«Να μην έχεις έναν Θεό/ να μην έχεις ένα μνήμα/ να μην έχεις τίποτα σταθερό/ παρά μονάχα ζώντα πράγματα που ξεγλιστρούν», γράφει η ποιήτρια του ιταλικού Novecento Αντόνια Πότσι (Μιλάνο, 1912-1938).
Πρόκειται για το ποίημα «Κραυγή» που συναντάμε στον «Θάνατο των αστεριών», την πρόσφατη επιλογή ποιημάτων της Πότσι που κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση από το Ενύπνιο σε εισαγωγή και μετάφραση Άννας Γρίβα και Ευαγγελίας Πολύμου.
Η Αντόνια Πότσι μοναχοκόρη εύπορης οικογένειας από την Λομβαρδία με αριστοκρατική καταγωγή και σπουδές στον Φλωμπέρ, τον Δεκέμβριο του 1938 σε ηλικία 26 ετών φεύγει από τη δουλειά της στο Ινστιτούτο Schiaparelli για να ταξιδέψει εκτός Μιλάνου.
Θα πάρει χάπια, θα χάσει τις αισθήσεις της και ένας αγρότης θα την βρει μπροστά στο Αβαείο Chiaravalle έξω στο χιόνι σχεδόν νεκρή, έχοντας γράψει τρία αποχαιρετιστήρια σημειώματα. Την επόμενη μέρα θα καταλήξει, αφήνοντας πίσω της πάνω από τριακόσια αδημοσίευτα ποιήματα στα τετράδια της.
Τα ποιήματα αυτά ξεγλίστρησαν μέσα από τα χέρια της ως «ζώντα πράγματα» με τον ίδιο τρόπο που λιγοστεύει μια κλεψύδρα. Το 1939, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της, την κλεψύδρα αυτή γυρίζει ξανά ο πατέρας της. Μιλανέζος δικηγόρος Διεθνούς Δικαίου και διορισμένος δήμαρχος του Φασιστικού Κόμματος στο Παστούρο, τόπο της εξοχικής βίλλας της αυστηρής και θρησκόληπτης οικογένειας Πότσι. Ο Ρομπέρτο Πότσι θα επιμεληθεί προσωπικά τη μεταθανάτια ιδιωτική έκδοση 91 ποιημάτων της κόρης του.
Οι παρεμβάσεις του Πότσι στα χειρόγραφα θα είναι εμφατικές. Άλλαξε τίτλους, διέγραψε αφιερώσεις, αφαίρεσε στίχους και λέξεις. Οι θεολογικές ανησυχίες της κόρης του εξημερώθηκαν κι εξαλείφθηκαν, καθώς και καθετί που αφορούσε την εξαετή – κι ανάρμοστη για τα ήθη της οικογένειας -ερωτική ιστορία της ποιήτριας με τον Αντόνιο Τσέρβι, καθηγητή της στο κλασσικό λύκειο Manzoni.
Το 1955 οι μεταφράσεις της Nora Wydenbruck στα αγγλικά αναπαράγουν τις ίδιες πατρικές αυθαιρεσίες. Η Wydenbruck, μάλιστα, στον πρόλογό της ευχαριστεί τον Πότσι για την βοήθεια που της προσέφερε στην κατανόηση των «σκοτεινών σημείων».
Η λογοκρισία που επέβαλλε ο πατέρας στα γραπτά της κόρης του θα πάψει οριστικά μισό αιώνα μετά την πρώτη δημοσίευσή τους. Μόλις το 1989, χάρη στις Alessandra Cenni και Onorina Dino στο βιβλίο “Parole”, όπου η ποίηση της Αντόνια Πότσι θα έχει μία δεύτερη, αυθεντική κι αλογόκριτη ζωή. Η πιο πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση είναι, νομίζω, το βιβλίο του 2015 “Parole: Tutte le poesie”, μία απόδειξη της επίμονης παρουσίας της Πότσι στα ιταλικά γράμματα.
Η διαχείριση του ανέκδοτου έργου της ποιήτριας από τους οικείους της μετά τον θάνατό της, θυμίζει τις εκδοτικές περιπέτειες της Έμιλι Ντίκινσον και της Σύλβια Πλαθ. Τη στιγμή που η γραφή της Πότσι, τουλάχιστον στην πρόσληψη μου, συγγενεύει με την H.D. (1886-1961) και την λιγότερο γνωστή στην Ελλάδα Lorine Niedecker (1903-1970). Δύο αμερικανίδες ποιήτριες που εκπροσωπούν επάξια τον μοντερνισμό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η Πότσι μπορεί με βεβαιότητα να ενταχθεί σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό ρεύμα.
Τόσο ο νεορομαντισμός, όσο και μία πρώιμη χροιά εξομολογητικής ποίησης απηχούν στο προσωπικό της ιδίωμα. Ενώ οι προγενέστεροι ποιητές είχαν επιλέξει την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου, η ποιητική γενιά του ιταλικού Novecento, στην οποία ανήκει και η Πότσι, τοποθέτησε την πραγματικότητα και το βίωμα στην καρδιά της γλωσσικής εμπειρίας.
Από αυτήν την άποψη η ποιήτρια – είτε μοιράζεται το εσωτερικό της ταξίδι με την αέρινη φορά του λυρισμού της, είτε γράφει επιτόπια ποιήματα για τους μη προνομιούχους και τους διωκόμενους στις συμπληγάδες των παγκοσμίων πολέμων και του φασιστικού καθεστώτος – διαβάζεται σε κλίμα παρόμοιο με αυτό των Andrea Zanzotto (1921-2011) και Franco Fortini (1917-1994).
Ωστόσο, για να την προσεγγίσω βρίσκοντας δικά μου γνώριμα αναγνωστικά πατήματα, κρατώ την έντονη εικονοποιία της που πλησιάζει τον ιμαζισμό των μοντερνιστών, προβάλλοντας ,όμως, σταθερά την ματιά του ιταλικού ermitismo στα πράγματα.
Εν συντομία, ο ερμητισμός, όρος του 1936, πρότεινε μια μυστικιστική αντίληψη στην ποιητική τέχνη. Καλλιέργησε ένα ιδίωμα εσωστρεφές κρυπτικό, ερμητικό. Όχι για να προκρίνει έναν επιτηδευμένα δυσνόητο ποιητικό λόγο αλλά για να επαναφέρει την ποιητική καθαρότητα ως αντίδοτο στην ρητορεία και τον βερμπαλισμό, απέναντι στον στρεβλό δημόσιο λόγο της προπαγάνδας.
Οι λεγόμενοι ερμητιστές, ακολούθησαν το ύφος των Giuseppe Ungaretti και Eugenio Montale, με τον δεύτερο να ξεχωρίζει την φωνή της Πότσι, να προλογίζει την επανέκδοση των ποιημάτων της και να γράφει για εκείνη στην Il Mondo το ‘45. Ο Montale, μεταφράζω εδώ κάπως πρόχειρα, είδε στην Πότσι μία «μουσική ψυχή» που «κινήθηκε πέρα από το ανάχωμα της γυναικείας ποίησης, το εμπόδιο που κάνει τους περισσότερους άνδρες να αμφισβητούν την ίδια την πιθανότητα μίας ποίησης δοσμένης από γυναίκα».
Η πρόθεση του Montale σ’ αυτό το κείμενο – ένα άλλο απόσπασμά του βρίσκουμε στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης από το Ενύπνιο – ήταν να επαινέσει την Πότσι, καλωσορίζοντας στην μακρά ιταλική παράδοση τα ποιήματά της. Ποιήματα που εκείνα τα πρώτα χρόνια, θυμίζω, όφειλαν την εκδοτική ύπαρξή τους στον πατριαρχικό έλεγχο και την ασφυκτική επιμέλεια του Πότσι.
Η κριτική της κριτικής ωστόσο, για παράδειγμα η Rebecca West στο βιβλίο “Italian Women Writers: A Bio-bibliographical Sourcebook” (1994), θεώρησε πως ο Montale ,ουσιαστικά μιλώντας όχι για τα πρωτότυπα κείμενα της ποιήτριας αλλά για την εκδοχή που ο πατέρας της επέτρεψε, εστίασε υπερβολικά στην «ανδρική» ποιότητα της γραφής της Πότσι, στα στοιχεία εκείνα που ταίριαζαν κι ομονοούσαν με την ανδροκρατούμενη ερμητική παράδοση στην Ιταλία. Μικρή παρένθεση, ο Montale αργότερα το 1962 θα αρνηθεί την ύπαρξη του ερμητισμού.
Ούτως ή άλλως στην ιταλική ποίηση, πολύ πριν τους ερμητιστές, είτε πρόκειται για την Βεατρίκη του Δάντη είτε για την Λάουρα του Πετράρχη, οι πιο διάσημες γυναίκες του ιταλικού ποιητικού κανόνα είναι δημιουργήματα, επινοήσεις των ανδρών. Είναι μούσες, όχι δημιουργοί. Η ποιητική παραγωγή στην Ιταλία κατακλίστηκε από αντρικά ονόματα. Με αυτά των Quasimodo, Montale, Leopardi, Saba, Ungaretti και Pavese να είναι τα πρώτα που έρχονται στο μυαλό μας και με την Alda Merini να αποτελεί εξαίρεση.
Καθώς η φωνή της Πότσι βρίσκει τη θέση της στον κανόνα, χρονολογικά πρώτη σε μία σειρά αξιόλογων ποιητριών που ακολούθησαν – Maria Luisa Spaziani (1922-2014), Goliarda Sapienza (1924-1996), Amelia Rosselli (1930-1996) και Nadia Campana (1954-1985)- , η αναγνώρισή της από ένα ευρύτερο κοινό επιβεβαιώνεται μέσα από το ενδιαφέρον και των άλλων τεχνών για την προσωπικότητά και το καλλιτεχνικό της έργο.
Μία συλλογή φωτογραφιών που έβγαλε η ίδια η ποιήτρια κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Nelle immagini l’anima” από την Ancora Editrice το 2007, ενώ το 2015 γυρίστηκε και μία ταινία για τη ζωή της, το “Antonia” του Ferdinando Cito Filomarino που προβλήθηκε και διακρίθηκε σε διεθνή φεστιβάλ. Δεν ξέρω, βέβαια, κατά πόσο ένα άνοιγμα μέσα από τέχνες πληθυντικότερες της ποίησης αντισταθμίζει αποσιωπήσεις όπως η μη-ανθολόγηση, η απουσία της Πότσι από το “The Faber Book of 20th-Century Italian Poems” το 2005.
Ευτυχώς, «η εποχή των λέξεων» δείχνει να «μην έχει τελειώσει» ακόμη. Παρά την αντίθετη αίσθηση της Πότσι και το απεγνωσμένο “forse l’età delle parole è finita per sempre” που απηύθυνε στον φίλο κι ομότεχνό της Vittorio Sereni. Ιδίως όταν όλο και περισσότεροι αποκτούν πρόσβαση στην καλή ποίηση, ανακαλύπτοντας φωνές που σε πείσμα πολλών κατάφεραν να ακουστούν κρυστάλλινες.
Παρόλο που δεν είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορούν ποιήματα της Πότσι στα ελληνικά – είχε μεταφραστεί το 2013 για τον Γαβριηλίδη από την Γρίβα σε μία έκδοση σήμερα εξαντλημένη – η ιδιαίτερη περίπτωση της Αντόνια Πότσι με την αφορμή της νέας συνεργασίας και το βιβλιογραφικό κενό που αυτή καλύπτει αξίζει να μας απασχολήσει σταθερά.
Κλείνω με δύο ποιήματα που ξεχώρισα από τον «Θάνατο των αστεριών». Τα χωρίζει μία πενταετία. Η απόσταση που διένυσε η Πότσι στον βραχύ, κρυφό, μόλις δεκαετή συγγραφικό της βίο είναι, πιστεύω, εμφανής. Το λάξευμα του στίχου της στα ώριμα ποιήματά της γίνεται λάξευμα ακριβείας.
Σε κάποια επόμενη εμπλουτισμένη έκδοση δίπλα στο θαυμάσιο ποίημα «Εμπιστοσύνη», που ακολουθεί ως επίλογος αυτού του “HerStory”, θα ήθελα να δω κι άλλα εξαιρετικά ποιήματά της Πότσι. Όπως τα “Via dei Cinquecento”, “Odor di verde”, “Bellezza”, “Novembre” και “Preghiera alla Poesia”.
Παραθέτω δύο ποιήματα από την έκδοση:
Δάκρυα (μτφρ Ευαγγελία Πολύμου)
Κοριτσάκι, σε είδα που απόψε έκλαιγες,
καθώς η μαμά σου έπαιζε μουσική∙
τα δεκαπέντε σου, πολύ λίγα για τόσο κλάμα.
Το ξέρω, είμαστε όλοι πλάσματα
γεννημένα από ένα πανάρχαιο άγχος: τη θάλασσα∙
κι ότι η ζωή, όταν ανασκαλεύει και ξεσκίζει
την ύπαρξη μας, βγάζει από τα βάθη μας
το λίγο αλάτι απ ‘όπου οι γυναίκες αποκοπήκαμε.
Όμως δεν είναι για σένα τα δάκρυα τ’ αλμυρά.
Άσε με να κλάψω μόνο εγώ, αν κάποιος
παίζει έναν σκοπό, κάποιον σκάρο λυπητερό.
Η μουσική, πράγμα βαθύ κι ανήσυχο
σαν νύχτα νοτισμένη από αστέρια,
σαν την ψυχή του. Άσε με να κλάψω εγώ.
Γιατί εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ ν’ αποκτήσω – μ’ ακούς;-
ούτε τ’ αστέρια
ούτ’ εκείνον.
Εμπιστοσύνη (μτφρ Άννα Γρίβα)
Έχω τόση πίστη σε σένα. Μου φαίνεται
πως θα μπορούσα να περιμένω τη φωνή σου
στη σιωπή, μέσα από αιώνες
σκοταδιού.
Εσύ ξέρεις όλα τα μυστικά,
όπως ο ήλιος:
θα μπορούσες να κάνεις τα γεράνια
και τα λουλούδια της άγριας πορτοκαλιάς ν’ ανθίσουν
στο βάθος των πέτρινων
ορυχείων και των μυθικών
φυλακών.
Έχω τόση πίστη σε σένα. Είμαι γαλήνια
όπως ο Άραβας τυλιγμένος
στη λευκή κελεμπία του,
που αφουγκράζεται τον Θεό να ωριμάζει γι’ αυτόν
το κριθάρι γύρω από το σπίτι.
———————————————————————
Αντόνια Πότσι, Ο θάνατος των αστεριών, εισαγωγή και μετάφραση Άννας Γρίβα και Ευαγγελίας Πολύμου, ενύπνιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου