30.8.21

Διονύσης Στεργιούλας: Εναλλαγές ποιητικού τοπίου (Το άλλο μισό του ουρανού / Ελληνίδες ποιήτριες του εικοστού αιώνα, Ανθολόγηση-Πρόλογος: Σωτήρης Παστάκας – Σταύρος Γκιργκένης, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2020)


Σωτήρης Παστάκας
Ο καταιγιστικός ρυθμός με τον οποίο εκδίδονται κάθε είδους και στόχευσης ανθολογίες ελληνικής ποίησης τα τελευταία χρόνια δεν αφήνει το περιθώριο για ουσιαστική και συστηματική μελέτη όχι μόνο του φαινομένου αυτού γενικότερα αλλά συχνά ούτε και της κάθε προσπάθειας ξεχωριστά. Στην ανθολογία με τίτλο Το άλλο μισό του ουρανού παρουσιάζονται (με μικρό αριθμό ποιημάτων τους) 159 ελληνίδες ποιήτριες του εικοστού αιώνα. Το ογκώδες υλικό που έπρεπε να διερευνηθεί κατά τη φάση της προετοιμασίας δείχνει ότι προηγήθηκε χρονοβόρα εργασία, επομένως και εξοικείωση με τις εκατοντάδες ποιητικές συλλογές που λειτούργησαν ως πηγές. Οι δύο ανθολόγοι, Σωτήρης Παστάκας (1954) και Σταύρος Γκιργκένης (1972), ποιητές και οι ίδιοι, έχουν ασχοληθεί και στο παρελθόν με γραμματολογικές εκδόσεις και με την έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών. Ο βασικός προβληματισμός τους αποτυπώνεται εδώ στο μάλλον ρητορικό ερώτημα, με το οποίο αρχίζει ο σύντομος πρόλογος: «Η ποίηση έγινε γυναικεία υπόθεση;». Την ίδια πρόταση, ελαφρώς παραλλαγμένη, συναντάμε και στο τέλος του προλόγου: «Η ποίηση έγινε, λοιπόν, αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση;». Όπως και στις περισσότερες σύγχρονες ανθολογίες ποίησης, οι ανθολόγοι δεν δίνουν στοιχεία για τον τρόπο που εργάστηκαν, για τη μεθοδολογία και για τα κριτήρια επιλογής προσώπων και ποιημάτων ούτε και βιογραφικές ή εργογραφικές πληροφορίες. Έτσι, ο αναγνώστης καλείται να πλεύσει σε μία εν πολλοίς άγνωστη θάλασσα (ή, σύμφωνα και με τον τίτλο του βιβλίου, να ξεκινήσει την πτήση του στο «άλλο μισό του ουρανού») με εφόδια την αγάπη του για την ποίηση και την κατηγοριοποίηση των ποιητριών σε πέντε ομάδες με κριτήριο το έτος γέννησής τους: «Ποιήτριες γεννημένες ως το 1945», «1946-1965», «1966-1975», «1976-1985» και «1985 και εξής». Η σειρά των ονομάτων στην κάθε κατηγορία είναι αλφαβητική. Η έλλειψη «οδηγιών πλεύσης» κρύβει ωστόσο και μία θετική διάσταση. Η χαρά και τα συμπεράσματα από την ανάγνωση των ποιημάτων θα είναι πρωτογενή, θα οφείλονται αποκλειστικά στον ποιητικό λόγο και όχι στις συνοδευτικές πληροφορίες. Εξάλλου, εδώ και χρόνια, οι διαδικτυακές αναζητήσεις περαιτέρω πληροφοριών συνοδεύουν ή ακολουθούν την ανάγνωση σχεδόν κάθε βιβλίου. Καθώς περνάμε από την πρώτη χρονολογική κατηγορία στις επόμενες, διαπιστώνουμε ότι τα γνωστά ονόματα των παλαιότερων ποιητριών, των οποίων το έργο έχει αποτιμηθεί πολλαπλώς στο παρελθόν από κριτικούς και ανθολόγους, δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε νεότερες ποιήτριες, με έργο που βρίσκεται ακόμη στη φάση της διαμόρφωσης ή και στην αρχή του. (Η νεότερη ποιήτρια της ανθολογίας γεννήθηκε το 1995.) Τα κριτήρια των ανθολόγων, σε ό,τι αφορά τις παλαιότερες ποιήτριες, είναι κυρίως γραμματολογικά, ενώ, σε ό,τι αφορά τις νεότερες, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό προσωπικά και υποκειμενικά. Η εργασία τους θα κριθεί κατά τη γνώμη μου από τις επιλογές των τελευταίων κατηγοριών, αφού δύσκολα θα είχε κανείς αντίρρηση για την ανθολόγηση, για παράδειγμα, ποιημάτων της Γαλάτειας Καζαντζάκη, της Μυρτιώτισσας, της Ζωής Καρέλλη, της Ανθούλας Σταθοπούλου, της Μάτσης Χατζηλαζάρου, της Ελένης Βακαλό, της Μαντώς Αραβαντινού και της Κατερίνας Γώγου. Για να κριθεί όμως περισσότερο αντικειμενικά μία εργασία σαν κι αυτή, θα πρέπει να μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο παράγοντας χρόνος λειτουργεί σε ανάλογες περιπτώσεις ως ο πλέον δίκαιος και αυστηρός ανθολόγος. Εκτός όμως από τις διαφορές μεταξύ ποιητικών γενεών, υπάρχουν και οι διαφορές ποιητικών «σχολών», περιεχομένου και τεχνοτροπίας. Ο συνδυασμός χρονολογικής και αλφαβητικής ταξινόμησης προσφέρει στον αναγνώστη μία πληρέστερη εικόνα για την εποχή και για το λογοτεχνικό πλαίσιο στο οποίο δημιούργησε το έργο της η κάθε ποιήτρια, αλλά ταυτόχρονα τον καθιστά αποδέκτη αντικρουόμενων μηνυμάτων (π.χ. η Κική Δημουλά ακολουθείται από την Ιφιγένεια Διδασκάλου). Αν βέβαια δεχτούμε ότι μία ανθολογία δεν διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, μια κι έξω, αλλά ως πηγή και ως βιβλίο αναφοράς, το πρωτεύον εδώ είναι η συγκέντρωση του διάσπαρτου σε πλήθος ποιητικών συλλογών (και κατά κανόνα δυσεύρετου) υλικού και η δυνατότητα πρόσβασης σε έναν βιότοπο με διαφορετικά είδη ποιητικής ζωής. Μήπως τελικά, πέρα από τις επιφανειακές ή τις δηλωθείσες προθέσεις των δημιουργών της συγκεκριμένης αλλά και άλλων ανθολογιών, βαθύτερος στόχος είναι η πιστή υπηρέτηση της θρησκείας που ονομάζεται Ποίηση; Η αποτίμηση μίας ανθολογίας πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνεται με βάση δύο άξονες: την αξιολόγηση του τρόπου εργασίας των ανθολόγων (δομή του βιβλίου, μεθοδολογία, κριτήρια επιλογής δημιουργών και έργων, αντιπροσωπευτικότητα, φιλολογική τεκμηρίωση) και την αξιολόγηση του καθεαυτό λογοτεχνικού περιεχομένου. Σε σχέση με τον πρώτο άξονα, είναι σαφής η πρόθεση των ανθολόγων να αποφύγουν την παράθεση εξωκειμενικών πληροφοριών, καθώς και τις θεωρητικές προσεγγίσεις, αφήνοντας έτσι χώρο στα κείμενα «να μιλήσουν». Όσο για τα φιλολογικά συμπεράσματα, μπορεί να προκύψουν, μπορεί και όχι. Η ανθολογία είναι όχι μόνο αντιπροσωπευτική του θέματος και της εποχής που καλύπτονται, αλλά και εξαιρετικά περιεκτική. Ο πολύ μεγάλος αριθμός ποιητριών (και ποιημάτων) που φιλοξενούνται γεννά τη σκέψη ότι οι πιθανές ενστάσεις δεν θα σχετίζονται με ονόματα που λείπουν, αλλά με ονόματα που συμπεριλαμβάνονται. Σε σχέση με τον δεύτερο άξονα, στέκομαι προς το παρόν στην εμπειρική άποψή μου: απόλαυσα την αρχική ανάγνωση των ποιημάτων και την ποιότητα πολλών από αυτά και είναι σίγουρο ότι θα ακολουθήσουν και άλλες αναγνώσεις. Κάθε σύγκριση με τις γνωστές παλαιότερες ανθολογίες ελληνικής ποίησης, που είχαν δομηθεί με άλλη λογική και σε μία εντελώς διαφορετική βάση, θα αδικήσει και τη μεν και τις δε. Οι αναγνώστες της ανθολογίας θα έρθουν αντιμέτωποι με ποικίλα συναισθήματα, αφού οι εναλλαγές του ποιητικού τοπίου είναι διαρκείς. Οι αισθητικές τους προτιμήσεις άλλοτε θα συγκλίνουν και άλλοτε θα αποκλίνουν από το ένστικτο και τα κριτήρια των ανθολόγων. Παρά τα όσα κατά καιρούς λέγονται και γράφονται, φαίνεται ότι ένα σημαντικό μέρος του αναγνωστικού κοινού διψά για καλή ποίηση. Κάθε καλοπροαίρετη προσπάθεια για σβήσιμο αυτής της δίψας, ιδιαίτερα όταν και το συνολικό πρόσημο είναι θετικό, πρέπει να γίνεται δεκτή με ικανοποίηση και αισθήματα αισιοδοξίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: