Ηγραφή όπως και το σώμα, αντανακλά και εκφράζει την ψυχική μας εμπειρία: πάνω τους προβάλουμε το φαντασιακό μας -τον τρόπο που ερμηνεύουμε τα πράγματα- αυτό που επιθυμούμε. Πίσω από το σώμα και τη γραφή, βρίσκεται η ανάγκη για επικοινωνία και σύνδεση με τον συνάνθρωπο.

Στολίζουμε και ντύνουμε το σώμα· γράφοντας πάνω του, αναδεικνύουμε την εικόνα του εαυτού μας προς τα έξω. Η γραφή, γίνεται μια ιστορία του εαυτού και του κόσμου∙ μια εμπειρία μετάλλαξης∙ μετακίνηση από τον εαυτό στον άλλον μέσα από τις λέξεις, (δια άμεσης ψυχικής τριβής, ή εξ αποστάσεως – μια εξιστόρηση του δικού μας αφηγήματος για τον κόσμο, στον πραγματικό ή φανταστικό αναγνώστη).
Οι άνθρωποι σκαρώνουν παραμύθια. Ακούνε και διαβάζουν τα αφηγήματα των άλλων∙ λέμε ιστορίες. Περνάμε, από τη solitude corporelle (μοναχική σωματικότητα), στον άλλο, μέσα από τον λόγο και τη γραφή. Το κουτσομπολιό συνιστά μια κοινότοπη μορφή επικοινωνίας, όπου το φαντασιωτικό δημιουργεί εκχυδαϊσμένα, διαστρεβλωμένα ή όχι αφηγήματα για τον άλλον. Είναι η ανάγκη να ακουστούμε να κοινοποιήσουμε τα βιώματά μας, να αντέξουμε το συναίσθημα της ύπαρξης  και τον αναπόφευκτο διχασμό μέσα μας(Λακαν) και από τον άλλον.
Η ποίηση είναι η «επιθυμία να δίνεις στον άλλο», ταυτίζεται απόλυτα «με την ερωτική επιθυμία».
Αυτό κάνει κι ο Παστάκας, ως γνήσιος ποιητής: παλεύει να μεταγράψει σε ελκυστικές συνθέσεις την εμπειρία, σε αφηγήματα που να έχουν ένα νόημα στο κοινό μας νου και βίωμα, στο κοινωνικό συνειδητό και ασυνείδητο.
Ένα ποίημα για όλους εμάς ανεξαιρέτως,
που βαδίζουμε ορφανοί κι υπερήφανοι,
περιβεβλημένος ο καθένας το διάφανο μύθο του,
μια μέρα σαν κι αυτή, και όλα να μας τα συγχωρεί

ο μήνας Νοέμβριος.
(σελ. 18)
Το ποιητικό αφήγημα του Παστάκα, φτιάχνει μύθους, φανταστικές ιστορίες, με υλικά της πραγματικότητας∙ στοιχεία και κομμάτια πραγματικών ανθρώπων: για να μιλήσει και να αποδομήσει (με έναν συχνά περίτεχνο τρόπο), τα δικά μας μυθεύματα ως άτομα και κοινωνία. Είναι ένας περίτεχνος ποιητής – βαμπίρ: τρέφεται από βιβλία· ρουφάει τις ζωές των άλλων· μεταλλάσσει την απόλαυση και ματαιότητα της ζωής, για να ξεπεράσει την ψυχική ασιτία.
Ο Βαλέριος Μάξιμος· ιστορικός, αναφέρει σε μια ιστορία, τον γέρο Κίμωνα (31μ.Χ.) που καταδικάστηκε σε θάνατο με ασιτία και η Πέρο· η πληθωρική και όμορφη κόρη, μπήκε στη φυλακή για να τον θηλάσει. Με τη πράξη αυτή ανέτρεψε τις ταυτότητες. Δεν ήρθε σε σύγκρουση μονό με το σωφρονιστικό σύστημα που καταδίκασε τον πάτερα της, αλλά και με το ίδιο της το σώμα. Έτσι και η ποίηση, πρέπει να ξεπερνά τον ατομικό μύθο να ανατρέπει τους μύθους της κοινωνίας, όπως κάνει ο Παστάκας· όχι αποστασιοποιημένα, αλλά ως μέρος αυτών των μύθων.
Η μεγάλη ποίηση, από την άλλη· είναι τροφή, θηλασμός ενάντια στην ψυχική ασιτία∙ εξορκίζει το θάνατο, τις ματαιώσεις, τις απώλειες. Χρησιμοποιεί μεταφορές – μετωνυμίες, για να μετατρέψει σε λόγο την επώδυνη εμπειρία, αγγίζοντας ένα βαθύτερο επίπεδο, πέρα από την επιφανειακότητα της καθημερινότητας και της ύλης, με έναν τρόπο άμεσο, αιχμηρό και πάντα βαθιά συγκινησιακό· όχι απλά εγκεφαλικό ή διανοουμενίστικο, όπως ο Πάουλ Τσελάν· ποιητής Εβραϊκής καταγωγής, μεταφέρει την εμπειρία του, από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με έναν μόνο στίχο:
Το μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε κάθε πρωί.
Αυτό κάνει κι ο Παστάκας, σε ένα άλλο επίπεδο και σε για μιαν άλλη λιγότερη οδυνηρή πραγματικότητα:
Βυθισμένος λοιπόν, στον καναπέ της απόγνωσης,
αγνοούμενος μες στους καπνούς, στο αλκοόλ
στη μαύρη οθόνη, πιο εύκολο μου φαίνεται
ν’ αποσυρθώ, να εγκαταλείψω το ομοίωμά μου…
(σελ. 19)
Η γραφή του Παστάκα είναι απόλυτα ρεαλιστική, απογυμνωμένη από υπερβολικές μεταφορές, μακριά από δυσνόητες παρομοιώσεις, τα ψευδό-ποιητικά κρυπτογραφήματα· ενός λόγου ναρκισσευόμενου και αυτοαναφορικού που στοχεύει απλά να εντυπωσιάσει. Ο Παστάκας είναι ένας τρυφερός αντί-ρομαντικός. Δεν εξιδανικεύει, δεν ωραιοποιεί∙ μιλάει με γνησιότητα, αισθησιασμό και με μια ευφυΐα για τα μικρά, καθημερινά επώδυνα και μη, πράγματα. Με έναν απίστευτα αυτοσαρκαστικό τρόπο, διακωμωδεί την ανθρώπινη πραγματικότητα του ελαχίστου:
Κι όμως, όταν σηκώνομαι να κόψω στα δυο
με το σπαθί τη φοβερή πλεκτάνη, φοράω
ανάποδα τις παντόφλες, και οι τελευταίες
σταγόνες μου πέφτουν πάντα έξω από τη λεκάνη.
(σελ. 21)
Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, ο αυτοσαρκασμός και η ανάδειξη του ποταπού, μέσα από μια χαμηλόφωνα ρεαλιστική γλώσσα που ακουμπά στον προκείμενο κόσμο: αναδεικνύει όλες τις πλευρές και τις διαστάσεις της καθημερινότητας:
[…]
Στάλα-στάλα
μέσα σε ένα χρόνο είδα την επιθυμία
να γίνεται έκσταση, την έκσταση πίκρα
κι απογοήτευση, τα επί πολύ ποθούμενα
αμελητέες αναμνήσεις, το πάθος να
καταποντίζεται σε μια πίστωση χρόνου που
χορηγήθηκε ευπροσήγορα κι ανέμελα,
τις υποσχέσεις για μια βέβαιη επιτυχία
να μετατίθενται συνεχώς στο άμεσο μέλλον,
τα θαυμαστικά να γίνονται ερωτηματικά
όπως καθρεφτίζονται ανάποδα σήμερα
τα κάγκελα πάνω στα νερά της βεράντας.
(σελ. 22)
Χαρακτηρίζεται από έναν τρυφερό κυνισμό: για τα αισθήματα, την ερωτική επαφή, το συναίσθημα και τα χάσματα επικοινωνίας∙ τις μικρές απώλειες και τα εμπόδια της ανθρώπινης συνθήκης:
[…]
για πάντα εδώ, θαμώνες αδιάφοροι
της τρέχουσας ζωής όπως κι εγώ,
που ξέρουν πολύ καλά από κατακτήσεις
κι απώλειες και πως από στιγμή σε στιγμή
κι από ώρα σε ώρα αλλάζουν χρώμα τα μάτια
σαν τα δικά σου που έγιναν γαλανά
αυτομάτως, μόλις με αποχαιρέτησες.
(σελ. 24)
[…]
Όταν σκοντάφτεις,
όταν τρέμεις και τα πράγματα πέφτουν
από τα χέρια σου και τα αυτιά σου κοκκινίζουν
και βουίζουν παράξενα, είμαι εγώ που σε ονομάζω
και σε σκέφτομαι, περιμένοντας ένα νεύμα,
ένα σήμα, την ετυμηγορία σου ως προς
την οριστική μου λύτρωση, την καθημερινή μου
καταδίκη
(σελ. 25)
Απογυμνώνει τη δικιά του πραγματικότητα, με μια πάντα αυτοσαρκαστική διάθεση, για να αναδείξει, τις διάφορες πλευρές του μικρού δράματος της ανθρώπινης κωμωδίας:
Δεν έχω παράπονο.
Μια χαρά τα πήγα
στη ζωή μου: κατάφερα
να αποκτήσω ρετιρέ.
Να κλάψω επιτέλους
με θέα τον Παρθενώνα.
(σελ. 62)
Αυτός, ο υποδόριος αυτοσαρκασμός· η ειρωνική ματιά στον εαυτό και στα εγκόσμια, υποστηρίζεται, από μια πάντα τρυφερή αυτοκριτική διάθεση. Ο Παστάκας είναι ένας «μητρικός ποιητής»∙ αναπτύσσει μια «γυναικεία φωνή και θέαση», ακόμη κι όταν μιλάει κυνικά, ακόμη κι όταν στον λόγο του, εισρέουν βίαια, προκλητικά, αντρικά στοιχεία που ηχούν παράταιρα, στοχεύοντας προφανώς να σοκάρουν∙ να ανατρέψουν τα ειωθότα του κοινωνικού συντηρητισμού· η ποίησή του Παστάκα, παραμένει βαθιά τρυφερή και συναισθηματική – μια γυναικεία αγκαλιά, σφιχτά δεμένη, στο ρεαλισμό της ανθρώπινης κατάστασης και του συναισθήματος:
[…]
Δεν μου δόθηκε να τραγουδήσω
το φόβο ούτε την έκβαση
της κρίσης ,ούτε έγραψα ποτέ μου
πως κόκκινο ήταν το αεράκι
που σμίλευε ρυτίδες
στο σεντόνι της θάλασσας…
(σελ. 111)
Θα συμπλήρωνα για το δικό του αριστούργημα, το μικρό του «άξιον εστί και άξιον σαρκάζειν, αυτο-σαρκάζειν και ποιείν» – τη Ραψάνη, όπου αποδομεί, με μεγάλη πάλι τρυφερότητα, τη μητρική αρχετυπική εικόνα που κυριαρχεί στο μεσογειακό υποσυνείδητο∙ την Ελληνίδα μάνα, όταν τη συνοδεύει τις τελευταίες ώρες της ζωής της στο νοσοκομείο· μέσα από εικόνες – σπαράγματα μνήμης της παιδικής του ηλικίας: Τον καθετήρα∙ την άμμο στον κώλο της μαμάς που τον είδε πρώτη φορά στο Τσάγιεζι, στα παράλια της Λάρισας∙ το ημίγυμνο άρρωστο κορμί της, το κέρμα στην κωλοτρυπίδα, πάντα με τρυφερότητα, πάντα με ένα μη δραματοποιημένο ρεαλιστικό συναισθηματισμό, επέστρεψε στον τόπο του, όπως όλοι επιστρέφουμε στα τραύματά μας, για να ξαναγράψει στη λευκή σελίδα της ζωής του ένα νέο βιβλίο, ένα νέο κεφάλαιο.
Ο Σωτήρης Παστάκας, δεν είναι ο ποιητής της μεγάλης ιστορίας, της μεγάλης «απορίας», του μεγάλου (ιστορικού) τραύματος και τραγικού ή του μεγάλου υπαρξιακού αδιεξόδου, όπως είναι η γενιά του εμφυλίου κι όσοι φαντασιωτικά ή ιδεολογικά «κατατρύχονται» από αυτήν. Η ποίηση του Παστάκα, διαθλάται σε έναν λόγο και αντανακλά τα μικροτραύματα, τα μεγάλα και μικρά υπαρξιακά και κοινωνικά αδιέξοδα της γενιάς της πόλης∙ της αστικής ζωής. Μέσα από τις απώλειες, τους αυτοσαρκασμούς, διηγείται το πένθος της καθημερινότητας των σχέσεων, τα «μεγάλα μικρο-τραύματα» του σύγχρονου δυτικού και νεοέλληνα ανθρώπου. Όχι του μεγάλου ιστορικού γίγνεσθαι, αλλά του καθημερινούπολιτικού και κοινωνικού υπαρξιακού!
Ένας επιβάτης στο τελευταίο κάθισμα
του λεωφορείου με τη σωστή ρυτίδα της σκέψης
πίσω από το τζάμι να με κοιτάζει να τον κοιτάζω
λοξά από Αλεξανδρούπολη στη Σπάρτη
και από Ηράκλειο Ληξούρι, τον κοιτάζω
να με κοιτάζει με το λοξό βλέμμα
όσων έχουν ατακτοποίητο παρελθόν
και τετελεσμένο μέλλοντα, απολιθωμένος
ήρωας μια λοξοδρομημένης ανάμνησης.
(σελ. 149)
Ο Παστάκας, ενσωματώνει στον λόγο του, τη λεπτή ειρωνεία και τον κοινωνικό σαρκασμό, της ιταλικής, νεορεαλιστικής κινηματογραφικής γραφής και κουλτούρας. Τοποθετώντας μια κρυφή κάμερα στα ποιήματά του, καταγράφει με τρόπο ακριβή, αλλά όχι ψυχρό, τα αντικείμενα γύρω του – τις φανερές και αόρατες πλευρές της μικρής ανθρώπινης τραγωδίας και κωμωδίας!
Σταματάει ο σκύλος μου,
σταματάω κι εγώ. Ξεκινάει
ο σκύλος μου, ξεκινάω
κι εγώ. Ακόμη δεν κατάλαβα
αν βγάζω εγώ το σκύλο μου
ή αν ο σκύλος μου
με πάει βόλτα.
Καθώς λιγάκι σκέφτομαι,
λιγάκι σταματάει,
όπως τώρα, π.χ. που μεταφράζω
από μνήμης Βαλερί:
«
Todo comienza
para una interruption».
Μα τι σκυλί-φεγγάρι
είναι αυτό απόψε…
(σελ. 119)
Μουνί μαγκάλι.
Έτσι να βγάλουμε
κι αυτόν τον χειμώνα.
Αγκαλιά μ’ ένα κορμάκι
και μια κουβέρτα.
(σελ. 87)
Το έργο του Παστάκα, προσεγγίζεται αναπόφευκτα αποσπασματικά, αφού πρόκειται για έναν πολυσχιδή – κυρίως για τον τρόπο που δρα στα ποιητικά τοπία και τεκταινόμενα της χώρας – και παραγωγικότατο συγγραφέα που μπορεί να κρατά ένα ύφος και στυλ γραφής, σχετικά ενιαίο, αλλά που διακρίνεται από μια πολυπρισματική, ρεαλιστική οπτική, μιλώντας συχνά για τα κοινά, με διαφορετικό ύφος: πότε τρυφερό, πότε επιθετικό, χωρίς να κλίνει στον καταθλιπτικό ρομαντισμό, αλλά ούτε και στον καταγγελτικό, απολογητικό ή προφητικό λόγο, μεγάλων και ελασσόνων ποιητών∙ μια τάση που συναντάται συχνά στη σύγχρονη ποίηση, όχι πάντα επιτυχημένα.
Ο Σωτήρης Παστάκας, δεν καταγγέλλει∙ παρατηρεί, βιώνει και μας καταγράφει με έναν ελαφρώς, στοχαστικό σκωπτικό κι ανάμικτα θλιμμένο-ειρωνικό τόνο, τη πραγματικότητα γύρω μας. Πάντα εκ των έσω, με μια ειρωνεία που καταλήγει στη «προσφορά στον άλλον», της συνειδητότητας – όχι της ματαιότητας – των εγκόσμιων που ζούμε κι είμαστε υποχρεωμένοι – όπως έλεγαν και οι υπαρξιστές – να ζήσουμε (και να υπάρξουμε).
Ανάμεσα στο θάνατο
και τη ζωή
μου υπολείπεται
μια σαλάτα μπρόκολο.
(σελ. 95)
Ο άντρας που τρώει
μόνος του στο οινομαγειρείο,
ένα καρμπολάχανο και τας
κεμπάπ, ένα κατοσταράκι
λευκό κρασί στου Θωμά,
αμίλητος σκουπίζει
το στόμα του και φεύγει.
Με πιρούνι και κάποτε
χωρίς μαχαίρι τρώγεται
ο καθημερινός μας
θάνατος.
(σελ. 87)
Με ύφος, πότε υποδόριο και πότε φανερά συναισθηματικό, επιλέγει λέξεις σύμβολα και ρεαλιστικές εικόνες∙ γραφή λιτή, με μέτρο και οικονομία χώρου και χρόνου (στο εδώ και στο τριγύρω, αναπόφευκτα με αναφορές στο παρελθόν και σε διάφορους λογοτεχνικούς ήρωες) που αναπνέει, μέσα από· και για τα μικρά, ενίοτε και μεγάλα δράματά μας. Χωρίς σοβαροφάνεια και υπερρεαλιστικά υπερφίαλα στοιχεία για να εντυπωσιάσει ή να αποπλανήσει τον αναγνώστη. Δεν στοχεύει να τον κάνει απλά συνωμότη, μέσα από έναν έντεχνο, γοητευτικό αυτοαναφορικό λόγο – μια αποπλανητική ματιά των ενδοψυχικών, διαψυχικών και κοινωνικών ζητημάτων- αλλά να  κάνει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί. Του ζητά να δει με ρεαλισμό τη πραγματικότητα που ο ίδιος περιγράφει, πότε με ειρωνεία, πότε με τρυφερότητα, ενός ευφυούς και σοφού – όχι αποστασιοποιημένου – δημιουργού, μιλώντας για τα πένθη, τις απώλειες και τα εντός και εκτός ή εντός και επί τα αυτά, των ανθρώπινων, και αυτό συνιστά την ουσία και τέχνη της γραφής και της ποιητικής σύλληψής του.
Τη λάμπα αλλάζουμε,
τέσσερις Ψυχίατροι μαζί,
δεκάξι ποιητάρηδες.
Αλλάζουν φουστάνια
τα κορίτσια σαν να φορούν
ψυχούλα τους καινούργια,
πέδιλα, παπούτσια,
κλαμπ και τραγούδια.
Τραγούδησα με πάθος
λιγότερο τις μεταμορφώσεις
της θνητής ψυχής
και θάρρος περισσό
την μόνη αθανασία
που γνώρισα,
εκείνη του σώματος
τη μόνη χαρά που μου δόθηκε
να τραγουδήσω
μες στο αρχόμενο γήρας:
την αφθαρσία του πέους.
(σελ. 118)
Θα μπορούσε να παραλληλίσει κανείς το έργο του Σωτήρη Παστάκα: στο ύφος, όσον αφορά τη λεπτότητα και καθαρότητα της γραφής, με αυτό του Νίκου Καρούζου, ο οποίος όμως θέτει τον άλλον στη πλειονότητα των ποιημάτων του, με έναν τρόπο εξαιρετικό αλλά συγχρόνως και εκβιαστικό, μπροστά στα διλλήματα και τα δράματα του περιθωρίου της ζωής μας· μέσα από μια ευφυή αλλά και θλιβερή ειρωνικότητα, τα «κακά αντικείμενα (Μέλανι Κλαιν)» εντός μας, με βάση την ψυχανάλυση, γίνονται πραγματική ποίηση, λιτή, αλλά συγχρόνως κοφτερή και καταθλιπτική, στον Καρούζο. Αντίθετα, στον Παστάκα είναι αφορμή για αναφορά, αναστοχασμό και ειρωνική προσέγγιση, χωρίς να σκοτώνει τη πραγματικότητα των ανθρώπων.
Τραγούδησα το λυγμό μου
που είχε το βάθος ενός χαμόγελου.
Τραγούδησα την απροσδόκητη χαρά
που κρύβει μέσα της βαθειά
κόκκινο άγριο χρώμα, […]
Δεν μου δόθηκε τελικώς
το βαθύ κόκκινο του ρόδου,
επειδή ήθελα να γινόμουν ρόδο
και δεν σας το μαρτυρούσα,
μόνον έβαφα κόκκινα αυγά
για να σας ξεγελάω. Έβγαζα
κόκκινες φωνές. Κατάπινα
κόκκινες φλόγες. Ντυνόμουνα
την κόκκινη στολή του κλόουν
να σας διασκεδάσω, να πυρπολώ
την άχρωμη ζωή μου…
(σελ. 112)
Το «γάλα και οι εικόνες της μητρός», τα «καλά αντικείμενα εντός του», φαίνεται να υπερισχύουν και στηρίζουν όλη την ποίηση και τη διανοητική ευστροφία του, ακόμη κι όταν επιφανειακά υπερισχύει, ένας «αμιγής» ανδρισμός ή ένα επιθετικό ειρωνικό ύφος στη γραφή. Η ποίησή του, σε μεγάλο μέρος ή το υπόστρωμα της, παραμένει αμιγώς «θηλυκό»! Μέσα από τη λεπτότητα όλων των υφολογικών και λεξικών συνθέσεων, με τη φωνή και τον τόνο ενός άντρα.
Να βγω με τα μυρμήγκια
να καρεκλωθώ στο χώμα.
Να πιω ένα γλυκύ βραστό
μαζί με τη μανούλα μου.
(σελ. 106)
Συνεχίζοντας τον παιγνιώδη παραλληλισμό, θα έλεγα ότι ο Καρούζος, κάνει τέχνη τη ζωή του, ενώ ο Παστάκας, δημιουργεί τέχνη με βάση τη ζωή του∙ ο Καρούζος είναι ο ποιητής του «βιωμένου περιθωρίου», ενώ ο Παστάκας είναι ένας ποιητής «μπιτ» της ελληνικής ποιητικής σκηνής, αν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει μια αντίστοιχη στην ελληνική πραγματικότητα∙ σε αντίθεση με τους πρώτους ποιητές «δραπέτες» του αμερικανικού άστεως, ο Παστάκας, παραμένοντας «εντός», αφουγκράζεται με ένα ιδιόμορφο συναισθηματισμό το ελληνικό κοινωνικο άστυ και τη δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσονται σε αυτό το ιδιαίτερο πολιτισμικό τοπίο, αναδεικνύοντας με τους τρόπους που αναφέραμε, τη «εσωτερική» του πραγματικότητα και υπαρξιακή δυναμική.
Ο Ηλίας Κουρκούτας είναι καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και γράφει ποιήματα (έχουν δημοσιευτεί στο Φρέαρ, Νέο Επίπεδο, Bibliotheque, Ποιείν, Θράκα, Γραφή, Fractal, Φτερά Χήνας,  κ.α.)
ΠΗΓΗ: Ποιητική: Εξαμηνιαίο περιοδικό για την τέχνη της ποίησης | Τεύχος:23 | Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ΑΝΟΙΞΗ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2019