15.8.21

Ο νεοελληνιστής που αγάπησε τα Ζωνιανά


Εικονογράφηση: ΤΙΤΙΝΑ ΧΑΛΜΑΤΖΗ
 Παύλος Παπαδόπουλος «Ελάτε να πυρωθείτε» σημαίνει «ελάτε να ζεσταθείτε» στα μυλοποταμίτικα, δηλαδή στην κρητική διάλεκτο που μιλούν στα χωριά του Μυλοποτάμου, όπως τα Ζωνιανά. Είχα «πυρωθεί» αρκετά καθώς περπατούσα σε θερμοκρασίες καύσωνα πηγαίνοντας να συναντήσω στην πλατεία Κολωνακίου τον Μάικλ Χέρτσφελντ, τον ανθρωπολόγο και νεοελληνιστή (μεταξύ άλλων ιδιοτήτων) του Χάρβαρντ. Βρετανός εβραϊκής καταγωγής, μου ζητάει να μιλήσουμε στα ελληνικά. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας σοβαρεύει ξαφνικά και μου λέει με κρητική προφορά: «Γρίκα επαέ, θαρρώ πως άνε ντακάρω να μιλώ ετσιέ, δε θα κατές μουδέ δροσέ» (Ακου ’δω, αν αρχίσω να μιλώ έτσι, δεν θα καταλάβεις ούτε μια στάλα δροσιά). Απολαμβάνει την έκπληξη που μου προκαλεί. Ανάλογη έκπληξη προκάλεσε σε Μυλοποταμίτες που τον πέρασαν για τουρίστα. Παρίστανε τον οργισμένο και τους απάντησε στα μυλοποταμίτικα να τον αφήσουν ήσυχο. Ο Μιχάλης, όπως μου ζητεί να τον αποκαλώ, είναι ένας ακαδημαϊκός με διεθνές κύρος για τις μελέτες και τα βιβλία του για την Ιταλία, την Ταϊλάνδη και κυρίως για την Ελλάδα. Τέσσερα από τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκεται «Η Ποιητική του Ανδρισμού» (2012) που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1985 με τίτλο «The Poetics of Manhood» και είναι το αποτέλεσμα της μελέτης που έκανε κατά την παραμονή του στα Ζωνιανά της Κρήτης τις δεκαετίες του ’70 και ’80. Προχωρημένο μεσημέρι, ο Μιχάλης έχει ήδη γευματίσει και αρκείται σε μια σόδα στο Peros. «Εχω ζήσει 11-12 χρόνια στην Ελλάδα και σχεδόν δύο από αυτά στα Ζωνιανά». Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του δεν είχε αποκαλύψει το όνομα του χωριού. Του είχε δώσει το φανταστικό όνομα «Γλέντι». «Το φανέρωσα μετά το 2007 γιατί κάποιοι δημοσιογράφοι μαύρισαν το όνομα του χωριού και αυτό είναι άδικο». 
 Η βεντέτα 
Υπερασπίζεται με πάθος την ηθική ακεραιότητα και τον ευγενή χαρακτήρα των περισσότερων κατοίκων των Ζωνιανών. Ναι, αλλά οι βεντέτες; «Η βεντέτα συνδέεται με έναν κώδικα συμπεριφοράς και ηθικής που είναι πολύ αυστηρός, αλλά αποτελεί διαστρέβλωση της πραγματικότητας να παρουσιάζεται σαν να πρόκειται για χωριό κακούργων. Σκέψου ότι όλοι φροντίζουν για τον “σασμό”, για την τελετή συμφιλίωσης και όχι για τη διαιώνιση της βεντέτας. Υπάρχει εκτίμηση στον επιδεικτικό ανδρισμό, αλλά θα ήθελα να υπερασπιστώ το καλό όνομα του χωριού γιατί γνωρίζω τους ανθρώπους. Γνωρίζω την υπερηφάνεια τους, αλλά και τη μεγάλη λύπη τους για το κακό όνομα που βγήκε. Η συνωνυμία του χωριού με τη βία δεν δικαιολογείται με τίποτα, και καλό θα ’ταν να ρωτήσεις ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται από μια τόσο μονόπλευρη προβολή του χωριού». Μου εξηγεί ότι κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό του χωριού είναι η αντίσταση στην κεντρική εξουσία σε ορισμένα ζητήματα και η πεποίθηση ότι οι κάτοικοι μόνοι τους μπορούν να ρυθμίσουν καλύτερα τις υποθέσεις τους χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Ακολουθεί η επιθυμία για μια συλλογική ζωή με τα κληρονομημένα γνωρίσματα και έθιμα του τόπου τους καθώς και η βεβαιότητα ότι όλα αυτά αντιπροσωπεύουν μια γνήσια κοινωνία. Υπερασπίζονται τη δική τους αυθεντικότητα, σε αντίθεση με τα ξενόφερτα, δυτικά μοντέλα που θέλουν να τους επιβάλουν οι γραφειοκράτες. Εχει παρατηρήσει ότι ανάλογες πεποιθήσεις μπορεί να συναντήσει κανείς σε παραδοσιακές κοινωνίες σε άλλες χώρες και πολιτισμούς, όπως στην Ταϊλάνδη. «Δεν είναι τυχαίο ότι ο δυτικός επισκέπτης αποκαλείται με παρόμοιες λέξεις στην Ελλάδα και στην Ταϊλάνδη: Φράγκος και Φαράνγκ. Ο ντόπιος, σε χώρες που ενώ δεν έγιναν ποτέ τυπικά αποικίες των δυτικών, ωστόσο υποχρεώθηκαν να δεχτούν την πατρωνία και την πολιτισμική καθοδήγηση των μεγάλων αποικιακών δυνάμεων, βλέπει τον δυτικό με ένα συνδυασμό θαυμασμού και μνησικακίας». 
 Η στάση της Δύσης 
Ο Μιχάλης μάς ξέρει σαν την παλάμη του. Εχει αποδώσει με την έννοια «κρυπτοαποικιοκρατία» ήδη από το 2002 αυτή την έμμεση αλλά καταπιεστική πολιτισμική ηγεμονία. Εχει διακρίνει πολλά ίχνη αυτής της πεποίθησης στην Ελλάδα, που όμως λέει ότι σβήνουν με τον καιρό. Η συζήτηση στρέφεται στη σύγκριση με τους προγόνους. Μου λέει ότι η επίμονη σύγκριση με το αρχαίο παρελθόν ήταν ένα εύρημα της Δύσης για να δικαιολογήσει τις παρεμβάσεις της στην Ελλάδα. «Η στάση της Δύσης ήταν περίπου η εξής: “Δεν είστε στο επίπεδο των προγόνων σας, γι’ αυτό εμείς θα σας βοηθήσουμε να τους φτάσετε”. Ηταν ένα προσβλητικό σχήμα για τους Ελληνες που δυστυχώς δεν έχει εξαφανιστεί πλήρως ακόμη, αν και σιγά σιγά γίνεται το αντικείμενο σοβαρής και ποικιλόμορφης κριτικής, μέσα και έξω από την ίδια την Ελλάδα». Ο Χέρτσφελντ πιστεύει ότι υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στην αρχαία και στη σημερινή Ελλάδα, η οποία αποδεικνύεται μέσα από τη συνέχεια της γλώσσας. Ωστόσο, οι λαογράφοι, οι φιλόλογοι και οι αρχαιολόγοι του 19ου αιώνα διαμόρφωσαν για τους Ελληνες ένα άπιαστο αρχαίο πρότυπο. «Οι Ελληνες αναφέρονταν συνεχώς στο παρελθόν γιατί είχαν την ανάγκη να αποδείξουν ότι είναι ισάξιοι των προγόνων τους. Σήμερα εκτιμούν περισσότερο αυτό που είναι στη βιωμένη πραγματικότητα και όχι αυτό που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι κατά τη γνώμη εξωτερικών παρατηρητών και μόνο». Βεβαίως, εγώ θα έλεγα ότι ίσως έπαιξε ρόλο και η υποχώρηση της παιδείας γι’ αυτή την όψιμη «απελευθέρωση» των Νεοελλήνων από τα αρχαία πρότυπα, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…

Δεν υπάρχουν σχόλια: