16.7.21

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (1922-2 Ιουλίου1978) Η ΕΞΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΕΝΤΑΧΤΟΥ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟΥ


Την εκ προοιµίου αδιέξοδη εσωτερική του συνέπεια, την έντιµη και όχι δίχως κόστος παραµονή του στο ασυµβίβαστο εµπιστευόταν σε φίλους και αντίπαλους παρωδώντας το επίγραµµα του Σιµωνίδη: «∆εσµώτης τήδε ίσταµαι τοις ένδον ρήµασι πειθόµενος». Αποποιούµενος τιµές και αξιώµατα και λέγοντας τα πράγµατα µε το όνοµά τους, σε συνέντευξή του στον Ρένο Αποστολίδη το 1959 στο περιοδικό Εικόνες, διαµαρτυρόταν µε λόγο, δυστυχώς, πάντοτε επίκαιρο: «Λες και δεν έχουµε µάθει ακόµα πώς απονέµονται τα βραβεία (όλα ανεξαιρέτως, συµπεριλαµβανοµένων και των βραβείων Στάλιν, Νοµπέλ και Πούλιτζερ)» ενώ έξι χρόνια µετά, σε συνέντευξή του στον ∆ηµήτρη Ραυτόπουλο στο περιοδικό Ηριδανός, οµολογούσε:
«Ανήκω στο ανύπαρκτο κόµµα των ποιητών. Σαν ανύπαρκτο που είναι, δεν χορηγεί ούτε κοµµατικές ούτε λογοτεχνικές ταυτότητες... Αν έτυχε να γράψω κάτι, αυτό είναι µια προσωπική µου υπόθεση και κανείς δε µου χρωστάει απολύτως τίποτα...» Βέβαια, ειδικά για την ποίησή του η κριτική στάθηκε ιδιαίτερα φειδωλή. Με την πρώτη του συλλογή Ακόµα τούτ’ η Άνοιξη (1941-1946) – τίτλος που εµφανώς παραπέµπει στους «...ραγιάδες, ραγιάδες» της δηµώδους ποίησης – ο Άρης Αλεξάνδρου υπαινίσσεται τους κοινούς συνδετικούς ιστούς της αείποτε πάσχουσας Ελλάδας. Στα µισά σχεδόν ποιήµατα αυτής της συλλογής ουσιαστικά αποπειράται επάνω στο κειµήλιο χαλί των οικείων µετρικών κανόνων να συνυφάνει µηνύµατα πολιτικού περιεχοµένου, προκειµένου να αποδώσει µε τρόπο αλληγορικό την προφανή αντιστοιχία. Κάτι ανάλογο βέβαια απηχεί τόσο τον σεβασµό του στην παράδοση όσο και την εναγώνια προσπάθειά του να καταστήσει τον αντιστασιακό του λόγο όχι απλώς άµεσα εύληπτο, µέσω της ευχερούς ρυθµικής αποµνηµόνευσης, µα κυρίως ισάξιας σπουδαιότητας µε τα εµψυχωτικά τραγούδια της – και άλλοτε σκλαβωµένης – Ελλάδας. Ωστόσο παρατηρείται µια κάπως αµήχανη συνύπαρξη του δηµοτικού τραγουδιού µε τον ιδεολογικό προσανατολισµό, καθώς, όπως η εικονοποιΐα βαραίνει, περιορίζεται τελικά το ποίηµα σε σποραδικές και άτακτες αναφορές στο πολιτικό σύνθηµα, οι οποίες όµως δεν συµπλέκονται οµαλά αλλά προκύπτουν µάλλον βεβιασµένα.
Κοιµήσου και παράγγειλα στην ΕΣΣ∆ ένα τραγούδι
να σου το λένε οι όµορφες να σου το λέει ο Μάης
να το χορεύει η ξεγνοιασιά ν’ ακούει ο κόσµος όλος.
«Νανούρισµα»
και αλλού:
∆υο πέστροφες καθήσανε στο µεσιανό κατάρτι
και δεν µιλάγαν σαν πουλιά µηδέ σαν τις γοργόνες
µόνο γυρίσαν την καρδιά κατά τον ήλιο πέρα
κι αστράφτει η µέρα κόκκινη, ζεστή και σιδερένια
για νάρθει ο Άρης να λιαστεί, ναρθεί να ξαποστάσει
απ’ την κουρσάρικη νυχτιά, του χάρου τα ληµέρια
να στήσει τον αντάρτικο στης χρυσαυγής τη ντάπια.
«Του ήλιου»
Ώσπου, στη δεύτερη συλλογή του, Άγονος Γραµµή (1947-1952), µε κυρίαρχη πάντα την ασφυκτικά ανήλιαγη ατµόσφαιρα των φυλακών και στρατοπέδων, διαπιστώνονται δύο στοιχεία. Αρχικά η µυθική µορφή του ερωτικού ειδώλου, το οποίο εισβάλλει στο γκρι τοπίο και επιχειρεί να το φωτίσει, και, στη συνέχεια, η τολµηρή απόφαση του Αλεξάνδρου να χαλάσει κατά κάποιο τρόπο τη «στοίχιση». Ξεγλιστρά από τον µονόδροµο των κοµµατικών σταθερών και αποτολµά αναδιπλώσεις και ίσως αναθεωρήσεις, που καθιστούν µέσω της αµφισβήτησης
µάλλον γόνιµη την Άγονη Γραµµή:
Κ’ έτσι
ίσως νάχουµε φτάσει σε µιαν ώρα
που µας λείπει ξανά
η πρώτη αρχή
και πρέπει να γυρίσουµε σ’ ένα υλικό δίχως ονόµατα
σαν την ανώνυµη ζωή µας.
«Ίσως µε λίγον ήλιο»
Ο αγνός οίστρος λοιπόν των φωτεινών οραµάτων δέχεται πλήγµατα σοβαρά, πισώπλατα και αιφνίδια, µε αποτέλεσµα η βεβαιότητα να γίνεται ψευδαίσθηση κι εν συνεχεία, δυστυχώς, ακόµη και διάψευση. Μια προδοσία δηλαδή που, πριν τον οδηγήσει σε απόγνωση, του εξασφαλίζει λόγο καταγγελτικό, αιρετικό για κάποιους, απαλλαγµένο όµως από παρωπίδες και δογµατισµούς για κάποιους άλλους. Βιώνει συνεπώς µια νέα εξορία στην ήδη εξορία του, πληρώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το τίµηµα της απελευθέρωσής του από κάθε λογής αγκυλώσεις. Γι’ αυτό µε καθαρή µατιά αλλά κυρίως µε έντιµη φωνή τολµά, αν και πονά, να σαρκάζει ό,τι απέτυχε ή, µάλλον, ό,τι εξαργυρώθηκε. Στη συλλογή αυτή ακούγονται οι έµµεσες συνοµιλίες του µε τον Eliot, τον Βάρναλη και τον Σεφέρη, ανελλιπώς σε ρόλο υποβολέα διακρίνεται ο Καβάφης, ενώ ο Ρίτσος, και πριν και τώρα και µετά, µια πανταχού παρούσα συνοδεία. Εκείνος όµως µε τον οποίο βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο τόσο σ’ αυτήν όσο και στην επόµενη συλλογή είναι ο Vladimir Mayakovsky, µε τον χειµαρρώδη τόνο του οποίου ντύνει το παράπονό του. Φροντίζει, µάλιστα, βάζοντας προµετωπίδα της συλλογής τον στίχο του Eluard «Αδελφικά µόνος, αδελφικά ελεύθερος», να προϊδεάσει για την εκ βαθέων εκµυστήρευσή
του στον φανταστικό διάλογό του µε τον Ρώσο ποιητή:
Μες στην οµάδα είµουν
άχρηστος πάντα
σαν ένα σαν.
Για την οµάδα είµουν
ύποπτος πάντα
σαν την αλήθεια.
«Αλεξανδροστόι»
Το 1959 εκδίδεται από τον ανύπαρκτο εκδοτικό οίκο Homo Humanus η τρίτη του συλλογή Ευθύτης οδών (1954-1958). Στρατευµένος πάντοτε στην ουτοπία του κι έχοντας υποστεί πολλών ειδών εξορίες, επαναφέρει τις αλληγορικές αναφορές, τούτη τη φορά όµως από την Παλαιά ∆ιαθήκη, ενώ βγάζει πλέον τον Καβάφη απ’ το υποβολείο του και τον εγκαθιστά στην ποιητική σκηνή µε λόγο καθαρά διδακτικό.
Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραµένεις.
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ µέσ’ στα χαλάσµατα
χαράζοντας γραµµές
εδώ θα επιµένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση...
«Θα επιµένεις»
Με καυστικότητα και λυρισµό και έχοντας µεταθέσει σε κάποιο µέλλον µακρινό την αισιόδοξη προοπτική της εµφάνισης του «ανθρώπινου ανθρώπου», καταλήγει την πολιτική θεµατική του στην άρνηση οποιασδήποτε καθοδήγησης. Η προβληµατική του τώρα εστιάζεται στη σχέση της τέχνης µε την πολιτική πράξη, την εµπλοκή δηλαδή της ιδεολογίας στην τέχνη, στηλιτεύοντας την ευκολία µε την οποία κάποιοι, αντί να γράφουν µε της καρδιάς τα δάκρυα, καπηλεύονται και σπεύδουν να προπαγανδίσουν:
[...]
Είναι κι άλλοι πούχουν στοκ
µαύρες ταινίες δάφνινα στεφάνια
και µε πρώτη ευκαιρία
µπαίνουν στον κόπο να τυπώσουν τα χρυσωµένα γράµµατα:
«Εις µνήµην των ηρώων που πέσαν πολεµώντας τον προδότη Τίτο»
[...]
«Συνοµιλώ άρα υπάρχω»
Με ποιήµατα οργισµένα µα και βαθιά συναισθηµατικά, ποιήµατα από τα οποία λόγω της ειλικρίνειάς τους εκλύεται γνήσια συγκίνηση, οραµατίζεται την ύπαρξη µιας γλώσσας όπου «οι λέξεις άνθρωπος κ’ ειρήνη / ν’ αποτελούν συνωνυµία».
Μάλιστα, ο τρόπος µε τον οποίο αναφέρεται στη διαδικασία της ποιητικής γραφής παραπέµπει στην ιερότητα που έχει µια επιχείρηση διάσωσης ανθρώπου που κινδυνεύει. Η ποίηση δεν είναι «παίξε γέλασε», δεν υπακούει σε µανιέρες και αγγίγµατα επιφανείας. Θέλει προσήλωση και σεβασµό, µια ισορροπία εύθραυστη που, για να κρατηθεί, ζητά σεµνότητα και αυτοθυσία.
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός,
όπως είσαι ακριβώς µ’ έναν βαριά τραυµατισµένο που κουβαλάς
στον ώµο. Εκεί που προχωράς µέσα στη νύχτα µπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων µπορεί να τύχει να µπλεχτείς στα συρµατοπλέγµατα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι µε τα γυµνά σου πόδια κι όσο µπορείς µη σκύβεις για να µη σούρνονται τα χέρια του στο χώµα.
Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν
σταµατήσει η καρδιά του.
Να εκµεταλλεύεσαι κάθε λάµψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισµό σου πάντοτε παράλληλα
στις γραµµές των δύο µετώπων.
Ξεπνοϊσµένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις
εκεί στην άκρη του νερού εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά
ενός µεγάλου δέντρου.
Προς το παρόν, νάσαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς µ’
έναν µελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώµο.
«Νεκρή ζώνη»
Ο Άρης Αλεξάνδρου κουβαλά στους ώµους του σαν τραυµατία το προσωπικό του τραύµα αλλά κι αυτό µίας ολόκληρης γενιάς που καθηµαγµένη φορά κατάσαρκα τις διαψεύσεις της σαν φυλαχτό και αρπάζεται από την ποίηση, τη µόνη στην οποία αναθέτει να διαφυλάξει ανέπαφες τις ουτοπίες του που ηττήθηκαν. ∆εν παραδίδεται, δεν υποκύπτει, προπάντων δεν µεµψιµοιρεί, αλλά προτείνει συνταγές ιατρικές για τα λιπόθυµα όνειρα.
Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
µε τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριµένων λέξεων.
Πάσχισε να ’ναι προεκτάσεις της πραγµατικότητας
όπως κάθε δάκτυλο είναι µια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι µονάχα θα µπορέσουν σαν την παλάµη του γιατρού
να συνεφέρουν µε χαστούκια
όσους λιποθύµησαν
µπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.
«Φρόντισε»
ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Κέδρος 2015
 


Δεν υπάρχουν σχόλια: