19.9.19

Τόποι και συγγραφείς. Μια ανάγνωση του «Άνθρωπος στη σκιά” (του Σταύρου Χατζηθεοδώρου)

Τη λόξα αυτή τη κουβαλούσα από παλιά. Διάβαζα βιβλία στους τόπους που γεννήθηκαν, περπάτησαν και άφησαν τα χνάρια τους οι δημιουργοί τους. Έτσι άγγιζα το “κουκούτσι ” των λέξεων. Οι τόποι αφηγούνται, έλεγα, αφού επιλέξουν πρώτα τους γραφιάδες τους.
Μαθητής λυκείου, γοητευμένος από τα κείμενα του Μάριου Χάκκα -του πρώτου Έλληνα μπιτνικ- που λέει και ο Γιάννης, έπαιρνα το δρόμο για τη γείτονα Καισαριανή με το “Κοινόβιο” και τον “Μπιντέ” παραμάσχαλα.

Αργότερα, φοιτητής πλέον, φιλοξενούμενος από μια φίλη που σπούδαζε στα Γιάννενα, αναζητούσα τις χαμένες μυρωδιές απ’τα παλιά ταμπάκικα στο “Τέλος της μικρής μας πόλης” του Δημήτρη Χατζή.
Στις συχνές επισκέψεις στη Σαλονίκη και στο Όρος παίρνω στο κατόπι τον “στρατηγό Σκαμπ (αρδώνη)” -καθώς περιπολών τυρβάζει-, ανακαλύπτωντας μοναχούς να παίζουν ρεμπέτικα στο τρίτο υπόγειο της μονής Ιβήρων, τα κρατητήρια των Γερμανών κάτω από το γήπεδο του Άρεως, το φαρμακείο του Πεντζίκη.
Και να ‘μαι τώρα κατά μεσής του Αυγούστου στο καφενείο του Θόδωρα στο Μεσαίο Καρλόβασι, λίγα μέτρα από το σπίτι των Σεβαστάκηδων. Στο τραπέζι γαύρος τηγανητός, σούμα και ο “Άνθρωπος στη σκιά” του Νικόλα Σεβαστάκη (Πόλις 2019). Στο διπλανό Σεϊτάνι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου τον Ιούλιο του ’86 κάνει διακοπές με τη φίλη του επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά την αδυναμία του στην αγάπη.
Η αυτοκτονία του Φάνη Αυγερινού συνταξιούχου, πρώην διοικητικού στο Πανεπιστήμιο, το Φεβρουάριο του 2015 σε μια πλαγιά του Υμηττού γίνεται αφορμή μέσα από τις αφηγήσεις αγαπημένων και μη προσώπων του να ξετυλιχτεί το κουβάρι της ιστορίας μιας μερίδας της εξτρεμιστικής αριστεράς των τελευταίων σαράντα χρόνων.
Δεκαετία του ’70. Χούντα Πολυτεχνείο Μεταπολίτευση. Μια παρέα τριών αγοριών αντρώνεται προσπαθώντας να ορίσει το μέλλον. Ξεχωρίζει ο Φάνης : χαρισματικός, ευφυής, αβόλευτος, παρορμητικός. Πήγαινε μπροστά όταν εμείς δίναμε μάχες οπισθοφυλακής. Νιώθαμε την υπεροχή του καθώς τραβούσε σαν μαγνήτης τα γεγονότα. Τα επαναδημιουργούσε. Μπορούσε να μετράει κέρματα ακόμα και μέσα στο χάος. Τον ζηλεύαμε. Ξέραμε ότι θα μας άφηνε πίσω, αποφαίνεται ο έτερος της παρέας ο Κωστής, ένα λαϊκό παιδί, δρομέας ημιαντοχής της ζωής. Ο τρίτος της παρέας, ο Αντρέας, ευαίσθητος και φέρελπις ποιητής που έχει την ατυχία να πεθάνει νέος από ασθένεια του αίματος. Ο Νικόλας Σεβαστάκης αποτυπώνει με εύστοχο τρόπο αυτή την εποχή όπου πολλοί νέοι έπεφταν σαν λιμασμένοι στη πολιτική. Οι φιλίες, οι κουβέντες, οι παρέες, οι έρωτες γεννιόντουσαν εδώ. Όσοι δεν ακολουθούσαν τη κούρσα, ξεχνιόντουσαν εύκολα.
Ο Φάνης μέσω της φίλης του της Κατερίνας συνδέεται με δύο αριστερούς της προηγούμενης γενιάς, τον Άρη (Γίρζη)Τάικο, πολιτικό πρόσφυγα από τη Τσεχοσλοβακία που τώρα ζει και εργάζεται ως ιδιοκτήτης τυπογραφείου στο Βέλγιο και τον Στέφανο Παπατζίμα, που έφαγε τα βουνά με το κουτάλι σαν τηλεγραφητής του ΕΛΑΣ.
Η γνωριμία αυτή είναι καθοριστική. Έτσι λοιπόν τώρα στο δωμάτιο του πλάι στο “Βρώμικο ψωμί” του Σαββόπουλου παίρνουν θέση η “Ιστορία της Μακρονήσου” του Νίκου Μάργαρη ,κείμενα του Ψυρούκη και το “Λέον Τρότσκι, η ζωή μου”.
Δεν αργεί όμως να τους αμφισβητήσει, όλους αυτούς τους θεωρητικούς που περιφέρουν τη γοητεία της ήττας τους με ένα διαρκές “ναι μεν αλλά”. Φτύνει τις θεωρίες, βιάζεται, θέλει δράση, οραματίζεται τη δημιουργία ενός νέου λαϊκού ρεύματος. Εντάσσεται σε μια τρομοκρατική οργάνωση κουβαλώντας την εμμονικά αυτιστική μοναχικότητα του. Αλλά στη πρώτη κιόλας ενέργεια εκτελεί τον λάθος άνθρωπο. Σπάει τους δεσμούς με την οικογένειας του. Παρασυρμένος από “Μεταποιημένες αλήθειες” για τη δήθεν αντισυντροφική δράση του πατέρα του γίνεται βίαιος απέναντι του και τον οδηγεί στο θάνατο. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα σταματάει τη δράση και αποσύρεται στην ανωνυμία του δημοσίου υπαλλήλου. “Είναι βαθιά τα νερά εδώ ” μονολογεί ο πατέρας προσπαθώντας να εξηγήσει τη συμπεριφορά του γιού του. Με αυτά λοιπόν τα βαθιά νερά της τρομοκρατίας στην Ελλάδα αναμετριέται ο συγγραφέας και αποδεικνύει πως με δεινή μαεστρία ελίσσεται και μεταπηδά από την ποίηση στο φιλοσοφικό στοχασμό, από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα, από τη “Γυναίκα” και τον “Άντρα” στον “Άνθρωπο”, με επιτυχία. Αξιοποιώντας αφηγητικά τεχνάσματα καταφέρνει να μας δώσει μια ηθογραφία της αριστεράς. Δεν εξηγεί, δεν ερμηνεύει, δεν πολιτικολογεί. Παραθέτει γεγονότα. Θα αδικούσαμε το βιβλίο αν λέγαμε ότι πρόκειται μόνο για ένα πολιτικό μυθιστόρημα. Η υπαρξιακή αγωνία, η έννοια της ευθύνης, η μαθητεία, ο έρωτας και οι αναπηρίες του, διατρέχουν τις σελίδες του. Γλώσσα στέρεα, στακάτη, λιτή, αποφλοιωμένη από λογοτεχνικές τσαλκάντζες. Υπηρετεί το ύφος του θέματος.
Σηκώνομαι, βάζω το βιβλίο στο σάκο. Ποιο κίνητρο άραγε μπορεί να οπλίσει το χέρι ενός καθημερινού ανθρώπου μετατρέποντας τον σε μικρό θεό; Γιατί μετά από ολιγόμηνη δράση αποσύρεται στη σιωπή του; Πως καταλήγει στην αυτοχειρία μετά από τριάντα χρόνια και ενώ όλα σχεδόν έχουν ξεχαστεί;
Τα ερωτηματικά και οι ανάσες που επιτρέπει, ώστε να δώσει ο αναγνώστης τις δικές του ερμηνείες, είναι από τα σημαντικά προσόντα του βιβλίου.
Πιάνω την ανηφοριά για το “Ποτάμι”. Το λιμάνι μπροστά, το χωριό δεξιά μου. Άραγε ποια και πως είναι η συμβολή αυτού του τόπου στη συγγραφή του βιβλίου, σκέφτομαι. Τα χρόνια που έζησε εδώ ο συγγραφέας πόσο έχουν σμιλέψει τις ψυχές των ηρώων του;
Οι τόποι αφηγούνται, μονολογώ και μειδιώ. Καθώς η ρήση του Κωστή Παπαγιώρη με ακολουθεί “Πριν πάτε καλεσμένοι σε ένα σπίτι κάντε το κόπο να περπατήσετε πρώτα μια βόλτα γύρω από τη γειτονιά, γύρω από το τετράγωνο, για να σας δουν, να σας μάθουν οι δρόμοι τα σοκάκια και οι τόποι”.

(*) Ο Σταύρος Χατζηδεοδώρου έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες, Παιδαγωγικά  και σινεμά. Εργάζεται στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Info: Νικόλας Σεβαστάκης, “Άνθρωπο στη σκιά”, Πόλις

Δεν υπάρχουν σχόλια: