Ενδιαφέρον παρουσιάζει η νέα ποιητική συλλογή του Σωτήρη Νούσια με βασική θεματική τον έρωτα. Το ερωτικό στοιχείο επέχει πολλαπλή διάσταση σε αυτά τα ποιήματα, άρρηκτα συνυφασμένη με υπαρξιακά ζητήματα, την προσμονή, την απουσία, την τάση απόδρασης από μια πνιγηρή καθημερινότητα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συλλογής είναι η έμφαση στην αυστηρή ποιητική φόρμα, που μερικές φορές, ωστόσο, πιέζει το συναίσθημα, φέρνοντας σε αντιπαράθεση μορφή και περιεχόμενο, δεδομένου ότι ο έρωτας νοηματοδοτεί την αναρχία του πάθους που δεν μπορεί να τιθασευτεί ούτε να εγκλωβιστεί σε ένα στερεομετρικό φορμαλιστικό σχήμα.
Ο νεότερος ποιητής φαίνεται ότι αγαπά την ποίηση του Μεσοπόλεμου, πριν από τον ρεαλιστικό Καρυωτάκη της τελευταίας συλλογής του: Ελεγεία και Σάτιρες, όταν ακόμη η υστερορομαντική διάθεση δεν προκαλούσε τον τρόμο του ολικού αφανισμού, αλλά περιοριζόταν σε έναν μανιερισμό ήσσονων μετασυμβολιστικών ή νεορομαντικών θεματικών αρμών, δίχως τη σύνθλιψη της υπαρξιακής υπόστασης του δημιουργού από την βιωματική εμπειρία. Δεν δημιουργείται, για παράδειγμα, το ίδιο συναίσθημα στον αναγνώστη όταν διαβάζει το ποίημα του Άγρα: «Αμάξι στη βροχή», με το ποίημα: «Επίκλησις» του Καρυωτάκη. Στην πρώτη περίπτωση δεν προσλαμβάνεται ως ολέθρια η βίωση της μελαγχολίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση προοιωνίζονται αναπόφευκτα οδόσημα θανάτου.
Αντίστοιχα με τους Άγρα ή Λαπαθιώτη, κάθε μουντό χρώμα στην ποιητική πινακοθήκη του Νούσια γεννά λυρισμό, απαλλαγμένο, όμως, από την σπαραξικάρδια οδύνη, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στο ποίημα: «Τέλος Εποχής»:
Οι τελευταίες ριπές του ήλιου σβήνουν
στην ερειπωμένη χαραγματιά του ορίζοντα.
Από τις γρίλιες δεν διακρίνω τίποτα
μόνο την σκόνη που κατακάθεται στο αόρατο άγγιγμά σου ένα πρωϊνό.
Ένα λουλούδι στο προσκέφαλό σου κι εγώ να σου ψιθυρίζω πως δε θέλω να
τελειώσει.
Ανάλογα, στο ποίημα: «Τέτοιες ώρες», το ποιητικό εγώ δεν απογυμνώνεται από την οντολογική του ταυτότητα, βιώνει τη μοναξιά περισσότερο ως μια θεωρητική έννοια, παρά ως ασφυκτικό βίωμα, που δεν τον κλονίζει συθέμελα:
Τέτοιες ώρες
Η αδυναμία μού γδέρνει τον εγκέφαλο.
Ένα λουλούδι ξεπηδά ποτισμένο από το όπιο της ευτυχίας.
Με διαπερνά ένα ρεύμα ζεστό και φιλόξενο.
Διακρίνω από την αρχή τις θαμπές εικόνες.
Μια αγκαλιά, ένα φιλί, λόγια ψιθυριστά
κι ένα σφίξιμο, να ανεβοκατεβαίνει μέχρι την επόμενη αφή.
Βλέμμα λαμπαδηδρόμου αντιφεγγίζει στην παιχνιδιάρικη ματιά σου.
Σ’ αφήνω και φεύγεις,
Να εξαϋλωθείς από κείνο τον τόπο.
Να εξαγνιστώ ξανά
βυθισμένος στον ήλιο μιας νέας γνωριμίας.
Δεν μένω άλλο στον απατηλό Φλεβάρη που τόσο σου πήγαινε.
Όχι για τον Φλεβάρη αλλά για σένα που ερχόσουν,
συνοδεύοντας μια ακαθόριστη απουσία.
Όσο για μένα,
θα βρεις το όνομά μου χαραγμένο στην διαδρομή.
Περπάτησα πολύ στα χνάρια, μα δεν σβήνεται.
Η ματαίωση των ερωτικών προσδοκιών δεν απηχούν την τραγικότητα του ανεκπλήρωτου. Αυτό δείχνει τη βαθύτερη φιλοσοφική στάση ζωής του ποιητή. Σαν να μάς λέει, με άλλα λόγια, ότι δεν φοβάται την απουσία, ακόμη και όταν την εμπεδώνει ως μόνιμα ατελέσφορη κατάσταση. Σε αυτό θυμίζει τον Λαπαθιώτη του «Ερωτικού», με τη διαφορά ότι στον προγενέστερο ποιητή αποδίδεται με έντονα τραγικό τόνο η διαπίστωση του οριστικά ανικανοποίητου:
Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!
Το πιο σημαντικό, κατά την άποψή μου, και ιδιαίτερο ποίημα της συλλογής είναι η «Ερωτογενής αορτή». Αυτό το ποίημα ξεχωρίζει από τα περισσότερα, ξεφεύγοντας από την νεορομαντική επιτήδευση, καθώς συνιστά μια αρχέγονη εστία εξπρεσιονιστικής έκφρασης που δύσκολα θα μπορούσε να παραλληλιστεί με συγγενικό εκφραστικά ποίημα άλλου Έλληνα ποιητή. Ενδεχομένως, ως παράλληλο ποιητικό σύμπαν είναι δυνατόν να παραβληθεί με τα παρεμφερή στην τεχνοτροπία ποιήματα του Τρακλ τα οποία εντάσσονται στο ρεύμα του γερμανικού εξπρεσιονισμού:
Σηκώθηκα μ’ ένα κόκκινο σημάδι από κραγιόν
Στην ερειπωμένη μεριά σου
Εισέβαλαν τα λόγια σε Δούρειο Ίππο
Ζαλώθηκαν τους πνεύμονες και την καρδιά μου
Να μην κατοικώ στο μυοκάρδιο
Να μην πάλλομαι κάθε φορά που μπαίνεις
Να εξαρτώμαι από ανάσα δανεική
Τα αλουμινένια φύλλα γίναν
πύλες αποκαλύψεως
Τα σώματα απόψε δεν προσεύχονται
Τα δάχτυλα δεν λαμβάνουν μπλεγμένα
θεία ερωτική μετάληψη
Το δέρμα μας δεν ζωγραφίζει το άπειρο
Κόκκινο χρώμα δηλωτικό εμπόλεμης ζώνης
Καταλαμβάνει το δωμάτιο
Κόκκινο χρώμα απ’ των χειλιών σου το κρασί
Εξεγείρονται τα συνθήματα στον τοίχο
Eξόρυξη
Ρήξη ερωτογενούς αορτής
Χειρουργείο μοναχισμού
Αναισθητικό διαρκείας
Αιτία θανάτου
Σιωπή κι αποσιωπητικά
Ο χώρος, ο χρόνος, η μνήμη είναι ζωτικά κύτταρα του ποιητικού υποστρώματος της συλλογής. Ουσιαστικά, ο χρόνος είναι μόνο το παρόν, έστω και αν αυτό φυλακίζεται από τις παρελθούσες στιγμές που χάθηκαν, σβήνοντας κάθε ικμάδα ευτυχισμένου έρωτα:
Σκόνη
Γεμίζουν οι νύχτες με τη σκόνη της αγάπης
Οι δείκτες του ρολογιού δακρύζουν
Το γυαλί δεν δείχνει χρόνο
μετρά αντίστροφα
Στο δωμάτιο δυο φιγούρες
στο πάτωμα
τυλίγουν τον έρωτα με πολύχρωμο αμπαλάζ
Το σπίτι δεν έχει πόρτες
Μόνο τέσσερα χέρια που εκλιπαρούν
Το σπίτι δεν έχει παράθυρα
μόνο τέσσερα μάτια που αγωνιούν
Το σπίτι δεν έχει ταβάνι
Τα πρόσωπα τρυπούν το σοβά
Αναχωρούν για ταξίδι
με μόνη σχεδία την προσμονή
Για κείνο το πρωί
που το φως θα αναστήσει
τον έρωτα
κι οι αυταπάτες θα λυγίσουν
σαν χάρτινοι πύργοι
Μια ακόμη ξεχωριστή στιγμή της συλλογής είναι το ακόλουθο ποίημα, με τον τίτλο: «Χείλη του Φθινοπώρου», που απηχούν θεματικά και εκφραστικά τους στίχους από τα «Δάκρυα του Φθινοπώρου» του Νίκου Γκάτσου. Στο ποίημα «οι έρωτες δεν εκδικούνται», απλά εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου ό,τι εμπίπτει στην επενέργειά τους. Αυτό σηματοδοτεί ότι δεν στοιχειώνουν την ποιητική ύπαρξη, ούτε καταδικάζουν το παρόν.
Θα συμπεραίναμε ότι το εκάστοτε τώρα στον Νούσια είναι ελεύθερο από τις παρενέργειες του ανεκπλήρωτου έρωτα. Όσο και αν αυτή η βασική ιδέα δεσπόζει στα 27 ποιήματα της συλλογής, ο κίνδυνος θεματικής κοινοτοπίας μπορεί να εξισορροπηθεί από την δραματουργική απόδοση των ποιημάτων, τη διάθεση αντικειμενικοποίησης του αισθήματος και την ιδιότυπη κινηματογράφηση της αφήγησης, που σε ορισμένα σημεία μάς παραπέμπει σε ταινίες του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Κρίνεται ως μια ικανοποιητική προσπάθεια ποιητικής απόδοσης του έρωτα, μα με την επιφύλαξη ότι λείπει, ως επί το πλείστον, στις εικονιστικές αποδόσεις εκείνο το πάθος για τον χαμένο ή ανέφικτο έρωτα που θα έπρεπε κανονικά να κλυδωνίζει υφολογικά και μορφολογικά τους στίχους. Ας λάβουμε υπόψη ότι στα χαρακώματα των στίχων ψυχορραγούν τα πιο δυνατά συναισθήματα σε σχέση με τους ποιητές της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας. Αυτό πρέπει να αποτελεί ένα καλό δίδαγμα ως παρακαταθήκη για τους επιγενόμενους ποιητές που εκφράζουν τη διάθεση να συνεχίσουν στην ίδια γραμμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου