26.7.21

Η ποίηση των άστεγων χρόνων – γράφει η Μαρία Ιατρού


Ελένη Κοσμά, Μες στον ψυχρό καιρό, Πόλις, Αθήνα 2021.

Είναι εντυπωσιακό πόσο «τοποφιλική» [1] είναι η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Και χρησιμοποιώ τον όρο «τόπος», που είναι εμποτισμένος με ατομικά και συλλογικά βιώματα και συναισθήματα, σε αντίθεση με την έννοια του απρόσωπου και άξενου «χώρου» που κυριαρχεί στη νεωτερικότητα [2]. Όχι βέβαια ότι η παλαιότερη λογοτεχνία, οικεία και ξένη, δεν ήταν τοποφιλική, κάθε άλλο. Ο τόπος αποτελούσε πάντα κάτι πολύ περισσότερο από απλό σκηνικό στη γραπτή παράδοση όλων των εποχών.

Ειδικά το σπίτι, που μας απασχολεί εδώ, ως δομημένος χώρος και ως κατοικία, υπήρξε ο σιωπηλός πρωταγωνιστής σε εμβληματικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, προβάλλοντας την ψυχή του στις ψυχές των ηρώων, συνομιλώντας με τα πάθη τους και ορίζοντας, περισσότερο ή λιγότερο φανερά, τη μοίρα τους. Τα σπίτια έχουν χρησιμεύσει ως μεταφορές για τη μνήμη, για την ασφάλεια και τις θυσίες που πρέπει να κάνει κανείς για να την αποκτήσει, για τη σταθερότητα και την οικογένεια, καλή ή κακή, για τον εγκλεισμό και τον βασανισμό. Το σπίτι μπορεί να αποτελεί πηγή μυστηρίου ή έναν ζωντανό χαρακτήρα που συμφύρει τα όρια έμψυχου και άψυχου, μια πορνογραφική παράσταση, έναν προστάτη ή μια παγίδα, κάτι που μας ελκύει και μας περιθάλπει με αντάλλαγμα τις ατέλειωτες προσπάθειές μας να το διατηρήσουμε ζωντανό και λειτουργικό [3].

Η εντύπωση ωστόσο που έχω είναι ότι υπάρχει μια ορατή κατηγορία της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας που μελετά προβεβλημένα και με ιδιαίτερη αφοσίωση στο συγκεκριμένο τα σημάδια του τόπου, δίνοντας έτσι μια πιο απτή, υλική διάσταση στα μεγάλα ποιητικά θέματα του είναι και του χρόνου. Άλλωστε, κατά τον Foucault, στην εποχή μας ο χώρος σε όλες τις εκδοχές του μοιάζει να έχει υποσκελίσει τον χρόνο:

Η σημερινή εποχή θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί περισσότερο εποχή του χώρου. […] Βρισκόμαστε σε μια στιγμή όπου ο κόσμος βιώνεται, θαρρώ, λιγότερο ως μια μεγάλη ζωή που θα αναπτυσσόταν διαμέσου του χρόνου και περισσότερο ως ένα δίκτυο που ενώνει σημεία και υφαίνει τον ιστό του [4].

Αναφέρω, τελείως τυχαία, τέσσερις ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια, Τα ορεινά, του Χρήστου Κολτσίδα (2016), Η πλατεία ως μια βέβαιη κατάληξη, της Άνιας Βουλούδη (2018), Μπαλαρίνα μέσα στη νύχτα, της Ράνιας Καταβούτα (2019) και Παιδικοχαρίτες. Στίχοι και ημερολόγια του δρόμου, της Ελένης Χριστοπούλου (2019). Και στις τέσσερις πρωταγωνιστεί ο τόπος, τα βουνά, τα χωριά, οι πόλεις, οι δρόμοι και τα κτίρια. Στο πλαίσιο αυτό, ίσως και υπό το καθεστώς του εγκλεισμού του τελευταίου χρόνου, έρχεται να κατοικήσει η ποίηση της Ελένης Κοσμά, που μας μιλά για σπίτια και ανθρώπους. Τα σπίτια της Ελένης είναι πολύ δικά της, το θέμα όμως, πρωτεϊκό και πολύτροπο, έχει μακρά και εμμονική προϊστορία στη νεοελληνική ποίηση. Από το «Σπίτι που γεννήθηκα» του Παλαμά, στο «Σπίτι με κήπον» και στις μονήρεις κάμαρες του Καβάφη και αργότερα στο «απέραντο ξενοδοχείο» του Σεφέρη, που ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε πολλά πράγματα από σπίτια, το «χάρτινο» κατάλυμα μεταμορφώνεται παρακολουθώντας την εξέλιξη του ποιητικού ιδιώματος από την παράδοση στον μοντερνισμό. Ο εικοστός αιώνας είναι ο αιώνας του μαζικού εκτοπισμού, της προσφυγιάς και της εξορίας, της φυλακής και της ανεστιότητας. Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω ποιος είμαι / και πού πάω, έχασα το σπίτι μου θα θρηνήσει μεταπολεμικά ο ποιητής Γιώργος Θέμελης στον Δενδρόκηπο (1955). Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά με τη σειρά της θα πενθήσει την πολιτισμική και συναισθηματική καταστροφή της άναρχης ανοικοδόμησης με τη φωνή του Ντίνου Χριστιανόπουλου:

Ήρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες,
μέτρησαν το οικόπεδο, άνοιξαν χαρτιά,
οι εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια,
ξήλωσαν το χαγιάτι, έριξαν το σπίτι,
[…].

Πού είναι τα μεγάλα παλαιικά δωμάτια που φύλαξαν την άγνοιά μας θα αναρωτηθεί λίγα χρόνια αργότερα ο Ανέστης Ευαγγέλου, σε μια ποίηση μόνιμα στοιχειωμένη από το φάσμα της έξωσης και της απώλειας του σπιτιού. Η παράθεση θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον αλλά το συμπέρασμα θα παρέμενε το ίδιο: Τα λογοτεχνικά σπίτια είναι κάτι πολύ παραπάνω από κατοικίες. Άλλωστε, εδώ και αρκετές δεκαετίες, μετά τα θεμελιώδη κείμενα δύο φιλοσόφων, του Heidegger και του Bachelard, ο τρόπος που βλέπουμε τα σπίτια έχει αλλάξει για πάντα.

Στο πρώτο, το δοκίμιο «Κατασκευή, κατοικία, σκέψη» (Bauen, Wohnen, Denken, 1951), ο Γερμανός φιλόσοφος ανέτρεψε την παραδοσιακή άποψη ότι οι άνθρωποι είναι ένοικοι, επειδή έχουν χτίσει χώρους για να στεγαστούν. Κατά την άποψή του, η κατασκευή πηγάζει από την παρόρμηση της κατοικίας. «Το να είσαι άνθρωπος», γράφει, «σημαίνει να υφίστασαι στη γη ως θνητός. Σημαίνει να κατοικείς» [5]. Στο δεύτερο, το βιβλίο του Bachelard Η ποιητική του χώρου (La poétique de l’espace, 1958), στο οποίο κατεξοχήν επανέρχονται έκτοτε οι μελετητές του θέματος, η ιδέα του σπιτιού είναι βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό ασυνείδητο ως μια έννοια καταφυγής και προστασίας. Ως τόπος θύμησης και ονειροπόλησης- ο χαμένος μεγάλος παράδεισος- το σπίτι εγκαθίσταται στην ενήλικη φαντασία ως μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις ολοκλήρωσης των σκέψεων, αναμνήσεων και ονείρων της ανθρωπότητας. Για τον Γάλλο φιλόσοφο, το σπίτι ως αντικείμενο της φαντασίας είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδέα του σπιτιού ως καταφύγιου για την ανάπτυξη της φαντασίας, και είναι η συναίρεση των δύο αυτών ρόλων που δίνει στην έννοια την οικουμενική της απήχηση [6]. «Ένα σπίτι που έχει κατοικηθεί δεν είναι ένα άψυχο κουτί. Ο έμβιος χώρος υπερβαίνει τον γεωμετρικό χώρο». Στο σπίτι ο Bachelard ανακαλύπτει μια μεταφορά για την ίδια την ανθρώπινη φύση [7].

Η εξέλιξη της ψυχολογίας στον περασμένο αιώνα μας επιτρέπει να επεκτείνουμε τα όρια ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο μέχρι την καρδιά και το μυαλό μας. Κατά μια πολύ ρεαλιστική έννοια, μπορεί κανείς να είναι ο ίδιος ένα σπίτι, εφόσον το σώμα διαθέτει διαφορετικά ενδιαιτήματα για την καρδιά και το μυαλό, ή (από θεολογική σκοπιά). έναν μοναδικό χώρο που στεγάζει την ψυχή. Το σώμα μπορεί επίσης να στεγάζει πολλές διαφορετικές, αντικρουόμενες παρορμήσεις (όπως οι φροϊδικές έννοιες του εγώ, του υπερεγώ και του ασυνείδητου), ή ακόμα και πολλαπλές προσωπικότητες [8]. Γίνεται λοιπόν φανερό λοιπόν από τα παραπάνω ότι τα όρια ανάμεσα στο σπίτι και το μυαλό καταρρέουν και οι δύο έννοιες εξομοιώνονται, ως ταυτόχρονα ο χώρος όπου λαμβάνει χώρα η δημιουργία και ο χώρος που διαμορφώνει και κατευθύνει αυτή τη δημιουργία. Το σπίτι είναι το και είναι στο μυαλό του συγγραφέα [9]. Και στο σημείο αυτό είναι που συναντούμε την ποίηση της Ελένης.

Στην πρώτη ποιητική της συλλογή η Ελένη ασκήθηκε στην αυστηρή φόρμα, πάντα όμως μέσω της στοχαστικής απόστασης που προσφέρει η μακρόχρονη εμπειρία του ελεύθερου στίχου. Στη δεύτερη αυτή η συλλογή, η έμμετρη σπουδή στις διάφορες εκδοχές της συνυπάρχει ειρηνικά με τον αδρό ελεύθερο στίχο, ενώ (όπως έχει ήδη επισημάνει η κριτική) [10] το κεντρικό θέμα της ερωτικής δοκιμασίας και απώλειας έχει δώσει τη θέση του στην πολύτιμη (μες στον ψυχρό καιρό) αποδοχή της υπαρξιακής μοναξιάς, πράγμα που αποτυπώνεται μέσω της ποικίλης εικονοπλασίας του σπιτιού. Το σπίτι με τη σειρά του εκφράζει το βίωμα του περιέχειν και του περιέχεσθαι, που ανάγεται τελικά στην πρωτογενή εμπειρία της μήτρας, την απώτερη πηγή πολλών βασικών μεταφορών που διαμορφώνουν την αντίληψή μας για τον κόσμο. Αυτό δηλαδή ακριβώς που «βρίσκει κανείς όταν αποσυναρμολογεί ένα σπίτι». Το ομώνυμο ποίημα της συλλογής αλληγορεί την ανθρώπινη περιπέτεια μέσα από τη μεταφορά της ρωσικής κούκλας, της ματριόσκα, και αναζητά το άπειρο μέσα στο ελάχιστο και τον μακρόκοσμο μέσα στον μικρόκοσμο [11]:

Ένα σπίτι είναι σαν μια ρωσική κούκλα:
αν το ανοίξεις θα βρεις ένα άλλο σπίτι
και μέσα σε εκείνο ένα άλλο κι ένα άλλο
μέχρι που φτάνεις στη μήτρα της μάνας σου
στο πρώτο σπίτι που κατοίκησες.
[…]

Πάντα κατά τον Bachelard, το σπίτι είναι ένα κέλυφος, και το να ζεις αποτραβηγμένος στο κέλυφός σου σημαίνει να συμφιλιώνεσαι με τη μοναξιά [12]. Όπως η μυθική Χελώνη, σε άλλο ποίημα της Ελένης, η οποία ήταν καταδικασμένη να κουβαλάει το σπίτι της στην πλάτη της και, κατά τον Πλίνιο, προκάλεσε τον θάνατο του Αισχύλου πέφτοντας από ψηλά:

[…] και τότε το κακομαθημένο σπίτι
να μην αντέξει την απώλεια
την ξαφνική φασαρία του θανάτου
την τελευταία συνάντηση.
να πέσει χάμω και
να γίνει χίλια κομμάτια.
Να την αφήσει ένα άστεγο κουφάρι.

Αλλού, ο μύθος στη στοιχειώδη του διάσταση διαφαίνεται έμμεσα, όπως στην εξαιρετική «Κλωστή», που μεταμορφώνεται σε ιστό αράχνης και καταλαμβάνει το κλειστό σπίτι (και το σονέτο) με ομιλούσες παρηχήσεις, κρημνώδεις διασκελισμούς και προκλητικές, διαφεύγουσες ρίμες:

Μέσα στο σπίτι όταν φυσάει
–στο ξένο σπίτι ξένη κλωστή–
όσο η πόρτα μένει κλειστή
κλειστή για να την κρατάει

αγοράσαμε μία κλωστή· από
τότε το σπίτι μικραίνει, χωράει
μονάχα αυτήν την κλωστή,
που έχει ένα χρώμα θαμπό·
[…]

Άνθρωποι, ζώα, φυτά και πράγματα κυκλοφορούν ελεύθερα στην ποίηση αυτή, υπερβαίνοντας τα μεταξύ τους όρια, αναζητώντας ή εγκαταλείποντας την κατοικία τους ή προσφέροντας τα ίδια κατοικία. Στεγάζονται σε ποιητικές φόρμες κάποτε απατηλά παραδοσιακές, κάποτε στοχευμένα παιδόμορφες ή επιλεκτικά μοντέρνες. Πρόκειται για μια ποίηση λόγια, με κόμπους και με ράμματα, που αναζητά το σπίτι της συνομιλώντας φωναχτά με τους προγόνους της, και αρθρώνει περίπλοκα τη συγκίνηση μέσα από την αποκάλυψη των τεχνασμάτων της και την αφήγηση των γραμματειακών εμπλοκών της. Όπως στο ποίημα «Πράγματα άχρηστα», όπου αναπόφευκτα, πίσω από την ασκητική στιχουργία που υπονομεύεται ειρωνικά από κάποιες «ψεύτικες» ρίμες, ακούμε τις φωνές των παλιών ποιητών:

Τα πρωινά –όσα από αυτά ξυπνώ νωρίς–
ακούω απ’ τον δρόμο θλιβερή την ίδια ικεσία:
«Παλιά αγοράζω» έπιπλα, κοσμήματα, βιβλία,
πράγματα άχρηστα, για πέταμα, κι ευθύς

μετρώ τα χρόνια –πέντε ή έξι– μέχρι να ’ρθει
η άτεγκτη σειρά και των δικών μας: το κρεβάτι,
μια εταζέρα κι ένα φως· ίσως κι ακόμη κάτι
που δεν άντεξε στο φως. Ποιος θα το μάθει

άλλωστε απ’ τους δύο; Και πού θα ξέρουμε
αν έσπασαν, αν κάηκαν ή ζούνε άλλες τύψεις
ή άλλους έρωτες, σπαράγματα και θλίψεις,
αν ίσως χάθηκαν και αν θα τα ξαναβρούμε;

Νομίζω ότι το ωραίο αυτό ποίημα αυτό γίνεται πιο ευρύχωρο, όταν διαβάζεται αντικρυστά με το «Lacrimae rerum» του Πορφύρα και, κυρίως, με τον «Ήλιο του απογεύματος» του Καβάφη:

[…] Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τούρκικο χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέφτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ οι τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάϊ στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.
[…]

Στην ίδια λογική ανάγνωσης, το αμέσως επόμενο ποίημα, το «Πώς αφήνει κανείς ένα σπίτι», ανακαλεί ταυτόχρονα την εμπειρία της «Πόλης» του Καβάφη αλλά και του «Θηρίου» του Σαχτούρη, αυτή τη σχέση αγάπης, μίσους και αυτοανάλωσης με την τέχνη και τον έρωτα:

Αυτό το σπίτι
που έχω προσπαθήσει
με κάθε τρόπο να αφήσω
δεν με αφήνει.
Το έχω επανειλημμένα παρηγορήσει
για τη μελλοντική μου απώλεια.
Του έχω τάξει ό,τι βάζει
ο σπιτίσιος νους.
Το έχω ξεγελάσει.
Το έχω μαλώσει.
Το έχω δελεάσει.
Αλλά αυτό το σπίτι
δεν με αφήνει.
[…]

Ωστόσο ο πιο στενός, ίσως και ο πιο άγνωστος συγγενής του ποιήματος αυτού είναι το πρώτο ποίημα της πρώτης ποιητικής συλλογής του Γιώργου Θέμελη (Γυμνό παράθυρο, 1945), που εγκαινιάζει τη στενή πύλη προς τον μεταπολεμικό κόσμο:

Είπα ν’ αφήσω αυτό το πεθαμένο σπίτι
Να πάω να κατοικήσω επάνω στη θάλασσα
Σκιές το κατοικούν ξεχασμένες φωνές
Εξαρθρωμένες κούκλες ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες

Το παράθυρο μένει γυμνό μέσα στη νύχτα
Όλα τα τζάμια έχουν πέσει
Κομμάτια από γυαλί πάνω στη σκόνη

Και μένω κι αγωνίζομαι να βρω τη σκιά μου
Ίχνος από παλιό λησμονημένον ήλιο

Ή ακόμα το «Ένα πουλί καθισμένο σε ένα σύρμα», που, ενώ μας προετοιμάζει να ακούσουμε Leonard Cohen, τελικά μας μεταφέρει μια ανατριχίλα από τον «Βασιλιά των σκλήθρων» του Goethe, και μάλιστα σε μετάφραση Βιζυηνού:

[…] «Τι περιμένεις, μικρό πουλάκι,
πάνω στο σύρμα το ηλεκτρικό;
Έλα και κάθισε που είμαι μόνος
δίπλα μου κάθισε –»
«Σώπασε, σώπα. Μη μου μιλάς.
Άκου τον άνεμο πίσω απ’ τ’ αλώνι,
τα φτερουγίσματα μέσα στο χιόνι·
άκου τα βήματα τα ελαφριά.»
[…]

Ωστόσο νομίζω ότι τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ως προς τον χαρακτήρα αυτής της ποίησης είναι τα δύο ποιήματα για τον μικρό, κουρασμένο ελέφαντα, τον επίμονο συλλέκτη και ιστοριοδίφη, το απόλυτο αρχείο της μνήμης. Εμφανίζεται μάλιστα σε δύο εκδοχές, μία σε ελεύθερο στίχο και μία έμμετρη, υπογραμμίζοντας τον διφυή χαρακτήρα της συλλογής. Όπως η ποίηση, η προβοσκίδα του συλλέγει και στεγάζει «ό,τι απ’ τα μάτια περισσεύει»:

Πίσω απ΄τα μάτια τα κλειστά / στη γηραιά του προβοσκίδα / η μνήμη-μόνιμη ακίδα.

Σημειώσεις

1. Βλ. για τον όρο Yi-Fu Tuan, Topophilia, Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall, 1974, όπου διερευνώνται οι τρόποι κοινωνικής διάδρασης ανθρώπων και τόπων.

2. Για τη διάκριση χώρος (space) – τόπος (place) βλ. J. Wainwright-T. J. Barnes, “Nature, economy, and the space – place distinction”, Environment and Planning D: Society and Space 2009, volume 27, 966- 986, ειδικά 969.

3. G. Hart, “Houses are People Too: The Structure of a Literary Device”, τελευταία ανάκτηση 28.6.21.

4. Michel Foucault, Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, μτφ. Τάσος Μπέτζελος, Αθήνα: Πλέθρον, 2012, σ. 255.

5. Όπως παρατίθεται στο Jane Griffiths- Adam Hanna (επίμ.), Architectural Space and the Imagination. Houses in Literature and Art from Classical to Contemporary, Cham, Palgrave Macmillan, 2020, σ. 3.

6. Griffiths- Hanna, ό. π.

7.G. Bachelard, The poetics of space, (μετάφραση M. Jolas), Βοστώνη, Beacon, 1994, σ. VII.

8. Hart, ό.π.

9. Griffiths- Hanna, ό. π, σσ. 2, 3.

10. Βλ. Α. Μανούκα, τελευταία ανάκτηση 29. 06. 2021.

11. «Always container, sometimes contained, the house serves Bachelard as the portal to metaphors of imagination. With rare grace, Bachelard handles the most fragile shell, the most delicate “cottage chrysalis,” the most simple containers» (Bachelard , ό. π., σ. VIII). Πρβ. και Hart, ό. π.: «A house can serve as a microcosm of the outside world […] More fantastically, it can serve as the macrocosm of which all other realities are mere shadows […]».

12. Bachelard, ό. π., σ. VIII: «To imagine living in a seashell, to live withdrawn into one’s shell, is to accept solitude.» Πρβ. και Hart, ό. π.: «Houses need not even be fixed in space and time; sometimes you can carry a house on your back, such as the tent you’ll live in for a year as you hike across the continent, the suit of armor worn by a knight errant, the space suit worn by your astronaut, a diver’s wetsuit, or even a snail’s shell if you’re Doctor Doolittle.»

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Pierre Soulages. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=31695&fbclid=IwAR1WvTsG7jWT4-KW8JtX0vRE-116ke08i2M27bV9YgSf8hxqg9UlQ8u5lqE

Δεν υπάρχουν σχόλια: