Μιχάλης Μακρόπουλος – Ελένη Κοφτερού, Άρης, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2021.
Άρης τιτλοφορείται η επιστολική νουβέλα, προϊόν γόνιμης πνευματικής αναζήτησης και δημιουργικής συνεργασίας του πεζογράφου Μιχάλη Μακρόπουλου και της ποιήτριας Ελένης Κοφτερού από τις εκδόσεις Κίχλη, 2021. Η ιδέα γραφής για τον Άρη όπως και όλες οι πράξεις του Σύμπαντος, είναι μια πράξη απρόβλεπτη, μαγική έως και ερωτική. Χαρακτηριστικό πλεονέκτημα επιλογής του αφηγηματικού τρόπου των επιστολών είναι το ότι «μιλούν τα ίδια τα πρόσωπα για την παρούσα
κατάστασή τους», περνώντας από την πράξη στον λόγο. Οι ήρωες γίνονται αφηγητές και οι αφηγητές γίνονται ήρωες, χωρίς παρεμβολές ξένων φωνών. Κάθε επιστολή δεν λειτουργεί σαν μονάδα σημασίας (σημαινόμενο) αλλά σαν εκείνο το οποίο παράγει ορισμένα αποτελέσματα (σημαίνον). Οι λέξεις έχουν ιδιαίτερο βάρος. Οι γραφές τους συναντώνται. Όπως το εκκρεμές κινείται με συγχρονιστική κίνηση, έτσι και αυτή η σύζευξη ξεχωριστών φωνών ενώνεται και οι δυο άνθρωποι γίνονται ένα. Ο ένας πιάνει το νήμα εκεί που το άφησε ο άλλος και ανταποκρίνεται ο ένας στην επιστολή του άλλου με επιτυχία:Αγαπημένε μου,…μου λείπει πολύ η φωνή σου, αλλά κυρίως μου λείπει η σιωπή σου (σ. 33).
Αγαπημένη μου Ελένη, …Εσύ είσαι τα μάτια μου, τα αυτιά μου, τα ακροδάχτυλά μου, το δέρμα μου… (σ. 42).
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος βιολόγος και η Ελένη Κοφτερού γεωπόνος ανήκουν στους επιστήμονες συγγραφείς που συνδυάζουν την πλήρη κατοχή μιας ειδικότητας με ευρύτατη παιδεία, πλούτο ενδιαφερόντων και φιλοσοφικό προβληματισμό. Βλέπουν το θαυμαστό φαινόμενο του κόσμου, της ζωής, της ανάγνωσης και της γραφής ως κάτι αναγκαίο. Με σαφήνεια, γλαφυρό λόγο και ποικίλα ερωτήματα πραγματεύονται στις σελίδες των επιστολών τους την περιπέτεια διαβίωσης του άντρα στον πλανήτη Άρη, δίνοντας έμφαση στη γήινη πραγματικότητα με όπλα τη μνήμη, τη γλώσσα, την ανάγνωση, τη γραφή και την επικοινωνία μέσα από τον υπολογιστή. Η γραφή και η ανάγνωση δεν είναι ζωή, αλλά γίνεται τρόπος για να κρατηθούν στη ζωή. Η αποδημία, η νοσταλγία, η απουσία, η επιστροφή διαγράφουν ήρεμα την τροχιά τους στην Κοφτερού, ενώ στον Μακρόπουλο αποκτούν σχεδόν υλική υπόσταση, υπερβαίνοντας τη σημασία τους περνούν σ’ άλλη διάσταση, όπου προέχει το ρίγος του αγνώστου και το υπαρξιακό άγχος.
Μπορούμε να πούμε ότι η νουβέλα είναι ένας ύμνος για τη γλώσσα και εκφράζει έμμεσα την αγωνία των συγγραφέων γι’ αυτήν, η οποία στην εποχή μας μπορεί να διαστρεβλωθεί, να παρερμηνευθεί και τελικά να μη γίνει αντιληπτή. Μέσα από τη γλώσσα κρατάμε τους μοχλούς της δημιουργίας. Η γλώσσα όπως μπορεί να μας διχάσει μπορεί να μας ενώσει. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν «Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου».
Τα προεισαγωγικά κείμενα –ένα πεζό και ένα ποίημα– συστήνουν στον αναγνώστη τούς δημιουργούς και καθίστανται ο συνδετικός κρίκος των επιστολών που ακολουθούν αλλά και σφραγίζουν τη συν-δημιουργία των δύο συγγραφέων του βιβλίου. Οι λέξεις και ο ποιητικός λόγος ανοίγουν διάπλατα τις πύλες τους στον αναγνώστη ο οποίος νιώθει κατάσαρκα τους στίχους που γράφει η γυναίκα καθώς βιώνει το οδυνηρό αγκύλωμα της απουσίας, της μοναξιάς, της προσμονής και το πικρό αμετάκλητο του για πάντα χαμένου. Η Κοφτερού με το ποίημα χωρίς τέλος ή καλύτερα το λυπητερό τραγούδι, που ακολουθεί το πεζό κείμενο του Μακρόπουλου, μένει σταθερή στα μοτίβα της ποίησής της, όπου η φύση και οι λέξεις κυριαρχούν, ως αόρατα νήματα διαπερνούν το ποίημα, πυκνώνουν τους στίχους σε μια ατέρμονη προσμονή επικοινωνίας, αναγέννησης, δημιουργίας και εν τέλει ίσως σαρκικής ένωσης. Το ποίημα δεν τελειώνει. Το χέρι μένει μετέωρο στο κάλεσμα και στην επιθυμία. Ο αναγνώστης απολαμβάνει μια αίσθηση βάθους και άφιξης στην ουσία των πραγμάτων και του αισθήματος, κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδανική γεφύρωση ανθρώπινου και θείου.
Το βιβλίο, λοιπόν, ανοίγει στον πλανήτη γη με την άυλη παρουσία του άντρα στον κήπο και στο σπίτι. Ο Μακρόπουλος σε μια συγκλονιστική περιγραφή, ενσωματώνοντας τη φύση ως εικόνα που σηματοδοτεί την άλλη διάσταση, μεταπλάθει την καθημερινότητα και την αξία των μικρών πραγμάτων σε χρόνο-άχρονο. «Ὁ χρόνος στὸν ῎Αρη εἶναι σὰν θάλασσα ἀπ’ ὅπου ἔχει χαθεῖ ἡ πλημμυρίδα καὶ μένει μόνο ἡ ἄμπωτη» (σ. 65). Αφήνει τα ίχνη της στιβαρής-ρέουσας γραφής του από την πρώτη σελίδα του βιβλίου. Καθηλώνει τον αναγνώστη. Ο άντρας περνά το κατώφλι του σπιτιού και διαπιστώνει ότι όλα είναι εκεί «εκτός από εμένα τον ίδιο, ό,τι ήμουν υπήρχε ακόμα μες στο σπίτι μας, απαράλλακτο και βουβό σαν την ώρα που δείχνουν οι δείκτες σταματημένου ρολογιού». Μέσα σε μια σελίδα ο αναγνώστης νιώθει την ασώματη επιστροφή με κυρίαρχη την αίσθηση της όρασης, όπου μέσα από τα μάτια του άντρα και το χάδι των αχτίδων του φωτός διαγράφεται η γυναικεία φιγούρα, ως μια εξαίσια αργή, βουβή κινηματογραφική σκηνή, και το βλέμμα μεταμορφώνεται σε χέρι και άγγιγμα ψυχής. Ο Μακρόπουλος με χαρακτηριστικές τις παρηχήσεις των γ,ρ, φ και π δίνει το στίγμα της γυναίκας και την αγάπη της για την ποίηση και τη γραφή.
Προχώρησα, μπήκα στο καθιστικό και σε είδα. Είδα την πλάτη σου, τα μαλλιά σου. Ήσουν σκυφτή στο γραφείο και κάτι έγραφες. Το φως απ’ το παράθυρο αντίκρυ σε τύλιγε· στοργικό, απαλό, φώτιζε κάθε τρίχα στα μαλλιά σου και την ξεχώριζε, φλόγιζε το χνούδι στο σβέρκο σου, χάιδευε τους ώμους και τα μπράτσα σου. Πλησίασα, ώσπου στεκόμουν από πάνω σου μα δεν με κατάλαβες κι ούτε μπορούσες να με καταλάβεις. Όμως σαν κάτι να ’νιωσες. Πήρες για μια στιγμή τα μάτια απ’ το χαρτί, σήκωσες φευγαλέα το κεφάλι, και το χέρι σου σταμάτησε. Έγραφες ένα ποίημα. Διάβασα τις λέξεις σου.
Τον άνεμο προσμένω/ να λιχνίσει του χρόνου τα σπαρτὰ /σπόρους και άγανα χρυσὰ /της θύμησής σου./Πέτρες πετώ στα χαρακώματα/των αστεριών/μισή νεκρή, αγέννητη ἡ υπόλοιπη/ με μια καρδιά που χαμηλώνει τον ρυθμό της/τί όμορφα τον εαυτό μου απεκδύομαι. / Χιλιάδες μέλισσες εισβάλλουν στο κεφάλι μου/ την απουσία στερεώνοντας κηρήθρα/την κηρήθρα./Φεύγουν αφήνοντας ερειπωμένο μέλι. Μείνε μαζί μου σαν…
Η τέχνη της ποίησης οδηγεί τη γυναίκα, τη βρίσκει σε κάθε βήμα της. Η απουσία γεννά ένα ποίημα, το ποίημα γεννά μια απουσία που γεννά ένα ποίημα με διάχυτη την επιθυμία για παρουσία του άλλου.
Η αφήγηση και οι χαρακτήρες μεταφέρονται στον αναγνώστη αποκλειστικά μέσω της ανταλλαγής επιστολών, οι οποίες συνενώνουν τα πολλά θραύσματα και νήματα της βιολογικής και άυλης ύπαρξής τους. Το αυτοξεδίπλωμα συντελείται μέσα από 26 επιστολές, οι οποίες επικοινωνούν μεταξύ τους άλλοτε με φανερές ιδέες και άλλοτε με μυστικά μηνύματα, αδιαπέραστες και ως μια συμπαγής μάζα ενατενίζουν όλο το βάθος των φόβων, του άγνωστου, της απουσίας και της προσμονής, εισδύουν στα εσωτερικά τοπία των ηρώων και απλώνονται στα πυκνότερα στρώματα της ευαισθησίας και του ψυχισμού του αναγνώστη, προκαλώντας έντονο μεταφυσικό ρίγος.
Το ανθρώπινο πνεύμα αφυπνισμένο από τον λήθαργο γονιμοποιείται ανώδυνα με τη σιωπή. Το σώμα πολλαπλασιάζει τις αισθήσεις του ως δια μαγείας και η ψυχή αναπνέει ελεύθερη στο σύμπαν και τον άγονο πλανήτη. Δημιουργείται ένας άλλος δικός του πλανήτης, της ένωσης δύο ψυχών. Έτσι ξετυλίγεται η ζωή και η σχέση τους.
Κι ἂν δὲν ἔχεις τί νὰ μοῦ πεῖς, φτάνει νὰ λὲς λέξεις, ὅποιες σοῦ ’ρχονται στὸ μυαλό. Οἱ δικές σου λέξεις θά ’ναι τὸ ἀντίδοτο στὰ ἀσταμάτητα λόγια τοῦ Πιέρ, θὰ γεμίζουν τὴ σιωπή, ἀντὶ νὰ τὴ βαθαίνουν κάνοντάς την ἀποτρόπαιη. Ἡ κάθε ἁπλή σου λέξη θά ’ναι γιὰ μένα εἰκόνα ἑνὸς πολύτιμου χαμένου κομματιοῦ τοῦ κόσμου. Ὅλες μαζὶ θὰ εἶναι ὁ κόσμος. (σ. 31)
Η ηρωίδα με τη γραφή της κάνει το χέρι της ηχείο που μεταφέρει τους ήχους της ζωής στον Άρη και δημιουργεί δίαυλο επικοινωνίας με τη γη. Η γραφή γίνεται μάρτυρας και σεισμογράφος τόσο της αίσθησης όσο και του αισθήματος. Αποτυπώνει, ακούει, απαντά, εξηγεί.
Το βιβλίο αγγίζει τα μυθοπλαστικά έργα της επιστημονικής φαντασίας και είναι στα όρια της δυστοπίας, καθώς παρουσιάζει τον αφιλόξενο κόσμο του Άρη, όπου ο άντρας με δύο ακόμη επιστήμονες βιώνουν δυσοίωνες και καθοριστικές για τη μοίρα τους καταστάσεις. Ο άντρας έχει φύγει δίχως προμήθειες, δίχως σχέδιο, ως βιβλικός χαρακτήρας που αναζητά την επαφή με την επιστήμη και το θείο. Η αγχωτική εικόνα μοναξιάς και αδιεξόδου συντίθεται τελικά και συνομιλεί με κάθε τρόπο, ώστε να αποδοθούν όλα τα συναισθήματα, δημιουργώντας άλλοτε μια εικόνα απειλητική και άλλοτε ονειρική, βοηθώντας τον αναγνώστη να αναγνωρίσει την δυστοπία από τη δική του οπτική. Η επικοινωνία τους περνά σ’ ένα άλλο επίπεδο αυτογνωσίας και υπαρξιακού προβληματισμού όπου δεν απουσιάζει και η θεολογική διάσταση. Ο Καρτέσιος έβλεπε την ψυχή ως κάτι που εδραιώνει όχι μόνο αυτό που δεν είναι βιολογικό, αλλά και ως τη θεμελιώδη πνευματική αρχή των ανθρώπινων όντων και τη φλόγα της θεϊκότητας μέσα τους.
Αδιάσπαστη ροή παραστάσεων, σκέψεων και συναισθημάτων που διατρέχουν τον νου εν γρηγόρσει, κατακλύζουν τις επιστολές. Παρακολουθούμε αναμνήσεις, σκέψεις, συναισθήματα, φιλοσοφικά ερωτήματα όπως τα καταγράφουν οι ίδιοι οι ήρωες. Τους νιώθουμε να ανασαίνουν ασθματικά, να περπατούν δίπλα μας. Παρατηρούμε το πλήρες φάσμα και τη συνεχή πορεία της νοητικής διεργασίας των χαρακτήρων κατά την οποία οι αισθητηριακές αντιλήψεις συμφύρονται με συνειδητές και ημισυνείδητες σκέψεις, αναμνήσεις, προσδοκίες, συναισθήματα, τυχαίους συνειρμούς, μετουσιώνοντας τον εσωτερικό τους μονόλογο.
Η απόσταση δίνει την αλήθεια, το πάθος στη σχέση τους και η κόκκινη σκουριά μιλά για τη αγωνία τους. Κάτι φουσκώνει μέσα τους. Ο άντρας διένυσε απόσταση για να οδηγηθεί στην ψυχή της και επιστρέφει ξυπόλητος και άυλος στο μαλακό παράδεισο της γης. Στο βάθος της μοναξιάς του άντρα και της γυναίκας ακούγονται τα πρώτα βήματα του στοχασμού προς την καρδιά του αναγνώστη. Η απουσία ανοίγει έναν νέο δρόμο επικοινωνίας και βάζει τις βάσεις για μια νέα διαδρομή στη σχέση τους, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Έτσι, οι ήρωες ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και το πόσο ευάλωτοι είναι ο ένας χωρίς τον άλλον.
Ἀγαπημένη μου Ἑλένη, Βρίσκομαι δεκάδες ἑκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά, ἀλλὰ τὸ μήνυμά μου δὲ θὰ κάνει παραπάνω ἀπὸ εἴκοσι λεπτὰ νὰ φτάσει σ’ ἐσένα, φέρνοντάς με κοντά σου. Συναρμολογήσαμε τὸ θόλο μὲ τὰ ὑδροπονικὰ θερμοκήπια ποὺ θὰ μᾶς δίνουν ἀέρα, νερό, τροφή. Τώρα καθόμαστε οἱ τρεῖς μας –ἐγώ, ὁ Πιέρ, ὁ Ἰβάν–κι ἔξω, πρὸς κάθε μεριά, ἁπλώνεται ὁ ἔρημος πλανήτης. Ὁ κόσμος μου πιά. Δὲν πιστεύω στὴν ψυχή, τὸ ξέρεις. ̓Αλλὰ τί ’ναι αὐτὸ ποὺ ἄφησα πίσω, στὸν δικό μας κόσμο; Νιώθω σὰν νὰ εἶμαι ἐδῶ καὶ νὰ μὴν εἶμαι. Λὲς κι ὁλοένα περιμένω κάτι νὰ ξεπροβάλει ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα αὐτοῦ τοῦ ξένου πλανήτη. Σὰν νὰ τὸ βλέπω μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ κάποιες φορές, ποὺ τυχαίνει νὰ μὴν κοιτάζω ἔξω·γυρνῶ ἀπότομα κι εἶναι μόνο ἔρημος –ἡ ἔρημος τοῦ ῎Αρη– ὣς ἐκεῖ ποὺ φτάνει τὸ μάτι.
Εἶναι τόσα αὐτὰ ποὺ θέλω νὰ σοῦ πῶ, Ἑλένη, ποὺ δὲν ξέρω τί ἄλλο νὰ γράψω. Γιατί πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ φύγω; Καὶ γιατί μ’ ἄφησες; Πίστευα πὼς ἤξερα τὴν ἀπάντηση καὶ στὰ δύο. Τώρα δὲ θυμᾶμαι πλέον ποιὰ ἦταν… (σ. 11).
Προσπαθεί ο ήρωας μέσα από τις επιστολές να καταστήσει το αόρατο ορατό και όπως έχει γράψει ο Εξυπερύ στον Μικρό πρίγκιπα «Το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι» η επικοινωνία είναι ένα διανοητικό ταξίδι –κυριολεκτικά και μεταφορικά– στα βάθη του νου της ψυχής. Δεν πιστεύει στη ψυχή, διατηρώντας την κρατούσα άποψη της επιστήμης, ότι αποτελούμαστε αποκλειστικά και μόνο από ύλη, χωρίς καμιά ψυχή για την οποία να μπορεί να γίνει λόγος σε επίπεδο πέρα από τα στοιχειώδη σωματίδια της χημείας και της βιολογίας. Η πλειονότητα των νευροεπιστημόνων διατείνεται ότι δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις μιας ύπαρξης πέρα από τη σαρκική, ότι η υποκειμενική αίσθηση κάθε ανθρώπου για τον εαυτό του ως ψυχής ή άυλης ύπαρξης είναι μια αυταπάτη, μια προσομοίωση κατάλληλα σχεδιασμένη για να αποκρύπτει τους αφανείς υπολογισμούς και τις νευρωνικές διεργασίες του εγκεφάλου μας.
Ἀγαπημένε μου, διαβάζω ξανὰ καὶ ξανὰ τὸ πρῶτο σου μήνυμα καὶ νιώθω ὅτι δὲν ἔφυγες ποτέ. Παράξενο στ’ ἀλήθεια, ἀφοῦ, πρὶν φύγεις, ἔνιωθα συχνὰ ὅτι δὲν ἤσουν ἐδῶ. Τὸ ἀντικαθρέφτισμα τῆς παρουσίας σου ὑπῆρξε ἡ ἀπουσία. Χαίρομαι, ἀγαπημένε μου, ποὺ τὰ μηνύματά σου θὰ φτάνουν σὲ εἴκοσι λεπτά, σὲ πραγματικὸ χρόνο ἴσως, ἀφοῦ στὴ γήινη, δική μου καθημερινότητα σχεδὸν τίποτα δὲν ἀλλάζει σὲ τόσο λίγο χρόνο. Τὸ μόνο ποὺ προλαβαίνει κανεὶς σὲ εἴκοσι λεπτὰ εἶναι νὰ πεθάνει. Δὲν ξέρω γιατί σ’ τὸ γράφω τώρα αὐτό. Πιστεύω στὴν ψυχή, ὅμως δὲ μοῦ ἔχει φανερωθεῖ παρὰ μόνο στὸ περίγραμμα τῶν μικρῶν πραγμάτων. Κάθε τόσο ἀνοίγω τὴν ντουλάπα μας καὶ κοιτῶ ἐκεῖνο τὸ λευκὸ πουκάμισο ποὺ σοῦ εἶχα χαρίσει πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Εἶναι ἀξιοσημείωτο τὸ πῶς διατηρεῖ ἀκόμα τὴν ἁπαλὴ λευκή του λάμψη. Τὸ ἀγγίζω κι ἕνα ἀνεπαίσθητο θρόισμα μὲ διαπερνᾶ. Καὶ τότε σκέφτομαι πὼς ἴσως αὐτὸ νὰ εἶναι ἡ ψυχή. Ἡ ἀντήχηση τῆς ἄφθαρτης λευκότητας (σ. 13).
Κάθε επιστολή «είναι μια ζωγραφιά φτιαγμένη από λέξεις», κάθε επιστολή είναι μια εικόνα αποτελούμενη από πλήθος εικόνων του Άρη και της γης, όπου ο άντρας γίνεται πλάνητας του σύμπαντος και η γυναίκα στη γη κινείται μόνο εκεί όπου έζησαν μαζί, συντρέχοντάς τον με τις λέξεις της. Η εικονοποιία δεν περιλαμβάνει μόνο εικόνες οπτικές αλλά και ακουστικές, απτικές, θερμικές, οσφρητικές, γευστικές, προβάλλοντας κιναισθητικές ιδιότητες. Καθίσταται καθοριστικός ρυθμιστής του νοήματος, της δομής και της επενέργειας κάθε επιστολής. Οι περιγραφές δημιουργούν μια αισθητική πραγματικότητα για κάθε αναγνώστη και οι επιστολές ζωντανεύουν τους χαρακτήρες και τη σχέση τους μέσα από τον λόγο.
…Σὲ βλέπω ἢ σὲ φαντάζομαι; δύσκολο ν’ ἀπαντήσω μὲ ἀκρίβεια. Τὸ μόνο ἀληθινὸ εἶναι ἡ συγκίνηση ποὺ αἰσθάνομαι, γιατὶ θαρρῶ πὼς ἀναγνωρίζω τὴ μυστηριώδη λάμψη ποὺ ἀναδύεται καὶ ἀνθίζει στὰ μάτια σου κάθε φορὰ ποὺ διαβάζεις κάτι ποὺ σοῦ ἀρέσει (σ. 18).
Οι δυο τους επικοινωνούν με τις επιστολές, εξορκίζοντας την αδιαπέραστη σιωπή του άγονου πλανήτη και την απόσταση μεταξύ τους. Η γη και ο Άρης ενώνονται γίνονται ένα μέσα από τις περιγραφές της φύσης και των ψυχικών καταστάσεων των δύο ηρώων. Η γλώσσα της Κοφτερού ποιητική εκφράζει το γήινο, το νοσταλγικό, το καθημερινό και από την άλλη ο Μακρόπουλος με τη μοναδική αυστηρότητα της πολυσήμαντης γλώσσας του εκφράζει το άρρητο, το αόριστο και το ανεξήγητο. Η γραφή τους έχει την πλαστική ικανότητα να εκφράζει τον εσωτερικό τους κόσμο και κατορθώνει, να μεταφέρει με λεπτότητα το συναίσθημα στον αναγνώστη. Τα όρια ξεθωριάζουν ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στο παρελθόν και στο παρόν και αναπαριστά τα φαινόμενα του κόσμου και τα υπαρξιακά ερωτήματα του κάθε ανθρώπου. Οι δύο συγγραφείς με λέξεις καλοζυγισμένες μεταδίδουν την αδιόρατη αύρα της μελαγχολίας για τις σχέσεις των ανθρώπων αλλά και για την ίδια τη ζωή και τον θάνατο.
Οἱ λέξεις ἐδῶ, Ἑλένη, γλιστροῦν ὅπως ἡ ἄμμος μές’ ἀπὸ τὰ δάχτυλα, γιατὶ ὅ,τι περιγράφουν ἔχει πιὰ χαθεῖ. Τί πάει νὰ πεῖ «φύλλο»; Τί πάει νὰ πεῖ «κοχύλι»; Τί πάει νὰ πεῖ «δέντρο»; Τί πάει νὰ πεῖ «πουλί»; (σ. 31)
Μὲ τὴν ἀπόλυτη ὁμοιομορφία τῆς ὕλης του, ὁ ῎Αρης ἔχει γκρεμίσει τὸ φράγμα ἀνάμεσα στὴν πραγματικότητα καὶ τὴ φαντασία καὶ στὴ θέση του τώρα ὑπάρχει μιὰ διαπερατὴ μεμβράνη. Ἡ ἀχανὴς ἔρημός του ἁπλώνεται καὶ στὰ ὄνειρά μου. Σ’ ἕνα τέτοιο ὄνειρο εἶδα τὸ σπίτι μας –τὸν κῆπο, τὸ φράχτη, τὶς γάτες ποὺ τάιζες καὶ ποὺ δὲν ἤμουν ποτὲ σίγουρος ἂν ἦταν οἱ ἴδιες ἢ διαφορετικές–καὶ παντοῦ γύρω ὑπῆρχε μονάχα ἡ ἔρημος τοῦ ῎Αρη. Ἔπρεπε ν’ ἀνοίξω τὴν αὐλόπορτα καὶ δὲν ἤθελα, ὥσπου ξύπνησα μούσκεμα στὸν ἱδρώτα (σ. 15).
Σύμφωνα με τον βρετανό φυσικό Julian Barbour «Ο εγκέφαλος είναι μια χρονοκάψουλα. Η ιστορία ενοικεί στη δομή της». Συνεπώς η μνήμη, ο χρόνος και η ιστορία διαπλέκονται άρρηκτα. Ο χρόνος δομεί τη μνήμη, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που το ανθρώπινο σώμα δομεί τις σκέψεις και την ψυχή μας. Τα γεγονότα δείχνουν να επιβραδύνονται ή να επιταχύνονται.
Η μνήμη, σε όλες της τις μορφές της –βιολογικές, πολιτισμικές, πνευματικές και ψυχολογικές– είναι αυτή που συγκρατεί τα πράγματα. Χωρίς αυτήν, η ιστορία του κάθε ανθρώπου θα έμοιαζε να μην έχει κανένα νόημα, καμιά συνέχεια. Η συγγραφή είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μια πράξη μνήμης. Όχι απαραίτητα ως καταγραφή της δικής μας ζωής και προσωπικής ιστορίας όσο ως μια προσπάθεια να αποτυπώσουμε με λέξεις την εντύπωση που δημιουργεί ο κόσμος γύρω μας.
Ἡ μνήμη εἶναι τὸ πιὸ ζωτικὸ ὄργανο γιὰ τὴ ζωή μας στὸν ῎Αρη, εἶπε. Χάρη στὸν ὑπερεξελιγμένο ἰατρικό μας ἐξοπλισμὸ καὶ στὴν ἐκπαίδευσή μας στὸ χειρισμό του, μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ περισσότερα προβλήματα ὑγείας. Καί, ἔτσι κι ἀλλιῶς, εἴμαστε ἀπόλυτα ὑγιεῖς καὶ οἱ τρεῖς. ῍Αν ἐξασθενήσει ὅμως ἡ μνήμη μας, ποὺ εἶναι ὅ,τι μᾶς δένει μὲ τὴ Γῆ, εἶπε, τότε θά ’μαστε καταδικασμένοι ἐδῶ στὸν ῎Αρη. Ὁ Ἰβὰν τὸν ἄκουγε χωρὶς νὰ μιλᾶ καὶ στὸ τέλος εἶπε: «Ἡ μνήμη δὲν ἀντικαθιστᾶ ὅ,τι δὲν ὑπάρχει πιά. Εἶναι σύμπτωμα αὐτῆς τῆς ἀπουσίας. ̓Αρρώστια» (σ. 16).
Το φαινόμενο της ανθρώπινης γλώσσας διαδραματίζει πρώτιστο ρόλο στην κατανόηση της θέσης του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Η γλώσσα αποτελεί το σπουδαίο, καθοριστικό ορόσημο που αλλάζει τα πάντα. Η ηρωίδα κατανοεί την τεράστια ευθύνη που έχει για να διασώσει τη σκέψη του άντρα που εκλιπαρεί για τις λέξεις της. Δεν χρησιμοποιεί απλώς τη γλώσσα, η γλώσσα γίνεται αγγελιαφόρος της ψυχής της. Η γλώσσα είναι η ίδια η ζωή όπως η λέξη πεταλούδα πετά και φτάνει στον Άρη και δομεί τη δική της πραγματικότητα ζωής. Ο νους αλλάζει μέσω της γλώσσας, όπως αλλάζουν ο πολιτισμός, τα πιστεύω και οι αξίες μας.
Υπάρχουν η εμπειρία της αγάπης και οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να την περιγράψουμε. Υπάρχει διαφορά μεταξύ των εικόνων και των απόψεων για τον κόσμο γύρω μας και των λέξεων που επιλέγουμε για να οικειοποιηθούμε αυτά τα μοντέλα, για τον εαυτό μας και τους άλλους. Αρκετοί άνθρωποι έχουν βιώσει στιγμές στη ζωή τους όπου οι λέξεις τους εγκαταλείπουν. Και στέκονται όπως ο άντρας στον θόλο και βλέπουν αχανείς εκτάσεις από πολύχρωμα στρώματα βραχώδους πετρώματος. Και όπως ο Μωυσής: Μήτε το στόμα του μήτε η γλώσσα του μπορούσαν να βγάλουν λέξη.
Σ’ ἕναν πλανήτη χωρὶς ζωὴ φτωχαίνει τραγικὰ ἡ γλώσσα. Ὅλες οἱ σημασίες τῶν λέξεων χάνονται, ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὴν τῆς ἐρημιᾶς. Δὲ θὰ ἀφήσω νὰ συμβεῖ αὐτό. Θὰ κάνω ὅ,τι μπορῶ γιὰ νὰ μὴ χάσεις τὸ νόημα ἢ ἔστω τὴν ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ νοήματος. Τώρα ποὺ σοῦ γράφω, ἕνα σύννεφο κρύβει γιὰ λίγο τὸν ἥλιο κι ἀμέσως μετὰ τρέχει σὰν κυνηγημένο νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα ποὺ ἀπομακρύνονται μαζὶ μὲ τὴν πιθανότητα τῆς βροχῆς. Ἴσως σὲ παρηγορεῖ τὸ γεγονὸς πὼς οὔτε στὴ Γῆ ὑπάρχει μιὰ λέξη ποὺ νὰ περιγράφει τὸν ἀπόηχο αὐτῆς τῆς μικρῆς στιγμῆς καθὼς διαπερνᾶ τὰ τοιχώματα τῆς μοναξιᾶς μου (σ. 32).
Καθώς περνά ο αναγνώστης από τη μια επιστολή στην άλλη, βλέπει σε αντίστιξη τους ήρωες να κινούνται ο ένας στη γη και ο άλλος στον Άρη, ψηλαφώντας τις λέξεις και τις εικόνες που ανταλλάσσουν για να γίνει η απουσία παρουσία. Η νοσταλγία είναι διττή. Οι ήρωες προσπαθούν να φτάσουν ο ένας τον άλλον και είναι συνδεδεμένοι σ’ ένα επίπεδο πέρα από αυτό. Συνδέουν το υλικό με το άυλο το φυσικό με το μεταφυσικό. Η ένωση των ψυχών τους διαφαίνεται από τα κείμενα, ενώ σε δεύτερο επίπεδο διακρίνεται η επικοινωνία με τον Θεό, το σύμπαν και τη φύση. Καθώς η ηρωίδα περιφέρεται στον γήινο κήπο όπου η φύση εμφανίζεται υποταγμένη, ταξινομημένη, και περιχαρακωμένη, όπως αρμόζει στο σύμβολο της συνείδησης απέναντι στο δάσος του ασυνειδήτου. Αναζητά σημάδια παρουσίας του αγαπημένου της. Περνά στο υπνοδωμάτιο… Ίσως για να νιώσει τους τριγμούς του έρωτα, της απουσίας, του πόνου και της ηδονής για τον άντρα που πέρασε στο κόκκινο του Άρη, νιώθοντας στο δέρμα της τη ρήση του φιλόσοφου Martin Buber «πως η αγάπη του θεού για τον Κόσμο που δημιούργησε αποκαλύπτεται μέσα από την απροσμέτρητη αγάπη που ένα όν μπορεί να αισθανθεί για ένα άλλο».
Οι λόγοι που γράφεται ένα βιβλίο είναι πολλοί και κάποτε δυσδιάκριτοι. Στην ουσία του, ωστόσο, ένα βιβλίο αποτελεί πάντοτε μια απόπειρα επικοινωνίας με τον εαυτό του και τον αναγνώστη. Στο συγκεκριμένο βιβλίο η επικοινωνία διπλασιάζεται, αφού είναι γραμμένο από δυο συγγραφείς που ανταλλάξανε μηνύματα σε πραγματικό χρόνο με την ελπίδα να μεταλαμπαδεύσουν αυτήν τη σύμπλευση και στον αναγνώστη. Ο Άρης εισβάλλει στη ζωή του αναγνώστη στα μικρά ή τα μεγάλα της καθημερινότητας του, αγγίζει με τρυφερότητα τη σκέψη του και οι ήρωες της νουβέλας καθίστανται ξεχωριστοί και οικείοι.
Βιβλιογραφία
Abrams, M., H. (2005). Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων: Θεωρία, Κριτική Λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Δελληβοριά, Σ. Χατζηιωαννίδου. Αθήνα: Πατάκης.
Αντουάν ντε Σαιντ – Εξυπερύ (2015). Ο μικρός πρίγκιπας Μετάφραση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου. Εκδόσεις Σαΐτα (website) https://www.ebooks4greeks.gr/%CE%BF-%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%B3%CE%BA%CE%B9%CF%80%CE%B1%CF%82
Barbour, J. (1999). The End of Time: The Next Revolution in Physics, London: Weindenfeld & Nicolson.
Buber, M. (2002). The Martin Buber Reader: Essential Writings, επιμ. Asher Biemann, New York: Palgrave Macmillan.
Lombard, J. (2018). Ο Νους του Θεού. Νευροεπιστήμη, πίστη και η αναζήτηση της ψυχής, Αθήνα: Πεδίο.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
https://frear.gr/?p=31878&fbclid=IwAR3hrHK0sDUdcR9_W2Wwkj2RH0pxpR_LRRKid1XfaOYmHlVDt4SyHgO2SaE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου