Ελένη Παπαργυρίου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Αν ένας άνθρωπος φωτογραφίζεται την ώρα που κάνει άλμα στον αέρα, θα προσγειωθεί άραγε ποτέ; Εφόσον η φωτογραφία παγιώνει τον χρόνο, εφόσον αποτυπώνει μια απειροελάχιστη στιγμή αποκόπτοντάς την από τη χρονική της ακολουθία, δεν μπορεί παρά να αφηγείται το παρόν: δεν μπορεί να μας πει τίποτα για όσα προηγήθηκαν της σκηνής που αποτυπώνει ούτε όσα θα γίνουν. Ο άνθρωπος θα μείνει για πάντα μετέωρος.
Η διαρκής προσήλωση της φωτογραφίας στο παρόν συνεπάγεται ότι οι αφηγηματικές δυνατότητές της είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Μια φωτογραφία από μόνη της δεν λέει τίποτα. Για να υπάρξει μια ιστορία πίσω από αυτήν, πρέπει κάποιος να τη διηγηθεί. Πάνω στην προϋπόθεση αυτή στηρίζεται το βιβλίο του Σπύρου Στάβερη Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία.
Πατώντας στην αφετηρία του φωτογραφικού του αρχείου, ο Στάβερης ξετυλίγει τις ιστορίες των εικόνων του. Ποιος ήταν όταν τις τράβηξε και πού βρέθηκε; Ποιοι είναι οι αινιγματικοί πρωταγωνιστές τους; Εγκλωβισμένα σε μια αέναη παροντικότητα, τα πρόσωπα μας κοιτούν χωρίς να γνωρίζουν τι πρόκειται να τους συμβεί, διασταυρωμένα με κάτι που μπορεί να ονομαστεί πεπρωμένο, ανίδεα για τις τραγωδίες (ή την ευτυχία) του μέλλοντός τους. Μια ειρωνική τοποθέτηση μέσα στον χρόνο.
Οι περισσότερες φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στον τόμο, όπως και τα κείμενα που βασίζονται σε σημειώσεις και τετράδια ημερολογίου, γενεαλογούν τις απαρχές της φωτογραφικής καριέρας του Στάβερη στην Ελλάδα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά, όταν μετεγκαταστάθηκε από το Παρίσι στην Αθήνα, χωρίς να λείπουν και προγενέστερες παρισινές αναμνήσεις. Τα δίπτυχα φωτογραφίας και κειμένου αποτυπώνουν ευδιάκριτα μια διάθεση εξερεύνησης της αθέατης ανθρωπογεωγραφίας της αθηναϊκής πρωτεύουσας που βρίσκεται μακριά από το κλασικοκεντρικό της προφίλ.
Στην Ακρόπολη δεν αποτυπώνεται το μνημείο, αλλά μια Βαρκελωνέζα τρανς μαζί με τον σύντροφό της, τους οποίους ο φωτογράφος ακολούθησε απορροφημένος από την αύρα τους. Βαθιά ανθρώπινος, ο Στάβερης φωτογραφίζει αποκλειστικά πρόσωπα, προσπαθώντας μέσα από το βλέμμα της κάμερας να μάθει τις ιστορίες τους. Πρόσωπα παροδικά και ταυτόχρονα μόνιμα, που φωτογραφήθηκαν στο πέρασμά τους από την Αθήνα, όπως δυο κορίτσια από το Μεξικό, η Γκρέτελ και η Μπέρτα, μια μικρή Κούρδη προσφυγοπούλα στο ξενοδοχείο Cairo City, η Φιλιππινέζα Aprilia, άνθρωποι του χειρωνακτικού μόχθου, άνθρωποι της νύχτας και του περιθωρίου. Οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 είναι μια μεταπολιτευτική εποχή ανεμελιάς και ζυμώσεων, που δεν φοβάται.
Πρόσωπα άγνωστα αλλά και γνωστά της εποχής πριν από το 2000, πριν από τη νομισματική ένωση: η Μαρία Δαμανάκη και ο Κώστας Σημίτης, ο παλαιστής του κατς Σουγκλάκος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Τον φωτογράφο δεν ενδιαφέρει τόσο η φυσιογνωμία των προσώπων όσο η ύπαρξή τους στον φυσικό τους χώρο. Ο ποιητής χαμογελάει καθισμένος στο στρωμένο ντιβάνι, όπου συνήθως παίρνει τον υπνάκο του στα διαλείμματα της δουλειάς, κάτω από τους πίνακες του Τσαρούχη. Τα πορτρέτα του Στάβερη δεν εστιάζουν σε ειδικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας και ποτέ δεν τραβιούνται από πολύ κοντά. Εστιάζουν, αντιθέτως, στη σχέση του προσώπου με τον χώρο που το περιβάλλει, δηλώνοντας ταυτόχρονα την παρουσία και τη διάδραση με το φωτογραφικό υποκείμενο. Ο Χριστιανόπουλος δεν χαμογελάει σε μας, χαμογελάει στον φωτογράφο που τον τραβάει.
Δεν βρίσκονται όλες οι φωτογραφίες του βιβλίου σε ευθεία σχέση με τα κείμενα που τις συνοδεύουν. Στο κείμενο «Dove vai Giuseppe» περιγράφεται η φιγούρα μιας γυναίκας από την Ιταλία που ταξιδεύει στην Κέρκυρα με τον άντρα της και το παιδί της. Η γυναίκα, απόμακρη και σκεπτική, γίνεται γρίφος για τον Στάβερη, που προσπαθεί να την τοποθετήσει ματαίως στον χώρο, προσπαθεί να καταλάβει τι σκέφτεται, ποιες είναι οι συνθήκες της ζωής της, πώς είναι η ίδια ευθυγραμμισμένη με τη ζωή αυτή. Η φωτογραφία που ανοίγει το κείμενο δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, η απεικόνιση μιας γυναικείας φιγούρας στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Είναι η εικόνα των εργατών που σκάβουν σε έναν δρόμο μπροστά από μια σταματημένη νταλίκα.
Σκάβει κανείς στο εσωτερικό του, προσπαθώντας να ανασύρει αναμνήσεις και κίνητρα πράξεων, να ανακαλέσει ποιος ήταν όταν τραβήχτηκε μια φωτογραφία. Διαβάζοντας το βιβλίο του Στάβερη, ως κείμενο και εικόνα, θυμάμαι τη θρυλική Ομόνοια 1980 των Γιώργου Ιωάννου και Ανδρέα Μπέλια. Το αίτημα εκεί ήταν να δούμε μαζί με τον συγγραφέα και τον φωτογράφο, να δούμε αυτό που βλέπουν, να επαναλάβουμε το βλέμμα, να εστιάσουμε την προσοχή μας. Παρομοίως, ο Στάβερης μας προσκαλεί να δούμε μαζί του, να παρατηρήσουμε αυτό που παρατηρεί, να σκεφτούμε γιατί βρέθηκε το συγκεκριμένο πρόσωπο στο κέντρο του κάδρου. Ταυτόχρονα, όπως τότε και ο Ιωάννου, συχνά αυτοβιογραφείται, μας δείχνει μια μακρινή εποχή του εαυτού του. Τον κοιτάμε κι εμείς. Σκεφτόμαστε τη ζωή μας.
Τα κείμενα του βιβλίου έχουν στοιχεία χρονικού, είναι όμως, θεωρώ, διανθισμένα και με μυθοπλαστικά στοιχεία. Καμία αφήγηση δεν μπορεί να περιγράψει το γεγονός με απόλυτη διαφάνεια. Πάντα επινοούμε την πραγματικότητά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου