Εγώ ήμουν αυτός -απ' το 1977 μέχρι το 1979-, υπηρετώντας στο 296 ΤΕ, ζώντας περίπου για ένα χρόνο, σαν την ξεχασμένη φρουρά του Τσαρούχη, στο τέλος με άλλους δύο φαντάρους, ένας Ι 1, Ζακυνθινός, ικανός δηλαδή, και μία ντακότα, Ι 4, βοηθητικός, Πειραιώτης, φορούσε ένα χακί τζόκει -του' γραψα επάνω με μαρκαδόρο ΚΑΜΙΝΙΑ ΜΠΗΤΣ-, τότε μας αξιοποιούσαν όλους,"ικανούς και μη ικανούς", μετά τον ΑΤΙΛΛΑ, μόνο τα πλουσιόπαιδα, οι συμφοιτητές μας έκαναν ελλιπή θητεία, έβγαλαν τότε νόμο ειδικό για όσους έκαναν μεταπτυχιακό στην αλλοδαπή, χαρακτηρισμένοι και μη, η σπουδάζουσα αριστεράντζα τότε όλων των αποχρώσεων κι αν δεν τον εκμεταλλεύτηκε αυτό τον σκανδαλώδη νόμο, εσύ "κάτσε εδώ πάνω", μαλάκα, φάε φυλάκα, μια για τις αμάζευτες γόπες τσιγάρου στη βραδινή σκοπιά, μια γιατί δε χαιρέτησες στην προκυμαία της Μυτιλήνης έναν έφεδρο "κύριο αξιωματικό" στην έξοδο αλλά σας έπιασε ο επιτελάρχης μεσοδρομίς να φιλιέστε σφιχταγκαλιασμένοι μέσα στην περαντζάδα της Κυριακής, σώμα με σώμα, κολλημένοι, ισουψείς και φλογισμένοι, και κομμάτι ερωτευμένοι, αχτύπητη σκηνή, ρίγος με πιάνει, "στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε" ελάλησε ο Καρυωτάκης, σε τι έργα έχω παίξει κι εγώ, χαλάλι μου, κι ύστερα γιατί μπερδέψατε τα συνθηματικά, την είχατε στημένη τη δουλειά, πιαστήκατε στη βραδινή έφοδο, όλοι οι σκοποί, χαρακτηρισμένοι κομμουνιστές βαθμού Β, επικίνδυνοι για το έθνος, -γεια σου αδερφέ Γιώργο Παπασωτηρίου του artinews-, παρολίγον στρατοδικείο, και μια γιατί ντεμέκ πήγατε σε συναυλία του Μίκη, ψέμματα ήταν, έφτασε η γιαλαντζί πληροφορία από δύο αρχιρουφιάνους του Β Γραφείου, συνάδελφοι διδάσκαλοι το επαγγέλματι, σκεφτείτε, αυτοί οι άνθρωποι γαλουχήσαν γενιές Ελληνόπουλων, στα δημοτικά μας σχολεία, σκεφτείτε ζημία-, τη γλυτώσαμε απ' τους στρατοδίκες, όμως μάζεψα σούμα κάνα δίμηνο φυλακή, την υπηρέτησα, , μαγείρευε καμιά κονσέρβα Αργεντινής η ντακότα μας σ' ένα γκαζάκι, είπαμε ξεχασμένη φρουρά επάνω στον λόφο του Αι Δημήτρη στο κέντρο του χωριού Μόρια, εξ ου και η φωτογραφία μου μπρος από ένα παράθυρο της εκκλησιάς, στα είκοσι πέντε μου, να αντικρίζω μέσα απ' τα πεύκα όλη την ακτή απέναντι, τα λατρεμένα ακρογιάλια, Δικελί και Αιβαλί, όι, όι μάνα μου, εμορφιά, μέναμε τότε στο Σχολαρχείο της Μόριας, χτισμένο απ' τον καιρό των Οθωμανών, μεγάλο τυχερό για κάποιους μήνες ώσπου να μεταφερθούμε στα "νέα σπίτια", στο τάγμα μας, το οποίο έχτιζαν για ένα χρόνο, χαμηλά στους ελαιώνες, έξω απ' το χωριό, μαρτυρήσαμε εκεί απ' το ξεροβόρι και την αμείλικτη κάψα, εκεί δίπλα όπου απιθώσανε τις πρώτες σοδειές προσφύγων και μεταναστών, ώσπου να τους εγκαταστήσουν στο Καράτεπε, όπου το πεδίο βολής μας, εκεί κι αν είναι κολαστήριο, ο αέρα ξυρίζει από παντού, το ΧΕΠΙ ΝΤΕΙ του Βούλγσρη μου θύμιζε, απ' το ένα κολαστήριο στο άλλο οι άνθρωποι, στο μεταξύ πάνω στον Αι Δημήτρη διάβαζα, απαγορεύονταν όμως τα βιβλία, κι είχα μαζί μου, φανερά, το "Πλατύ ποτάμι" του Μπεράτη, ωραίο μυθιστόρημα, δεν είναι αριστερό, τους είπα, όταν μ' έπιασαν να αναγιγνώσκω, το Ψαλτήριο είχα μαζί μου του Προφητάνακτος Δαβίδ, τον Όμηρο της Βίβλου δηλαδή, τον Θεό της Ποίησης, το κατάσχεσαν κι αυτό, Καχτίτση και Πεντζίκη, "Η ομορφάσχημη" κι "Ο πεθαμένος κι η ανάσταση", τίποτα το αριστερό, και το επικίνδυνο, μα πάνε κι οι δυο τους υπέρ πίστεως, και μου έμεινε μόνον ο Χάκκας, ευτυχώς, ο σύντροφος Μάριος Χάκκας(1933-1972), πραγματικός σύντροφος και τροφός της θητείας μου, τι μεγάλος τεχνίτης του λόγου και ανθρωπιστής, απ΄τα πιο σπουδαία ταλέντα μας, της ξεχασμένης φρουράς κι αυτός σήμερα, μα έτσι γίνεται πάντα, αυτός ήταν ο πραγματικός αριστερός, -τον είχα όμως φασκιωμένο, στη ζούλα, κάτω από ένα παροπλισμένο καζάνι στα μαγειρεία, "Τυφεκιοφόρος του εχθρού", και το θεατρικό του "Η ενοχή", κι έτσι πορεύτηκα πνευματικώς εκείνο το διάστημα, καλή μου η τύχη-, με αντίδωρα τον άγιο Χάκκα, την δωρεά της σπάταλης φύσης, το ούζο της Μόριας, - έχοντας καρσί μου στη νυχτερινή σκοπιά τα φώτα της μικρασιατικής παραλίας, του εχθρού μας, που μόνο εχθρό δε θα τον κάνω ποτέ. Κι άσε τους στρατόκαβλους να κουρεύονται!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου