1.7.21

Στο τραπέζι της ποίησης – του Δημήτρη Περοδασκαλάκη


Αντώνης Καρτσάκης, Νόστιμη Ποίηση. Μαγειρεύοντας με στίχους, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2020.

Ο χαρίεις και ανήσυχος άνθρωπος «παίζει», με την έννοια ότι αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο στο πλαίσιο μιας παιδιάς, ενός δηλαδή παιγνιδιού που απορρέει από το ίδιο το κοσμολογικό πρότυπο, το οποίο παίζεται και σπουδάζεται με όλους τους όρους της ζωής, της τέχνης, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Η ηρακλείτεια προσομοίωση του χρόνου με το παιγνίδι και την παιδικότητα εγγράφει τον άνθρωπο σε αυτήν τη συνθήκη που δεν μπορεί παρά να είναι κατεξοχήν ποιητική (Αιών

παις έστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη= Ο χρόνος είναι παιδί που παίζει, που παίζει τα ζάρια του –τους πεσσούς– η βασιλεία ανήκει στο παιδί) – τονίζει στις φιλοσοφικές αναζητήσεις του ο Κώστας Αξελός. Προϊόν αυτής της παίζουσας συνθήκης είναι το εν λόγω βιβλίο του χαρίεντος και ανήσυχου ανθρώπου, αισθαντικού παιδαγωγού, δεινού φιλολόγου και κριτικού μελετητή της νεοελληνικής φιλολογίας Αντώνη Καρτσάκη. Ένα βιβλίο που δομείται ακριβώς πάνω σε αυτήν τη συμπαιγνία και συμφυία των υλικών και πνευματικών όρων της ύπαρξης.

Ο συγγραφέας, για να το πω ρητά, παίζοντας (το ομολογεί ο ίδιος στην εισαγωγή) γράφει λογοτεχνία επί της ουσίας, ιστορώντας σε κρητικό δεκαπεντασύλλαβο συνταγές πάσης φύσεως για ορεκτικά, φαγητά, σαλάτες και επιδόρπια. Η ιστόρηση αυτή διαρθρώνεται σε θεματικές ενότητες (Των φίλων του Βορρά, Στου έρωτος την τάξη, Της αγάπης, Του πόνου, Στο παιδί μου, Της ξενιτιάς…) και διανθίζεται με αφηγηματικό υλικό, το οποίο και συνιστά τον προλογικό, διάμεσο και επιλογικό αρμό κάθε ενότητας.

Ο κύριος ωστόσο λόγος-άξονας της όλης σπονδύλωσης είναι η έμμετρη συνταγή. Σε κάθε περίπτωση όμως, είτε πρόκειται για το αφηγηματικό υλικό-γέφυρα είτε για το γάργαρο σε δεκαπεντασυλλάβους ύδωρ της συνταγής, ο συνέχων κρίκος είναι ίδιος‧ παίζουσα διάθεση, αυτοσαρκαστικός λόγος, πτωχοπροδρομικός τόνος, εμπράγματο βίωμα, κοινωνική ενσυναίσθηση, λαογραφική αποτύπωση, φιλοσοφικός στοχασμός, ρομαντικός ρεμβασμός, εύστοχη διακειμενικότητα. Ειδικά οι διακειμενικές αναφορές-στίχοι που ενσωματώνονται αβίαστα στα ποιήματα-συνταγές, από τη δημώδη βυζαντινή (Πτωχοπρόδρομος) και κρητικο-αναγεννησιακή ποίηση (Κορνάρος, Μπεργαδής, Χορτάτσης, Σαχλίκης) μέχρι και τη νεότερη και εντελώς σύγχρονη (Σολωμός, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Αναγνωστάκης, Λιοντάκης…) δημιουργούν ένα κείμενο-διακείμενο και «διακύμινο», για να παίξω και εγώ με τις λέξεις, στο οποίο η ίδια η γλώσσα σπαρταρά και τινάσσεται σε παρενδυσιακές λειτουργίες και ποικίλους συνειρμούς‧ οι τίτλοι, οι υπότιτλοι αλλά και το περιεχόμενο των έμμετρων συνταγών αρκούντως το δηλώνουν με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη συνταγή-ποίημα με τον τίτλο: Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική και με υπότιτλο: Ψάρι γλώσσα στο φούρνο.

Ένα βιβλίο που βρίθει εικόνων, χρωμάτων, αρωμάτων, γεύσεων, ήχων, στίχων, διατροφικών υλικών, γαστρονομικών επιθυμιών, τελεστικών–εορταστικών πράξεων, απλών και πολύπλοκων τεχνικών και μυστικών μαγειρικής, που προδίδουν την εν γένει πνευματική καλλιέργεια, το ευρύ φάσμα αφομοιωμένων διαβασμάτων, την καταγωγική σχέση με την πλούσια κρητική παράδοση, τη μοντερνιστική γνώση και τη βαθιά αγάπη του συγγραφέα προς τη φύση και τον άνθρωπο. Βιβλίο εξαιρετικό και πρωτότυπο, που δείχνει την πολυμέρεια αλλά και τη συγγραφική τόλμη του δημιουργού. Ένα δείγμα αρκεί από τη συνταγή Επτανησιακή Βακαλαόπιτα, όπου και ιστορείται η γνωριμία του συγγραφέα με τη γυναίκα του και την πεθερά του για το…ερωτικό διαβατήριό του:

Μιαν εποχή που ο Έρωτας μου φαίνοτουν ανία/ μια νεαρά εγνώρισα απ’ την Κεφαλληνία./ Κι ως ήμουν αγουρούτσικος, πιάστηκα στην απόχη/ κι άνθισε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει […]

Αλλά η νέα του Έρωτος ήτον αυστηροτάτη. / «Απ’ το να σου ’βγει τ’ όνομα, κάλλιο να βγει το μάτι»,/ έλεγε και στη μάνα της να πάω μου εμήνα,/ που ’μενε στην πρωτεύουσα, τουτέστιν στην Αθήνα. […]

Η μάνα άλλα όνειρα είχε διά την κόρη / (μάλλον δεν ήθελε γαμπρό εκείνον που εθώρει)/ και βάζει του αγώνισμα δύσκολο να τελέσει: / μία βακαλαόπιτα να φέρει για πεσκέσι!/ Δίνει του και μια συνταγή πολλά κακογραμμένη/ και απαιτεί σε ώρα μια να είν’ εκτελεσμένη!

(και ακολουθεί η συνταγή…)

Βεβαίως να σημειώσω ότι το βιβλίο στο τέλος προσφέρει τυπικό οδηγό των εν ποιήμασι συνταγών και γλωσσάρι για ιδιωματισμούς και λέξεις που το καθιστούν συγχρόνως χρήσιμο και σε επίπεδο πρακτικό. Υπό την έννοια αυτή το βιβλίο του Καρτσάκη απευθύνεται εξίσου και στα χέρια μας και στην αναγνωστική μας νόηση και αίσθηση. Είναι ένα κατεξοχήν ποιητικό βιβλίο με την ακριβή αλλά και την πλατιά έννοια της λέξης. Χειροτεχνεί την ποίηση της ίδιας της ζωής στον κατεξοχήν κήπο της που είναι η διαιτητική υλικότητά μας, η επ’ άρτω και η ουκ επ’ άρτω μόνον.

Γι’ αυτό και είναι ξεχωριστό τούτο το βιβλίο. Γιατί κινείται από τη συνταγή της μαγειρικής τέχνης στη σύνταξη του ποιητικού λόγου, από την πραγματικότητα στη φαντασία, από τη γλώσσα της γεύσης στη γλώσσα της σκέψης, από τη μνήμη της μητέρας και της γιαγιάς στο θησαύρισμα της καταγραφής. Δεν είναι λίγο να διασώζεις λέξεις, συνδυασμούς υλικών και γεύσεων, να διασώζεις έναν ολόκληρο τρόπο ζωής και να διαλέγεσαι συγχρόνως με το καινούργιο και αδοκίμαστο. Ένα βιβλίο γεμάτο από τη χοϊκότητα και την πνευματικότητα του ανθρώπου, με μεράκι και χιούμορ γραμμένο, με γνώση πολλή και ύλη ποικίλη που συνυφαίνεται αριστοτεχνικά στο εργαστήριο ενός προικισμένου από τις Μούσες δημιουργού. Γι’ αυτό και το βιβλίο τούτο τέρπει σύγκορμα τον αναγνώστη με τον ηδυσμένο λόγο του.

Ως γνωστόν ηδύσματα στην αρχαία ελληνική είναι τα καρυκεύματα, τα οποία κάνουν το φαγητό πεντανόστιμο! Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον λόγο του Καρτσάκη‧ είναι πεντανόστιμος! Ακριβώς γιατί έχει όλα τα ηδύσματα που τον κάνουν ηδυσμένο και ηδονικό –πέραν των ηδυσμάτων που έχουν οι συνταγές αυτές καθαυτές. Να μην ξεχνούμε εξάλλου ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τον λόγο της τραγωδίας στο έργο του Περί Ποιητικής ηδυσμένο. Και ένας τέτοιος λόγος (ηδύς γαρ) δεν μπορεί παρά να προξενεί την οικεία ηδονή. Αυτό αποκομίζει κανείς από το βιβλίο του Καρτσάκη, την απολαυσιακή δύναμη του λόγου που τρέπει την ίδια τη ζωή σε νόστιμη βρώση και συμφιλιωτική πράξη- άλας και τράπεζα μη παραβαίνειν (έλεγαν οι αρχαίοι). Γύρω από το τραπέζι του ηδυσμένου λόγου και άρτου, γύρω δηλαδή και μέσα από την ποίηση της καθημερινότητας εξημερώνονται τα ήθη, εξομολογούνται οι ψυχές, δονούνται οι νόες, αγαπιούνται οι άνθρωποι. Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο τούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί οιονεί βιβλίο-έρανος καθώς αυτό που προτείνει είναι ό,τι ακριβώς σημαίνει η ομηρική ήδη λέξη έρανος= γεύμα φιλικό, συντροφικό (παρά το έραμαι, κατά τον Ησύχιο).

Για όλους αυτούς τους λόγους, το βιβλίο του δειπνοσοφιστή, θα έλεγα, Καρτσάκη συνιστά σημαντική συμβολή στο είδος της συμποσιακής γραμματείας και αποτελεί στους δύσκολους καιρούς της πανδημίας πολύτιμη υπόμνηση ότι η ζωή είναι, κατά το σολωμικό, μέγα καλό και πρώτο, όταν τη βλέπεις και τη ζεις ως τελετουργική πράξη. Αυτή τη ματιά και αυτό το βίωμα προτείνει ο Καρτσάκης με το ασημένιο δώρο-ποίημα βιβλίο του.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Laurent Roch. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=31599&fbclid=IwAR0ecBVhHtw2o4wiFQS198qJ-gbkUX4Vh6Xd6tt93XAJqkRkwA_oXpxdoXo

Δεν υπάρχουν σχόλια: