6.9.19

Η Ρήνη του Θεοτόκη και οι αδελφές της (του Θανάση Αγάθου)

Στην επιτυχημένη σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης «Παλαιά κείμενα, νέες αναγνώσεις», που διευθύνει η Αγγέλα Καστρινάκη, κυκλοφορεί η εμβληματική νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Η τιμή και το χρήμα, συνοδευόμενη από μια εκτενέστατη μελέτη της Έρης Σταυροπούλου, Ομότιμης Καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, με τίτλο Οι ερωτευμένες ηρωίδες του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και οι λογοτεχνικές αδελφές τους: παραλλαγές μιας τυπολογίας.

Η νουβέλα, που πρωτοδημοσιεύεται στο περιοδικό Ο Νουμάς το 1912 και πραγματοποιεί την πρώτη αυτοτελή της έκδοση το 1914 (αφιερωμένη «με θαυμασμό και άπειρη φιλία» στην Ειρήνη Δενδρινού), αποτελεί ένα διαχρονικό σχόλιο για την καταλυτική επίδραση του χρήματος στις ανθρώπινες σχέσεις. Τοποθετώντας τη δράση στην Κέρκυρα των αρχών του 20ού αιώνα ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) δημιουργεί δύο εξαιρετικά γυναικεία πορτραίτα, που σημαδεύουν την ιστορία της νεοελληνικής πεζογραφίας: η νεαρότατη Ρήνη, που ερωτεύεται τον ανώτερο κοινωνικά αλλά ξεπεσμένο Αντρέα, μένει έγκυος και επιλέγει να εργαστεί και να μεγαλώσει μόνη της το παιδί τους, όταν συνειδητοποιεί ότι ο έρωτάς τους γίνεται αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής,  και η μεσόκοπη σιόρα Επιστήμη, η μητέρα της, που παλεύει γενναία να κρατήσει όρθιο το σπιτικό της και αρνείται να δώσει την προίκα που απαιτεί ο υποψήφιος γαμπρός, για να μην αδικήσει τα υπόλοιπα παιδιά της, αποτελούν δύο γυναίκες προχωρημένες για την εποχή τους, δύο γυναίκες που δεν πτοούνται από τις κοινωνικές προκαταλήψεις και την απογοήτευση που εισπράττουν από δύο άντρες ανάξιούς τους –ο Αντρέας, καθοδηγούμενος από τον αδίστακτο θείο του, τον Σπύρο, διαπραγματεύεται την προίκα ως την τελευταία στιγμή και ο Τρίνκουλος, σύζυγος της Επιστήμης, ξημεροβραδιάζεται στην ταβέρνα– αλλά επενδύουν στην εργασία και αντικρίζουν –ειδικά η Ρήνη– το μέλλον με θάρρος και πίστη στις προσωπικές τους δυνάμεις.
Στην αρχή της μελέτης της η Έρη Σταυροπούλου εξετάζει με νηφαλιότητα και πειστικότητα τη θέση του Θεοτόκη στη νεοελληνική λογοτεχνία: τον κατατάσσει στους επιγόνους της μεγάλης σειράς των Επτανήσιων δημιουργών που δέσποσαν κυρίως τον 19ο αιώνα, μνημονεύει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της πνευματικής του πορείας ο Λορέντζος Μαβίλης και ο Κώστας Χατζόπουλος, κάνει λόγο για τη στενή σχέση του με την Ειρήνη Δεντρινού, αναφέρεται στη μετάβασή του από τον αισθητισμό στον ρεαλισμό, υπογραμμίζει την παρουσία της «κορφιάτικης» ζωής του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα ως σταθερού μυθιστορηματικού σκηνικού στη συλλογή διηγημάτων Κορφιάτικες ιστορίες(1935), αλλά και στις εκτενέστερες συνθέσεις του (τις νουβέλες Ο κατάδικος, 1918, και Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, 1919 και το μυθιστόρημα Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, 1922, το πιο προσωπικό δημιούργημά του) και σχολιάζει τον καθιερωμένο χαρακτηρισμό του συγγραφέα ως «εισηγητή της κοινωνιστικής πεζογραφίας», τονίζοντας ότι υπερβαίνει τα όρια της ηθογραφίας και ότι η Κέρκυρα που αποτυπώνει στα έργα του ανήκει στην «πεζογραφία της εντοπιότητας», μαζί με τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη και τη Ζάκυνθο του Ξενόπουλου· για το τελευταίο αυτό θέμα η μελετήτρια εύστοχα σημειώνει πως «δεν ήταν μόνο οι γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές διαφορές των νησιών, αλλά κυρίως η καλλιτεχνική και ιδεολογική προοπτική με την οποία τα προσέγγισαν οι συγγραφείς, που τα ανέδειξαν σε τρεις διαφορετικούς αξιομνημόνευτους κειμενικούς χώρους στο πλαίσιο της ηθογραφίας» (σ. 148).
Στη συνέχεια η μελετήτρια επιχειρεί μια συστηματική, ολόπλευρη «εκ του σύνεγγυς ανάγνωση» της νουβέλας Η τιμή και το χρήμα: εντοπίζει τις διαφορές του κειμένου σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του Θεοτόκη· χαρακτηρίζει «θεματικό» τον τίτλο του, δίνοντας όχι μόνο τη βασική ερμηνεία του («αφενός η ηθική τιμή ενός ανθρώπου και αφετέρου το ‘κατώτερο’ χρήμα», σ. 152), αλλά και μια παρατακτική ανάγνωσή του («η τιμή που κοστίζει ένα πράγμα, ένας άνθρωπος, ένα συναίσθημα, και το χρήμα με το οποίο αγοράζει κανείς αυτό που θέλει», σ. 152)· συνοψίζει την υπόθεση του έργου· σχολιάζει την αφιέρωση του Θεοτόκη στην Ειρήνη Δεντρινού στην πρώτη αυτοτελή έκδοση του 1914 και την επιστολή που τη συνοδεύει, διατυπώνοντας μάλιστα την τολμηρή υπόθεση ότι η ελευθερία που διεκδικεί και τελικά κερδίζει η Ρήνη, η ηρωίδα της νουβέλας, ενδεχομένως ισοδυναμεί με έμμεση πρόσκληση του συγγραφέα προς τη Δεντρινού «να σπάσει τις κοινωνικές συμβάσεις και να τα εγκαταλείψει όλα για χάρη του» (σ. 155)· κάνει ενδιαφέρουσες προτάσεις για τους λόγους για τους οποίους ο συγγραφέας επιλέγει τα ονόματα των χαρακτήρων του (λ.χ. το όνομα της Ρήνης παραπέμπει όχι μόνο στην Ειρήνη Δεντρινού αλλά και στην ειρηνική ζωή, το όνομα της Επιστήμης συσχετίζεται με την εικόνα της «Αγέλαστης» Επιστήμης, που επαινεί ο Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, ενώ το όνομα του Τρίνκουλου προέρχεται σαφώς από τη σαιξπηρική Τρικυμία, την οποία ο Θεοτόκης μεταφράζει το 1914, και με την οποία συγκρίνει η Σταυροπούλου τη νουβέλα, διαπιστώνοντας ότι «μοιάζει σε αρκετά σημεία να ‘σχολιάζει’ με χαριτωμένες ανατροπές το δράμα», σ. 160)· κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις σκηνές πλήθους, δηλωτικές των ηθών, των επαγγελμάτων και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της περιόδου και του τόπου, και στους δημόσιους χώρους όπου εκτυλίσσονται (ταβέρνα, πλατεία, αγορά)· ασχολείται με τις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται (αφήγηση με μηδενική εστίαση που ακολουθεί τη χρονική σειρά των γεγονότων, ελάχιστες αναδρομές στο παρελθόν, αιτιολογική σειρά των γεγονότων, ενότητα χρόνου και δράσης, παρατιθέμενος μονόλογος, αφηγημένος μονόλογος, εναλλαγή κλειστών/εσωτερικών και ανοικτών/υπαίθριων χώρων, προσημάνσεις)· εξετάζει διεξοδικά τη γλώσσα και το ύφος του κειμένου, επιχειρώντας μάλιστα αναλυτική σύγκριση ανάμεσα στη δημοσίευση της νουβέλας στον Νουμά το 1912 και στην πρώτη έκδοση του 1914· αποφαίνεται ότι η Τιμή και το χρήμα αποτελεί «έργο με θέση», το οποίο στηρίζεται ιδεολογικά στις σοσιαλιστικές ιδέες, διαθέτει δομή σύγκρουσης και θίγει πολύ σημαντικά ζητήματα (κοινωνικές και ταξικές διαφορές, θέση της γυναίκας, σχέσεις των δύο φύλων, θεσμός της προίκας, ρόλος του χρήματος, τοκογλυφία, πολιτική διαφθορά)· και, τέλος, αναφέρεται στην υψηλής αισθητικής κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας (Η τιμή της αγάπης, 1983, σε σκηνοθεσία και σενάριο της Τώνιας Μαρκετάκη).
Προχωρώντας τη μελέτη της, η Έρη Σταυροπούλου διαπιστώνει ότι τόσο στα έργα που γράφει κατά την περίοδο του αισθητισμού όσο και στα πεζογραφήματα της ρεαλιστικής περιόδου του ο Θεοτόκης πλάθει μια σειρά ηρωίδων που ονειρεύονται να παντρευτούν ή που δεν είναι ευτυχισμένες στη συζυγική τους ζωή, με κοινά στοιχεία το τραγικό τέλος, τη ρημαγμένη ζωή ή τη γεμάτη εμπόδια αποκατάσταση, με τη Ρήνη να ξεχωρίζει εμφανώς ανάμεσά τους, καθώς η συγκεκριμένη ηρωίδα «ξεπροβάλλει δυνατή, με πίστη στον εαυτό της, με αυτογνωσία, ικανή να αφήσει πίσω μια αγάπη που δεν ήταν αντάξιά της και αποφασισμένη να διεκδικήσει δυναμικά τα δικαιώματά της στη ζωή» (σ. 199-200). Κατόπιν, επικεντρώνεται σε μια σειρά ελληνικών και ξένων μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων της περιόδου από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, εξετάζοντας το θέμα της τραγικής μοίρας της γυναίκας «στο πλαίσιο ενός ευρύτερου καλλιτεχνικού και κοινωνικού διαλόγου γύρω από το γυναικείο ζήτημα, καθώς την ίδια εποχή κορυφώνεται ο αναβρασμός για την αλλαγή της θέσης της γυναίκας» (σ. 204).
Με σημείο αναφοράς την κλασική μονογραφία των Sandra M.Gilbert και Susan Gubar TheMadwoman in the Attic (1984), στο πρώτο μέρος της οποίας μελετάται ένας μεγάλος αριθμός ανδρών συγγραφέων ως προς τις εικόνες των γυναικείων χαρακτήρων των έργων τους, με βάση δύο βασικά στερεότυπα, τη γυναίκα-άγγελο και τη γυναίκα-τέρας, η Σταυροπούλου συζητά την περίπτωση της «δαιμονικής» και ραδιούργας Έλεν Κουράγκινα στο Πόλεμος και ειρήνη (1869) του Τολστόι σε αντιδιαστολή με τις «αγγελικές» γυναικείες μορφές του ίδιου μυθιστορήματος (όπως η Νατάσα Ραστόβα, η Σόνια και η Μάρια Μπαλκόνσκαγια), το αντιθετικό δίπολο που απαρτίζουν η χριστιανικά καρτερική και δοτική Χρυσούλα και η μοιραία και καταστροφική Νόρα στις Σπασμένες ψυχές (1909) του Νίκου Καζαντζάκη, τους βασικούς γυναικείους χαρακτήρες των διηγημάτων του Χατζόπουλου «Τάσω» και «Αννιώ» και τη Βαγγελιώ, ηρωίδα της Πρώτης αγάπης (1919) του Ιωάννη Κονδυλάκη και ενδεικτική περίπτωση του γεγονότος ότι «ο χαρακτηρισμός γυναίκα-αγία ή γυναίκα-δαιμονική μπορεί να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τις αντιλήψεις για την ηθική, τα αισθήματα και τις ιδέες του προσώπου που διατυπώνει το σχετικό σχόλιο» (σ. 222). Επιστρέφοντας στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, η μελετήτρια ορθά επισημαίνει ότι ο Κορφιάτης συγγραφέας έχει σαφή συνείδηση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και είναι ο πρώτος που εκείνη την εποχή μιλά ανοιχτά για τον σωματικό πόθο της γυναίκας και τη σεξουαλική πράξη, ενώ επαναφέρει συχνά-πυκνά στα έργα του το ζήτημα της μοίρας, ως δύναμης που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και παρασύρει γυναίκες και άντρες· κατόπιν, με γνώμονα τα κοινωνικά κριτήρια της υποταγής, της αγνότητας και της μη έκφρασης γνώμης κατατάσσει τις ηρωίδες του Θεοτόκη σε «ηθικές ή ενάρετες» (όπως η Κατερίνα στην «Υπόληψη» και η Ευλαλία στο Σκλάβοι στα δεσμά τους) και σε «ανήθικες ή παραστρατημένες» (όπως, μεταξύ άλλων, η Χρυσαυγή στην «Αγάπη παράνομη», οι ανώνυμες σύζυγοι του Κουκουλιώτη στο «Πίστομα» και του Κούρκουπου στο «Ακόμα;», η Σταλαχτή στην «Παντρειά της Σταλαχτής» και η Ρήνη στο Η τιμή και το χρήμα), για να αποφανθεί ότι η διαίρεση αυτή αντιστοιχεί στην κατηγοριοποίηση των Gilbert και Gubar σε «αγγέλους» και «δαίμονες» μόνο ως προς τις ενάρετες ηρωίδες και όχι ως προς τις δεύτερες, διότι «οι παραστρατημένες μπορεί να είναι απλά παθητικές και καταπιεσμένες, παρόλο που και αυτές αντιμετώπιζαν την κοινωνική κατακραυγή» (σ. 230). Αυτή η αναντιστοιχία στην εξίσωση «ανήθικες ή παραστρατημένες» = «δαιμονικές», γράφει η Σταυροπούλου, υπογραμμίζει την κοινωνική υποκρισία της εποχής, «που θεωρούσε ότι οι γυναίκες δεν έπεφταν θύματα αλλά προκαλούσαν, δεν υπέκυπταν, αλλά ήταν σύμφωνες με την αντρική μεταχείριση» (σ. 231).
Ως πραγματικές «δαιμονικές» ηρωίδες της πεζογραφίας του Θεοτόκη η Σταυροπούλου αναγνωρίζει τη Μαργαρίτα στη νουβέλα Ο κατάδικος και την Αιμιλία Βαλσάμη στο μυθιστόρημα Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, τονίζοντας ότι ο συγγραφέας παρακολουθεί διεξοδικά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους και τον πόθο που τις κυριεύει και αποφεύγει να τις καταδικάσει. Ως προς την πρώτη ηρωίδα, η μελετήτρια υπογραμμίζει τη διχασμένη φύση της (από τη μια ιδανική σύντροφος και από την άλλη άπιστη σύζυγος και φλογερή ερωμένη), ενώ ως προς τη δεύτερη, σημειώνει ότι δίνει την εντύπωση ότι εκπροσωπεί μια νέα μορφή της μοιραίας γυναίκας, που διεκδικεί το δικαίωμα να ορίζει τη ζωή της, ωστόσο αποτελεί «την εξέλιξη της γυναίκας-βασίλισσας-μάγισσας, ωραίας, πλούσιας, καταστροφικής για τους άντρες, που εμφανίζεται από την αρχαιότητα στη μυθολογία, την ιστορία και τη λογοτεχνία» (σ. 241). Σχολιάζεται, επίσης, η δαιμονική φιγούρα της Τβουβούης, εκδοχής της Σαλώμης, στο αισθητιστικό διήγημα του Θεοτόκη «Το όνειρο του Σατνή» (γραμμένο το 1901, ανέκδοτο ως το 1981).
Με άξονα τον χαρακτήρα της Νόρας στο θρυλικό θεατρικό έργο του Ίψεν Νόρα ή Το κουκλόσπιτο (1879), που αποτελεί καταγγελία της θέσης της γυναίκας-αγγέλου-κούκλας, η Έρη Σταυροπούλου επιχειρεί μια διεξοδική ανάλυση του χαρακτήρα της Μίνας Βάρδα στο –ποικιλοτρόπως επηρεασμένο από την ιψενική δραματουργία– θεατρικό έργο του Παύλου Νιρβάνα Ο αρχιτέκτων Μάρθας (1907) και σχολιάζει την αρνητική κριτική του Χατζόπουλου για το έργο και τον αποκαλυπτικό διάλογο που ακολουθεί μεταξύ του σοσιαλιστή Χατζόπουλου –του οποίου οι θέσεις για τον ρόλο της γυναίκας στη λογοτεχνία και στην κοινωνία, όπως εύλογα υποστηρίζει η μελετήτρια, απηχούν ανάλογες θέσεις του Θεοτόκη– και του αισθητιστή Νιρβάνα. Στη συνέχεια εντοπίζει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της Μίνας Βάρδα στις μορφές της Ευλαλίας και της Λουίζας Οφιομάχου στο μυθιστόρημα του Θεοτόκη Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, αλλά με μιαν ειδοποιό διαφορά: «Αυτές […] δεν θα ζήσουν ως το τέλος μέσα στην πλήρη άγνοια της πραγματικότητας, όπως η ηρωίδα του Νιρβάνα. Αντίθετα, όπως η ιψενική Νόρα, θα χρειαστεί να πάθουν και να μάθουν, αν και η γνώση της πραγματικότητας που αποκτούν είναι λειψή, έρχεται αργά και δεν θα βελτιώσει τη ζωή τους» (σ. 250).
Προεκτείνοντας τον προβληματισμό της αναφορικά με τις «αγγελικές» λογοτεχνικές ηρωίδες, που, για να μην δυστυχήσουν, είναι καλό να παραμείνουν στη συνθήκη της διακοσμητικής «κούκλας» και στη μερική ή ψευδή αντίληψη της ζωής, η Σταυροπούλου εξετάζει μερικά ακόμη γυναικεία πορτραίτα από τη νεοελληνική πεζογραφία της περιόδου, όπως η εξελισσόμενη ηρωίδα της Λυγερής (1896) του Ανδρέα Καρκαβίτσα, η Φόνια, ηρωίδα της νουβέλας του Χατζόπουλου Αγάπη στο χωριό (1910), και οι τρεις κόρες του επάρχου στο μυθιστόρημα του Χατζόπουλου Ο πύργος του ακροπόταμου (1915), για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι «η πορεία […] από την άγνοια του εαυτού και του γύρω κόσμου ως τη γνώση αποδεικνύεται πολύ δύσκολη για τις λογοτεχνικές ηρωίδες» (σ. 261).
Επιπρόσθετα, η μελετήτρια εξετάζει περιπτώσεις λογοτεχνικών ηρωίδων που δολοφονούνται ή οδηγούνται στον θάνατο για λόγους «τιμής» («Ακόμα;» του Θεοτόκη, «Έρως εσταυρωμένος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, 1901)· ξεχωρίζει την ιδιαίτερη περίπτωση της ηρωίδας-θύματος του Όφις και κρίνο (1906) του Καζαντζάκη (στο πλαίσιο της λογοτεχνίας του αισθητισμού)· αναφέρεται στη δολοφονία της Ναστάζια Φιλίπποβνα στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι Ο ηλίθιος (1869) και στην Τες, ηρωίδα του μυθιστορήματος του Τόμας Χάρντυ Τες των ντ’ Υμπερβίλ (1891)· σχολιάζει περιπτώσεις γυναικείας αυτοχειρίας σε εμβληματικά έργα της παγκόσμιας πεζογραφίας (Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ, 1856· Άννα Καρένινα του Τολστόι, 1878) και δραματουργίας (Δεσποινίς Τζούλια του Στρίντμπεργκ, 1888· Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν, 1890), αλλά και στην Τρισεύγενη (1903) του Παλαμά και στον Κόκκινο βράχο (1905) του Ξενόπουλου· εντοπίζει γυναικείους χαρακτήρες που ονειρεύονται μια νέα πραγματικότητα στα διηγήματα του Χατζόπουλου «Στο σκοτάδι» (1911) και «Το όνειρο της Κλάρας» (1913)· επισημαίνει ομοιότητες ανάμεσα στην Ευγενία Γκραντέ (1833) του Μπαλζάκ και στην Τιμή και το χρήμα· μνημονεύει τη Σόνια, ηρωίδα του τσεχωφικού Θείου Βάνια (1897), χαρακτηριστικό δείγμα των μελαγχολικών, αδύναμων γυναικείων χαρακτήρων του Ρώσου συγγραφέα· εντοπίζει αναλογίες ανάμεσα στο μυθιστόρημα της Καλλιρρόης Παρρέν Η χειραφετημένη (1899) και την Τιμή και το χρήμα.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Σταυροπούλου, ύστερα από τη συνεξέταση όλων αυτών των γυναικείων μορφών, είναι ότι η Ρήνη, με την αυτογνωσία που αποκτά και με το τόλμημά της να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της μπαίνοντας δυναμικά στον χώρο της εργασίας («Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;», λέει η ηρωίδα στο τέλος του κειμένου, σ. 130) αποτελεί πρόδρομο των νέων χειραφετημένων και ανεξάρτητων γυναικών, όπως τις οραματίζεται ο Θεοτόκης, εμφορούμενος από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίζει η Σταυροπούλου, «ο Κερκυραίος συγγραφέας αποδεικνύεται πρωτοπόρος, γιατί μόνο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη ρωσική επανάσταση θα υπάρξει σημαντική μεταβολή των αντιλήψεων και προσπάθεια ουσιαστικής αλλαγής σε ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία» (σ. 295).
Η μονογραφία της Έρης Σταυροπούλου πλαισιώνει υποδειγματικά το αριστουργηματικό πεζογράφημα του Θεοτόκη, αποτελώντας έναν πολύτιμο και άκρως λειτουργικό πλοηγό ανάγνωσής του αλλά και μια πολύ καλογραμμένη, συναρπαστική συγκριτολογική μελέτη, γεμάτη από γοητευτικές διακειμενικές συσχετίσεις και ενδιαφέρουσες επισημάνσεις. Η συγγραφέας, πολύ καλή γνώστρια της περιόδου (με μελέτες, μεταξύ άλλων, για τον Χατζόπουλο, τον Καζαντζάκη και τον Καρκαβίτσα), αξιοποιεί μια ευρύτατη γκάμα λογοτεχνικών κειμένων μεγάλου χρονικού ανύσματος, αλλά και ποικιλία θεωρητικών εργαλείων (αφηγηματολογία, σπουδές φύλου), και εντυπωσιάζει με την εξαντλητική βιβλιογραφική τεκμηρίωση και τον πλούτο του πληροφοριακού υλικού που παρέχει. Μια εξαιρετικά καλαίσθητη, φροντισμένη και χρηστική έκδοση των Πανεπστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (όπως και όλες οι προηγούμενες της σειράς), που ενδιαφέρει φιλολόγους, λάτρεις της καλής λογοτεχνίας και θιασώτες του καλού λογοτεχνικού δοκιμίου.
Info: Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα. Έρη Σταυροπούλου, Οι ερωτευμένες ηρωίδες του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και οι λογοτεχνικές αδελφές τους: παραλλαγές μιας τυπολογίας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019, σελ. 304.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: