ελιές και κυπαρίσσια, ικανά να σαρώσουν από την ψυχή τους ισχυρότερους πολιτιστικούς- τουριστικούς ισπανικούς συνειρμούς και εφιάλτες, από τον Δον Κιχώτη μέχρι την τσαούσα καταλανή και την ζιμπελίνα του Ελ Γκρέκο στους ώμους μιας περαστικής από την Σαλαμάνκα.
Ως «καρδιά» του βιβλίου επέλεξα (αυθαιρέτως) να θεωρήσω το 6. Τροντχάιμ, για τη δύναμη και τη γερή αρμογή των κεντρικών θεμάτων. Εδώ θα φανεί η αγαπημένη Ίγκεμποργκ, το όνομα της Μπάχμαν, ερωμένης του Τσέλαν που κατέληξε σε πύρινη αναχώρηση μέσα στον αιώνα, δίπλα του στο κρεβάτι ζωντανεύει, ποιήτρια ή ερευνήτρια, και ποια η διαφορά. Μέσα στην Aurora Borealis και στην «αλοιφή από φωτόνια» που τυλίγει τους νεκρούς ναυαγούς του πυρηνικού υποβρυχίου, «που τριγυρίζουν μεθυσμένοι στην παραλία, και παίζουν μακριά γαϊδούρα..», ο ποιητής γράφει, γράφει αυτά που η αγαπημένη ίσως δεν θα διαβάσει ποτέ. Το κείμενο σε αιχμαλωτίζει για πάντα, θα το θυμάσαι, κι αυτό είναι καλή λογοτεχνία. «Σε ακούω στα αυτιά μου να απαγγέλεις σαν ένας δικός μου Τσέλαν, ένα ποίημα δίχως τίτλο, στη γλώσσα σου που είναι γεμάτη στρογγυλούς φθόγγους, μα μου αρκεί που όταν με αφήνουν ήσυχο οι σκιές, ζω ετούτο το ταξίδι μες στους φθόγγους σου και μέσα στο κορμί σου».
Ας μιλήσουμε ωστόσο, μιας και μπήκαμε για τα καλά στην μάλλον «απεχθή» στους περισσότερους, κι όμως κάποτε απαραίτητη για να αγαπηθεί ως του αξίζει ένα βιβλίο, ανατομία του έργου, και για το 13. Μόσχα, όπου ο ταριχευμένος Λένιν και «ο τεχνητός Αυγερινός» στην κορυφή της κεραίας του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ, σε ύφος άκρως αντι-σοσιαλιστικό, σημαίνουν τέλος εποχής και αρχή ίσως για κάποιαν άλλη, και για το λυρικότατο 15. Πάτμος, που βρίσκονται και τα δυο πολύ κοντά στο ύφος του Στρατή Τσίρκα, κάτι σαν φόρος τιμής στις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του- «και χιόνι αμόλυντο χυνόταν προς τη Χώρα και το μοναστήρι, ένα ποτάμι μελάσα και ζαχαρωτά», κι επίσης το ενδιάμεσό τους και πολύ χαρακτηριστικό του ύφους του ίδιου του Λουκόπουλου 14. Βρυξέλλες-Μαρίκε, αιχμηρό και εναργές, που θα μπορούσε να διαβάζεται και ως επίλογος ή πρόλογος, σε κάθε περίσταση.
Από το 16. Διώρυγα του Σουέζ–SS. Taiyouan, τον αναγνώστη περιμένει ωστόσο μια λυρική έκπληξη, καθώς κορυφώνεται η εξέλιξη της φούγκας αυτής των Πόλεων προς το τέλος του ταξιδιού` «ένα μάλλινο σκουφί πλεγμένο βελονάκι», ένα «δίχως φθορά, μνημείο ανθρώπου» του Κόλια Καββαδία προφανώς , που γνέφει στη γέφυρα ή και στην ψυχή μιας ολόκληρης γενιάς. «Κι όλη τη μέρα θα καπνίζω στα πνευμόνια μου τον καπνό του». Και στο αμέσως επόμενο η σκιά του Μίλτου Σαχτούρη με την «Εισβολή της Μαύρης Πεταλούδας του Πόρου» 17. Πουσάν, Κορέα και χύνονται οι μαύρες πεταλούδες «στα ανοιχτά σακιά που σέρνουν οι χαμάληδες» … «καλύτερα ο θάνατος ωμός/ παρά ετούτος ο διαρκής πνιγμός/ με τα υγρά της λήθης» ο αλύπητος στίχος στη συνέχεια, και θυμάμαι βεβαίως το τρίτο και το τέταρτο SPLEEN του Μπωντλαίρ. Θα ακολουθήσει το πιο δυνατό και τραγικό κείμενο του βιβλίου, όπου ο αμερικανικός στόλος λιανίζει από λάθος τους «δικούς» στο λιμάνι. Ανάμεσα και κάποιοι Έλληνες, και συμπτωματικά ο πατέρας του ποιητή, που τότε διασώθηκε, αλλά το έζησε ετούτο το φρικτό μαζί και η οικογένειά του, ώστε να εγγράφεται τώρα στην παρακαταθήκη των πιο ισχυρών παιδικών αναμνήσεων του συγγραφέα, και να καταγράφεται με άπειρη οξυδέρκεια και γνήσιο πένθος, ένα μοιρολόι μακριά από τον άγριο κυνισμό των συνηθισμένων λογοτεχνικών πολεμικών περιγραφών.
Οι Πόλεις θα κλείσουν την αυλαία τους ανοίγοντάς την κάπως ανακουφιστικά με το αιώνιο όπλο του χιούμορ στο σκηνικό των ημερών μας, 18. Αθήνα –Πειραιώς, σήμερα, σε «ένα εξαιρετικά σύνθετο σύμπαν γεμάτο επίπεδους ανθρώπους» ` τρόλεϋ, αδέσποτα, αρουραίοι, και μια μουσουλμάνα με μαντήλα που περνά πλάι στη μορφωμένη κοπέλα που καπνίζει έξω από μια γκαλερί-καφέ κάνοντας διάλειμμα. Η πόλη δεν έχει πια κλωστοϋφαντουργεία ούτε αργαλειούς, μόνο καπιταλισμό και γκαλερί εγκατεστημένες χάριν κουλτούρας στα παλιά εργοστάσια. Μια καθημερινή εικόνα παγωμένη σαν γκράφιτι ή φωτογραφία κινητού. Στο επόμενο 19. Λονδίνο-Δαγκεροτυπία του Φάραντεϊ ακολουθεί ευθύς αμέσως ένα ειρωνικό, σαν κινηματογραφικό, χαμόγελο για κάθε παγωμένη ζωή, που απευθύνεται ευθέως την τεχνολογική «πρόοδο» και την αστική «ευπρέπεια». Και πριν προλάβω να θυμηθώ τον Μπάστερ Κήτον, η φαεινή «κονσέπσιον» της παγκοσμιοποίησης να μας αποτριχώσει με λέιζερ και να μας εκπορνεύσει ομαδικώς κλείνει θεαματικά στο 20. Καλοκαίρι στο Αλμπουκέρκι, με τη Χουάνα την εργατριούλα παρθένα και την ομόλογή της ξυπόλητη Ιωάννα της Λωραίνης. Το πλοίο περνάει κάτω από τα πόδια της και ο αρτ αφισιονάδο μας που τη ζωγράφισε, μπαίνει θριαμβευτής στη «Ρόδο» της λυρικής πεζογραφίας κλείνοντάς σας το μάτι: «Αει γαμήσου για αποτρίχωση στην τελική!»
Μ.Π. 31/8/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου