Στις ανηφόρες του ουρανού
θέλει πολύ κουράγιο
να βρεις μιαν αδερφή ψυχή
και να ανταμώσεις άγιο.
Ψηλά στις χώρες του ουρανού
δε θέλει διαβατήριο
δεν έχει, σύνορα, σταθμούς
δρόμους του γυρισμού.
Ρ
Έχει ερημιές που ήταν πηγές
φλόγες που γίναν πάγοι,
έχει σπηλιές που τις φυλάν
μάγοι του πειρασμού.
Στα ερημοκλήσια του ουρανού
χαράξανε σημάδι
όσοι δε χόρτασαν ψωμί
κι όσοι δεν πήραν χάδι.
Μες σε λημέρια μυστικά
οι φίλοι αγρυπνούνε
για όσους ξέρουν να πονούν
Για όσους δεν ξεχνούν.
Φυλάνε το άχραντο φιλί
το αμάραντο τραγούδι
το πάθος το αστείρευτο
το άπιαστο πουλί.
Ρ
Σαράντα χρόνια στο κουπί
πενήντα στο καρτέρι
για να αξιωθούν αντίδωρο
κι αρχάγγελου φωνή. (απ’ του Θεού το χέρι)
Άρχισα με την ανάγνωση του ποιήματος που έγραψα και που το μελοποίησε ο Γιώργος Καζαντζής για τη φωνή της Λιζέτας Καλημέρη (υπάρχει στην τελευταία του δισκογραφική δουλειά «ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ».
Κάθε σοβαρός και ολοκληρωμένος δημιουργός έχει μια ειδική καταγωγή και ένα ειδικό βάρος. Η ειδική καταγωγή αφορά στις κύριες και ιδιαίτερες συνιστώσες που συνδιαμορφώνουν, ως αφετηρίες προέλευσης της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας, το βασικό πρωτογενή πυρήνα στον οποίο στηρίζεται το έργο του. Εδώ συναντά κανείς τα πρώτα «αχ» μπροστά στο θαύμα και το αίσχος του κόσμου, την παρθενική ευαισθησία, τη δύναμη των ενστίκτων, τις ποικιλίες των εμπειριών, τη σημασία της αντιληπτικότητας, προγενέστερες και σύγχρονες μορφές δημιουργών και τα έργα τους, την έρευνα και τη μελέτη, ακόμη και τη γενεαλογική καταγωγή του δημιουργού, την οικογένεια, το χωριό ή την πόλη, τη γειτονιά, το σχολείο, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, τους πρώτους φίλους και τις πρώτες αγάπες και άλλα πολλά.
Το ειδικό βάρος αφορά στον εντελώς ξεχωριστό και διακριτό χαρακτήρα του έργου του, ο οποίος οφείλεται στο προσωπικό του ύφος, που το προσδιορίζουν ειδικοί -κάποιες φορές και ανεξερεύνητοι- παράγοντες και που τον διαφοροποιεί από άλλους, παλιότερους ή σύγχρονους δημιουργούς, ακόμη και τους συγγενέστερους στο στυλ του.
Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σχετικά σε πολλές περιπτώσεις πνευματικών ανθρώπων και καλλιτεχνών, τηρουμένων των αναλογιών, βέβαια. Θα φέρω ένα παράδειγμα : τα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του Σεφέρη στη γη της Ιωνίας, οι σπουδές του, η μελέτη της αρχαίας τραγωδίας, η συνείδηση της ιδιομορφίας και της υψηλής πολιτιστικής προσφοράς του μικρασιατικού ελληνισμού αλλά και η εμπέδωση ενός αδιάπτωτου πένθους για τον ξεριζωμό του γένους, έδωσαν ως καταγωγικά στοιχεία στην ποίησή του τον βαρύθυμο και άγρια τραγικό, «ελληνικό», χαρακτήρα της.
Το ειδικό βάρος το έδωσαν το παίδεμα της ψυχής και η λαμπρότητα του μυαλού του δημιουργού, η προσωπική, άκρα ποιητική και κοινωνική ευαισθητοποίησή του, που δούλευαν σε αγαστή συνεργασία πέρα, πίσω και πάνω απ’ την καταγωγική μοίρα της ποίησής του. Αλλά κυρίως το μεγάλο μυστικό του, το μυστικό εκείνο, που στους ξεχωριστούς δημιουργούς, όλοι το υποψιαζόμαστε, μερικοί το γνωρίζουμε αλλά δε μιλάμε ποτέ γι’ αυτό. Και μαζί μ’ αυτά, βέβαια, για την ολοκλήρωση της τέχνης του συνέργησαν το μοναδικό ταλέντο και η συστηματική εργασία.
Με βάση αυτούς τους συλλογισμούς θα ξετυλίξω τη σκέψη μου γύρω απ’ την περίπτωση Καζαντζή. Ο Καζαντζής είναι ένας εξαίρετος μαθητής. Μελέτησε καλά και αφομοίωσε τα παραδείγματα των κλασικών συνθετών της Ευρώπης και τη σύγχρονη παγκόσμια μουσική, ενώ ταυτόχρονα εξελίχτηκε σε θαυμάσιο πιανίστα. Ερεύνησε τους δικούς μας κλασικούς, αφέθηκε να επηρεαστεί από τους καινοτόμους της μεταπολεμικής ελληνικής λαϊκής μουσικής, το Θεοδωράκη και ιδίως το Χατζιδάκι, αλλά και τους άξιους επιγόνους τους, όπως ο Κουγιουμτζής, ο Μούτσης, ο Σπανός και άλλοι. Δεν έμεινε ανεπηρέαστος και από πρόσφατους πειραματισμούς στο τραγούδι, όπως το λεγόμενο «νέο κύμα» καθώς και από άλλες νεωτερικές τάσεις. Σίγουρα, όμως, αγάπησε και το ρεμπέτικο και το λαϊκό του 60, το Μάρκο και τον Τσιτσάνη αλλά και τον Καζαντζίδη και το Μπιθικώτση, ακόμη κι όταν αυτό δεν είναι ευδιάκριτο και η επισήμανση του προκαλεί αμηχανία ή απορία. Πάντοτε, όμως, τα πρόσωπα και τα έργα της τέχνης έχουν και μια κρυφή, υπόγεια όψη και προσφέρονται, ασφαλώς, σε μια δεύτερη προσεκτικότερη ανάγνωση.
Ταυτόχρονα, η προσφυγική καταγωγή του, η γέννηση και το μεγάλωμά του στης ελεύθερες αλάνες της Καλαμαριάς, μέσα σε μια, -ευτυχώς- φτωχή κάποτε, αλλά γι’ αυτό και με καθαρό πρόσωπο αλλά και πάμπλουτη σε προσφορές επικοινωνιακών δεσμών, συνοικία, του χάρισε ελευθερία έκφρασης, και ανθρώπινο πρόσωπο, με την έννοια της δυσεύρετης στις μέρες μας «ανθρωπιάς», κάποια κοινωνική άνεση, και ίσως κάποια βαθύτερη πολιτικοποίηση. Κι αυτή η προίκα, είναι φανερό ότι ακολουθεί το δημιουργό και σφραγίζει τη δουλειά του. Αυτά ως προς την ειδική καταγωγή.
Λίγα λόγια και για το ειδικό βάρος, το οποίο σταθμίζει και την ειδοποιό διαφορά αυτού του άξιου εργάτη της μουσικής τέχνης. Ο ποιητικός χαρακτήρας των συνθέσεων του Καζαντζή δε βασίζεται μόνο στις βαθύτερες επιλογές του και στις μουσικές και ποιητικές του επιδράσεις. Σε όλες τις συνθέσεις του, (ανεξάρτητα αλλά παράλληλα και με τους συνήθως προσεγμένους και τεχνικά άρτιους αλλά και ενδιαφέροντες στίχους των συνεργατών του ποιητών και μαζί με τις άψογες εκτελέσεις που επιχειρούν οι σολίστες μουσικοί που τον συνοδεύουν) υπάρχει κάτι το ουσιαστικότερο και δυνατότερο, που αφορά στην ιδιοσυστασία της ψυχής του ανθρώπου ή καλύτερα στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Καζαντζής συνδιαλέγεται με έναν κόσμο που ξεφεύγει απ’ το εφήμερο. ξεγλιστράει απ’ το προσγειωμένο, αποδρά απ’ το γήινο, το ωμό, το ρεαλιστικό. Συνδιαλέγεται με το ζεύγμα «ζωή-θάνατος» περνώντας απ’ το ένα στο άλλο με μια παράδοξη φυσικότητα. Συναλλάσσεται με τους αέρηδες, τις καταιγίδες, τα πουλιά και τα σύννεφα, τα δέντρα και τους ωκεανούς, ακόμη και με τα ανθρώπινα όντα, όχι σα να είναι κομμάτια αυτού, του υπαρκτού κόσμου, αλλά σα να έχουν στοιχειώσει σ’ έναν άλλο κόσμο, όχι έναν κόσμο ιδεών αλλά συμβόλων, έναν κόσμο, ίσως, των θαυμάτων και των θρύλων. Με μια συμπεριφορά δημιουργού, κάπως «πειραγμένου» απ’ τα πάθη του και κυνηγημένου από την αβάσταχτη και βέβηλη αλήθεια της ζωής μας, με τον τρόπο θα’ λεγα, ενός ένθεου παγανιστή, αγαπάει -με όπλο την φαντασία και την τόλμη- να προσεύχεται συνομιλώντας με τα δαιμόνια που τον τριγυρίζουν και να υπηρετεί τις ενοράσεις του, που εκπροσωπούνται από μύχιες δυνάμεις, οι οποίες ανοίγουν την αυλαία, αποτελούν τα εισόδια για την έλευση στο ναό της γνήσιας δημιουργικής τέχνης του.
Αλλά ο ναός του δεν έχει στη βιτρίνα του εκκωφαντικές τρομπέτες, αγέρωχες πενιές ή περιττή μαγκιά, δε μας οδηγεί σε ένα γαλαξία εκρήξεων, ούτε είναι μια πανδαισία φωτοβολίδων και αστραπών. Η δουλειά του γίνεται αργά, σταθερά, με το μαλακό, χωρίς υστερίες και κόμπλεξ. Και σκάβει το μέσα μας τρυφερά και υποδόρια αλλά σταθερά. Ο Καζαντζής έχει τη δική του πετυχημένη μέθοδο για να μας κερδίζει. Η χορεύτρια είναι πιο λαχταριστή, όταν ξέρει να μην αποκαλύπτει πρόστυχα όλο το μπούστο της. Κι ο τίμιος άντρας δεν κοκορεύεται πότε για τα ξεπαρθενέματά των γυναικών που κατακτά, δε μισεί τους «διαφορετικούς» ομοφύλους του και δεν τσιγαρίζει την ψυχή του με την καυστική ψυχοφθόρα ζήλια απέναντι στους εταίρους του. Ο Καζαντζής είναι σεμνός, διακριτικός, δημοκρατικός με το τραγούδι του. Είναι ο τεχνίτης που έχει σωστή αντίληψη του μέτρου στα πράγματα και υψηλή αίσθηση των αρμονικών τόνων στη μελωδία. Αλλά το μέτρο αυτό διαταράσσεται, επειδή κάποια νεράιδα, ίσως, κάποτε, έριξε φαρμάκι στο μεδούλι του δαγκώνοντας τα χείλη του στον ύπνο. Γι’ αυτό και στέκεται ακριβώς στο μεταίχμιο ανάμεσα στο βατό και το άβατο, ανάμεσα στο πεπατημένο και την απογείωση, ανάμεσα στο εφήμερο και το αιώνιο. Όχι υπερυψωμένα κρεσέντο, όχι εκπυρσοκροτήσεις, ούτε θεόρατα σάλτα. Αλλά αιώρημα στο κενό και σίγουρη ισορροπία, σαν ακροβάτης πάνω σ’ ένα αόρατο νήμα, απ’ όπου κρέμεται το βάρος της δίδυμης, μουσικής και ποιητικής του ευαισθησίας, χωρίς, όμως, να έχει απόλυτο αντίκρισμα ή μάλλον χωρίς ταίρι. Εσωτερικοί φόβοι; Φαρμακερές αγωνίες; Υπαρξιακά βασανιστήρια; Το κυνήγι του χρόνου; Στερήσεις; Ταλαιπωρίες από το ταξίδι στο βασίλειο των Ερώτων; Πάντως λαχτάρα κι απελπισμένη αναζήτηση του προσώπου που λείπει. Και πίσω απ’ αυτά, ίσως, ένας χαμένος, για πάντα και για όλους μας, Παράδεισος. Ο Γιώργος έχει συνείδηση της απώλειας του Παραδείσου και είναι βαθιά ανήσυχος. Πορεύεται σε μιαν άβυσσο τραγουδώντας το φόβο, τον οδυρμό της γης, την άρνηση και το θάνατο αλλά και τη γιατρειά, την άγρια χαρά, τους πόθους και τη λύτρωση. Είναι ένας «αμαρτωλός αναμάρτητος». Ταυτόχρονα είναι ένας αδιάλλειπτα ευάλωτος και ανήσυχος έφηβος. Με εφόδιο το γνήσιο λυρικό του πάθος γράφει μελωδίες και τραγούδια για να μας φέρει πίσω τα κομμάτια αυτού του χαμένου Παραδείσου, καθώς και γιατί ψάχνει το ταίρι του. Το ταίρι που δε βρήκε ακόμη και η έλλειψή του τον βασανίζει αδιάκοπα.
Όταν παίζει πιάνο χωρίς να τον συνοδεύουν οι άξιοι ερμηνευτές του, η Λιζέτα, ο Καρακότας, ο Ζερβουδάκης, ο Πρατσινάκης, ο Θεοχαρίδης, ο Παπαζήσης, ο Χατζημανώλης, ο Παυλίδης, η Ντιλέκ, η Βούλα Σαββίδη ή άλλοι ωραίοι και αισθαντικοί τραγουδιστές, που βαραίνουν, όμως, ή προσανατολίζουν με την ερμηνεία τους το τραγούδι προς τη κατεύθυνση που θέλουν ή που γνωρίζουν, όταν, λοιπόν, παίζει τις συνθέσεις του στο πιάνο, σόλο, αναρωτιέμαι για τα αισθήματα που δημιουργούνται στους ακροατές του : επισφαλής μελαγχολία, διάθεση για βαθύτερη ενδοσκόπηση, ανατροπή της εύκολης και εύπεπτης αντίληψης για το τραγούδι και τη μουσική, συμπαθές άγχος που οδηγεί στη συναισθησία, στην προσπάθεια για συνεύρεση και ένωση και όχι στην αναισθησία και το αποκάρωμα. Ούτε, όμως, και στο πλήρες αποτέλεσμα της ηδονής, στην ολοκλήρωσή της. Με τον Καζαντζή παγιδεύεσαι σε μιαν ανεξερεύνητη αλλά ελκυστική περιοχή, που την ανιχνεύεις σα να ερωτοτροπείς ή σα να ερωτεύεσαι ή σα να κάνεις έρωτα, χωρίς να θέλεις, ίσως και χωρίς να μπορείς να τελειώσεις. Ο συνθέτης, τη σπαρακτική του αγωνία της υπαρξιακής, της ερωτικής και της ανθρώπινης αναζήτησης, τη διοχετεύει στο μέλος, το περίσσευμα της αγωνίας του φροντίζει να αντιστοιχηθεί με τη στιχουργική επένδυση, το κύρος της ερμηνείας, την ακρίβεια των ενορχηστρώσεων και την ευαισθησία των εκτελέσεων. Ο Καζαντζής είναι, με το μουσικό του τρόπο, ένας μάγος της υπαρξιακής και της ερωτικής αγωνίας.
Ο Καζαντζής δεν έχει όνομα προκάτ, ούτε έργο που παρήγαγαν οι δοκιμαστικοί σωλήνες των δουλεμπόρων της σύγχρονης «έντεχνης» ελληνικής μουσικής βιομηχανίας. Έχει την εντελώς προσωπική του, ιδιάζουσα και βαρύνουσα μουσική κατάθεση, καλλιτεχνική αυθεντία και αυτοτέλεια.
Τέλος, πέρα από τα καλλιτεχνικά, θα αναφερθώ σύντομα στην προσωπικότητά του. Ο Καζαντζής είναι υποδειγματικός ως συνεργάτης και συνάδελφος, και γλυκύτατος φίλος. Ανθρώπινος, τρυφερός, αλτρουιστής, φιλαλήθης, γενναιόδωρος, με μορφή γαλήνια και καλοσυνάτη και φιλάνθρωπη συμπεριφορά που παραπέμπει στο βιβλικό Σαμαριτισμό, συνοδεύει τη θετική, χρήσιμη και ζεστή ανθρώπινη παρουσία του με την εναγώνια και δημιουργικά αγχωμένη και βασανισμένη από την άσκηση αλλά απογειωτική ποιητική μουσική του. Κανείς δεν ξεφεύγει απ’ αυτό που πραγματικά είναι. Κι ο Γιώργος, είμαι σίγουρος πως θα είναι πάντοτε ένας όχι εύκολος αλλά αληθινά καλός άνθρωπος. Και κυρίως, ένας εξαίρετος μουσικοσυνθέτης, ένας δημιουργός υψηλής στάθμης, με ύφος εντελώς προσωπικό, πρωτοτυπία και ενδιαφέρον. Η φυσική του ανάγκη για αναζήτηση της ολοκλήρωσης του προσώπου του μέσα από τους δρόμους της έρευνας, του πειραματισμού, της γνησιότητας, της δημιουργίας, (και με την παρακαταθήκη μίας σημαντικότατης μέχρι σήμερα κατάθεσης έργου), θα μας δώσει ακόμη πιο ώριμους και αξιόλογους καρπούς.
Θα τελειώσω με την ανάγνωση ενός ποιήματος, που ταιριάζει στο Γιώργο. Είναι του σπουδαίου ποιητή Άδωνη, από τη Λαοδίκεια της Συρίας. Λέγεται «Η ήττα».
Σας μεταπλάθω, τώρα, άσματά μου,
Σε σύννεφα, ελεγείες και βροχή.
Το φόνο αναδεύω με τη χάρη
Πλέκοντας με τις λόγχες της ήττας
Τη σημαία του χρώματος και της αυγής.
Βασίλειό μου η μαγεία, η φωτιά
Και η ευωχία. Στρατός μου, η ομίχλη.
Και ήττα, ο κόσμος.
Γιώργο σ’ αγαπώ πολύ
Σας ευχαριστώ
-Η φωτογραφία, ιστορική : από την παρουσίαση της έρευνάς μου "Οι Ζειμπέκοι της Μικράς Ασίας" το 2005, με ομιλητή τον Μανώλη.
Τριαντάφυλλος Μυταφίδης - Μανώλης Ρασούλης - Βούλα Σαββίδη - Νίκος Παπάζογλου - Γιώργος Καζαντζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου