10.7.21

Ωμο-λογίες στο σφαγείο του χρόνου


Της Έλσας Κορνέτη
 ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ, Σφαχτάρια στο Λευκό, εκδόσεις Θράκα, σελ. 60 
 Αν ο Φράνσις Μπέικον ήταν και ποιητής εκτός από εμβληματικός ζωγράφος ίσως να είχε γράψει πολλά από τα έργα του με το αίμα από τα σφαχτάρια που κοσμούσαν κάποιους από τους πίνακές του και που τον εντυπωσίαζαν κατά τις σκόπιμες επισκέψεις του σε σφαγεία, θέλοντας να αποδώσει με σοκαριστική ειλικρίνεια την ωμότητα της ζωής. Ο Πέτρος Γκολίτσης όμως που συνδυάζει τις δύο ιδιότητες ως ποιητής και ζωγράφος, το κατορθώνει επάξια, ζωγραφίζοντας αιμάτινους στίχους με φιλοσοφικές σκέψεις και εύστοχες παρατηρήσεις που αποτυπώνονται ποιητικά γύρω από τα μεγάλα πανανθρώπινα θέματα της θνητότητας, της προσωρινότητας και της ματαιότητας των πραγμάτων, έχοντας από καιρό και ήδη από τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές διαπιστώσει ότι η πραγματικότητα είναι ωμή σαν κόκκινο αιμάσσον κρέας. Τα κρέατα των κρεοπωλείων και τα σφαγεία θα μπορούσαν να αποτελούν και δικά του αγαπημένα σκηνικά έμπνευσης και θεματολογίας μια εμμονή που δεν άπτεται απαραίτητα ψυχαναλυτικής ερμηνείας, διότι βασίζεται άνετα σε ένα σκεπτικό απλό και ρεαλιστικό: Η ζωή είναι σκληρή, η ζωή είναι βίαιη, η ζωή είναι ωμή και εμείς είμαστε φτιαγμένοι από κρέας, είμαστε δηλαδή, εν δυνάμει σφαχτάρια. Όμως ποιο είναι το δόλωμα; Ποιο είναι το τσιγκέλι από το οποίο όλοι μας κρεμόμαστε; Η απάντηση μέσα από τα νέα ποιήματα του Πέτρου Γκολίτση έρχεται αποστομωτική: Είναι αυτό το πολύ-ιζηματικό κατακάθι που ονομάζεται πραγματικότητα. Ο χρόνος που όλα τα πολτοποιεί, το πεπερασμένο της ζωής και το λευκό διάκενο όπου οι άνθρωποι αφήνουν κόκκινες πατημασιές, πιτσιλιές και ίχνη, ένα σύμπαν που χάσκει αόριστο, ανεξερεύνητο, παγωμένο, ένα μεγάλο τίποτα που βουλώνει το στόμα μιας μαύρης τρύπας. Κι ο άνθρωπος να ζει ως εν δυνάμει υποψήφιος νεκρός. Πώς γίνεται όμως ο άνθρωπος αυτός ο πολυάσχολος, ο εφευρετικός, ο επινοητικός και πολυμήχανος να καταλήγει τόσο γρήγορα κι εύκολα σφαχτάρι στο σφαγείο του χρόνου; Γράφει ο ποιητής στο ποίημα με τον τίτλο «Κρέας με φτερά και οστά»: Μπριζόλα – σφαγμένη – βγάζω φτερά/ πετάω ψηλά στα στομάχια των κόσμων/ ψοφίμι μαζεύω μυγάκια∙/ φωτοστέφανα μαύρα, σκορπίζω/ άλλοτε άστρα, τώρα οστά/ σβήνω ξανά και ξανά/ μες στον κόσμο/ Αίμα κυλώ στα ρυάκια/ του σύμπαντος χώρου/ εντός χωροχρόνου, κρέας και νεύρα/ ξανά και ξανά/ μπριζόλα σφαγμένη,/ με φτερά και οστά,/ με λιανίζω στον πάγκο του χρόνου / Ο χωροχρόνος (λέξη διανθισμένη με πολλές ενδιαφέρουσες εκδοχές που διατρέχει σημαδιακά όλη τη συλλογή) απασχολεί τον ποιητή, ένα παλίμψηστο κτισμένο σε στρώσεις από ανθρώπινα ιζήματα αφομοιωμένων νεκρών, από κρανία, δόντια, οστά και αστρική σκόνη, παράλληλα με την ισχυρή αίσθηση ότι δεν ανήκει κανείς πουθενά και ότι τίποτα δεν του ανήκει, με την αίσθηση ότι δεν χωρά κανείς πουθενά ούτε στον τόπο ούτε στον χρόνο. Μέσα στα έξι κεφάλαια του βιβλίου που χωρίζουν με γεωμετρική θεματική πρόοδο τα σαράντα ποιήματα ο ποιητής λειτουργεί σαν τον ακίνητο παρατηρητή, αλλά και τον ελεύθερο σκοπευτή – κι όταν το αποφασίζει γίνεται αστροναύτης και διαστημάνθρωπος, περιπατητής σύμπαντος κόσμου που καταγράφει και καταμετρά τον χωροχρόνο όπως και το υπαρξιακό κενό σε μια διαστημική αναπαράσταση. Μια επινόηση προκύπτει όταν ο κόσμος συνοψίζεται στο γεγονός ότι χρειαζόμαστε μια νέα πραγματικότητα. Ο άνθρωπος αναζητεί την εφευρετικότητα, δεν θέλει να συνεχίζει την πορεία του απλώς αναπαράγοντας το παρελθόν. Ο ποιητής βιώνει την κοινή καλλιτεχνική εμπειρία που δεν είναι άλλη παρά η πλήξη της καθημερινότητας και η βία της πραγματικότητας που εγκολπώνονται στο σκοτεινό παιχνίδι της ύλης. Με την απαραίτητη εγρήγορση, όπως και την ανησυχία γεννά εικόνες αυθόρμητες, προϊόντα ενόρασης και συμπιεσμένα υλικά του ασυνειδήτου σε ποιήματα, με σχήματα αισθητικά, με περιεχόμενο ακέραιο και καταγγελτικό, με λόγο άμεσο, λιτό και δραστικό που ομοιάζει με την εικαστική σπουδή του σώματος. Ο Πέτρος Γκολίτσης κυριαρχώντας στο τερέν της «πάλης» με τη γλώσσα, την οποία χειρίζεται υποδειγματικά σαν άλλο χρωστικό υλικό, επιδίδεται επιτυχώς σε ένα ανανεωμένο είδος ποιητικού ρεαλισμού όπου κατορθώνει να αποτυπώσει την υπαρξιακή απόγνωση, να παγιδεύσει την εικόνα της μέχρι να τη διαλύσει, να ανοίξει τις βαλβίδες των αισθήσεών της μέχρι να τη λυτρώσει, απελευθερώνοντας μια ζωώδη ενέργεια σχεδόν με τη μορφή τρόμου. Αφήνοντας το χρώμα, το χάος και τη σύγχυση να επιβληθούν πάνω σε τολμηρές, προκλητικές, συχνά βίαιες κοσμολογικές και οντολογικές απεικονίσεις, με εκφραστικές εκρήξεις θυμού τύπου «μπάσταρδο σύμπαν», μέσα από κραδασμούς και δονήσεις από κοσμικές και απόκοσμες παραστάσεις, περιελίσσει επιτυχώς γύρω από έναν βασικό άξονα θεματικής και σκέψης, μέσα από ποιήματα δυναμικά, συγκροτημένα και μεστά, τα υπαρξιακά του μηνύματα: Τη μοναξιά του ανθρώπου, τη μοναξιά της ζωής και του θανάτου, τη μοναξιά του έρωτα, μια μοναξιά που συχνά από επώδυνη μπορεί να γίνει και εξαιρετικά βίαιη, τη μοναξιά της δημιουργίας, αλλά και τη μοναξιά του κόσμου και των κόσμων που τον περιβάλλουν, γιατί κατά βάθος αυτό είναι το φλέγων θέμα και κεντρικό στοιχείο αναζήτησής του: Η συμπαντική αδικία στο νόημα του κόσμου. 
 Η Έλσα Κορνέτη είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: