Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Πλησμονὴ Ὀστῶν, Ποιήματα, Μελάνι
Ὁ τίτλος τῆς πέμπτης, ἂν ἔχω μετρήσει σωστά, αὐτοτελοῦς ποιητικῆς συλλογῆς τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη εἶναι φανερὰ ἐνδεικτικός. Καὶ τονίζουμε τὴ λέξη φανερὰ ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἔχουμε ἀναζητήσει σὲ ἄλλα βιβλία μιὰ ἐμφανῆ σχέση τίτλου καὶ περιεχομένου, χωρὶς τελικὰ νὰ τὴ βρίσκουμε. Ἐδῶ ἡ πλησμονὴ τῶν ὀστῶν μᾶς
παραπέμπει ἀπευθείας στὸ ἀκροτελεύτιο καταστάλαγμα τῆς ὕπαρξης. Ποῦ πᾶμε; Τί εἴμαστε; Τί θὰ γίνουμε; Μά, ἕνα τσουβάλι κόκαλα, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Νίκος Καζαντζάκης. Αὐτὸ τὸ πλῆθος, ὁ κορεσμός, τὸ περίσσευμα τῶν ὀστῶν εἶναι ἡ ἐπικάλυψη τῆς τετελειωμένης ἀνθρώπινης πορείας. Καὶ τότε πρὸς τί ἡ ἄλογη χρήση τοῦ θυμοῦ, τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τοῦ πόθου καὶ τῆς ἐπίμονης προσήλωσης σὲ σχέδια ἐπιβίωσης, ποὺ μᾶς προσδίδουν μιὰ πρόσκαιρη ἰσχύ, μιὰ φθαρτὴ κι ἐφήμερη κι ἐν πολλοῖς ἐπίπλαστη εὐδαιμονία;Ὁ ποιητὴς είναι τέκνο τοῦ ἀνοικτοῦ ὁρίζοντα καὶ οἱ εὐρύχωρες ἀνάσες τοῦ χώρου αὐτοῦ εἰσέρχονται καὶ εἰσπνέονται μέσα στην ποίησή του. Βιώνει καὶ ἀποδέχεται τὴν ἀνοιχτὴ αὐτὴ γεωγραφία μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶναι περιορισμένη μέσα στὸν δικό της μικρόκοσμο, ὑπομένει τὰ δεινὰ τῆς ἱστορίας της καὶ τὸν τρόπο της ποὺ συνδυάζεται μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο μ ἕναν οὐδόλως σχετλιαστικὸ χαρακτῆρα.
Ἡ ποίηση τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη προέρχεται ἀπ᾽ εὐθείας ἀπὸ τὴν ἐγγενῆ του αὐτὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν περιβάλλουσα φύση καὶ ὄχι μόνον ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτὴν, ἀλλὰ καὶ δανείζεται τὴ γλώσσα καὶ τὶς εἰκόνες της. Μέσα στὰ ποιήματά του τὰ δέντρα καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ ἐμπιστεύονται τὰ μυστικά τους, σὰν κομμάτι από τὸ ἴδιο ὑλικὸ καὶ ὁ ἴδιος, σὰν μέρος τοῦ ψυχισμοῦ τους ἀντιλαμβάνεται τὴ γλώσσα τους καὶ μυεῖται στὸν αἰθερικό τους κόσμο. Ἀπὸ τὴ γλώσσα αὐτὴ διδάσκεται ὅτι ἡ νομὴ τοῦ ὑπάρχοντος κόσμου, ὅλου τοῦ φυσικοῦ πλούτου τῆς γῆς, εἶναι δικαίωμα ἑνὸς ἑκάστου τῶν ζωντανῶν ὄντων καὶ τοὺς ἀνήκει κατ᾽ ἰσομοιρίαν.
Μὲ μιὰ τέτοια ἰδεολογία ὁ Γιῶργος Χ. Θεοχάρης ἐναποθέτει τὴν ἐλπίδα του γιὰ τὸν μέλλον τοῦ κόσμου στὴν ἀμοιβαία προσέγγιση τῶν παντὸς εἴδους ἐμψυχωτῶν τῆς φύσης καὶ στὴ λειτουργία τῶν χειρονομιῶν τῆς ἀγάπης, ἐνῶ ἡ ἔλλειψη αὐτῶν τοῦ κοστίζει ἀκριβά.
Στὶς ἀποθησαυρισμένες γνώσεις του ἀπὸ τὴν ἔπαφὴ μὲ τοὺς προλαλήσαντες ὀφείλονται καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ καλύτερα ποιήματά του, μέσα στὰ ὁποῖα συναντῶνται πρόσωπα καὶ ἰδέες, αἰσθήματα καὶ πεποιθήσεις ποὺ κλυδωνίζονται ἀπὸ τὸ εὐμετάβολο τῶν ἠθῶν καὶ τοῦ χρόνου. Στὴ συνάντηση αἴφνης τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Καβάφη κι ἑνὸς λάγνου νεανία ποὺ ἐπαμφοτερίζει πρὸς τοὺς δύο δασκάλους ὁ ποιητὴς ἀποβαίνει κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του ἐν μέρει ὀπαδὸς τοῦ ἑνὸς κι ἐν μέρει πάλι ὀπαδὸς τοῦ ἄλλου. Στὴν κορύφωση τοῦ ποιήματος ἀναφαίνεται ὁ ποθητὸς συγκερασμός, καθὼς ἡ ποίηση θεραπεύει ὅλες τὶς ἀντιθέσεις. Καὶ βέβαια εἶναι κι αὐτὸ μι᾽ ἀπόδειξη ὅτι γιὰ τόσες δεκαετίες πλέον ὁ Καβαφισμὸς διακατέχει τὴν έξέλιξη τῆς ποίησής μας.
Σθένος τῆς ποίησης τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη εἶναι ὁ διακαὴς ἔρως τῶν πραγμάτων, ὁ σεβασμὸς τῶν πρωτογενῶν ὑλικῶν ποὺ συναπαρτίζουν τὴν ὀργανικὴ καὶ ἀνόργανη φύση, ἡ κορύφωση τοῦ συναισθήματος μὲ τὴν ἀγάπη, ἡ ἐγκατοίκηση τοῦ ἀνθρώπου ἐντὸς τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου.
Ὁ εἰκονισμὸς σὰν σύστημα ἔκφρασης καὶ τεχνικὴ δόμησης τοῦ ποιήματος ἔχει πλήρη ἐφαρμογὴ στὴν ποίηση τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη καθὼς πρῶτα περιγράφει δίνοντας τὰ δυναμικὰ στοιχεῖα τοῦ χώρου καὶ ὕστερα ἐντέχνως ἀφήνει τὸ συναίσθημα νὰ διαχυθεῖ. Κι ἐφόσον τὰ ποιήματα συνήθως ἀφηγοῦνται μιὰ τετελεσμένη πραγματική ἤ φανταστικὴ ἱστορία ἡ περιγραφὴ τοῦ χώρου ἀποβαίνει ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ καταδειχθεῖ τὸ ποὺ συμβαίνει τὸ ἀφηγούμενο γεγονός. Ἡ κάθε χρονικὴ στιγμὴ συνίσταται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐνεργεῖται στὸ ὀπτικὸ πεδίο καὶ ὁ ποιητὴς ἀναλαμβάνει τὸ χρέος νὰ ἀναδείξει τὸ κύτταρο ἀπὸ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ ἐκκίνηση τῆς συγκίνησης.
Ἀλλὰ ποιὸ εἶναι συγκεκριμένα τὸ περιγραφόμενο τοπίο τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη; Ἀπὸ ποιὰ στοιχεῖα συνίσταται καὶ γιὰ ποιὸ λόγο συναρπάζουν τὸ βλέμμα του; Μά, τί ἄλλο ἀπὸ τὸ κλασσικὸ κομμάτι γῆς ποὺ ἀπαρτίζει τὸν χῶρο τῆς γενέτειράς του, ὅπως αὐτὸ ἀνοίγεται δίπλα ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ κάτω ἀπὸ τὸ σταθερὰ γνώριμο κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ. Λόφοι καὶ βουνὰ, ἐλαιῶνες, καρποφόρα χωράφια καὶ καταράχια ποὺ κατεβαίνουν κυματιστὰ στὴν ἀνήσυχη θάλασσα. Τὸ τυπικὸ τοπίο τῆς Δεσφίνας ἐπαναλαμβάνεται μέσα στὰ ποιήματά του πότε μὲ φωτεινὸ καιρό, πότε μέ λιακάδες. Τὰ δέντρα κουβαλοῦν τὶς μνῆμες τῶν παιδικῶν κι ἐφηβικῶν χρόνων καὶ ὁ ὁρίζοντας γίνεται συχνὰ ἕνας καθρέφτης προβολῶν τοῦ παρελθόντος. Ξεχασμένες φωνὲς καὶ παλιοὶ ἄνθρωποι ξαναζωντανεύουν γιὰ νὰ συστήσουν τὸ αἰώνιο παρὸν ἐνάντια στὴ λαιμαργία τοῦ χρόνου. Ἔτσι τοπίο καὶ ποίημα γίνονται φεγγίτες μνήμης καὶ συστήματα ἐπανακαθορισμοῦ τῶν σταθερῶν τοῦ αἰσθήματος.
Μέσα ἀπὸ τὶς συχνὲς καὶ συνειδητὲς γειτνιάσεις τοῦ ποιητῆ μὲ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ τὸν θυμόσοφο λαϊκὸ λόγο ἀναφαίνεται μὲ συνεχόμενες κορυφώσεις τὸ θεματικὸ τρίπτυχο που εἶναι: ζωή, ἔρως, θάνατος. Χαρακτηριστικὸς πάνω στὸ μοτίβο αὐτὸ ὁ στίχος του: νά ᾽σαι νεκρὴ καὶ ζωντανὴ κι ἐρωταναστημένη, μὲ ἐπιμελημένη διείσδυση τοῦ δεκαπεντασύλλαβου ἤ, ὅπως πιὸ κάτω, μὲ παρομοιώσεις ἀποσπασμένες στὴν κυριολεξία μέσα ἀπὸ τὶς ἐκχυμώσεις τῆς φύσεως: ἂχ ζωή, τσαλαπατημένο μποστάνι.
Μ᾽ ἕναν τέτοιο σταθερὸ προσανατολισμὸ ἡ ποίηση αὐτὴ καταφεύγει σὲ πολλαπλὲς καὶ ὁμόλογες πλησμονές. Τέτοιες εἶναι καὶ οἱ ἐπίμονες ἀναφορὲς σὲ γεύσεις κι εὐωδιάσματα, ὡς χαρακτηριστικὸ τῆς ἀπόλυτης σύνδεσης μὲ τὸ περιβάλλον καὶ τὴν παναρμόνια συστοιχία μαζί του. Μονολογεῖ μὲ ἀπόλυτο φυσικὸ γέρμα:
Ξύπνησα τὸ πρωὶ μὲ γεύση κηρήθρας
Ὁ ἀέρας μοσχοβολᾶ δεντρολίβανο
Θὰ ξεδιψάσω γλείφοντας τὸν ἱδρώτα τῆς ἀπουσίας σου
Ἡ ἀπουσία τῆς γυναίκας, ὅπως καὶ ἡ παρουσία της, λαξεύεται μέσα ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ ἄμωμου καὶ ἀσύλληπτου τῆς ἐξιδανικευμένης ὀμορφιᾶς γιὰ νὰ φανεῖ ἡ πολυτιμότητα τῆς παρουσίας της ποὺ εἶναι στυλοβάτης τῆς ὕπαρξης. Πάνω στὸ γυναικεῖο προφίλ ἐγγράφεται τὸ ἰδεῶδες τῆς ἐπιθυμίας, ἡ ἐκζήτηση τοῦ ὀνειρικοῦ στοιχείου ποὺ πλαισιώνει τὶς ὑπαρκτικὲς ἀντοχές.
Κοιμᾶται στὸ κρεβάτι της.
Γυμνὴ σὲ θέση ὕπτια.
Ἀπ᾽τὰ κλειστά της βλέφαρα
ἐκπέμπεται λάμψις μαργαριταρώδης.
Τὰ χείλη της διαπυρωμένα ἕως μελανερύθρου
τὴν ἐν ἐξάρσει κάμινον
τῶν πορφυρῶν ὀνείρων της προδίδουν.
Τὰ ράμφη τῶν πτηνῶν τοῦ στήθους της
ὡς άκροστόμια διασπορᾶς
ἐκχέουν τοῦ πάθους τοὺς λαμπυρισμούς […]
Ἐδῶ ἡ κάτοψη τοῦ γυναικείου σώματος ἐπιχειρεῖται μέσα ἀπὸ Ἐμπειρίκειες, κατὰ κάποιον τρόπο, ἡδυπαθεῖς καὶ περιπαθεῖς βλέψεις ποὺ ταξιδεύουν τὸ ποίημα σὲ μακρινὲς ἀποστάσεις ἐνοραματικοῦ πάθους. Ἡ γυναίκα γίνεται τὸ ἕν τοῦ κόσμου, ἡ κυριαρχικὴ μονάδα ὴ τῆς ἐν συνόλῳ δημιουργίας, ἡ ἀπαρχὴ τῆς ποίησης, τὸ μοναδικὸ αἴτιον γιὰ τὰ πάντα, τὸ ἕν ποὺ πολλαχῶς λέγεται, κατὰ τὸν Παρμενίδη καὶ ποικιλοτρόπως θεωρεῖται θὰ προσθέταμε σήμερα ἐμεῖς. Εἶναι ἡ γυναίκα δέντρο (εἶναι γυναῖκες δέντρα ἀμυγδαλιᾶς, εἶν᾽ οἱ γυναῖκες ἀκακίες, σεμνές…), ἡ γυναίκα σπίτι, ἡ γυναίκα θάλασσα καὶ οὐρανός. Ἀλλὰ προπάντων μέσα στὴν αἰθερική της παρουσία ἤ στὴν μέγιστη ἔνδεια τῆς ἀπουσίας της ἐκείνη πάντα γίνεται γιὰ τὸν ποιητὴτὸ φύτρο τοῦ ποιήματος. Ἐπειδὴ ἐκείνη μονλαχα έπισημαίνει καὶ ἐξανθρωπίζει τὴν ὀμορφιά, κάνοντάς την ἀπὸ ἀόριστη ἰδέα ὁριστικὴ συσσάρκωση.
Μέσα στὴν ποίηση τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη καλλιεργεῖται ἡ ἐλπίδα τῆς σκέψης, τὸ ποίημα θέλει τὸν ἀναγνώστη νὰ ἐλπίζει καὶ νὰ σκέφτεται, νὰ γειώνει τὸ ἐφικτό, νὰ πραγματοποιεῖ τὸ τὸ δυνατὸ ἔστω καὶ μέσα σ᾽ ἕνα μονῆρες πλαίσιο. Ὁ περιβάλλων κόσμος φαίνεται σὰν νὰ ὑπάρχει γιὰ νὰ ὑποταχθεῖ στὸ ποίημα, νὰ διασώσει τὶς ἀθώρητες εὐγένειές του, νὰ ὑψωθεῖ στὰ ἐσωτερικά του ὕψη. Τὸ ποίημα ἔχει πάντα κάτι νὰ ἀφηγηθεῖ, δὲν εἶναι μιὰ νεκρὴ γλωσσοκεντρικὴ κατασκευή, ἐγκολπώνεται μιὰ καθημερινὴ ἱστορία καὶ τὴν κάνει διαχρονική, καθὼς ἀναπτύσσει μιὰ πλοκὴ ἐν ἐξελίξει. Καθαρὸ παράδειγμα τὸ ποίημα τοῦ πλυντηρίου cogito ergo sum, ὅπου μέσα σ᾽ ἕνα πλυντήριο αὐτοκινήτων βρίσκει τρόπο νὰ υπεισέλθει ὁ Ντεκάρτ καὶ νὰ σκηνοθετήσει τὴν ἀπρόοπτη ἔγερση τοῦ ποιήματος.
Οἱ μεταφορὲς, οἱ παρομοιώσεις καὶ οἱ λεπτομερῶς ἀναφυόμενες εἰκόνες πλημμυρίζουν τὴ συλλογὴ καὶ πολλαπλασιάζουν τὸ εὖρος της μὲ εὑρηματικοὺς ἀφορισμούς:
Ἡ άθωότητα λευκαντικὸ ψυχῶν,
ἀκόμα καὶ οἱ παράλληλες σιδεροτροχιὲς ἔχουν μιὰ βεβαιότητα συνάντησης στὸ ἄπειρο,
κερδίζει μέτρα ὁ θάνατος μέρα τὴ μέρα κλπ.
Μὲ τὴν ὀπτικὴ αὐτὴ τὸ ποίημα γίνεται μιὰ ἁπλὴ καθημερινὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ τόσο ζωτικῆς σημασίας, ἐπειδὴ πρόκειται ὁπωσδήποτε νὰ γίνει, νὰ συντελεσθεῖ. Σὰν τὴν πρωινὴ παραγγελία τοῦ νοικοκυριοῦ: ἕνα κιλὸ ζάχαρη νὰ μοῦ φέρεις σὲ παρακαλῶ, εἶναι μιὰ καταχωνιασμένη φωνὴ ποὺ ὅλοι μας μέσῳ τῆς μνήμης ἀκοῦμε ἀκόμα. Ἐδώ ὁ ποιητὴς ποὺ ἀξιοποιεῖ μία ἀφήγηση καὶ ὀρέγεται τὴ συνέχειά της παραγγέλλει: Ὅταν θὰ ξαναπᾶς νὰ κολυμπήσεις φέρε μου ἄλλο ἕνα ποίημα παρακαλῶ Μαρία.
Ἐπειδὴ τὸ ποιητικὸ βλέμμα, τὸ πρωτογενὲς ἤ τὸ μεταφερόμενο καὶ οἰκειοποιημένο ξένο, γίνεται ἕνα περισκόπιο ποὺ ἀνιχνεύει καλλιτεχνικὰ τὸν κόσμο.Μέσα ἀπὸ τὸν φακὸ τοῦ περισκοπίου αὐτοῦ κατοχυρώνονται μετατοπίσεις πρὸς τὴν ὑπερθετικὴ ἀνάπτυξή τους, εὐνοοῦνται ἀναγεννήσεις ἐκ τοῦ μηδενός, ἐπιβάλλονται παρουσίες ἐκεῖ ποὺ ἡ ἀπουσία κυριαρχεῖ. Μεταβάσεις, λοιπόν, στὸ προσιτὸ παντοῦ, ψαύσεις στὸ ὅριο τῶν περατοτήτων, καταμέτρηση τῆς φύρας ποὺ ἀποβάλλει ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ τὸ ποίημα γίνεται γέφυρα προσέγγισης τοῦ ἄλλου, τοῦ μακρινοῦ, αὐτοῦ ποὺ μᾶς λείπει ποικιλότροπα καὶ μᾶς στοιχειώνει μὲ τὴν προσμονή του.
Ὁ πόνος, ἡ νοσταλγία καὶ ὁ σεβασμὸς τῶν νεκρῶν μὲ τὴν πνιγηρὴ διαδικασία τῆς ἀνακομιδῆς, τὴν περισυλλογὴ τῶν ὀστῶν, τὶς παντοειδεῖς ἐπικλήσεις πρὸς τὰ ἀγαθοποιὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, πυροδοτοῦν τὴν ἄχνα ἑνὸς χαμένου βλέμματος ποὺ θέλει νὰ ἁπλώνεται καὶ νὰ συμμαζεύεται ξανὰ στὸν κεντρομόλο ἰστὸ μὲ λάφυρο τὴ νωπὴ μνήμη. Οἱ ἐρειπιῶνες τῆς ἐξοχῆς, ἡ ἕλξη τῆς φθορᾶς γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ λυπημένου τραγουδιοῦ, ἡ ἀπώλεια καὶ ἡ ἀπουσία γίνονται οἱ θρυαλλίδες μιᾶς δημιουργικῆς ἔκρηξης ποὺ σύρουν τὸν ποιητὴ πάνω σὲ μιὰ άδιάκοπη διαδικασία γραφῆς. Στὸν ἀπόηχο τοῦ δημοτικοῦ ἄσματος γεφυρώνεται ἡ νύχτα καὶ ὁ θάνατος σὰν τὰ πιὸ μόνιμα θέματα καὶ μὲ αὐτὸν τὸν ὁμόλογο τρόπο ὁ ποιητὴς καταπολεμᾶ τὸ σαράκι τῆς καταστροφῆς, ποὺ φωλιάζει ἐγγενῶς μέσα σὲ ὅλες μας τὶς προσπάθειες.
Μέσα μου μεῖνε, λέω, κι ἂς πονῶ
ἐγὼ τὸν πόνο στίχο θὰ τὸν κάνω
ὥσπου σιγὰ σιγὰ νὰ σὲ ξεκάνω
ὅσο μοῦ δίνεις ἔμπνευση -τὸ ξέρεις- σὲ νικῶ
Αὐτὴ ἡ «πνιγηρὴ ἐσωτερικότητα», ὅρος ποὺ πρωτοχρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Δημήτρη Δούκαρη γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὸ κλίμα τῆς ποίησης τοῦ Στέλιου Γεράνη, ἐνυπάρχει διάχυτη καὶ στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ποίησης τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη, φιλτραρισμένη ἐπὶ πλέον ἀπὸ μιὰ καθαρότητα εὐγενῶν προθέσεων ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν ἀνθρωπολογικὸ καὶ μόνον χαρακτῆρα κάθε τέχνης. Ἐδῶ ὁ ποιητὴς περιγράφει μὲ μιὰ διακριτὴ προσπάθεια τὴν προσωπική του μάχη κατὰ τῆς ἐπέλευσης τοῦ ἀνίατου καὶ ἀναπόδραστου, μετατρέποντάς το σὲ μάχη ὅλων τῶν ὁμοειδῶν περιπτώσεων τῶν ἀνθρώπων, σ᾽ ἕνα κοινὸ μέτωπο στέψης μιὰς νικηφόρας προσπάθειας ποὺ ἐπηρεάζει ὁλοένα καὶ περισσότερα ἄτομα. Στὰ βήματα αὐτὰ συναντοῦμε καὶ τὰ ποιήματα ἀλληλεγγύης πρὸς τοὺς ποιητὲς τῆς γενιᾶς του, εἰδικὰ σ᾽ ἐκείνους τοὺς ποιητὲς ποὺ δοκίμασαν κοινὲς ἐμπειρίες στὴ μάχη τους μὲ τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τοῦ κακοῦ, μιὰ μάχη ποὺ θέλει ἁπλῶς νὰ τὸ καθυστερήσει στὴν ἀδυναμία τῆς ὅποιας νίκης.
Ὁ νυχτερινὸς ἰονισμὸς τοῦ ἔρωτα μέσα στὴν ποίηση τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη συντείνει και εντείνει τὸ δέσιμο τῆς ὕπαρξης μέσῳ τῆς πολύχρωμης φαντασίας ποὺ ἐπιλέγει λέξεις στιλπνὲς μέν, ἀλλὰ καὶ μὲ βαθιὲς ρηγματώσεις, με τὴν φωτεινὴ πλευρὰ τῆς πραγματικότητας. Ἡ ἄνωση τῶν νεκρῶν μέσα ἀπὸ τὴν συχνὴ μνημόνευσή τους καὶ τὴν ἐπίκλησή τους νὰ συγκατοικήσουν μὲ τὸν ποιητὴ καὶ τὸν ἀναγνώστη μέσα στὶς εὐρυχωρίες τοῦ ποιήματος καὶ μέσῳ τῆς διαδικασίας αὐτῆς νὰ φωτίσουν τὸ προσκήνιο, νὰ κρίνουν καὶ νὰ κριθοῦν μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ ἀθωωθοῦν γιὰ τὰ παραγεγραμμένα κρίματά τους παρ᾽ ὅλο τὸ σκότος ποὺ συμπαρασύρουν μαζί τους δὲν ἐπηρεάζουν ἐν τέλει τὴ φωτεινότητα στὴ σκηνὴ τῶν πεπραγμένων καὶ ἡ ποίηση τοῦ Γιώργου Χ. Θεοχάρη παραμένει παντοῦ καὶ πάντα, ὅπως ἤδη προείπαμε, αἰσιόδοξη καὶ φωτοφόρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου