10.8.21

Για τις «Συναντήσεις στο άβατο» της Ζέφης Δαράκη – γράφει η Λαμπρινή Σιγιάννη


Η μουσική της λύπης

Η Ζέφη Δαράκη (γεν. 1939), σύζυγος του ποιητή και διανοούμενου Βύρωνα Λεοντάρη (1932-2014), με την τελευταία ποιητική συλλογή της, συμπληρώνει εξήντα χρόνια αδιάλειπτης συγγραφικής παρουσίας. Η ποιητική συλλογή, με τίτλο Συναντήσεις στο άβατο (Ύψιλον, Αθήνα 2020), η οποία είναι αντιπροσωπευτική του συγγραφικού της στίγματος, αποτελείται από πέντε διακριτά μέρη που λειτουργούν θεματικά ως ομόκεντροι κύκλοι: η χαίνουσα μνήμη, η οδύνη της Ιστορίας, το υπαρξιακό

άλγος και η βάσανος της γραφής είναι τα κυριότερα θέματα που απασχολούν την ποιήτρια δια βίου. Στην πρώτη ενότητα όπου δεσπόζει το αφηγηματικό στοιχείο, χαρτογραφούνται μετωνυμικά τα ίχνη της μνήμης: «Η σοφίτα ήταν γεμάτη παλιά θησαυρίσματα/ ρούχα κοκαλωμένα/ κατάκοποι ψιθυρισμοί (..) Αναποδογυρίζω το βάθος του χρόνου/ στριφογυρίζω λάμψεις / εναγκαλισμών και φθαρμένα/ παπουτσάκια μωρών». Η διεργασία της μνήμης εκφαίνεται ως απαστράπτουσα «πυγολαμπίδα ανάμνηση», ενώ το παρελθόν εγγράφεται ως εξακολουθητικά παρόν, αν και οριστικά πεπερασμένο και αφανές: «Κήπος και αγάλματα/ παλιών τραγουδιών /παράφορες/ πράξεις υπομειδιούν / στην ερημιά τους». Με απροσδόκητες μεταφορές και προσφυείς αποστροφές, αισθητοποιείται το βίωμα της ενθύμησης με το οποίο αποπειράται να συμφιλιωθεί το ποιητικό υποκείμενο: «ρίγος που μορφάζεις στο πεπρωμένο/ (..) ανάμνηση μιας ατέλειωτης νοσταλγίας». Την ποιητική φαντασία κατακλύζουν «είδωλα φωτεινά και/ είδωλα σκοτεινά από ένα μέλλον/του παρελθόντος)».

Με τη δαράκεια πένα, η γραφή υποσημαίνεται ως μουσική πράξη, στοιχείο που καθίσταται περισσότερο εμφανές με τον τίτλο της δεύτερης ενότητας, «Μουσικός στα τρένα»: «είμαι το κρυστάλλινο κενό/ των οστών μου (..) θροΐζω απαστράπτουσες μουσικές αγρών χαμένων», εξομολογείται η ποιητική φωνή. Στην ενότητα αυτή, εκφάνσεις της δύσθυμης μεταπολεμικής ιστορίας υποβάλλονται μουσικά, με «τις χορδές μιας εξεγερμένης δυστυχίας» και τον πρωτότυπο εγκιβωτισμό συμβολικών στίχων ρεμπέτικων τραγουδιών: «Σε πατζούρια θυελλωδών ανέμων νύχτωνε χωρίς φεγγάρι (..)/ Κι η ονειρώδης φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ/ να σαλεύει μέσα μας/ πυρπολημένα φαντάσματα στην προκυμαία». Γενικότερα, πολλές εικόνες της ενότητας αυτής ανακαλούν την παιδική αγιότητα του Τάσου Λειβαδίτη: «Ξαφνικά ένας Άγγελος/ και περπατούσε με τα φτερά του/ κατασκονισμένος μες στους βομβαρδισμένους δρόμους». Έτσι, η ποίηση παραμένει και για τη Ζ. Δαράκη η ουράνια κιβωτός της αθωότητας, μία λυτρωτική διέξοδος από το πλήγμα της Ιστορίας: «Η ιστορία είναι ικρίωμα, / μπόρεσε μόνο να ξεψυχίσει/… αλλά τα ποιήματα τ’ αρπάζουν τα ουράνια-/ επτασφράγιστο μυστικό, ουρανέ μου,/ ανάσανέ με».

Στην τρίτη ενότητα, με πλούσιο μεταφορικό λόγο, υποστασιοποιούνται ο διηνεκής ερμητισμός του ανθρώπινου βίου, «το απαστράπτον σκοτεινό που δεν/ μας απευθύνει το σκοτάδι του» και η χαλεπή μοναξιά που ελλοχεύει ολούθε: «δεν υπάρχει αόρατη μοναξιά / Ξαπλωμένη με αναίδεια/ στο πάτωμα και στους τοίχους, σαύρα που κατεβαίνει τα νερά του καθρέφτη/ (..) μεταμορφώνεται στο μαρμάρινο βάζο (..)/από άγριο λευκό μυστηρίου/ γίνεται το απλησίαστο άδειου χρόνου». Στην ενότητα αυτή, με τίτλο «Φεγγαρόφωτο», καθίστανται εναργέστερα τόσο η διαλογικότητα όσο και η νεορομαντική αισθητική της ποιητικής συνείδησης της Δαράκη: «Και τι’ ναι λύπη;», διερωτάται το ποιητικό ομιλούν για την οποία αποκρίνεται: «Μια επουράνια γλυκύτητα που/ υποδέχεται το Ερχόμενο / μαύρο ρόδο στα κάγκελα/ σκαρφαλωμένο». Έτσι, στην προτελευταία ενότητα, το «Αστρίφωτο φως», η γράφουσα ως άλλη μύστις του φεγγαριού οικειώνεται την αδιόρατη πεμπτουσία του γίγνεσθαι: «-Το βράδυ φοράω το ασημί μου φάντασμα/ και περιμένω» (..)/ «Με ξεφυλλίζει το αόρατό μου/ Το ερωτεύομαι καταφιλώ /τα ίχνη του» / (..) «τα νεύρα του φεγγαριού τεντωμένα/ στον ασάλευτο υάκινθο του χρόνου».

Η ποιήτρια μαγωδός, κοινωνώντας στον αναγνώστη το απαρασάλευτο «άλεκτο του κόσμου», παλμοδοτείται από τη στίλβη μίας καινούριας παρασημαντικής, τη «λάμψη μιας πρωτάκουστης λέξης»: «Γιόρτασέ με ήλιε γενεθλιάζοντας/ τα σπασμένα ρόδα». Παρά το ρομαντικό βάθος και το τραγικό ύψος της, η δαράκεια γραφή παραμένει εγγενώς σωματική: «στίχοι (..) μεγάλωναν τον έρωτα (..)/ ξέκλεβαν παλμούς από/ το φορεμένο σώμα». Στην καταληκτήρια ενότητα, αφουγκραζόμαστε να «θροΐζουν» παραμυθητικά οι μητρικές αγκαλιές: «Γιόρτασέ με εναγκαλισμέ/ νεαρών παιδιών στα καλντερίμια». Η Ζ. Δαράκη, με την Ποίηση στην πιο καθαρή της μορφή, τις κρυφές συναντήσεις στο άβατο, μας ξεναγεί στις απαρχές, στην απαράγραπτη ιερότητα της Ζωής: «-Το ανείπωτο είναι ιερό/ – Η ποίηση είναι το Ιερό/ ψιθύρισα, / τη στιγμή που φυσούσε ουρανός / σ’ ένα κλαδάκι».

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Le Corbusier. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=31813&fbclid=IwAR3Y4zI1vQe8t2J6cy_EclSKfSnarWNH70jj4X_JfiWusPacAwKoObXJUO4

Δεν υπάρχουν σχόλια: