Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Συνάντηση στο Βοξ(που δεν υπάρχει πια, όπως και εκείνος). Κάθεται στο ίδιο τραπέζι κοντά στο τζάμι. Με συγχωρεί μεγαλοθύμως για την καθυστέρηση. Δηλώνει εξόριστος. Χωρίς περιουσία, χωρίς προστάτες, χωρίς άγκυρα. Αναφέρεται στους προσωκρατικούς, στον Όμηρο, τον Παρμενίδη, τον Αναξίμανδρο, ό,τι «αυτός που είναι στην πάνω πλευρά της Γης και αυτός που είναι στην κάτω, είναι και οι δύο πάνω». Μου λέει για την καταστροφή της ελληνικής φόρμας, για τη «Μητέρα του σκύλου» που διασκευάστηκε και παίζεται σε θέατρο της Πράγας, για την ελληνική σιωπή απέναντι στο έργο του. Μία ισχυρή σιωπή που, όμως, κάποτε σπάει από νέα παιδιά, όπως οι ερασιτέχνες του Ταύρου.
Διαπιστώνει ότι δεν του υποβάλλουν πολιτικές ερωτήσεις και με τρόπο άμεσο τοποθετείται αυτοβούλως. «Έχει δημιουργηθεί ρήγμα» λέει «μεταξύ του πολίτη (η λέξη «λαός» είναι ταλαιπωρημένη πολιτικώς και την παραλείπω) και των τριών Αρχών που κυβερνούν τον πολίτη. Ρήγμα με τη θρησκεία-εκκλησία (ένας μητροπολίτης βρίσκεται στον Κορυδαλλό για κλοπές). Ρήγμα με τη Δικαιοσύνη (λειτουργοί της είναι επίσης στον Κορυδαλλό αλλά και φυγόδικοι). Και ρήγμα με τους πολιτικούς που ψηφίζουν υπέρ εαυτών για «παραγραφή μετά διετίαν». Οι πολιτικοί, επίσης, «είναι ασήμαντοι ως προσωπικότητες». Μου δίνει την εντύπωση ότι σε λίγο θα βγει έξω, στην πλατεία, για να ηγηθεί των «παιδιών», να τους δώσει τον επεξεργασμένο πολιτικό σκοπό που δεν έχουν. Μιλάει για τους αντάρτες και τις γυναίκες της Ηπείρου και το βλέμμα του λάμπει, αναγνωρίζοντας το μεγαλείο του θάρρους και του σθένους, που έχει πλέον χαθεί. Είναι κατ’ εξοχήν «πολιτικό ον» παρά τη φαινομενική του μοναχικότητα. Γι’ αυτό οι ερωτήσεις για τη γραφή μοιάζουν ακρωτηριασμένες χωρίς τις πολιτικές προεκτάσεις τους… Αλλά ποιο ήταν το ελληνικό θέατρο ως γραφή την εποχή της «Τελετής» (σ.σ. το πρώτο έργο του Παύλου Μάτεσι στα μέσα της δεκαετίας του 1960);
ΜΑΤΕΣΙΣ: Ήταν ένα θέατρο «αθώο» (ουδεμία ειρωνική πρόθεση). Αγαπητό στο τότε κοινό. Μέριμνά του είχε να τέρπει τον θεατή ανωδύνως, με τη σύμπραξη άξιων και δημοφιλών κωμικών. Στον μη κωμικό χώρο, ασχολήθηκε με κοινωνικά προβλήματα της τότε κοινωνίας. Είχε βέβαια προηγηθεί το θέατρο του 19ου αιώνα με ορισμένα σημαντικά έργα. Από την είσοδο του Καμπανέλη μέχρι και αυτήν του Γιάννη Χρυσούλη, προκαλείται μία έκρηξη. Οι ενεχόμενοι συγγραφείς δεν αποτελούσαμε «Σχολή». Και, κυρίως, δεν μιμηθήκαμε ούτε επηρεαστήκαμε, αλλά, κυριολεκτικά διασταυρωθήκαμε με τα μεγάλα ρεύματα: μοντερνισμός, υπερρεαλισμός, το παράλογο. Εγκαταλείψαμε τα «κοινωνικά» προβλήματα ως θέμα του έργου, και στη θέση του ορθώσαμε τον ψυχικό χώρο του ανθρώπου. Ένα θέμα που παραμένει σύγχρονο, μοντέρνο, από τον καιρό του Ηράκλειτου.
Δεν είμαι ελληνολάτρης. Παράλληλα, όμως, κατά έναν ανεξήγητα μαγικό τρόπο, μέσα στα κείμενά μας εκρήγνυνται ερωτήσεις, θέσεις, διαπιστώσεις, που ενυπάρχουν στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Η κοσμογολογία του Αναξίμανδρου φερ’ ειπείν.
Ο Παρμενίδης που έλεγε πως «το σύμπαν δεν είναι πλήρες, υπάρχει κενό διαστήματος», εισάγοντας την έννοια του απείρου ως χώρου και ως χρόνου, ο Πίνδαρος («Εν ανδρών, εν θεών γένος, εκ μιας δε πνέομεν ματρός…»- θεοί και άνθρωποι είναι μιας μητέρας παιδιά-Νεμεόνικος VI), ο Όμηρος για το εφήμερο του ανθρώπινου βίου («όπως τα φύλλα των δέντρων, έτσι είναι και τα γένη των ανθρώπων») και κυρίως ο Ηράκλειτος για τη σκέψη του περί ενότητας όλων των όντων, και την αιώνια μεταβολή τους, για τα γνωμικά του (όπως ότι «αρμονίη αφανής φανερής κρείττων», ή πως «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», ή ακόμη ότι ο Άναξ του Μαντείου των Δελφών «ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει»), αλλά κυρίως η ρήση του που αποτελεί άξονα για κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα, ότι δηλαδή «τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις, όσους δρόμους και αν περιτρέξεις», διότι «ούτω βαθύν λόγον έχουν». Αυτή η ρήση είναι η ουσιώδης αφετηρία για τη γραφή πεζογραφικού ή θεατρικού έργου.
Για μένα ισχύει ο Πρωταγόρας και το «πάντων χρημάτων (σ.σ. πραγμάτων) μέτρον άνθρωπος». Με τη φράση αυτή δηλώνεται ότι όλων των αξιών μέτρο είναι ο άνθρωπος. Ο θεός παραμερίζεται. Ο Πρωταγόρας με ενίσχυσε. Τότε εγώ δεν έγραφα, ούτε και το είχα σκεφτεί. Το γράψιμο το άρχισα στα τριάντα μου, σχεδόν χωρίς να το επιζητήσω, χωρίς ουδεμία χροιά φιλοδοξίας, και μάλιστα ακόπως. Το γράφειν μου είναι έκτοτε μία εύκολη και ευχάριστη ασχολία.
Οι θεατρικοί «εκδρομείς» του ’60: Όλο αυτό το ορυχείο έδωσε ώθηση στο θεατρικό έργο της εποχής εκείνης. Το περίπου μαγικό στοιχείο είναι ότι το θεατρικό κοινό αντέδρασε θετικότατα. Τα έργα μας έγιναν αμέσως και ταμιακές επιτυχίες. Θυμάμαι ότι οι κοπέλες μου χάριζαν τις ταμπέλες που αναρτούσαν στο ταμείο για να δηλώσουν την εξάντληση των εισιτηρίων!
Διάβαζα από 7 χρόνων, αλλά όχι παραμύθια. Στα 15 μου διάβασα τον Ντοστογιέφσκι (τον ξαναδιάβασα και τον ξαναδιαβάζω). Με διέπλασε, νομίζω, και η κλασική μουσική που σπούδασα. Στα 22 μου διάβασα πρώτη φορά Φώκνερ, Ιονέσκο, Μπέκετ(στο πρωτότυπο) και Κάφκα στα αγγλικά. Με επανέφεραν στην κοσμολογία του Αναξίμανδρου για τη στρογγυλή γη. Μετά από τόσους «κλασικούς» Ευρωπαίους, διάβασα στους ανωτέρω πράγματα για τα οποία μίλησε ο Αναξίμανδρος. Είπα, ώστε γράφουν και «έτσι». Ήξερα τον Μότσαρτ, τον Παρθενώνα της Ευρώπης, τώρα διασταυρώθηκα με τον Κάφκα.
Πιστεύω ότι τα περισσότερα από τα έργα μας, επειδή, όντως ήταν πρωτοποριακά, προηγήθηκαν και της εποχής τους και του κοινού. Γι’ αυτό θα έπρεπε τώρα να παρουσιαστούν πάλι. Μάλιστα, σχεδόν το σύνολο των έργων αυτών (από Καμπανέλη μέχρι Γ. Χρυσούλη) είναι, πιστεύω ακλόνητα, πολύ υψηλής θεατρικότητας και πνευματικότητος, από τα ισχυρότερα στην Ευρώπη. Αλλά ελάχιστα έχουν προβληθεί εκτός Ελλάδος. Ονομάστε εσείς τον υπεύθυνο και ένοχο.
Αρχαιόθεν. Πάλι ο Όμηρος μας κατηχεί. Προς το τέλος της Ιλιάδος, έχουμε τη συνάντηση του Πρίαμου με τον φονέα του γιου του Έκτορα, τον Αχιλλέα, ο οποίος γνωρίζει ότι πλησιάζει και η δική του ώρα να πεθάνει. Η αποδοχή της λύπης ως αναγκαίου συστατικού της ανθρώπινης ζωής και η αξιοπρεπής αντιμετώπισή του, αποτελεί την ηρωική βιοθεωρία του Έλληνα, με πρότυπο τον ομηρικό Αχιλλέα.
Μιλάμε ώρα πολύ ακόμη. Προς το τέλος μου δίνει τρυφερά το δώρο του, το τελευταίο του διήγημα, τον «Εναερίτη». Αρχίζω να διαβάζω: «Να ποτίζεις τις γλάστρες, Βλαδίμηρε, τώρα που θα λείπω, μου είπε πεθαίνοντας η μητέρα μου». Έτσι, απλά, ειρηνικά ξορκίζεται ο θάνατος, σκέφτηκα. Και παραδόξως ανατρεπτικά. Η τρομοκρατία του Χάρου εξανεμίζεται. Πόση ηρεμία και πόση σοφία χρειάζεται το αντάρτικο απέναντι στο οριστικό τέλος; «Μην το διαβάζεις τώρα», με προτρέπει και με επαναφέρει. Τον χαιρετώ και βγαίνω. Η πόλη άλλαξε. Έγινε μαγική. Κι εκεί που αρχίζουν τα δέντρα της Στουρνάρη, νομίζω πως είδα τη Μυρτάλη να μου χαμογελά. Είναι ακριβώς στο ίδιο σημείο που μια μεγάλη γυναίκα ρώτησε τον Μάτεσι «εσείς γράψατε τη Μητέρα του σκύλου;». Ύστερα, του χάιδεψε τρυφερά το χέρι κι έφυγαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου