Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Κώστας Ακρίβος, «Πότε διάβολος – πότε άγγελος», Μεταίχμιο, 2021
Μπορεί να βρίσκει έτοιμο θέμα, διαθέσιμα πρόσωπα κι ορισμένο κοινωνικό πλαίσιο, πράγμα που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο όσον αφορά την αρχική έμπνευση και το στήσιμο της πλοκής, αλλά όποιος καταγίνεται λογοτεχνικά με την ιστορία, πατάει σε δύο βάρκες, κουβαλάει δύο καρπούζια, ισορροπεί σε δύο τεντωμένα σχοινιά κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι βαρύνεται με τριπλή ευθύνη απέναντι στη λογοτεχνία, στην ιστορία και, τελικά, απέναντι και στις δυο μαζί.
Λέω λοιπόν πως, είτε γίνεται αντιληπτό είτε όχι, το ιστορικό θέμα καλεί τον συγγραφέα να πάρει θέση σε ερωτήματα που απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη δοκιμάζουν τις προθέσεις και κρίνουν το αποτέλεσμα της γραφής του, όπως: Με ποιον τρόπο ιστορείται λογοτεχνικά η ιστορία; Ποιο είναι το σημείο τήξης της πραγματικότητας με τη φαντασία; Πόσες μικρές ή μεγάλες παραχαράξεις χωράει η μυθοπλασία; Ποια απόσταση χωρίζει την αληθοφάνεια του χαρακτήρα απ’ την αλήθεια του προσώπου; Με ποιες τεχνικές μπορεί μια αφήγηση με γνωστό τέλος να διεγείρει το αναγνωστικό ενδιαφέρον; Ποια σχέση τηρεί η λογοτεχνική μετάπλαση της ιστορίας απέναντι στην επίσημη ιστορική αφήγηση και στις λοιπές ανταγωνιστικές της;
Θα σταθώ στο νέο βιβλίο του Κώστα Ακρίβου, «Πότε διάβολος πότε άγγελος» (εκδ. Μεταίχμιο, 2021), γιατί κοντά σε όλες τις άλλες λογοτεχνικές αρετές του δεν παραλείπει να πάρει θέση σε καθένα απ’ τα ερωτήματα αυτά, και σε πολλά ακόμη, ανοίγοντας περαιτέρω τη σχετική κουβέντα. Βασικό πρόσωπο της μυθοπλασίας είναι η μορφή του Γεώργιου Καραϊσκάκη: ο Ακρίβος παρακολουθεί τον ήρωα του ’21 απ’ τη γέννηση μέχρι και τον θάνατό του, εστιάζοντας στη συμμετοχή του στην εθνική εξέγερση και στις διαδικασίες που τον ανέδειξαν σε έναν απ’ τους βασικούς πρωταγωνιστές της.
Στη θέση του καθιερωμένου για το ιστορικό μυθιστόρημα τριτοπρόσωπου αφηγητή, που νέμεται την ιστορική αλήθεια και διά της αφήγησης την αποκαλύπτει στον αναγνώστη, ο Ακρίβος διασπείρει την αφηγηματική λειτουργία σ’ ένα σύνολο προσώπων. Ο κεντρικός αφηγητής, που δεν λείπει, υιοθετεί τον ρόλο ενορχηστρωτή σε μια πολυφωνική αφήγηση, όπου οι επιμέρους αφηγητές κομίζουν τον δικό τους κόκκο, το δικό τους βλέμμα, το δικό τους ίχνος, η δε ιστορική αλήθεια είναι μια μωσαϊκή κατασκευή, ένας ενιαίος ήχος που παράγεται από πολλές φωνές, που κάποιες φορές μάλιστα επιμένουν να μην ομοηχούν.
Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφηγηματική διαχείριση του θέματος. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, μπορεί να πρωτοστατεί αλλά δεν μονοπωλεί την αφήγηση, συνιστά το κυρίως αλλά όχι και το αποκλειστικό θέμα. Εξ αφορμής του πλέκονται και άλλες περισσότερο, λιγότερο και κάποιες σχεδόν αυτονομημένες ιστορίες καθεμιά απ’ τις οποίες οργανώνει τον δικό της αφηγηματικό κύκλο και από κοινού «τρέχουν» την κύρια αφήγηση, έτσι που το τελικό αποτέλεσμα να μοιάζει με τοιχογραφία εποχής και όχι με μυθιστορηματική βιογραφία.
Ας σημειώσω ακόμη τη μείξη των κειμενικών ειδών κάτω απ’ την ομπρέλα του αφηγηματικού γένους. Ό,τι έκανε ο Ακρίβος στο Πανδαιμόνιο, αλλά σε πειραματικό ακόμη βαθμό, και πιο συστηματικά στο «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς», εδώ γίνεται ακόμη πιο ώριμα και αποδοτικά: η επιστολή, τα απομνημονεύματα, ο διάλογος, η εισήγηση κτλ. ενσωματώνονται στη ροή του αφηγηματικού λόγου, εντάσσονται στον αφηγηματικό σχεδιασμό και εντέλει γίνονται αφηγηματικά μέσα, για να «αφηγηθούν» με τη σειρά τους μια επιμέρους ιστορία εντός της ευρύτερης ιστορίας.
Αλλά η κορυφαία έκφραση της πολυφωνικότητας έγκειται στο προνομιακό πεδίο της γλωσσικής εκφοράς, που συσσωματώνει μια πανσπερμία γλωσσικών ποικιλιών, απ’ τη νεοελληνική κοινή του αφηγητή μέχρι την καθομιλουμένη της επανάστασης, απ’ τον προφορικό λόγο των απλών ανθρώπων μέχρι τη λόγια γλώσσα τής τότε θρησκευτικής και πνευματικής διανόησης και απ’ τον τυπικό λόγο μιας σύγχρονης επιστημονικής ανακοίνωσης μέχρι τις βωμολογίες του Καραϊσκάκη, για να αποτυπώσει με ενάργεια τη γλωσσική πραγματικότητα μέσα στη στιγμή και στη διάρκειά της: ένα δηλαδή ποτάμι με πολλές πηγές, παραπόταμους και φερτά υλικά, που δεν σταματάει ποτέ γιατί άπαξ και σταματήσει μετατρέπεται αμέσως σε βάλτο με στεκάμενα νερά, κουνούπια, βδέλλες και αλιγάτορες.
Τούτη η με μπαχτινικούς όρους διαλογικότητα διαπερνά και τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει ο Ακρίβος τον ήρωά του, όπως και τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζει τη διαδικασία της εθνικής διαμόρφωσης. Σε αντίθεση με τη στερεοτυπική εικόνα του ανυπέρβλητου ήρωα, βλέπουμε εδώ έναν Καραϊσκάκη γειωμένο στα ανθρώπινα όρια, με τις αντιφάσεις, τις μικροπρέπειες και τις αδυναμίες του, να αίρεται εξ αφορμής της άλωσης του Μεσολογγίου στο ύψος και το ήθος ενός ηρωικού προτύπου μέσα από μια εξελισσόμενη διαδικασία εθνικής αυτοσυνείδησης, που ακουμπάει αφενός στην ιστορική κατάσταση και αφετέρου στις εσωτερικές διεργασίες. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο επίπεδο της εθνικής ταυτότητας, που δεν απεικονίζεται σαν να ήταν δεδομένη και αμετακίνητη, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας όπου διασταυρώνονται ανταγωνιστικές στρατηγικές, σχεδιασμοί, ιδεολογίες και εικόνες περί έθνους, ενίοτε δε με τον λυσσαλέο τρόπο του εμφυλίου, το δε αποτέλεσμά της ορίζεται απ’ την επιβολή της μιας εικόνας έναντι της άλλης, χωρίς ποτέ να λήγει ο ανταγωνισμός με όσες νέες εικόνες διεκδικούν με τη σειρά τους θέση στην εθνική ταυτότητα.
Σκέφτομαι βέβαια ότι τίποτα το καινούριο δεν υπάρχει σε όλα αυτά. Από καιρό έχουν δοκιμαστεί, χωνευτεί και γραφτεί τέτοιες λογοτεχνικές μεταπλάσεις της ιστορίας ως η μακρινή αντήχηση ή και συνειδητή εφαρμογή μετανεωτερικών τεχνικών γραφής, ο ίδιος μάλιστα ο Ακρίβος δεν διστάζει διαρκώς να προχωρά και να πειραματίζεται, έτσι που κάθε καινούριο του βιβλίο, να είναι ένα καινούριο βιβλίο όχι μόνο θεματολογικά αλλά και από άποψη γραφής. Αν λοιπόν τα σχολιάζω τώρα είναι γιατί θαρρώ ότι εδώ γίνονται με τον πλέον ώριμο τρόπο απ’ την πλευρά του συγγραφέα, κομίζουν δε εμπράκτως μια αντίληψη για το λογοτεχνικό ιστορείν που ούτε μονοπωλεί ούτε εξιδανικεύει την ιστορία αλλά κουβαλά πλέρια τη συνείδηση των περιορισμών, των φωνών και της συμμετοχής του λογοτέχνη και του έργου του στο ιστορούμενο.
Και κλείνω λέγοντας ότι τούτο το ιστορείν λογοτεχνικά έχει να κομίσει τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες και στη λογοτεχνία και στην ιστορία και στις δύο μαζί.
* O Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου