5.7.21

Γιατί τόσο κακή σύγχρονη ποίηση; – του Λεονάρντο Τονίνι


Γιατί τόσο κακή σύγχρονη ποίηση;
(Μια άλλη οπτική σε ένα κοινό ζήτημα)

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μούσσας

Αναρωτιέμαι: γιατί τόση κακή ποίηση; Χάνω τον ύπνο όταν σκέφτομαι αυτό το ζήτημα. Έτυχε να γράψω για τον Φράνκο Μπατιάτο, ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να είναι αδαής και ότι δεν του ζητείται ευρεία και βαθιά γνώση των περιοχών εκτός του καλλιτεχνικού του τομέα. Εν ολίγοις, μου φαίνεται προφανές ότι ο Μότσαρτ γνώριζε για τη θεωρεία της μουσικής, αλλά κανείς δεν θα του ζητούσε μια πραγματεία για το έργο του Τίτο Λίβιο. Αυτό το περιμένουμε αβίαστα από τον Μακιαβέλι, αν και δεν

γνώριζε την τέχνη της μουσικής όπως ο σπουδαίος αυστριακός συνθέτης. Σήμερα «η μάζα των ποιητών» δεν είναι επαρκής ακόμη και στο ίδιο το αντικείμενό της. Δεν γνωρίζει ποίηση, ούτε καν σωστά ιταλικά. Είναι πιθανόν ο Μότσαρτ να ήξερε τι ήταν ένα ακόρντο της 5ης συμφωνίας ή μια μουσική αρμονία και χωρίς να χρειάζεται να είναι ο Μότσαρτ (στηριζόμενος σε ένα απαράμιλλο ταλέντο). Άλλωστε ο ταπεινότερος μουσικός που ολοκληρώνει τις σπουδές του σε ένα ωδείο, γνωρίζει τη γραμματική της μουσικής αρκετά καλά. Γιατί δεν συμβαίνει αυτό με την ποίηση;

[…] Στην εποχή που ο γρήγορος παράδεισος υποκλίνεται…

Λίγοι σήμερα ξέρουν πώς να αναγνωρίσουν τις ιδιαιτερότητες ενός τέτοιου στίχου του Πετράρχη. Θα μπορούσε βέβαια να πει κάποιος: «Αυτό δεν μας εμποδίζει να τον απολαύσουμε!». Και πράγματι δεν χρειάζεται να είσαι μουσικός για να εκτιμήσεις τον Μότσαρτ, όμως εγώ μιλάω για πραγματική δημιουργία. Αν δεν έχουμε ποτέ ακουμπήσει πιάνο είναι πραγματικά περίπλοκο να συνθέσουμε αξιοπρεπή μουσική. Δεν εννοώ βέβαια τον Μαγικό Αυλό, μιλώ για απλά πράγματα. Ο Μοντάλε έγραψε ότι η ποίηση είναι τέχνη που βρίσκεται πιο κοντά σε όλους. Ήταν εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις προφητικός, αν και πρέπει να ειπωθεί ότι ίσως δεν σκόπευε να θέσει το θέμα με τόσο αόριστο τρόπο. Εννοούσε, νομίζω, ότι οποιοσδήποτε με λίγη καλή θέληση μπορεί να μάθει το «sudoku της ποίησης»: γραμματική, ρυθμός, κάποιο φωνοσυντακτικό τέχνασμα, η έννοια της μεταφοράς. To γεγονός αυτό δεν μετατρέπει τον πρόθυμο αρχάριο σε ειδικό ούτε και σε ποιητή, αλλά ενδεχομένως θα τον βοηθούσε να δώσει τη δέουσα προσοχή στη γλώσσα η οποία είναι τελικά, η πραγματική έννοια της ποίησης. Αλλά ήδη εδώ, δίνοντας έμφαση στη γλώσσα, κάποιος μπορεί να μας κοιτάξει προβληματισμένος. Σήμερα στην ποίηση αναζητά κανείς μια υψηλή και ανεξήγητη αίσθηση, μια τάση υπέρβασης: τι κάνω με την τεχνική; Με ένα σονέτο που δεν μου λέει τίποτα, τι κάνω; Ναι λοιπόν, αναζήτηση των αισθήσεων. Σήμερα αυτό είναι το θέμα της ποίησης. Και εδώ είναι η απάντηση στο γιατί «παράγεται» τόσο κακή ποίηση.

Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά αυτός ο τρόπος σκέψης προέρχεται από τον Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός, ο οποίος διαμορφώνει το μυαλό σχεδόν κάθε Δυτικού, ακόμη και εκείνων που αυτοαποκαλούνται άθεοι ή αγνωστικιστές, έχει επιβάλει πάνω από δύο χιλιετίες τη φροντίδα της ψυχής εν όψει της αιώνιας σωτηρίας. Αν και πολλοί από εμάς αισθανόμαστε τώρα ότι αυτή η εσωτερική προσπάθεια να σωθούμε για μια μετά θάνατον ζωή είναι κάτι μακρινό, από αυτή την πεποίθηση προέρχεται το διανοητικό πρότυπο του Δυτικού πνευματικού δημιουργού. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω κάπως καλύτερα παρακάτω.

Η ψυχή είναι ένα ατομικό θέμα, και στην πραγματικότητα είμαστε ατομικιστές. Ο καθένας σώζει τον εαυτό του, τον καθένα βαραίνουν οι αμαρτίες του στο τέλος. Ο δυτικός πολιτισμός είναι έντονα ατομικιστικός ακριβώς επειδή ο Χριστιανισμός έχει βάλει το άτομο μπροστά από την κοινωνία, πάνω από την κοινωνία. Και αυτό μας οδήγησε να θεωρούμε το κράτος όχι ως έναν μηχανισμό για να κάνουμε το καλό, αλλά κατασκευασμένο με σκοπό να αποφύγουμε το κακό. Έτσι εξηγείται και η εμμονή με την τιμωρία και τον έλεγχο που βλέπουμε παντού να εξαπλώνεται. Στο De Civitate Dei, ο Άγιος Αυγουστίνος αναφέρει σαφέστατα: δεν είναι η κοινότητα που είναι το θέμα της ιστορίας, αλλά το άτομο. Η ιστορία ανατίθεται στον Θεό, δεν δημιουργείται από τον άνθρωπο.

Αυτός ο τρόπος σκέψης υπήρξε θετικός (παραγωγικός) καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και για μεγάλο μέρος της σύγχρονης εποχής. Στην ποίηση, για παράδειγμα, όπως και σε άλλους τομείς, το άτομο προσπάθησε να ανέλθει σε κάτι υψηλότερο από αυτό το ίδιο, προσπάθησε να «αξίζει» τον παράδεισο. Κατέληξε να αφήσει στην άκρη την κοσμική του επιθυμία για να λάβει κάτι στο επέκεινα. Σήμερα, ωστόσο, αυτό έχει αλλάξει. Πρώτα είχαμε τη Λουθηρανική Μεταρρύθμιση που ενστάλαξε στην καρδιά των δημιουργών την ιδέα ότι, αν ο Θεός έχει κάποια σχέδια για εκείνους (ό,τι κι αν είναι), τα φανέρωνε σε αυτή τη ζωή με ξεκάθαρο τρόπο. Ο πλούτος, η φήμη, είναι το χειροπιαστό σημάδι ότι ο Θεός είναι εδώ. Μετά τον Λούθηρο, κάποιος άρχισε να υποπτεύεται ότι ο Θεός είχε πεθάνει και ότι η ανάσα της θρησκείας που αισθανόμαστε δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη μυρωδιά του σάπιου πτώματος του Θεού.

«Από τους καταπληκτικούς που προσποιούνται τους νεκροθάφτες και θάβουν τον Θεό, δεν ακούμε τίποτα; Δεν μυρίζουμε ακόμα το εσμό της θεϊκής σήψης; Ακόμα και οι θεοί αποσυντίθενται! Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός!»

Αυτή ήταν η κραυγή του Νίτσε. Ο σπουδαίος Γερμανός φιλόσοφος δεν εφηύρε αυτό το γεγονός. Έγραψε μόνο κάτι που καθιερώθηκε στις μέρες του: η έννοια του Θεού είχε περάσει από τη θετική οπτική στην αρνητική. Από μια ώθηση προς το καλύτερο, δηλαδή, από μια αειθαλή πράξη, στον υπέρτατο φύλακα του status quo. Έτσι, το άτομο έχασε τον χώρο της έκφρασής του, τη δύναμή του. Αν κάποιος πριν τρελαθεί ρισκάρει τα πάντα σε μια εταιρεία όπου είχε πολύ καλές προοπτικές και τελικά καταλήξει σε πλήρη χρεοκοπία, θα μπορούσε να πει στον εαυτό του ότι το έκανε για μια κάποια ανταμοιβή στη μετά θάνατον ζωή. Εγώ, ο Φραντζέσκο, παρατάω τα λεφτά του πατέρα, γδύνομαι και γυμνός, κυλιέμαι στην κοπριά των χοίρων επειδή ακούω αυτό το κάλεσμα του Θεού, αυτή τη φωνή που είναι το κάλεσμα για ελευθερία. Εγγυημένη ελευθερία, αν όχι σήμερα, αύριο. Ο ποιητής, που είναι ήδη ατομικιστής, και ο οποίος από τη φύση του δικαιολογεί τον εαυτό του, βρίσκεται στην αξιοθρήνητη κατάσταση να θέλει να ξεφύγει από μια κοινωνία την οποία νιώθει ως επί το πλείστον εξευτελιστική.

Μια κοινωνία που δεν του δίνει τον χώρο προκειμένου να αισθανθεί ότι του «αξίζει». Ο σύγχρονος ποιητής θεωρεί ότι δικαιούται έναν χώρο που όμως σήμερα είναι ένα πεδίο προβολής: αφού πλέον δεν ελπίζει να είναι σε θέση να αλλάξει τον κόσμο, το πολύ πολύ ίσως να αποκτήσει μια ορατότητα για τον εαυτό του. Και ταυτόχρονα δεν έχει ταλέντο, γιατί ακόμα και να είχε δεν θα ήξερε τι να το κάνει. Η αίσθηση της πίστης ότι του αξίζει ένας συγκεκριμένος χώρος προέρχεται από τον ατομικισμό και καταλήγει σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή ένας ατομικιστής, ένας ναρκισσιστής, κάποιος δηλαδή που δεν βρίσκει καν τρόπο να μην είναι αυτοτιμωρούμενος.

Ένας κόσμος ατομικιστών είναι ένας κόσμος όπου δεν μπορεί πλέον να επικοινωνήσει, όπου ο καθένας έχει τη δική του γλώσσα, την οποία κανείς άλλος δεν καταλαβαίνει.

Ο Παζολίνι ήταν εμβληματικός σε αυτό:

«Ο θάνατος δεν βρίσκεται στο να μην είσαι σε θέση να επικοινωνήσεις αλλά στο να μη μπορείς πλέον να γίνεις κατανοητός» , διαβάζουμε σε αυτό το θεμελιώδες κείμενο που έχει ήδη στον τίτλο τον ορισμό του σύγχρονου ατόμου: Μια απελπισμένη ζωτικότητα. Ο δημιουργός είναι απελπισμένος επειδή δεν έχει κανέναν σκοπό. Άσκοπος γιατί βλέπει μπροστά του την αδυναμία της αλλαγής στην κοινωνία. Μόνο αν δούμε μια πιθανότητα αλλαγής θα βγούμε στους δρόμους, μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί η ποίησή μας να έχει νόημα. Όπως είχε συμβεί, ίσως για τελευταία φορά στη Δύση, κατά τη διάρκεια του Μάη του ʼ68 . Στη συνέχεια αυτή η αειθαλής ώθηση έγινε πιο σκοτεινή τη δεκαετία του 1970 και τώρα έχει εξαφανιστεί. Έλλειψη ταλέντου ή, μάλλον, η ματαιότητα του ταλέντου είναι συνέπεια αυτού: αν το ταλέντο δεν έχει νόημα επειδή δεν υπάρχει πλέον μετά θάνατον ζωή, τι κάνω; Το χειρότερο κείμενο αξίζει όσο και ένα κείμενο του Ουνγκαρέτι, και αν κάποιος εκδώσει στον D’Urso, καταλήγει να πουλάει περισσότερα αντίτυπα από τον Ουνγκαρέτι!

Δύο μονοπάτια έχουν οι ποιητές μπροστά τους: να μελετήσουν ώστε να βελτιωθούν και να το κάνουν αυτό ως πράξη εξέγερσης (επίσης και ως αυτοσκοπό) ή να αναζητούν likes στο instagram και το Facebook, καθώς αλληλοδοξάζονται από άλλους ποιητές του ίδιου χαμηλού ή μετρίου επιπέδου και ελπίζοντας σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την Mediaset.

Ελπίδα, πάντα ελπίδα. Δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα. Αυτό όμως στο οποίο θα πρέπει να πραγματικά να ελπίζουμε, είναι να είμαστε να είμαστε όλο και περισσότερο αποκαλυπτικοί, σαν να έχουν όλα ήδη τελειώσει: ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την αρχή.

⸙⸙⸙

[O Λεονάρντο Τονίνι είναι καθηγητής Λογοτεχνίας και Ιταλικών σπουδών, στο πανεπιστήμιο της Πάρμας. Είναι εκδότης και συγγραφέας, αλλά και ιδρυτής της λογοτεχνικής κίνησης Sannixista. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Avamposto Rivista di Poesia. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Will Barnet. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=31609&fbclid=IwAR3sOCZGsxEXOWbVl7dWGHoBQzwHKA9nMxX7pQMtYaOKZpzk1fjIf1S80nY 

Δεν υπάρχουν σχόλια: