Ποιητική Ακροβασία
Η νέα ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη, πέμπτη κατά σειρά, συστήνεται με τον μονολεκτικό τίτλο Μεταίχμιο, που αποδίδει ακριβώς την πρόθεση της συγγραφέως, αλλά και τις κατευθυντήριες γραμμές της καλλιτεχνικής της δημιουργίας. Πιο συγκεκριμένα, η λέξη αποκαλύπτει το οριακό εκείνο σημείο στη ζωή κάθε ανθρώπου στο οποίο πραγματοποιείται ένας απολογισμός ζωής και δράσης και, ταυτόχρονα, μία επανεκκίνηση με τους όρους που ο απολογισμός αυτός προσδιορίζει και προδιαγράφει. Το μεταίχμιο αυτό προσφέρεται άριστα για τη διοχέτευση και τη μετουσίωσή του σε έργο τέχνης στο μέτρο και στο βαθμό που ο δημιουργός, διατηρώντας τη δέουσα απόσταση και την
απαραίτητη ψυχραιμία, έχει το μοναδικό προνόμιο να μπορεί να βιώσει και να συλλάβει τις εσωτερικές δονήσεις, τους παλμούς της ψυχοδιανοητικής του συνθήκης και να τους εξωτερικεύσει μέσα και μέσω του ποιητικού λόγου. Η συλλογή αποτελείται από ελευθερόστιχα, κατά κανόνα, ποιήματα, ποικίλης έκτασης, ο εσωτερικός ρυθμός των οποίων τείνει προς την πεζολογία και αποκαλύπτει μία εξομολογητική διάθεση και τάση. Πράγματι, η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση των ποιημάτων είναι αυτή μιας διερώτησης και μιας διερεύνησης που πραγματοποιεί η ποιήτρια μέσα στον προσωπικό της χωροχρόνο, προκειμένου να συλλάβει τις δυνάμεις που προσδιορίζουν την ουσία και την κίνηση της ύπαρξής της: Ποιος κινεί τα νήματα/ οι πολίτες, ο Θεός/ ή μήπως οι αόρατοι άλλοι; («Ι») Κεντρική θέση μέσα σε αυτήν την κατάσταση και τη διαδικασία έχει η εικόνα, η δύναμη και η επενέργεια της οποίας μοιάζει να καθηλώνει την ποιήτρια σε μία εξ αποστάσεως ενατένιση του τρόπου με τον οποίο αυτή καθορίζει και καθοδηγεί τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου που, αδύναμος να ελέγξει την εξέλιξη της ζωής του, μοιάζει να αδρανοποιείται και να λιμνάζει μέσα σε μία συνθήκη που τον συνθλίβει και τον καταργεί: Γέρικο σκυλί στο πεζοδρόμιο/ αργοπεθαίνει/ άστεγοι μουλιάζουν στις αιφνίδιες καταιγίδες/ συρρίκνωση/ εξαφάνιση («ΙΙΙ») Η συνθήκη αυτή προσομοιάζει στον θάνατο, όχι τόσο τον φυσικό, αλλά έναν θάνατο που συμβαίνει όσο ο άνθρωπος ζει και υπάρχει, τον θάνατο της ανθρώπινης ουσίας του. Στο πλαίσιο αυτό, ο ποιητικός λόγος της Καπλάνη αποκτά μια σκοτεινότητα, μια κρυπτικότητα και μια αφαιρετικότητα που συμπίπτει ακριβώς με το περιεχόμενο και αντανακλά ή, καλύτερα, αντικατοπτρίζει τη δυσκολία και τη δυστοκία των σύγχρονων συνθηκών ζωής να υπηρετήσουν τον ανθρωπισμό και τις αρχές του. Παρά τη ροπή, όμως, της στιχουργίας της προς την καλλιέργεια ενός ποιητικού πεδίου που εξελίσσεται και ενυπάρχει μέσα στο ημίφως, η Καπλάνη είναι αρκετά ξεκάθαρη, διαυγής θα έλεγε κανείς, στο κομμάτι που αφορά την ευθύνη του ανθρώπου για την πορεία του μέσα στη ζωή και μέσα στον κόσμο. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιοι στίχοι ξεχωρίζουν με την ευθύτητα, την καθαρότητα, τη σαφήνεια τους και που αποκαλύπτουν με τόλμη και τολμηρότητα την αλήθεια του ανθρώπου: πασχίζει να ορίσει μια ρέουσα ταυτότητα («Χ») Αυτή ακριβώς είναι και η βασική μέριμνα και στόχευση της ποιήτριας, η αναζήτηση, δηλαδή, και η ανεύρεση της αλήθειας στο μέτρο και στο βαθμό που αυτή αφορά τον άνθρωπο και τη μοίρα του, νοούμενη όχι τόσο ως την προδιαγεγραμμένη πορεία του μέσα στον χωροχρόνο, όσο ως την ουσία και το νόημα της ύπαρξής του, τη θέση και το ρόλο του μέσα σε μία συγκυρία που θολώνει τον ορίζοντα της εξέλιξης και της προόδου: Αυτός που προείδε σιωπηλά θρηνεί/ δεν βρήκε σκαλοπάτι στη σκοτεινή σκάλα/ ομίχλη, το σπίτι συνεχίζεται στη θάλασσα/ ταξίδι άδηλο προς τι;/ Προς τα πού; («Ανάκτηση κωδικών») Στενά συνυφασμένη με την αναζήτηση αυτή που αφορά τον προσδιορισμό της θέσης και του ρόλου του ανθρώπου μέσα στον χωροχρόνο είναι και η αναζήτηση της ελπίδας στην οποία η ποιήτρια εναποθέτει όχι μόνο τη συνέχειά της ως άνθρωπος, αλλά και ως καλλιτέχνης. Η ελπίδα αυτή είναι φορές που σαρκώνεται στη μορφή ενός παιδιού, αλλά και στην ίδια την έννοια της παιδικότητας ως φορέα της αθωότητας, της αγνότητας, της καθαρότητας: γυρνά σελίδα το όνειρο/ αχνίζουν στη λιακάδα/ σκόρπια στο χώμα ρόδια και μήλα/ η παιδικότητα. («Τα κλειδιά, ΙΙ») Ξεχωριστή και σημαίνουσα θέση μέσα στη συλλογή έχουν κάποια ποιήματα που συντίθενται με πυρήνα τους έναν τόπο συγκεκριμένο, γνωστό για την ιστορική του διάσταση και αξία, που προσφέρει στην ποιήτρια το κέντρισμα, την αφορμή και την αφόρμηση προκειμένου αυτή να πραγματοποιήσει έναν απολογισμό και μία αποτίμηση της ζωής, όχι μόνο σε επίπεδο προσωπικό, αλλά και στο επίπεδο μιας γενικότερης ενατένισης και περίσκεψης γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη και ουσία. Πρόκειται για μία ποιητική τεχνική κατά την οποία ο δημιουργός εκκινεί από το απτό και το συγκεκριμένο για να εξακτινωθεί και να αναγάγει τη δημιουργία του σε ένα επίπεδο υψηλότερο, αυτό των εννοιών και των προεκτάσεών τους. Από αυτή την άποψη, μια τέτοια ποίηση θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι προσεγγίζει και προσιδιάζει στον συμβολισμό στο μέτρο και στο βαθμό που ό,τι προσλαμβάνεται ως ύπαρξη συγκεκριμένη, είτε πρόκειται για τόπους, είτε για αντικείμενα, προσφέρει τη δυνατότητα για μία συνειρμική πορεία και διεργασία της δημιουργικής σκέψης και πράξης. Στην πραγματικότητα, βέβαια, και ενώ φαίνεται πως το επίκεντρο της ποιητικής δημιουργίας της Καπλάνη είναι ο άνθρωπος και οι γραμμές που ορίζουν και προσδιορίζουν τον προσωπικό του μύθο, το βάρος της ερμηνείας θα πρέπει εξίσου να πέσει πάνω στην ίδια την ποιητική δημιουργία ως αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της διείσδυσης στον κόσμο και τα μυστικά της ανθρώπινης δημιουργίας και ύπαρξης. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ποιήτρια, με τον ίδιο τρόπο που στοιχειοθετεί, οικοδομεί και συνθέτει την ανθρώπινη αλήθεια, με τον ίδιο τρόπο τεχνουργεί τις ποιητικές της δημιουργίες σα να πρόκειται για την ανασύσταση του ίδιου της του εαυτού. Έτσι, η ποίησή της αποκτά έναν χαρακτήρα ανθρωποκεντικό, κυρίως όμως ανθρωπο-πλαστικό από τη στιγμή που το ποίημα συμπίπτει και ταυτίζεται με τη χάραξη της εσωτερικής εκείνης πορείας που επιχειρεί να φτάσει στον πυρήνα της ανθρώπινης ουσίας. Η λέξη, λοιπόν, του τίτλου της συλλογής, Μεταίχμιο, θα μπορούσε να ερμηνευθεί και υπό το πρίσμα της ακροβασίας της Καπλάνη ανάμεσα στον άνθρωπο και τη δημιουργία, ανάμεσα σε ό,τι προσλαμβάνει και αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα και την καλλιτεχνική της μετουσίωση, ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. Μπορεί, όμως, κάλλιστα να αποδώσει και να χαρακτηρίσει τον ίδιο τον ποιητικό τρόπο σκέψης και έκφρασης που μετεωρίζεται ανάμεσα στο «διανοείσθαι» και το «αισθάνεσθαι», ακροβατεί, δηλαδή, και κατορθώνει μία ακριβή ισορρόπηση ανάμεσα σε μία διανοητική προσέγγιση και διερεύνηση των δεσμών που συνέχουν τον άνθρωπο και τον κόσμο και στην ανάδυση ενός αισθήματος από τα μύχια, από τα κατάβαθα της ποιητικής ψυχής που χωνεύεται με τη σκέψη και εκβάλλει σαν ένα, ενιαίο όλον στο ποίημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου