Γιάννης Καλογερόπουλος
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Ο Εντουάρ Λεβέ, με ακαδημαϊκές σπουδές στα οικονομικά και αυτοδίδακτος στη φωτογραφία και τη ζωγραφική, αυτοκτόνησε στο Παρίσι στις 17 Οκτωβρίου του 2007, σε ηλικία σαράντα δύο ετών. Δέκα μέρες νωρίτερα είχε παραδώσει στον εκδότη του το χειρόγραφο του τελευταίου του βιβλίου, με τίτλο «αυτοχειρία». Στο συγγραφικό του έργο επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας (OuLiPo) και κυρίως από τον πλέον επιφανή εκπρόσωπό του, Ζορζ Περέκ.
Το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Τα έργα», έχει τη μορφή ενός καταλόγου έκθεσης και αποτελείται από τίτλους και περιγραφές πεντακοσίων δυνητικών εικαστικών έργων. Η συγγένεια με την περεκική Ιδιωτική πινακοθήκη (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Υψιλον, 1992) είναι ορατή. Του Ημερολογίου ακολούθησε η «Αυτοπροσωπογραφία» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, opera, 2014), που συνομιλεί με το «Ενας άνθρωπος που κοιμάται» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Υψιλον, 2020).
Εδώ ο Λεβέ επιδιώκει να αποδώσει λεκτικά εκείνο που υπό αναλογία θα συλλάμβανε το φως στο χαρτί και θα αποκάλυπτε το μολύβι στον καμβά, παραθέτοντας, εμμονικά σχεδόν, παρατηρήσεις σχετικά με τον εαυτό του, τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές, επιδιώκοντας, θαρρείς, να απαντήσει στο ερώτημα: πόσο πλήρης μπορεί να είναι μια λίστα σαν κι αυτή; Παρά τον εγωκεντρικό χαρακτήρα του εγχειρήματος, ο Λεβέ πετυχαίνει να εμπλέξει τον αναγνώστη στη δική του αυτοπροσωπογράφηση, αρχικά σημειώνοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές με τον συγγραφέα, ακολούθως δρώντας αυτόνομα. Σε μια από τις καταχωρήσεις της «Αυτοπροσωπογραφίας» ο Λεβέ σημειώνει πως «έφηβος, νόμιζα πως το Ζωή οδηγίες χρήσεως θα με βοηθούσε να ζήσω και το Αυτοκτονία οδηγίες χρήσεως να πεθάνω».
Με την αυτοχειρία, ο Λεβέ μοιάζει να απομακρύνεται λογοτεχνικά από την υψηλής έντασης επιρροή του εργαστηρίου, καθώς η δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης αφήγηση διαθέτει ένα αυτοβιογραφικό εμβαδόν στήριξης, την αυτοκτονία, είκοσι χρόνια πριν, ενός παιδικού του φίλου, προς τον οποίο και μονολογεί ο αφηγητής Λεβέ. Η αυτοχειρία του Λεβέ, δέκα μέρες αφότου παρέδωσε το χειρόγραφο, έρχεται να καταλύσει έναν από τους βασικούς, αν όχι τον πλέον βασικό, αναγνωστικό άξονα πρόσληψης της μυθοπλασίας, τη σύμβαση της επινόησης. Η ύστερη αυτή καταχώρηση στη βιογραφία του συγγραφέα έρχεται να προσδώσει κρυμμένα νοήματα, νήματα σύνδεσης και μια υπό αίρεση τραγική ειρωνεία στην ανάγνωση.
Η δυνητικότητα της λογοτεχνίας να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Στο εμπνευσμένο επίμετρο, η Κατερίνα Χανδρινού (που το μετέφρασε αριστοτεχνικά) ισχυρίζεται πως το «εσύ» θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα διαιρεμένο εγώ· ο μισός Λεβέ που έχει ήδη περάσει στην απέναντι όχθη, έχοντας λάβει την απόφαση να δώσει εκούσιο τέλος στη ζωή, και ο άλλος μισός που ακόμα παραμένει ανάμεσα στους ζώντες, για να ολοκληρώσει αυτή την αντιφατική πράξη δημιουργίας. Ποτέ κανείς δεν θα μάθει, ωστόσο.
Η ιδιαίτερη επιλογή της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης δημιουργεί εξαρχής μια έντονη δυναμική, στην οποία είναι δύσκολο να διακριθούν τα πραγματικά συναισθήματα του αφηγητή απέναντι στον αυτόχειρα. Η αυτοκτονία είναι μια από τις πλέον κατακριτέες ανθρώπινες πράξεις, σχεδόν αδύνατο να τύχει δικαιολόγησης, πόσο μάλλον κατανόησης. Ο αυτόχειρας είθισται να κατηγορείται –ω, τι ειρωνεία!– για κίνητρα άκρως εγωιστικά, για τον πόνο που προκάλεσε στους οικείους του, μεταξύ άλλων.
Το δίπολο είναι δεδομένο, καλό πράγμα η ζωή, άσχημο πράγμα ο θάνατος, και επί της βεβαιότητας αυτής βαδίζει εδώ και αιώνες σύσσωμη η ανθρωπότητα. Ο αφηγητής, ωστόσο, στέκει συναισθηματικά ουδέτερος, δεν κρίνει την πράξη, δεν αφορίζει, δεν δικαιολογεί και δεν θρηνεί όλα όσα οριστικά ματαιώθηκαν στη σχέση των δύο. Θυμάται και καταγράφει επεισόδια της ζωής του φίλου του, υποθέτει αρκετά για να καλύψει τα αναπόφευκτα κενά. Στέκεται μακριά από τον οποιονδήποτε μεταφυσικό ή φιλοσοφικό στοχασμό, μην επιτρέποντας στιγμή στη δική του αγωνία να εισέλθει.
Ωστόσο, παρά τη συναισθηματική κυρίως απόσταση που παίρνει ο αφηγητής, ο αναγνώστης αργά ή γρήγορα εμπλέκεται. Η διαρκής απεύθυνση και η χρήση του ιστορικού ενεστώτα ευθύνεται εν πολλοίς γι' αυτό, η αντίστιξη μιας ζωντανής αφήγησης που ο κεντρικός της ήρωας είναι νεκρός.
Η αποσπασματικότητα της αφήγησης και η έλλειψη γραμμικότητας, η απουσία δηλαδή εμφανούς άρμοσης, χαρακτηρίζουν την αυτοχειρία. Ανάμεσα στα διάφορα επεισόδια από τη ζωή του αυτόχειρα παρεμβάλλονται φράσεις που θα συνέθεταν μια προσωπογραφία, φράσεις που διακόπτουν την επιμέρους ροή, λειτουργώντας ως εφέ του μοντάζ για τη συρραφή και τη μετάβαση. Παρά την απουσία ενός συνδετικού ιστού, η αυτοχειρία διακρίνεται για τη συνοχή της. Ολα μοιάζουν στη θέση τους, παρότι ατάκτως ερριμμένα· είναι οι καλά χωνεμένες λογοτεχνικές επιρροές και η ενασχόληση του Λεβέ με τη σύνθεση που επιτρέπουν στην αφήγηση να λειτουργήσει με βάση τον άναρχο μηχανισμό της ανακαλούμενης μνήμης.
Η οριστικότητα του θανάτου είναι παραλυτική. Ο Λε Τελιέ, στην «Ανωμαλία» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, opera, Αθήνα 2021), που επίσης κυκλοφόρησε πρόσφατα, δίνει στον δικό του Λεβέ μια δεύτερη ευκαιρία να προσγειωθεί ξανά στον κόσμο· ένας φόρος τιμής, όχι ο πρώτος, του Λε Τελιέ στον κάποτε λογοτεχνικό συνοδοιπόρο Λεβέ, υπό τη μορφή –τι άλλου παρά– παιχνιδιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου