William Saroyan, Η ανθρώπινη κωμωδία, μτφρ.: Νίκος Μάντης, Gutenberg
«Δεν αναγνωρίζω κανέναν άνθρωπο σαν εχθρό μου, γιατί κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να είναι εχθρός μου. Όποιος κι αν είναι, είναι φίλος μου. Δεν έχω διαφορές μαζί του, παρά μόνο με εκείνο το άτυχο κομμάτι μέσα του που προσπαθώ να εξαλείψω πρώτα σε εμένα τον ίδιο.
Δεν νιώθω ήρωας. Δεν έχω κλίση σε τέτοια αισθήματα. Δεν μισώ κανέναν. Ούτε και πατριώτης νιώθω, γιατί αγαπούσα πάντα την πατρίδα μου, τους ανθρώπους της, τις πόλεις της, το σπίτι μου και την οικογένειά μου. Θα προτιμούσα να μην ήμουνα στο στρατό, θα προτιμούσα να μη γινόταν πόλεμος. Δεν έχω ιδέα τι με περιμένει, αλλά ό,τι κι αν είναι το έχω αποδεχτεί και θα πάω με τα νερά του. Φοβάμαι τρομερά –πρέπει να σου το πω– αλλά πιστεύω πως, όταν θα έρθει η ώρα, θα κάνω αυτό που χρειάζεται. Δεν πρόκειται να ακολουθήσω άλλες διαταγές πέρα απ’ τις διαταγές της καρδιάς μου»,[1]
γράφει ο δεκαεννιάχρονος Μάρκους Μακόλι από την Ίθακα της Καλιφόρνια, στρατιώτης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο τελευταίο γράμμα του προς τον αδερφό του Όμηρο. Ο Όμηρος Μακόλι είναι ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του βραβευμένου μυθιστορήματος του William Saroyan, Η ανθρώπινη κωμωδία, (The human comedy), ενός από τα πλέον γνωστά έργα της αμερικάνικης λογοτεχνίας.
Ο William Saroyan (1908-1981), πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ήταν αρμενικής καταγωγής και πρωτοεμφανίστηκε την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, το 1934, με τη συλλογή διηγημάτων The Daring Young Man on the Flying Trapeze and Other Stories, η οποία, αν και προκάλεσε την ιδιαίτερα αρνητική κριτική έως και οργή του Ernest Hemingway, αποτέλεσε την αρχή για τη λαμπρή πορεία του Saroyan στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα.[2] Η ανθρώπινη κωμωδία ξεκίνησε ως σενάριο για κινηματογραφική ταινία σε συνεργασία με την Metro-Goldwyn-Mayer (MGM), αποσπώντας μάλιστα το Όσκαρ καλύτερης ιστορίας το 1944. Ο Saroyan γράφει και δημοσιεύει το μυθιστόρημα λίγο πριν την πρεμιέρα της ταινίας, αντιδρώντας με αυτόν τον τρόπο στις διαφωνίες που είχε με την παραγωγή ως προς τη σκηνοθεσία της. Το μυθιστόρημα του Saroyan The human comedy επιλέχθηκε ως το βιβλίο του μήνα στο Book of the Month, τον Μάρτιο του 1943, καθιερώνοντάς αυτό και τον συγγραφέα του στο αμερικάνικο αναγνωστικό κοινό.
Ο Όμηρος Μακόλι, ένα δεκατετράχρονο αγόρι που έχει πρόσφατα χάσει τον πατέρα του, ζει μαζί με τη μητέρα του, τη δεκαεπτάχρονη αδερφή του Μπες και τον τετράχρονο αδερφό του Οδυσσέα στην Ίθακα της Καλιφόρνια. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Μάρκους, είναι στρατιώτης και έχει σταλεί στο μέτωπο. Τα γεγονότα διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Όμηρος εργάζεται ως διανομέας τηλεγραφημάτων για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του και συχνά χρειάζεται να μεταφέρει μηνύματα από το Υπουργείο Στρατιωτικών που αναγγέλλουν τον θάνατο κάποιου στρατιώτη στο μέτωπο:
«Η δουλειά του ήταν να μοιράζει τηλεγραφήματα. Παρ’ όλα αυτά, ένιωθε άβολα, σχεδόν σαν να ’ταν ο μόνος υπεύθυνος γι’ αυτό που είχε συμβεί. Την ίδια στιγμή ήθελε να σηκωθεί με θάρρος και να πει, “Είμαι μονάχα ο ταχυδρόμος, κυρία Σαντοβάλ. Λυπάμαι πολύ που πρέπει να σας φέρω ένα τέτοιο τηλεγράφημα, αλλά το κάνω μόνο επειδή είναι η δουλειά μου”».[3]
Η προσωπικότητα του έφηβου Όμηρου ξεδιπλώνεται στις τριάντα εννιά ενότητες του μυθιστορήματος μέσα από γεγονότα που σχετίζονται με τη καθημερινότητα της μικρής πόλης στην οποία κατοικεί, της Ίθακα, κάτω από το απειλητικό πέπλο με το οποίο σκεπάζει τις ζωές όλων ο πόλεμος και η προοπτική ή και η βεβαιότητα του θανάτου. Με μια πρώτη ανάγνωση το μυθιστόρημα εντάσσεται στο είδος του Bildungsroman, του «μυθιστορήματος διάπλασης», θέμα του οποίου είναι «η διαμόρφωση του πνεύματος και του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, καθώς μέσα από διάφορες εμπειρίες –και συχνά μέσα από μια πνευματική κρίση– περνά από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα, ένα στάδιο στο οποίο συχνά συνειδητοποιεί κανείς την ταυτότητα και τον ρόλο του στον κόσμο».[4] Η στοχαστική ματιά του Όμηρου διασταυρώνεται με το παιδικό βλέμμα του μικρότερου αδερφού του Οδυσσέα, που μαζί συνθέτουν την εναγώνια προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τον εαυτό του, τους γύρω του, τη ζωή και τέλος τον θάνατο και τα αδιέξοδα συναισθήματα που προκαλεί το κενό της απώλειας.
Το θέμα του θανάτου κυριαρχεί σε όλο το μυθιστόρημα. Η στάση των ηρώων απέναντι του διακρίνεται από απορία, αγωνία, θλίψη, αλλά και νηφαλιότητα. Στην αθώα ερώτηση του Οδυσσέα: «Και που είναι ο πατέρας μου;», η απάντηση έρχεται αβίαστη και φυσική από τα χείλη της μητέρας του:
«Πριν δύο χρόνια ο πατέρας σου πέθανε, Οδυσσέα. Αλλά όσο ζούμε, όσο είμαστε μαζί, έστω και μόνο δύο από εμάς να απομείνουμε και να τον θυμόμαστε, τίποτα στον κόσμο δεν θα μπορέσει να μας τον στερήσει».[5]
Θυμόμαστε για να μην ξεχάσουμε, καθώς εάν ξεχάσουμε αυτούς που πέθαναν, τότε οι νεκροί θα χαθούν οριστικά, αφού η ιστορία και η μνήμη ζουν μόνο μέσα τους. Η μνήμη προσδίδει υλικότητα σε αυτούς που χάθηκαν και μας βοηθά να επιβιώσουμε από τον φόβο που ενδεχομένως μας προκαλεί ο δικός μας επικείμενος θάνατος, μιας και ο θάνατος είναι το εσωτερικό όριο της συντριβής του ατόμου.
Χαρά και λύπη, ζωή και θάνατος, συντροφικότητα και μοναξιά συνυπάρχουν αρμονικά στο μυθιστόρημα του Saroyan:
«Ένα τέταρτο αργότερα, ο Όμηρος κατέβηκε απ’ το ποδήλατό του μπροστά σ’ ένα μεγάλο, ωραίο παλιό σπίτι, όπου είχαν γιορτή. […] Το αγόρι ένιωσε άρρωστο και τρομοκρατημένο. Ανέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε ακούγοντας τη μουσική. Πλησίασε το δάχτυλό του στο κουδούνι, κι έπειτα άφησε το χέρι του να πέσει. […]
Κάθισε στα σκαλιά για να σκεφτεί. Έπειτα από πολλή ώρα σηκώθηκε, ξαναπήγε στην πόρτα και πίεσε το δάχτυλό του στο κουδούνι. […]
[…] “Συγγνώμη”, είπε γρήγορα. “Έχω ένα τηλεγράφημα για την κυρία Κλόντια Μποφρέρ”.
“Φυσικά. Είναι τα γενέθλια της μητέρας”, είπε η κοπέλα. Έκανε πίσω στο χολ. “Μητέρα”, φώναξε, “έχει έρθει τηλεγράφημα για σένα”.
Η μητέρα της ήρθε στην είσοδο. “Είναι από τον Άλαν, είμαι σίγουρη”, είπε. “Έλα μέσα, νεαρέ. Να σε κεράσουμε ένα κομμάτι από την τούρτα μου”. […]
“Σας εύχομαι…” πήγε να πει ο Όμηρος, αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει. Άφησε το ποτήρι με το παντς στο τραπέζι και πετάχτηκε σφαίρα στην πόρτα. Η μητέρα κοίταξε γύρω στο δωμάτιο, κι έπειτα πήγε σε μια άκρη που δεν θα την έβλεπαν, και η κόρη, παρακολουθώντας την, πήγε στην άλλη άκρη. […] Η μητέρα άνοιξε το τηλεγράφημα και το διάβασε, την ώρα που ο φωνόγραφος συνέχιζε να παίζει το Chanson pour ma brune, και οι άνθρωποι χαρούμενοι συνέχιζαν να χορεύουν. Η κόρη κοίταξε στην άλλη μεριά του δωματίου τη μητέρα της στο χολ. Σχεδόν σαν να ’χε χάσει τα λογικά της, όρμησε στο φωνόγραφο και τον έκλεισε.
“Μητέρα!” φώναξε κι έτρεξε προς τη γυναίκα στο χολ».[6]
Ο Όμηρος διέρχεται διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις στην προσπάθειά του να κατανοήσει το αμετάκλητο του θανάτου και τις συνέπειές του στη ζωή των ανθρώπων γύρω του, αλλά και στη δική του. Στο πρώτο τηλεγράφημα θανάτου αισθάνεται «ούτε αγάπη ούτε μίσος αλλά κάτι πολύ κοντά στην αηδία, όμως ταυτόχρονα και μεγάλη συμπόνια».[7] Μετά το δεύτερο τηλεγράφημα «ξαφνικά, είπε, νιώθω διαφορετικά… αλλιώτικα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ούτε όταν πέθανε ο μπαμπάς δεν είχα νιώσει έτσι. […] Αισθάνομαι μόνος και δεν ξέρω γιατί».[8] Στην είδηση του θανάτου του αδερφού του Μάρκους στο πεδίο της μάχης, ο Όμηρος αναρωτιέται: «Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος; Δεν ξέρω ποιον να μισήσω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Πως συνεχίζει να ζει κάποιος; Πως συνεχίζει ν’ αγαπάει;»[9]
Η έκδηλη αγωνία και θλίψη για τον θάνατο αντισταθμίζονται στο μυθιστόρημα του Saroyan μέσα από την παρηγορητική επιστροφή στο «σπίτι», τον νόστο στην Ίθακα, την «Ιθάκη» φίλων και εχθρών, οικείων και ξένων, γηγενών και μεταναστών, νεκρών και ζωντανών:
«ΙΘΑΚΑ – ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ
ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΤΟΠΟ ΚΙ ΑΝ ΓΥΡΝΩ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΕΣ, ΞΕΝΕ»
Έλληνες, Σέρβοι, Πολωνοί, Ρώσοι, Μεξικάνοι, Αρμένιοι, Γερμανοί, Νέγροι, Σουηδοί, Ισπανοί, Βάσκοι, Πορτογάλοι, Ιταλοί, Εβραίοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Σκοτσέζοι, Ιρλανδοί, όλοι είναι Αμερικάνοι στα μάτια του διευθυντή του τηλεγραφείου, του κ. Σπάνγκλερ, αλλά και των υπόλοιπων ηρώων του μυθιστορήματος. Η άρση διαχωριστικών ορίων και η καταπολέμηση διχαστικών ιδεολογιών δημιουργούν αίσθηση αισιοδοξίας στο κείμενο. Ο αναγνώστης χωρίς δυσκολία ανιχνεύει τις αυτοβιογραφικές μνήμες του Αρμένιου-Αμερικανού συγγραφέα, ήδη από την αφιέρωση της ιστορίας στη μητέρα του Τακούχι Σαρογιάν, διατυπώνοντας την ευχή σύντομα κάποιος υπέροχος άνθρωπος να τη μεταφράσει στα αρμένικα και στη γραφή που αυτή γνώριζε, έως τους ήρωες του βιβλίου, πολλοί από τους οποίους είναι μετανάστες Αρμένιοι, όπως ο συμπαθής μπακάλης κ. Αρά που αναζητά την ευχαρίστηση στις μικρές απολαύσεις της καθημερινότητας ως αντίπαλο δέος στα βάσανα του μικρού, αλλά όμορφου έθνους του.
Η ανθρώπινη κωμωδία του William Saroyan διακρίνεται από έναν γνήσιο ουμανισμό που φωτίζει ακόμα και τις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Τα αντιπολεμικά μηνύματα διάσπαρτα σε όλη την πορεία της αφήγησης κορυφώνονται στο γράμμα του Μάρκους Μακόλι προς τον αδερφό του Όμηρο, λίγο πριν αναχωρήσει για τη μάχη, «αν και κανείς δεν ξέρει που γίνεται αυτή», όπου και θα σκοτωθεί. Ο Saroyan αποδίδει με ενσυναίσθηση τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις επιλογές και τις ενέργειες των ηρώων του, την ευγένεια και το μεγαλείο της καρδιάς τους απέναντι στον «ξένο» και σε όποιον έχει ανάγκη, γράφοντας την ιστορία του λιτά και απέριττα, όσο πιο απλά γινόταν, και σίγουρα όχι με τον τρόπο του Balzac.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] William Saroyan, Η ανθρώπινη κωμωδία, μτφρ.: Νίκος Μάντης, Gutenberg, Αθήνα 2021, σ. 217.
[2] Σχετικά με το έργο του Saroyan μπορεί κανείς να δει μια σύντομη παρουσίαση στο: Νίκος Μάντης, «Εισαγωγικό σημείωμα», στο William Saroyan, Η ανθρώπινη κωμωδία, ό.π., σ. 9-11.
[3] Στο ίδιο, σ. 34.
[4] M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφρ.: Γιάννα Δεληβοριά-Σοφία Χατζηιωαννίδου, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 291.
[5] William Saroyan, Η ανθρώπινη κωμωδία, ό.π., σ. 31.
[6] Στο ίδιο, σ. 123-124.
[7] Στο ίδιο, σ. 36.
[8] Στο ίδιο, σ. 42.
[9] Στο ίδιο, σ. 241.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου