26.7.21

Πότε η αντιγραφή (ή η «πειραγμένη» απόδοση του πρωτοτύπου) είναι δημιουργική; (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)


“ Σάντσαϊ είναι ο κινέζικος νεολογισμός για το “ψεύτικο”. Σήμερα η κουλτούρα, το πνεύμα σάντσαϊ εμπεριέχει όλες τις πτυχές της ζωής στην Κίνα. Υπάρχουν βιβλία σάντσαϊ, ένα βραβείο Νόμπελ σάντσαϊ, ταινίες σάντσαϊ, πολιτικοί σάντσαϊ και αστέρες σάντσαϊ. Αρχικά, ο όρος περιέγραφε κινητά τηλέφωνα, απομιμήσεις γνωστών επώνυμων προϊόντων όπως τα Nokia και τα Samsung που επωλούντο με ονόματα όπως Nokir και Samsing, χωρίς αυτά να είναι χοντροκομμένες πλαστογραφίες…Η ευρεσιτεχνία των προϊόντων σάντσαϊ είναι συχνά ανώτερης ποιότητας από εκείνης των πρωτοτύπων. Ένα κινητό τηλέφωνο σάντσαϊ, για παράδειγμα, έχει την επιπρόσθετη λειτουργία να μπορεί να αναγνωρίσει πλαστά χρήματα. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται πρωτότυπο. Το νέο αναδύεται μέσα από απρόσμενες τροποποιήσεις και συνδυασμούς. Το σάντσαϊ υποδηλώνει έναν συγκεκριμένο τύπο δημιουργικότητας με τα προϊόντα του να απομακρύνονται σταδιακά από το πρωτότυπο, μέχρι να μεταμορφωθούν κι αυτά σε πρωτότυπα…Ενα πραγματικά ντανταϊστικό παιχνίδι παίζεται σ’αυτό το πεδίο, το οποίο δεν δοξάζει μόνο τη δημιουργικότητα, αλλά επίσης παρωδεί και υποσκάπτει την οικονομική εξουσία και τα μονοπώλια. Είναι ένας συνδυασμός υπονόμευσης και δημιουργίας.”

Τα παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο “Σάντσαϊ: Η αποδόμηση στην Κίνα” του Byung- Chul Han, εκδόσεις Τοποβόρος, 2018 στα ελληνικά, μεταφρασμένο από την αγγλική έκδοση του MIT Press. Ο Han είναι, κατά τη δική μου κρίση, από αυτούς τους διανοητές σύγχρονης κοπής, που ανακατεύουν (με τέχνη) ό,τι έχει παράγει η ανθρώπινη διάνοια διαχρονικά, μή συνδέοντας όμως τα γραφόμενά τους με κάποιο (όποιο) σύστημα αναφοράς, καταλήγουν να εκθέτουν ένα σύνολο από λέξεις και έννοιες που μετεωρίζονται, που στην συχνά διατίθεται ως lifestyle για “ψαγμένους” αναγνώστες (με καθόλου αμελητέα ανταπόκριση για το είδος τους). Παρ’όλα αυτά, ποτέ δεν ξέρεις. Η αγωνία τέτοιων διανοητών για την ανάδειξη του εναλλακτικού μπορεί να μας εισάγει απροσδόκητα σε ανεξερεύνητες περιοχές. Με αυτή την έννοια, χρωστάμε πολλά στον Han για τη συγγραφή του “Σάντσαϊ”. Το βιβλίο αυτό, πιάνοντας τον παλμό καινοφανών σύγχρονων εξελίξεων, λειτουργεί ως πύλη σε έναν θαυμαστό, καινούριο κόσμο, παρακινώντας μας εκ των πραγμάτων να σκεφτούμε για λογαριασμό μας πολλά ζητήματα από την αρχή.

Το θέμα είναι βασικά η σχέση μας με την αντιγραφή. Η έννοια της αυθεντικότητας είναι στο επίκεντρο αυτών των προβληματισμών, που τελικά συνδέονται και με ζητήματα στάσης ζωής σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και της πολιτικής λειτουργίας ολόκληρων κοινωνιών.

Αυθεντικότητα

Στα περισσότερα λεξικά “αυθεντικός” σημαίνει πρώτα απ’όλα “έγκυρος”, δηλαδή αυτός που προέρχεται από έγκυρη πηγή, που έχει αναμφισβήτητο κύρος. “Γνήσιος” είναι μια εναλλακτική ερμηνεία, δηλαδή «μή νοθογενής» ή, καλλίτερα, «ό,τι προέρχεται πραγματικά από εκείνον στο οποίο το αποδίδουμε». Πιό ακριβής, με αυτή την έννοια, είναι η λέξη “αληθινός”, το «να είναι κάποιος πράγματι εκείνο που φαίνεται» ή “που λέγουν ότι είναι” (Αντιλεξικόν Βοσταντζόγλου).

Αν οι παραπάνω ερμηνείες σχετίζονται με ποιοτικά χαρακτηριστικά, υπάρχει και μια άλλη που είναι κατά βάση στενά νομική: ο “αυθεντικός” ως “αυτός που ανήκει στον κύριο, στον αφέντη.” Το “αυτός” εδώ μπορεί να είναι μια επιχείρηση ή μια ιδιοκτησία. Η ερμηνεία αυτή σχετίζεται με πεδία όπως αυτό του copyright.

Αν επιχειρήσουμε να δούμε την αυστηρή έννοια του “αυθεντικού” σε σχέση με έναν συγκεκριμένο πολιτισμικό σύμπαν, για παράδειγμα στο εσωτερικό του βυζαντινού πολιτισμού, το “αυθεντικό” ισχύει ή όχι, κυρίως ως προς την ακρίβεια σχέσης δόγματος και τέχνης, μα και ως προς τη συνέχεια της παράδοσης και τους κανόνες των προηγούμενων φάσεων αυτού του πολιτισμού.

Αυτό δεν συνηγορεί βεβαίως υπέρ του “αναλλοίωτου”: η βυζαντινή αγιογραφία όχι μόνο γνώρισε πολλές και διαφορετικές φάσεις κατά τη διαχρονική εξέλιξή της, μα αντιμετώπισε και το φάσμα της εξαφάνισής της, πάντα στα πλαίσια του ίδιου δόγματος, κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Σε σχέση με το “αναλλοίωτο”, έχει ενδιαφέρον η άποψη του επιφανούς σύγχρονου Ελληνα ζωγράφου, και Καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών, Παύλου Σάμιου, ότι η για αιώνες καθήλωση των αγιογραφιών στην Ελλάδα στο μοντέλο της εποχής των Παλαιολόγων του 14ου αιώνα, αντιστρατεύεται την αναζωογόνηση της παράδοσης, λέγοντας χαρακτηριστικά: “τί ενδιαφέρον που θα είχε ένα εκκλησάκι αγιογραφημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη!”.

Η έννοια του “αυθεντικού” μπορεί να διευρυνθεί, αν αυτό που κρίνεται είναι οι επιρροές άλλων πολιτισμών στον βυζαντινό: όταν αυτές οι επιρροές είναι μεν σχετικά ασύμβατες ως προς τα προαναφερθέντα κριτήρια, αλλά κατά τα άλλα είναι αφομοιωμένες και δεν συνιστούν τουλάχιστον εξόφθαλμα “ξένο σώμα”, μπορεί ακόμα και τότε το αποτέλεσμα να είναι “αυθεντικό”, με την έννοια ότι στην περίπτωση αυτή αντανακλούν αλλαγές, εξελίξεις στον πυρήνα αυτού του συστήματος. Εννοείται, ότι όσα αναφέρθηκαν για τον βυζαντινό πολιτισμό, ισχύουν για κάθε πολιτιστικό σύμπαν.

*

Μπορούμε επιπροσθέτως να οριοθετήσουμε το «αυθεντικό» σε αντιπαράθεση με το «πλαστό»- συγκεκριμένα αυτό που επιχειρεί να εξαπατήσει, παριστάνοντας ότι είναι πρωτότυπο ενώ είναι μια μίμηση, μια αντιγραφή. Στην πραγματικότητα της εποχής μας, η έννοια του πλαστού αφορά περισσότερο το χρηματιστήριο αξιών ή τις ανάγκες μιας προπαγάνδας. Στον χώρο της Τέχνης, για παράδειγμα, ένας πλαστός πίνακας του Ρέμπραντ εντάσσεται εκ των πραγμάτων στο ίδιο πολιτιστικό πεδίο με τον πρωτότυπο, και επομένως είναι αυθεντικός ως προς αυτό, πιθανότατα δε να συγκινεί και να εμπνέει το ίδιο με το πρωτότυπο, πλην όμως κατασκευάστηκε ως μια απόπειρα εξαπάτησης, και όχι από δημιουργική ανάγκη, στην προσπάθεια να επιτευχθεί μια αστρονομική τιμή πώλησης, την οποία σύμφωνα με τα κριτήρια της αγοράς μόνο το αρχικό έργο μπορεί να εξασφαλίσει. Κατ’αναλογία, ένα βιομηχανικό προϊόν αντιγραφής μπορεί να έχει την ίδια απόδοση με το πρωτότυπο, πλην όμως περιβάλλεται από έναν αέρα εξαπάτησης, καθώς εκμεταλλεύεται τους κόπους και τα έξοδα των άλλων που παρήγαγαν το αυθεντικό, ενδεχομένως δε επί πλέον να πάσχει, εφ’όσον δεν διασφαλίζεται ή υποστηρίζεται επαρκώς η λειτουργία του έναντι βλαβών, καθώς γεννήθηκε εκτός συστήματος.

*

Για όσους ενδιαφέρονται να εντρυφήσουν στο θέμα των σκοτεινών οικονομικών δοσοληψιών γύρω από “αυθεντικά” έργα τέχνης, το ντοκυμαντέρ “ The Lost Leonardo” του Δανού Andreas Koefoed, παραγωγής 2021, είναι πολύ διαφωτιστικό. Πρόκειται για έναν πίνακα που αποδίδεται στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, μα υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την γνησιότητά του. Ο πίνακας “νομιμοποιήθηκε” όταν παρουσιάστηκε σε Εκθεση της National Gallery στο Λονδίνο, και στις διαδικασίες που ακολούθησαν αγοράστηκε το 2013 για 83 εκατομμύρια δολλάρια από τον έμπορο τέχνης Yves Bouvier (σύμφωνα με διήγηση του ίδιου, τις διαπραγματεύσεις έκανε φίλος του δεινός παίκτης του πόκερ), για να μεταπωληθεί σε λίγες μέρες στον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Dmitri Rybolovlev για 127.5 εκατομμύρια. Σήμερα εικάζεται ότι ο πίνακας ανήκει στον Σαουδάραβα πρίγκηπα Mohammed bin Salman. Αξιωματούχοι της CIA και του FBI μιλούν στην ταινία, λέγοντας ότι η υπόθεση είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο “αυθεντικά” έργα τέχνης χρησιμοποιούνται ως οχήματα διακίνησης τεράστιων χρηματικών ποσών έξω από την περιοχή της νομιμότητας. Εχει σημασία ότι στην περίπτωση του Lost Leonard, η αυθεντικότητα έχει σχετική σημασία, και αυτό που μετράει είναι η δυνατότητα χρησιμοποίησης του πίνακα για σκοτεινές δοσοληψίες.

Ιδιαίτερη συμβολή στο θέμα της πλαστότητας, με τις ευρύτερες επιπτώσεις του και σε άλλα πεδία πέραν του χρηματιστηρίου αξιών, συνιστά το βιβλίο «Πλαστές αρχαιότητες και παραχάραξη της ιστορίας» του Μιχάλη Α. Τιβέριου, εκδόσεις ΜΙΕΤ. Στο βιβλίο διερευνάται το ζήτημα των πλαστών αρχαιοτήτων από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, και υποστηρίζεται ότι με τις πλαστές ή κίβδηλες αρχαιότητες παραπλανάται η αρχαιολογική έρευνα, παραχαράσσεται η ιστορική αλήθεια, παραμορφώνεται η εικόνα του παρελθόντος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το έργο της Αννας Μυκονιάτη με τίτλο «Πλαστές αρχαιότητες: μια άλλη όψη στην πρόσληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς στο νέο ελληνικό κράτος».

Σε κάθε περίπτωση, είναι το ψέμμα  σε συνδυασμό με μια απόπειρα εξαπάτησης που εξοβελίζει το πλαστό από την επικράτεια του αυθεντικού. Για παράδειγμα, οι αρχαίες Καρυάτιδες στην Ακρόπολη έχουν αντικατασταθεί- για λόγους περιβαλλοντικής προστασίας-  από σύγχρονα ομοιώματά τους, μα καθώς η διαδικασία έχει δηλωθεί και δημοσιοποιηθεί, είναι αδιανόητο να χαρακτηριστούν ως «πλαστές».

Τα βιομηχανικά προϊόντα και η αντιγραφή

Αν η παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων στη Δύση υπόκειται στους νομικούς κανόνες του copyright, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαδικασία παραγωγής, η κουλτούρα «σάντσαϊ» στην Κίνα εμφορείται από άλλη λογική. Αντιγράφουμε από το βιβλίο του Byung-Chul Han:  “Η κυριολεκτική σημασία της λέξης σάντσαϊ είναι «ορεινό οχυρό». Το διάσημο μυθιστόρημα “Το Περιθώριο του Νερού”, του Σι Χου Τσουάν, αφηγείται, πως την περίοδο της δυναστείας των Σονγκ, οι παράνομοι-χωρικοί, αξιωματούχοι, έμποροι, ψαράδες και μοναχοί- κατέφευγαν σε οχυρά στα βουνά, προκειμένου να πολεμήσουν ενάντια στο διεφθαρμένο καθεστώς. Το ίδιο το λογοτεχνικό συγκείμενο προσδίδει στο σάντσαϊ μια ανατρεπτική διάσταση. Ακόμα και τα παραδείγματα των σάντσαϊ στο διαδίκτυο, που παρωδούν τα κρατικά ΜΜΕ που ελέγχονται από το Κόμμα, ερμηνεύονται ως ανατρεπτικές δράσεις κατά του μονοπωλίου της γνώσης και της αντιπροσώπευσης. Η ελπίδα ότι το κίνημα του σάντσαϊ μπορεί να αποδομήσει την ισχύ της κρατικής εξουσίας σε πολιτικό επίπεδο και να απελευθερώσει δημοκρατικές ενέργειες είναι εγγενής σε αυτήν την ερμηνεία”.

Στο πεδίο της παραγωγής αυτό συνιστά το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός συστήματος εκτός των δεσμεύσεων του copyright και των συναφών νομικών συνεπαγωγών που ποινικοποιούν την αποκαλούμενη “πειρατεία της πνευματικής ιδιοκτησίας”, δηλαδή των πατεντών και των προϊόντων τους. Το εκτός των δεσμεύσεων σύστημα συνδέεται με την άποψη ότι τις δεσμεύσεις επιβάλλουν οι “ισχυροί”, ενώ οι ίδιοι δεν τις σεβόταν τον καιρό που ήταν “από κάτω” και επιχειρούσαν να ανέβουν σε ανώτερο επίπεδο οικονομίας και εξουσίας. Είναι αλήθεια ότι οι δεσμεύσεις “περί πνευματικών δικαιωμάτων”, πέρα από έναν τρόπο ρύθμισης των σχέσεων με τους δημιουργούς (όχι μόνο τα άτομα, μα επιχειρήσεις, βιομηχανίες κλπ) και επομένως την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του συστήματος παραγωγής, συνιστούν επιπροσθέτως και ένα εργαλείο επιβολής εξουσίας, καθώς υπάρχει μια μεγάλη βιβλιογραφία που υποστηρίζει ότι σημαντικό μερίδιο της ευθύνης για την αποτελμάτωση της ανάπτυξης σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη είναι η μή πρόσβασή των χωρών αυτών στην πρωτογενή παραγωγή τεχνολογίας. Τέτοια προβλήματα οξύνονται με τη διαρκώς αυξανόμενη υπερσυγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, το οποίο συνεπάγεται την αυξανόμενη εξάρτηση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού από ελάχιστα κέντρα εξουσίας.

Εχει ενδιαφέρον ότι τον 18ο και 19ο αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες- σθεναρός  πολέμιος της πειρατείας σήμερα- που ήταν ακόμα τότε μια αναδυόμενη οικονομία και πολύ υποδεέστερη από αυτή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ήθελαν να έχουν την ελευθερία να οικοιοποιούνται λογοτεχνία και τεχνολογία, χωρίς υποχρεώσεις, από οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη. Για παράδειγμα, οι ξένοι συγγραφείς δεν είχαν δικαιώματα στις ΗΠΑ, που αποτελούσαν τότε κέντρο πειρατείας βρετανικών βιβλίων και εκδόσεων. Η αμερικάνικη Γερουσίας ψήφισε έναν νόμο για το copyright το 1837, και μεταξύ των επιχειρημάτων στη σχετική συζήτηση ήταν ότι “τα διεθνή copyright ενθαρρύνουν το μονοπώλιο που δεν είναι ποτέ για το κοινό συμφέρον”, και ότι “το copyright δεν αποτελεί απόλυτη και φυσική ιδιοκτησία, αλλά υπάγεται στο δημόσιο συμφέρον που υπηρετείται καλλίτερα μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού…” Ο εμβληματικός Πρόεδρος των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον (1743-1826) υποστήριζε ότι η γνώση, οι ιδέες και οι εφευρέσεις είναι από τη φύση τους φτιαγμένες για να μοιράζονται και δεν μπορούν να είναι “υποκείμενα ιδιοκτησίας”.

Μια συνολική συστηματική ανάλυση για τον τρόπο που λειτουργούν και αντιπαρατίθενται αυτά τα συστήματα παραγωγής, τόσο σε πλανητικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, σε σύνδεση με τον τρόπο ανάπτυξης και εξέλιξης των κοινωνιών, δεν υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία, και αυτό συνιστά κρίσιμο έλλειμμα για το πεδίο μιας πολιτικής που δεν ενδιαφέρεται για θολούς και αποσπασματικούς εντυπωσιασμούς, μα για τον πυρήνα των όποιων προβλημάτων προκειμένου να τα αντιμετωπίσει στο φως της ημέρας.

Αυτό που προκύπτει πάντως είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν σχετίζεται τόσο με μια “γενική και αόριστη έννοια ηθικής” (δεν υπάρχουν μετέωρες έννοιες, αυτές αποκτούν νόημα όταν ορίζεται το πλαίσιο αναφοράς τους), όσο με τη ρύθμιση “σχέσεων συμφέροντος” και αποδοτικότητας της παραγωγής στο τρέχον πλανητικό σύστημα.

Στο πεδίο του πολιτισμού

Το πεδίο του πολιτισμού είναι το κατ’εξοχήν πεδίο όπου η διερεύνηση της έννοιας του πρωτοτύπου ή της αντιγραφής, μπορεί να μας οδηγήσει σε πολύ ενδιαφέρουσες αντιλήψεις για τα πράγματα. Το σάντσαϊ, σε συσχετισμό με τη γενικότερη κινεζική φιλοσοφία (όχι μόνο ως απλή ιστορική αναδρομή, μα και ως μια ευρέως εφαρμοζόμενη πρακτική σήμερα) θα μας βοηθήσει πάλι εδώ, με μια απαραίτητη διόρθωση σε σχέση με αυτόν που δόθηκε ξεκινώντας το άρθρο. Συγκεκριμένα, η καλλίτερη απόδοση του όρου σάντσαϊ δεν είναι το «ψεύτικο», μα το « πειραγμένο (σε σχέση με το όποιο πρωτότυπο) αντίγραφο».

Σύμφωνα λοιπόν με τον Byung-Chul Han στο βιβλίο του «Σάντσαϊ»: «Η πίστη στο αμετάβλητο της υπόστασης και τη σταθερότητα στη Δύση καθορίζει τις ιδέες της ηθικής υποκειμενικότητας και της κανονιστικής αντικειμενικότητας. Αντίθετα, η κινεζική φιλοσοφία είναι εξαρχής αποδομητική. Το Ταό («ο δρόμος» ή «το μονοπάτι») αποτελεί ουσιαστικά και μια αντιπρόταση στη δυτική έννοια του Είναι και της αμετάβλητης Ουσίας του. Το Είναι απογυμνώνεται μέσα σε μια διεργασία ή μια διαδρομή που δεν έχει αρχή και τέλος.»

Και συνεχίζει: «Με τις αδιάλειπτες μεταμορφώσεις της, αυτή η διεργασία κυριαρχεί και στην κινεζική αντίληψη του χρόνου και της ιστορίας. Η μεταμόρφωση, για παράδειγμα, λαμβάνει χώρα όχι ως αλληλουχία συμβάντων ως εκρήξεων, αλλά διακριτικά, ανεπαίσθητα και συνεχώς…Ετσι δεν αποδέχεται την ιδέα του πρωτοτύπου, καθώς η πρωτοτυπία προϋποθέτει μία έναρξη με την κατηγορηματική έννοια. Δεν είναι η δημιουργία με μια απόλυτη αρχή και τέλος, αλλά η συνεχής διεργασία χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς γέννα και θάνατο που καθορίζει την κινεζική σκέψη.»

Στην κλασική Κινεζική το πρωτότυπο λέγεται «τσεν τσι», η κυριολεκτική σημασία του οποίου είναι «αυθεντικό ίχνος». Η έμφαση είναι στο «αυθεντικό», καθώς το ίχνος καθ’εαυτό δεν μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια καθαρή, μονομορφική παρουσία. Αντίθετα, αποδομεί την ιδέα κάθε πρωτοτύπου που εμπεριέχει μια αδιαμφισβήτητη, αμετάβλητη, κυρίαρχη παρουσία και ταυτότητα. Η διεργασιακότητα και η διαφορετικότητα του δίνουν μια αποδομητική, φυγόκεντρο δύναμη. Η κινεζική αντίληψη του πρωτοτύπου δεν καθορίζεται από μία μοναδική πράξη, το Συμβάν, αλλά από τη συνεχή αλλαγή.

Ο Christian Unversagt στο έργο του «Der Wandlungsleib des Dong Yuan» συνόψισε αυτές τις αντιλήψεις στην αλληγορία του πλοίου: ένα πλοίο που μετά από πολλές γενιές επιστρέφει στο λιμάνι από το οποίο ξεκίνησε το ταξίδι του, με τα περισσότερα τμήματά του σταδιακά επισκευασμένα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, σε ποιόν βαθμό είναι το ίδιο πλοίο; Το πλήρωμα είναι διαφορετικό, οι κάτοικοι της πόλης από την οποία έφυγε είναι διαφορετικοί και δεν υπάρχουν πια τα σχέδια κατασκευής του πλοίου που θα απαντούσαν αν το αρχικό του σχήμα έχει παραμείνει το ίδιο μετά τις επισκευές.

*

Όλα τα παραπάνω αποτελούν ζώσα πραγματικότητα στην Κίνα σήμερα. Δεν είναι μόνο τα αμέτρητα βιομηχανικά προϊόντα που παράγονται έτσι, πολλά βιβλία γράφονται και ξαναγράφονται με διαφοροποιημένες εξελίξεις και καταλήξεις. Ο Χάρι Πότερ, για παράδειγμα, μιλάει κινέζικα και έχει κινέζους φίλους. Η γιγαντιαία κινεζική κινηματογραφική βιομηχανία (εσωστρεφής, απευθυνόμενη στο εσωτερικό της χώρας) τροποποιεί τις μεγάλες επιτυχίες του Χόλυγουντ και τις προβάλλει με κινέζους πρωταγωνιστές και κινεζικά περιβάλλοντα. Κατά τον Han, αυτό συμβαίνει και στο πεδίο της πολιτικής, όπου όλα λειτουργούν με την έντονη υβριδοποίηση. Ο ίδιος ο Μαοϊσμός, σε μια χώρα χωρίς βιομηχανικό προλεταριάτο, υπήρξε ένα είδος σάντσαϊ Μαρξισμού. Με τη δυνατότητά του να υβριδοποιείται, ο κινεζικός κομμουνισμός έχει μετατραπεί σε τουρμπο-καπιταλισμό.

*

Μπορεί οι πολιτισμοί της Απω Ανατολής να έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, μα οπωσδήποτε υπάρχουν και συνάφειες. Σε πολιτικό επίπεδο, το παράδειγμα της μικροσκοπικής Σιγκαπούρης είναι χαρακτηριστικό, όπως αναλύεται εξαιρετικά στο βιβλίο του Michael Barr “Singapore: A modern history”, εκδόσεις Bloomsbury, 2020: κτήση των Αγγλων ως τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, απέκτησε την ανεξαρτησία της χωρίς πόλεμο. Στη συνέχεια, η πολιτικοοικονομική της πορεία παραπέμπει πολύ στο σάντσαϊ: μολονότι ήταν στις πρώτες γραμμές του αντιαποικιοκρατικού αγώνα, και επιφανές μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων, κράτησε σε περίοπτη θέση το άγαλμα του επί δεκαετίες Βρετανού κυβερνήτη της, δίνοντας σήμα στις διεθνείς αγορές ότι επιθυμεί να γίνει μέλος τους. Κατά τα άλλα, ενώ οι δομές του μικρού κράτους στήθηκαν στο πρότυπο του ριζοσπαστικού προγράμματος των Εργατικών στην Αγγλία μετά τον Πόλεων (80% του πληθυσμού ζει σε κρατικές ιδιοκτησίες), ως χρηματοοικονομική αγορά συνιστά ένα κατ’εξοχήν νεοφιλελεύθερο παράδειγμα! Στην ίδια περιοχή, το εμβληματικό για την παγκόσμια επανάσταση Βιετνάμ, ενώ εξακολουθεί να τιμά τους αγώνες στα πεδία των πολεμικών μαχών, για την ανεξαρτησία του, ευημερεί σήμερα λειτουργώντας στα πλαίσια των παγκόσμιων αγορών. Το ουσιαστικό ζήτημα που αφορά τις κατά τα άλλα διαφορετικές περιπτώσεις της Κίνας, του Βιετνάμ,και της Σιγκαπούρης, ότι δεν πρόκειται για μια τυχηματική ή περιστασιακή πολιτική, αλλά για μια συνολική στρατηγική που αποσκοπεί σε μια μεσοπρόθεσμη ουσιαστική βελτίωση της θέσης αυτών των χωρών στο σύστημα του παγκόσμιου συστήματος παραγωγής.

 

Από την Ανατολή στη Δύση

Ο πολιτισμός της Ανατολής και οι πρακτικές του- και μάλιστα στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης- είναι ένα εξαιρετικά πολυσύνθετο θέμα για να προσεγγιστεί από ένα άρθρο σαν το δικό μας ή από ένα μόνο βιβλίο, πολύ περισσότερο που βιβλία σαν αυτά του Han σπάνια συνδέουν τις θέσεις τους με συγκεκριμένο πραγματολογικό υπόβαθρο που να προκύπτει από έρευνα στο πεδίο, απαξιώνουν μάλιστα μια τέτοια έρευνα ως “πληροφορίες”, ενώ κατά τους συγγραφείς αυτούς εκείνο που ενδιαφέρει είναι η έξαψη γύρω από μια καινοφανή, άγνωστη μέχρι τώρα ιδέα.

Προκύπτουν επομένως πολλές αναπάντητες ερωτήσεις. Συνιστά άραγε το σάντσαϊ επίσημη κρατική πολιτική στην Κίνα; Καλύπτεται από τη Νομοθεσία; Σε ποιά πεδία προστατεύεται νομικά το copyright; Είναι αποδεκτή η «πειραγμένη αντιγραφή» κινέζικων προϊόντων από άλλες χώρες;

Παράλληλα πρέπει να προσδιορίσουμε πιό συγκεκριμένα και το πεδίο στο οποίο εξελίσσονται οι δράσεις. Οπότε:  Υπάρχει παραγωγή δοκιμίων και θεωρίας στην σύγχρονη Κίνα; Τί διαβάζουν εκεί οι άνθρωποι; Τί μουσική ακούνε; Υπάρχει χώρος για μικρούς δημιουργούς στο πολιτιστικό πεδίο; Πως λειτουργεί η βιομηχανία; Ποια είναι η θέση των γυναικών στο παραγωγικό και πολιτισμικό σύμπαν, σε μια χώρα όπου το ποσοστό των γυναικών στην Κεντρική Επιτροπή του κυβερνώντος Κόμματος δεν ξεπερνάει το 5 %; Πόσο επιθυμητή είναι η ώσμωση με άλλους πολιτισμούς;

*

Παρ’όλα αυτά, μια οποιαδήποτε απόπειρα προσέγγισης άλλων, και μάλιστα έντονα ενεργών σήμερα πολιτισμών, είναι πολύτιμη, με όλες τις αδυναμίες που είναι σχεδόν φυσικό να έχει (ενδεχομένως να πρόσφεραν έργο διάφοροι καινούριοι Μάρκο Πόλο, σαν τον περίφημο Βενετσιάνο έμπορο του 14ου αιώνα που έφερε πιο κοντά μας την Ασία μέσα από τις επαγγελματικές εμπειρίες του στον Δρόμο του Μεταξιού, κι ακόμα περισσότερο Κινέζων Μάρκο Πόλο που που έχουν επαγγελματικές επαφές με τη Δύση), καθώς η προσέγγιση βοηθάει όχι μόνο να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τον τρόπο με τον οποίο κινούνται εκείνες οι κοινωνίες, μα επί πλέον να δούμε με φρέσκο τρόπο τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των δικών μας κοινωνιών.

Πώς στέκεται λοιπόν η Δύση ως προς αυτά τα ζητήματα;

Ο Χέγκελ στην «Φιλοσοφία της Ιστορίας» αναφέρεται με βδελυγμία στον κινεζικό πολιτισμό, μιλώντας για μια «συνείδηση ηθικής εγκατάλειψης», και γενικότερα κατηγορεί τους Κινέζους για «μεγάλη ανηθικότητα» και ότι αυτοί εξαπατούν όπου μπορούν. Κατά τον Χέγκελ, η μηδενιστική ανυπαρξία δεν έχει καμμία αξιοπιστία, καμμία οριστικότητα και καμμία σταθερότητα. Ο Καντ επίσης στην «Κριτική του καθαρού λόγου» ορίζει την υπόσταση σε σχέση με τη μονιμότητα.

Πέραν τούτου, η δυσώδης εμπειρία του Ναζισμού δείχνει πώς μια φιλοσοφική αρχή μπορεί να παραμορφωθεί ως εργαλειακό δόγμα στα χέρια μιας βάρβαρης, ολοκληρωτικής εξουσίας. Μια ακραία εμμονή στο «αμετάβλητο της ουσίας» είναι η παραγγελία από τον Χίτλερ στον Σπέερ των Μνημείων των Ναζί, που θα ήταν έτσι φτιαγμένα ώστε να δοξάζουν τον Εθνικοσοσιαλισμό, αμετάβλητα και αναλλοίωτα όπως θα ήταν, για χιλιετίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κράτησαν ούτε για μια δεκαετία.

Μια φιλοσοφική αρχή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί βεβαίως από τις εκτροπές της. Η ίδια φιλοσοφία υπήρξε από τους βασικούς κινητήρες του επί αιώνες καλπασμού της Δύσης, και της δημιουργίας ενός πολύ πλούσιου πολιτισμού του βίου. Τόσο πλούσιου, κι εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον αναφορικά με τα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν, που εμπεριέχει και πτυχές που προσομοιάζουν στο σάντσαϊ!

Ξεκινώντας από την εποχή του Μεσαίωνα, αν ένα λείψανο Αγίου έδινε το έρεισμα για μια λατρεία παραγνωριζόταν το ζήτημα της τυχόν πλαστότητάς του.Επομένως, το κύριο δεν ήταν η γνησιότητα, μα η αποδοτικότητα.  Προχωρώντας σε επόμενη φάση, σύμφωνα με τον Thierry Lenain, στο εντυπωσιακό βιβλίο του «Πλαστά έργα τέχνης: η ιστορία μιας εμμονής», εκδόσεις Καρδαμίτσα, Μάϊος 2021, με επιμέλεια και εισαγωγή της Χριστίνας Μητσοπούλου, η αντιγραφή δοξαζόταν στην Αναγέννηση. Ο Μιχαήλ Αγγελος, μεταξύ πολλών άλλων, αντέγραφε σχέδια άλλων δασκάλων, τα οποία του έδειχναν συλλέκτες, κρατώντας το πρωτότυπο για τον εαυτό του και δίνοντας στον συλλέκτη το αντίγραφο. Είναι χαρακτηριστική στην ιστορία της δυτικής ζωγραφικής, η τάση να γίνεται η διδασκαλία μέσω της αντιγραφής, και συνακόλουθα η αντιγραφή να θεωρείται ένδειξη σεβασμού προς τον δάσκαλο. Είναι γνωστό ότι ο Σεζάν έκανε συχνές επισκέψεις στο Λούβρο προκειμένου να αντιγράψει τους Μεγάλους Δασκάλους. Νωρίτερα, ο Ντελακρουά λυπόταν που η πρακτική ζωγράφων όπως ο Ραφαήλ και ο Ντύρερ, την οποία θεωρούσε ανεξάντλητη πηγή γνώσης, είχε αρχίσει να παρακμάζει.

Πρόκειται για μια τάση, ιδιαίτερα όταν αφορά την «πειραγμένη/εξελικτική αντιγραφή» που ισχύει για όλα τα πεδία της Τέχνης (ο Μπωντλέρ τη θεωρούσε αυτονόητη), μα και της τεχνολογίας (ειδικά στην αρχιτεκτονική και τη μηχανική όπου τα έργα γίνονται σε ανοιχτό χώρο και όχι σε κλειστούς βιομηχανικούς χώρους, και επί πλέον τα συνεργεία λειτουργούν και ως μεταφορείς γνώσης). Τα δημοτικά τραγούδια συνιστούν επίσης ένα σύμπαν παραλλαγών και διαρκών μετεξελίξεων. Τη λογική του κινεζικού «αυθεντικού ίχνους» (τσεν τσι) ακολουθούμε στην απόδοση ενός μεσοπολεμικού λατινοαμερικάνικου ή ιταλικού ποιήματος ( το πρώτο πιο εύκολα, καθώς είναι καινοφανές για μας και δεν κουβαλάει πρότερες «ερμηνείες» και κριτικές) όταν κρατάμε την φλόγα του αρχικού ποιήματος, μα το συντονίζουμε με την αισθαντικότητα της εποχής μας.

Σχετικό με αυτό το κλίμα είναι το να «ξεθάβονται» ξεχασμένα- και εκτός κυκλοφορίας προ πολλού, συνήθως δε και εκτός copyright- μυθιστορήματα ή δοκίμια του 20ου και του 19ου αιώνα, και να ξανακυκλοφορούν με νέους προλόγους και εισαγωγές (συνδεόμενα συνήθως με ιστορίες από τη ζωή του συγγραφέα και της κοινωνίας του) αξιοποιώντας το ήδη υφιστάμενο ενεργειακό πεδίο των κριτικών και σχολιασμών που αφορούσαν το βιβλίο την εποχή της πρώτης κυκλοφορίας του. Ειδικές σειρές σοβαρών εκδοτικών οίκων, όπως το New York Review Books, ασχολούνται με αυτό. Αναδεικνύεται έτσι ένας ιδιότυπος πολιτισμός των φαντασμάτων, με τεχνικές που ορισμένως προσομοιάζουν στο σάντσαϊ.  Αλλά μην πάμε μακριά: όλες οι μεταφορές μυθιστορημάτων στον κινηματογράφο, πολλά θεατρικά έργα ή οι σύγχρονες αποδόσεις παλαιότερων μουσικών έργων, και οπωσδήποτε τα προϊόντα remix και cover στη μουσική, ανήκουν σ’αυτή την κατηγορία. Τέλος, μια σειρά από κείμενα διανοητών της σύγχρονης εποχής κινούνται σ’αυτό το κλίμα, και μ’αυτό δεν εννοούμε βεβαίως τη λογοκλοπή, η οποία συνδέεται με την εξαπάτηση.

Υπάρχουν επίσης και ανάστροφες ροπές μέσα στους κόλπους του πολιτισμού της Απω Ανατολής. Είναι γνωστό ότι εκεί δεν θέλγονται από τα ερείπια (αν και τελευταία αρχίζουν να παρατηρούνται κάποιες δυτικού τύπου προσεγγίσεις στο θέμα, και μια τέτοια ώσμωση είναι «φυσικό» αποτέλεσμα μιας εν γένει προσέγγισης των κοινωνιών και των λειτουργιών τους), καθώς θεωρούν ότι το παλαιωμένο, φθαρμένο κτίσμα συνιστά ασέβεια προς τον δημιουργό του, αν μάλιστα πρόκειται για ναό, ασέβεια προς τον θεό.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του περίφημου ναού του Ίσε, του ιερού χώρου του Σίντο στην Ιαπωνία, τον οποίο επισκέπτονται εκατομμύρια προσκυνητές κάθε χρόνο. Για τους Ιάπωνες ο ναός είναι 1300 ετών. Πλην όμως, το κτίριο του ναού κατεδαφίζεται και ξαναχτίζεται από την αρχή κάθε 20 χρόνια, ώστε να μην παρουσιάζει σημάδια φθοράς. Κατά τους Ιάπωνες, το αντίγραφο βρίσκεται πιο κοντά στο πρωτότυπο, καθώς όσο παλιώνει ένα κτίριο, τόσο απομακρύνεται από την αρχική κατάσταση. Μολονότι, εκτός των άλλων, η γενικευμένη αυτή πρακτική κρατά ζωντανή την αρχαία τεχνογνωσία, και εξασφαλίζει τη συνέχεια των συντεχνιών των εξειδικευμένων μαστόρων, για τους πραγματογνώμονες της Ουνέσκο ο ναός είναι το πολύ 20 ετών, οπότε τον διαγράφει από τη λίστα των μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Πρόκειται για μια ανάστροφη ροπή: εδώ η Ουνέσκο φαίνεται να υποστηρίζει (αν και όχι ακριβώς) κάτι σαν το σάντσαϊ, και οι πρακτικές της Ανατολής κάτι σαν την αιωνιότητα του Είναι- αν και όχι ακριβώς: η ανά 20ετία ανακατασκευή αφήνει ανοιχτό και το ενδεχόμενο της οριστικής κατεδάφισης, αν αυτό που συμβολίζει ο ναός δεν ανταποκρίνεται πιά στις ανάγκες της κοινωνίας.

Οπότε;

Ολη αυτή η πολυμορφία των αντιθέσεων μεταξύ των πολιτισμών της Ανατολής και Δύσης, αλλά και εντός του εσωτερικού τους τόσο στη συγχρονικότητα όσο και στη διαχρονία τους, όχι μόνο δεν είναι κάτι το ενοχλητικό, μα ίσα ίσα συνιστά έναν πλούτο εναλλακτικών, και μ’αυτή την έννοια βοηθούν τον κόσμο να μην βουλιάξει στη δυσφορία των ακλόνητων ορισμών, και τους καταναγκασμούς των συνακόλουθων μονοδοξιών που επιβάλλονται κάθε φορά από τις εκάστοτε, κάθε λογής, μικρές και μεγάλες, εξουσίες. Γιατί αν εμείς αναζητούμε στο φως της Ανατολής ή της Δύσης τρόπους για να εξελιχθούμε υψιπετώς, αυτό δεν ισχύει απαραίτητα για την εξουσία, καθώς η επιθυμία για (μικρή ή μεγάλη) εξουσία ζει σ’ένα δικό της φως. Γι’αυτήν το χάραμα και το ηλιοβασίλεμα είναι ασήμαντα γεγονότα.

Εχει σημασία το ότι τόσο το copyright όσο και το σάντσαϊ καθ’εαυτά μπορεί να είναι εργαλεία διπλής κοπής: είτε δημιουργικά είτε κατάπνιξης και «περιχαράκωσης» της δημιουργίας, αναλόγως του τρόπου χρήσης τους. Αν τα προβλήματα από την ασφυκτική χρήση του copyright έχουν επανειλημμένα αναδειχθεί σε βιβλία και κείμενα σοβαρών διανοητών, αξίζει εδώ να αναφερθεί μια ασφυκτική χρήση του σάντσαϊ. Η σύγχρονη κινεζική πρακτική της «κινεζοποίησης» μεγάλων δυτικών επιτυχιών στον κινηματογράφο ή σε βιβλία, με Κινέζους πρωταγωνιστές και χαρακτήρες, την κινεζική γλώσσα και τα κινεζικά περιβάλλοντα, αποκόπτουν επί της ουσίας τους ανθρώπους που κατοικούν στην Κίνα από την ευθεία, αδιαμεσολάβητη επαφή με άλλους πολιτισμούς.

*

Είναι βέβαιο ότι η οποιαδήποτε αναφορά στην αντιγραφή, την πρωτοτυπία ή την πλαστότητα, φέρνει έτσι ή αλλιώς στο προσκήνιο το πολύ ουσιαστικό ζήτημα της αυθεντικής ζωής για τα πρόσωπα και την κοινωνία συνολικά, και σ’αυτό το πλαίσιο πρέπει να διαχειριζόμαστε τέτοια θέματα. Με αυτό το πνεύμα, είτε πρόκειται για τα copyright των προίόντων, είτε για τον τρόπο απόδοσης ενός ποιήματος, είτε για την όποια αναστήλωση μιας κατασκευής παλαιότερων χρόνων, είτε για την πολιτική του τρόπου του βίου και τους συλλογικούς θεσμούς, αν αυτό που ενδιαφέρει είναι μια κατά το δυνατόν εμπνευσμένη προσωπική και συλλογική ζωή, έχει σημασία πρώτα απ’όλα να υπάρχει μια εξελισσόμενη συζήτηση για αυτά τα ζητήματα (καθώς η κατεύθυνσή τους δεν είναι ποτέ δεδομένη), και μάλιστα να πρόκειται για μια ανοιχτή, δημόσια συζήτηση (όχι κάτω από το τραπέζι-εκεί κάτω δεν χωρούν θεωρίες ή ουσιαστικές συζητήσεις οποιουδήποτε τύπου, παρά μόνο θολές σκοπιμότητες ), και χωρίς την επίκληση-ή, ακόμα χειρότερα επιβολή- δογματισμών και θεωριών δήθεν παντός καιρού. Δεν υπάρχουν θεωρίες παντός καιρού, ούτε υπάρχουν θεωρίες «ανώτερες» των ουσιαστικών αναγκών και των εμπειριών των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Μια προσέγγιση του τύπου «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», η οποία να μην αφορά μόνο την τακτική (έτσι ή αλλιώς), αλλά και τον συνολικό στρατηγικό στόχο στον οποίο να εντάσσεται η όποια τακτική, φαίνεται πως είναι το κλειδί.

Και για να κάνουμε, κλείνοντας, μια γέφυρα προς κάθε κατεύθυνση, κλείνουμε με μια αναφορά στον Ηράκλειτο, από τον φιλόσοφο Luciano Parinetto, συγγραφέα του βιβλίου «Eraclito, Fuoco non fuoco» (πόσα θα είχαμε να ωφεληθούμε από τη μετάφραση στα ελληνικά ιταλικών βιβλίων για τη φιλοσοφία, την ψυχανάλυση, την τέχνη και την αρχιτεκτονική). Ο Parinetto έρχεται να συναντήσει τη «φιλοσοφία του πρωϊνού» του Νίτσε, μη έχοντας κατά νου βέβαια τους ύμνους της Ανατολής, αλλά εκείνη τη διαδρομή που οδηγεί από την Ανατολή στις ακτές του Αιγαίου και γεννά τους πρώτους φιλοσόφους, αυτούς που καταλήξαμε να μην γνωρίζουμε, επειδή η μετέπειτα φιλοσοφία τους «εκδυτικοποίησε», εντάσσοντας τα αποσπάσματα της σκέψης τους στη λογική των αντιθέσεων, της αρχής της μη αντίφασης. Ισως, κατά τον Parinetto, ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Ηράκλειτος να μη μιλούσαν αυτή τη γλώσσα, αλλά τον τελευταίο απόηχο του λόγου της Ανατολής που «διαφωνεί, συμφωνεί, σε μια εξαίσια αρμονία των αντιθέτων» (Ηράκλειτος).

 

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» εκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 https://www.oanagnostis.gr/pote-i-antigrafi-i-i-peiragmeni-apodosi-toy-prototypoy-einai-dimioyrgiki-toy-giorgoy-m-chatzistergioy/?fbclid=IwAR0GvU0FjI0n-Mt1XwR0IlmcCzxMLNrEHs198vdILfMACym3LOucVhUmwZI

Δεν υπάρχουν σχόλια: