Η τρίτη έξοδος του δον Κιχώτη, που καταλαμβάνει ολόκληρο τον δεύτερο τόμο του μυθιστορήματος του Θερβάντες, ξεκινάει αισίως ένα πρωινό του πρώιμου φθινοπώρου. Μέσα στην αχλύ της συννεφιασμένης μέρας το πρωταγωνιστικό ζεύγος, δον Κιχώτης και Σάντσο, βάζει πλώρη προς το Τομπόσο, την γενέθλια πόλη της Δουλτσινέας και κατ’ επέκταση την Γη της Επαγγελίας των ερωτικών σκιρτημάτων. Πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε άλλη περιπέτεια ο δον θέλει να αποτίσει φόρο τιμής στην αγαπημένη του και να λάβει την ευλογία της. Ένας ευσεβής πόθος που διατρέχει όλον σχεδόν τον προηγούμενο τόμο, τείνει τώρα προς την εκπλήρωσή του. Φυσικά η επικείμενη συνάντηση δον Κιχώτη – Δουλτσινέας μας γεμίζει με αναγνωστική έξαψη και αδημονία. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια κίνηση που ο δον απέφυγε επιμελώς σε όλο τον πρώτο τόμο. Ίσως τώρα –με την ωριμότητα, την εμπειρία, αλλά και τις εσωτερικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί– να είναι πιο έτοιμος για να αναμετρηθεί με το τέρας, το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.
Δον Κιχώτης και Σάντσο φτάνουν στην πολιτεία κατά το σούρουπο. Αμφότεροι είναι λίγο νευρικοί και αγχωμένοι. Ο Σάντσο γιατί ενδέχεται να αποκαλυφθεί το ψέμα που είχε πει προ πολλού στον κύριο του (ότι έφερε εις πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί συναντώντας την Δουλστινέα – την οποία δεν κατάφερε να συναντήσει εν τέλει) και ο δον Κιχώτης γιατί φέρει μια εύλογη ταραχή νευρικού εραστή. Παρ’ όλα αυτά φαίνονται αποφασισμένοι για όλα. Πρωτίστως κινούνται βάσει σχεδίου. Περιμένουν κάτω από κάτι βελανιδιές, λίγο έξω από το Τομπόσο, όπως αναγράφεται στο κείμενο και, μόλις πέσει το βράδυ, μπαίνουν με άκρα μυστικότητα και με τις απαραίτητες προφυλλάξεις, στην πολιτεία. Αδιαμφισβήτητα το νύχιο πέπλο αρμόζει καλύτερα σε αυτή την επιχείρηση. Υπό το απηνές φως του ηλίου όλα θα ήταν δυσκολότερα. Τώρα κάτω από την ευεργετική επίδραση του σκοταδιού, οι ήρωες μπορούν να κινηθούν ανενόχλητοι μέσα στις άγνωστες συνοικίες. Πρόκειται για μια τυφλή πορεία που προσιδιάζει με επέλαση στις παρυφές της ίδιας της ερωτικής επιθυμίας, εκεί που όλα εκ των πραγμάτων είναι σκιώδη, τα όρια ασαφή, τα περιγράμματα θολά.
Τω όντι, βαδίζοντας και σκοντάφτοντας μέσα στα σοκάκια της πόλης είναι σαν να έχουν εισέλθει στην αχανή, αγεωγράφητη, ξένη και ανοίκεια επικράτεια του ερωτικού συναισθήματος. Το Τομπόσο έχει πια εξαϋλωθεί. Δεν είναι απλώς η ανάπτυξη κάποιου αστικού τοπίου. Είναι η πόλη-μήτρα που γέννησε το αγαπημένο πρόσωπο. Από ένα σημείο και μετά οι διαχωρισμοί είναι δύσκολοι. Τομπόσο και Δουλτσινέα ταυτίζονται. Ή μάλλον καλύτερα Τομπόσο και ερωτικό συναίσθημα προς την Δουλτσινέα ταυτίζονται. Ό,τι είναι κοντά στο αγαπημένο πρόσωπο, ό,τι το περιβάλλει, παίρνει κάτι από την μαγεία του, την χροιά του, την αίγλη του. Πόσο μάλλον το περιβάλλον όπου γεννήθηκε και υπάρχει αυτό. Το Τομπόσο ανανοηματοδοτείται επειδή η Δουλτσινέα ζει και αναπνέει εκεί. Και δεν είναι απλώς η αυλή της, ο χώρος της, ένα εξωτερικό περίβλημα των πράξεων και των κινήσεών της. Η αρχιτεκτονική της πόλης, οι δημόσιοι χώροι, τα κτήρια και οι πλατείες ανασυστήνονται μέσα από την ενέργειά της, μέσα από την επαφή της με αυτά, μοιράζονται κάτι από την ουσία της Δουλτσινέας. Γίνονται αυτή.
Πριν εισέλθει σε αυτή την «ιερή» περιφέρεια, ο δον Κιχώτης θα κάνει όπως είπαμε μια μη αναμενόμενη στάση κάτω από μια συστάδα δέντρων που βρίσκονται εκτός πόλεως. Δεν είναι μια στάση που δηλώνει διστακτικότητα, φόβο ή διβουλία. Ως γνωστόν, ο δον Κιχώτης ξέρει πάντα τι κάνει και γιατί το κάνει ενώ απέναντι στην δράση δεν έχει ποτέ ενδοιασμούς. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί, στην κατάσταση που είναι (υπό το κράτος σφοδρού έρωτα δηλαδή) να μην τον ταλανίζουν και κάποιες αμφιβολίες. Θα βρει άραγε ανταπόκριση από το αγαπημένο πρόσωπο; Οι σπονδές και τα σέβη που έρχεται να της υποβάλει θα γίνουν ευμενώς δεκτά; Και ακόμα, θα την βρει; Είναι αλήθεια εκεί; Ποιο είναι το σπίτι της; Έχει ακούσει για αυτόν; Τον αγαπάει; Αλήθεια, μπορεί να τον αγαπάει, χωρίς να τον έχει δει ποτέ; Είναι τόσο αγνή, όσο και αυτός; Καμία εξήγηση δεν δίνεται από τον συγγραφέα. Πίσω από αυτή την εύγλωττη αποσιώπηση συναντάμε και συνάγουμε ένα ευρύ φάσμα εικασιών. Το ενδιαφέρον όμως εστιάζεται στο είδος των δέντρων που αποτελούν και το κεντρικό σημείο αυτής της στάσης. Δεν χρειάζεται ιδιαιτέρως οξεία φροϋδική όραση για να εντοπίσει κανείς τις φαλλικές συνδηλώσεις των βελανιδιών κάτω από τις οποίες ο δον Κιχώτης βρίσκει ανάπαυλα. Η βάλανος και το βελανίδι είναι το ίδιο πράγμα. Η ασυνείδητη ερωτική επιθυμία με όλον της τον ίμερο και την γενετήσια ορμή είναι εδώ. Βοά δε δια της σιωπής της. Ο δον Κιχώτης καθισμένος κάτω από αυτά τα αιωνόβια δέντρα βρίσκεται υπό το κράτος έντονης σωματικής και ψυχικής διέγερσης. Αλλά τίποτα από αυτά δεν φαίνεται. Η εξωτερική νηνεμία κρύβει πολύ επιμελώς τις ένδον ηφαιστειακές εκρήξεις.
Οι δυο οδοιπόροι φτάνουν στο σημείο μηδέν της επιθυμίας την ώρα του λυκόφωτος. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στην μέρα και την νύχτα. Αλλά η είσοδός τους στην μικρή πολιτεία θα πραγματοποιηθεί, εύλογα, τα μεσάνυχτα. Το ορόσημο της νύχτας. Την πιο κατάλληλη ώρα. Την ώρα των φαντασμάτων και των ερωτευμένων. Μπαίνουν στην πολιτεία προσεκτικά. Την βαριά σιωπή που απλώνεται παντού, σχίζουν αλυχτήματα σκύλων που ταράζουν έτι περισσότερο τους δυο συντρόφους. Προχωρούν λοιπόν με τις αισθήσεις τεταμένες, σε εγρήγορση, κρυφά, λαθραία, σαν έτοιμοι να επιτελέσουν μια παράνομη πράξη. Σαν να πήγαν εκεί για να κλέψουν, να απαγάγουν, να δολοφονήσουν. Μέσα στο αδιαπέραστο και πυκνό σκοτάδι δεν δύνανται να βρουν τον δρόμο τους προς το σπίτι της Δουλτσινέας. Δεν το γνωρίζουν άλλωστε. Ακόμα και αν επιχειρούσαν να το βρουν κατά την διάρκεια της μέρας θα αποτύγχαναν πάλι: θα έπρεπε να ρωτήσουν κάποιον. Τώρα όμως δεν κυκλοφορεί στους δρόμους ψυχή. Από ένστικτο ίσως, ή λόγω μιας ασυνείδητης κατευθυντικότητας της αστικής ρυμοτομίας οδηγούνται στο κέντρο της πολίχνης εκεί που δεσπόζει η μητρόπολη. Ψηλαφώντας τους τοίχους της και επιθεωρώντας το πανύψηλο οικοδόμημα, ο δον φτάνει σε αυτό το θλιβερό συμπέρασμα. Αντί για το σπίτι της αγαπημένης του έχει βρει τον κεντρικό ναό της πόλης. Πάλι μέσα από το ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο μπορούμε να δούμε μια γερή δόση ενοχής που εμφιλοχωρεί σε αυτή την τυφλή και απέλπιδα προσπάθεια προσέγγισης της αγαπημένης. Ο ναός που κόβει τον δρόμο στον κατά φαντασίαν εραστή, ορθώνεται μπροστά του (και) σαν ένα ηθικολογικό φράγμα που τον αναγκάζει να διακόψει την πορεία του. Είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σύμβολα της εγκράτειας, των ηθικολογικών ψυχαναγκασμών, των κανόνων δεοντολογίας, των κοινωνικών «πρέπει». Είναι ένα απροσπέλαστο τέρμα. Μια συμβολική απεικόνιση του Υπερεγώ που μοιάζει να ξεπροβάλει από τα έγκατα ενός ταραγμένου ψυχισμού και επιβάλλει παύση, σταμάτημα, αναθεώρηση, επανεκτίμηση της κατάστασης και υποχρεωτική οπισθοχώρηση.
Οι δυο σύντροφοι περιπλανιούνται σε έναν νυχτερινό λαβύρινθο, γεμάτο σκοτεινούς όγκους που αποκλείουν το πέρασμα, αδιέξοδα, πλατώματα, μικρά και μεγάλα δρομάκια. Τον πολυπόθητο μίτο της Αριάδνης αποπειρώνται να βρουν στο πρόσωπο ενός διερχόμενου γεωργού που –εν ώρα όρθρου βαθέος– έχει σηκωθεί για να πάει στην εργασία του. Ο γεωργός έρχεται από το πουθενά, σαν να εκβάλλεται από τα σπλάχνα της νύχτας. Δεν αποτελεί όμως κάποια εχθρική ή επίβουλη δύναμη. Η φιλική προαίρεση του ανθρώπου φαίνεται από το ότι τραγουδάει καθώς τραβάει μοναχικά τον δρόμο του (αν και το τραγούδι που λέει κάνει τον δον Κιχώτη να ανησυχήσει γιατί μιλάει για μια παλιά μάχη και του αφυπνίζει πολεμικά αντανακλαστικά – εφόσον απέτυχε στον έρωτα είναι πάντα έτοιμος για πόλεμο…). Ο περαστικός όμως δεν είναι σε θέση να τους βοηθήσει. Ίσα ίσα μεγεθύνει την αμηχανία και την άγνοιά τους. Ωστόσο παρατηρεί ότι σε λίγο πλησιάζει η αυγή. Αυτό κάνει τον Σάντσο και τον δον Κιχώτη –σαν αστείους βρικόλακες που τρέμουν την έλευση του φωτός– να αναπροσαρμόσουν άμεσα τα σχέδια τους. Δεν θέλουν να συνεχίσουν την ατελέσφορη αναζήτηση κατά την διάρκεια της μέρας. Είναι όμως χαμένοι. Καθώς πελαγοδρομούν υπό καθεστώς απόλυτης σύγχυσης ο γεωργός είναι αυτός που τους δείχνει την έξοδο από τον νυχτερινό τους λαβύρινθο. Και η έξοδος δεν είναι άλλη από την ανατολή του ηλίου, αυτή την χαραμάδα φωτός που καταλύει το σκότάδι. Προς τα κει πάνε λοιπόν, άπραγοι και καταπτοημένοι, αλλά όχι εντελώς απελπισμένοι. Ο Σάντσο αναλαμβάνει να συνεχίσει μόνος την επιχείρηση ανεύρεσης του πολυπόθητου σπιτιού την επομένη.
Μπαίνοντας σε αυτή την αχανή και αγεωγράφητη σκοτεινή επικράτεια, οι δυο φίλοι βρίσκονται ακριβώς εκεί που βρίσκεται η Δουλτσινέα. Αυτό που συναντούν όμως είναι η έλλειψη της Δουλτσινέας. Αντί για το ενδιαίτημα του αγαπημένου προσώπου, βρίσκουν έναν λαβύρινθο. Αντί για το εύρυθμο σχήμα ενός σπιτιού, με τους τέσσερις τοίχους του, με την τετραγωνική διάταξη, την συγκεκριμένη αρχιτεκτονική ανάπτυξη, την λογική και την προστατευτική του επικάλυψη, έρχονται αντιμέτωποι με την πλήρως αποπροσανατολιστική δύναμη μιας χαοτικής επικράτειας. Στην θέση του σπιτιού, βρίσκουν μια χοάνη δομικών όγκων και σχημάτων που οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα ψυχρό και αμίλητο κέντρο, στον καθεδρικό ναό – που μέσα στην κρύα επιφάνεια της νύχτας λαμβάνει απειλητικές και τρομακτικές διαστάσεις. Η αρχιτεκτονική της έλλειψης και η αρχιτεκτονική της απουσίας ενυπάρχουν πολλές φορές στο κέντρο του ερωτικού συναισθήματος. Υπό αυτή την έννοια, το Τομπόσο μετατρέπεται σε μια από τις Αόρατες Πόλεις, που ξέχασε ο Καλβίνο να συμπεριλάβει στην συλλογή του. Είναι η πόλη της ματαιωμένης επιθυμίας και για αυτό είναι συγχρόνως και η ουσία της επιθυμίας. Το Τομπόσο συμπυκνώνει μιαν αρνητική όψη της θηλυκότητας. Αποπνέει κρυψίνοια, εκφράζει το λανθάνον, σχηματοποιεί το μυστικοπαθές. Παίζει με τα δεδομένα της πλάνης, της ζάλης και του αποπροσανατολισμού.
Δεν έχει άδικο που επιλέγει τη νύχτα για την εκτέλεση της μυστικής του αποστολής ο δον Κιχώτης, πέρα από όσα ειπώθηκαν, και για έναν ακόμη λόγο. Μέχρι αυτό το σημείο, ποτέ δεν χρειάστηκε την συνδρομή και την επικάλυψη της νύχτας για να δικαιώσει τις ονειροφαντασίες του. Το λοξό κοίταγμα της πραγματικότητας που επιχειρεί, λαμβάνει χώρα στο φως της ημέρας. Ο δον Κιχώτης συνηθίζει να στέκεται ως ένας εναντίον όλων όσον αφορά ζητήματα αντίληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτός ο έμπλεος αυτοπεποίθησης και μεγαλομανίας ιππότης συρρικνώνεται και γίνεται ένας αδαής του έρωτα. Μπαίνει σε μια επικράτεια ανασφάλειας και ασάφειας. Δεν μπορεί να προχωρήσει παρά μόνο με την συνεπικουρία της νύχιας κάλυψης. Στο φως είναι εκτεθημένος, τρωτός, ευάλωτος. Η πανοπλία και η θωράκισή του δεν επαρκούν σε αυτή την «μάχη» που είναι να δοθεί. Χρειάζεται επιπλέον προστασία που κάποιες φορές μόνο ο νυχτερινός μανδύας δύναται να προσφέρει: αορατότητα. Αυτή η προσέγγιση στην νυχτερινή κλίνη του αγαπημένου προσώπου λαμβάνει και χαρακτηριστικά σεξουαλικής φαντασίωσης, με κεκαλυμμένο τρόπο φυσικά. Έτσι ο δον Κιχώτης ετοιμάζεται για μια από τις πιο σκληρές μάχες της ζωής του, μια μάχη που φαίνεται καταδικασμένη από την αρχή. Μια μάχη που τελικά θα αποφύγει και δεν θα δώσει ποτέ…
Την επόμενη μέρα, έξω από την «επικίνδυνη» ζώνη του Τομπόσο, έχουμε για πρώτη φορά μια αξιομνημόνευτη αντιστροφή. Ο Σάντσο, αντιγράφοντας συμπεριφορές του κυρίου του παρουσιάζει τις τρεις εργάτριες που έρχονται (τυχαία) πάνω στα γαϊδουράκια τους, ως την Δουλτσινέα και τις ακολούθους της, ενώ ο δον Κιχώτης τις βλέπει όπως ακριβώς είναι. Αναρωτιόμαστε ξαφνικά πώς και γιατί υπνώττουν τόσο κατάφωρα οι μυθοποιητικοί μηχανισμοί της αχαλίνωτης φαντασίας του δον Κιχώτη! Ίσως είναι η επώδυνη και επίμοχθη εμπειρία της προηγούμενης νύχτας. Ίσως πάλι οι μη προβλέψιμες τροχιές της τρέλας του που άλλοτε καταλαγιάζουν και άλλοτε φουντώνουν. Πάντως βλέπουμε ξαφνικά έναν δον Κιχώτη ριζωμένο στέρεα σε μια πλευρά της πραγματικότητας (την «αντικειμενική») όπου δεν τον έχουμε συνηθίσει καθόλου.
Με την έλευση της καινούργιας μέρας η πόλη, ως τεράστιος συμβιωτικός οργανισμός που κινείται όμως στους ρυθμούς της Δουλτσινέας, αλλάζει στάση απέναντι στους δυο φίλους που ξέβρασε το προηγούμενο βράδυ από τα σπλάχνα της. Συνεχίζει το παιχνίδι της διάδρασης με τους δυο συντρόφους, αλλά με πιο ευνοϊκές διαθέσεις αυτή την φορά. Με φιλεύσπλαχνη προαίρεση στέλνει στον απελπισμένο σκουταριώτη τρεις κόρες της για να του λύσουν το προβλημα. Αυτός δράττεται της ευκαιρίας και στήνει την μικρή και αθώα του παγίδα στον ανυποψίαστο κύριό του.
Ελαφρά τη καρδία παίρνει ο δον Κιχώτης την καταστροφική έκβαση αυτής της πρώτης (μη) συνάντησης με την αγαπημένη του. Οικτίρει λίγο τον εαυτό του για την κακοδαιμονία του και τα βάζει γενικώς και αορίστως με τους μάγους που τον κατατρέχουν αδιαλείπτως. Πολύ εύκολα παραδίδει τα όπλα και συνεχίζει απτόητος τον δρόμο του. Είναι γενικός κανόνας στις περιπέτειές του να μην καταλήγουν σε αίσιο αποτέλεσμα, αλλά αυτή την φορά τα πράγματα πήραν ιδιαίτερα δραματική τροπή. Αναδείχτηκε με τον πιο γλαφυρό τρόπο το ανέφικτο και το αδύνατον μιας συνάντησης. Έτσι το Τομπόσο γίνεται ο θάνατος και η ταφόπλακα του έρωτα, τουλάχιστον όσον αφορά στην φυσική του ολοκλήρωση.
Παρ’ όλα αυτά ο αξιοθαύμαστος δον Κιχώτης θα διασώσει αλώβητο τον έρωτά του. Με μια μικρή μετατόπιση οπτικής, δέχεται την εκδοχή του Σάντσο και συνεχίζει ανέμελος τον δρόμο του, σαν να μη συνέβη τίποτα (η Δουλτσινέα είναι μεταμορφωμένη από κακούς μάγους σε χωριατοπούλα –οπότε δεν θα τον αναγνωρίσει αν την προσεγγίσει– άρα δεν έχει νόημα μια τέτοια συνάντηση). Δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι αυτή είναι άλλη μια ηρωική πράξη του βασανισμένου ιππότη. Μέσα από τις συμπληγάδες του Τομπόσο, διασώζεται και αυτός και η φανταστική ερωμένη του
ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου