Γιώργος Βέης: ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ, Η τέχνη του ταξιδιού- Μετάφραση: Γιάννης Ανδρέου, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 314
Το ταξίδι ως μέσον αισθητικής πλήρωσης
«Το ταξίδι με παρηγόρησε. Βίωσα ένα είδος αισθησιακής έλξης προς το τοπίο…Οι περιγραφές της φύσης στο λογοτεχνικό μου έργο έχουν την ίδια αξία με τις ερωτικές σκηνές άλλων συγγραφέων.»
Γιούκιο Μισίμα, Εξομολογήσεις μιας Μάσκας
Επισημαίνοντας την πολυσημία, η οποία παρεισδύει κατά κανόνα σε κάθε σχεδόν στιγμή της περιπλάνησής μας στην αλλοδαπή επικράτεια ή και σε διακεκριμένα σημεία της ημεδαπής κοιτίδας, ο συγγραφέας, βιβλιογραφικά πάνοπλος ως συνήθως, προτείνει συγκεκριμένους τρόπους αποτελεσματικής προβολής και αισθητικής εκμετάλλευσης των εκάστοτε «τουριστικών» δεδομένων. Δείχνοντας στην ταξιδιωτική πράξη πώς είναι δυνατόν να αποκατασταθούν ορισμένες παραθεωρημένες δυναμικές ενδεικτικών τοπίων, προσφέρει μια καλώς συγκροτημένη μεθοδολογία αναθεώρησης των διαδικασιών ουσιαστικής πρόσληψης των κεκρυμμένων παραμέτρων του «εξωτικού» ή μη χώρου.
Είναι άλλωστε τεράστια η απόσταση που χωρίζει τον διάσημο αφορισμό του Πασκάλ (βλ. σελ. 295) και ό, τι άλλο αυτός συνεπάγεται, δηλαδή ότι «όλη η ανθρώπινη δυστυχία πηγάζει από ένα μονάχα πράγμα, ήτοι από το ότι δεν ξέρουν πώς να κάτσουν ήσυχοι μέσα στην κάμαρή τους» (βλ. τις περιώνυμες Σκέψεις, 136) από την έξαρση που εμπεριέχεται στην εναντιωματική θέση του Ιβ Μπονφουά: «Αγαπώ τα ταξίδια, τα θεωρώ προσπάθειες επιστροφής. Αναζήτηση σημαδεμένη με σταθμούς, κάθε φορά που πλησιάζουμε τόπους οι οποίοι ταιριάζουν στους πόθους μας […] Μια τέτοια αναζήτηση είναι και η ποίηση: μεριμνά μόνο για τούτο το σημείο του κόσμου που το προϊδεάζομαι, στήνει και ερμηνεύει αυτό το μνημείο της φυσικής ευγλωττίας, όπου θα λάμψει η μέρα που εκείνη ποθεί, η παντού θαμμένη. Ποίηση και ταξίδι έχουν την ίδια υπόσταση και το ίδιο αίμα. Και ξαναλέω, μετά τον Baudelaire, ότι από όλες τις πράξεις τις δυνατές στον άνθρωπο, αυτές είναι οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες.»,( βλ. Οι Τάφοι της Ραβέννας, σε μετάφραση Χριστόφορου Λιοντάκη, στις εκδόσεις «Γνώση», 1981).
Ο Αλαίν ντε Μποττόν, ως οξυδερκής δέκτης του αιφνίδιου ή μη ταξιδιωτικού διάκοσμου, υποστηρίζει εντέχνως την αλήθεια του δεύτερου ισχυρισμού, αποδεικνύοντας με τη σειρά του την απώτερη διδακτική σημασία του ταξιδιού.
Γι΄ αυτό και διερευνά, μεταξύ άλλων, το είδος της αναβαθμισμένης εκείνης εμπειρίας, όπως την βίωσαν και στη συνέχεια την αποτύπωσαν εξέχοντες και εντόνως υποψιασμένοι ανά τους αιώνες περιηγητές, όπως είναι φέρ’ ειπείν οι Ζ. Κ. Υσμάνς, Κάρολος Μποντλέρ, Έντουαρντ Χόπερ, Γκιστάβ Φλομπέρ, Αλεξάντερ φον Χούμπολντ, Ουίλιαμ Ουέρντσουερθ, Έντμουντ Μπερκ, Βίνσεντ βαν Γκογκ, Τζον Ράσκιν και Ξαβιέ ντε Μαιστρ. Θεωρώντας προφανώς ότι ο ταξιδιωτικός χωρόχρονος αποτελεί φύσει και θέσει το κατ΄ εξοχήν διευρυμένο, το ανοικτό πεδίο των ωσμώσεων και των άλλων δεδομένων της κρίσιμης συγκυρίας, ό, τι δηλαδή κατά κανόνα ανακαλύπτει ή «αντιγράφει» ο επαρκής περιοδεύων συγγραφέας ή ο έμπειρος εικαστικός καλλιτέχνης αντιστοίχως, η Τέχνη του ταξιδιού συνιστά πρωτίστως ένα εύχρηστο εγχειρίδιο κατανόησης και επαναξιολόγησης ερειπιώνων, αποκτημάτων και ευεργετημάτων τόσο του ανθρώπινου πολιτισμού όσο και του φυσικού παράγοντα. Η δε απόδοσή της στη γλώσσα μας είναι εύστοχη και γι’ αυτό λειτουργική.
Με άλλα λόγια, οι προσφιλείς τόποι συναποτελούν και κατά τον Αλαίν ντε Μποττόν, το πολύμορφο, το καλειδοσκοπικό τρόπον τινά υπερκείμενο, το οποίο μάς καλεί να το μελετήσουμε διεξοδικά, επιδεικνύοντας την ανάλογη υπομονή, να το διεκδικήσουμε γνωσιολογικά και στη συνέχεια να το κάνουμε αναπόσπαστο κομμάτι του είναι μας. Ταξιδεύουμε, από αυτή την άποψη, σημαίνει αποδεχόμαστε στο έπακρο την δυνατότητα της έκπληξης, διαγράφουμε εκ προοιμίου όλες, ει δυνατόν, τις εμμονές του πλατωνικού σπηλαίου και εξαντλούμε την ικανότητά μας να αφομοιώσουμε το θαύμα του πλανήτη Γη. Λειτουργώντας επιτέλους με επιτυχία επαγωγικά, αντιλαμβανόμαστε τι όντως συγκροτεί τον Κόσμο.
Το διπλό ερώτημα του Γκιστάβ Φλομπέρ, λίγο προτού αναχωρήσει από την Αίγυπτο: «Πότε θα ξαναδώ φοινικόδεντρο; Πότε θ΄ ανέβω πάλι σε δρομάδα;», αλλά και η πηγαία εξομολόγησή του στην ανιψιά του Καρολίν, όταν πλησίαζε ο θάνατός του, τρεις δεκαετίες μετά, ήτοι: «τις τελευταίες δύο εβδομάδες μ΄ έχει κατακλύσει η λαχτάρα να δω ένα φοινικόδεντρο με φόντο ένα καταγάλανο ουρανό, ν’ ακούσω έναν πελαργό να κροταλίζει το ράμφος του στην κορφή ενός μιναρέ»,(βλ. σελ. 126), αφήνουν να διαφανεί η βαθύτερη, η αρχέγονη αγωνία της ύπαρξης για την οριστική φυγή της μέσα στην αίγλη του αλλότριου. Στο σημείο αυτό η Τέχνη του ταξιδιού υπαινίσσεται σαφώς την αυταξία της περιώνυμης ετυμηγορίας του Φρίντριχ Νίτσε, όπως κατατίθεται ευκρινώς στο έργο του Θέληση για δύναμη, ότι δηλαδή «… ο κόσμος είναι ακόμη πλούσιος και άγνωστος και αξίζει περισσότερο να χαθούμε παρά να κατοικήσουμε ανάπηροι και φαρμακεροί. Η ίδια μας η ρώμη μάς σπρώχνει προς τις μακρινές θάλασσες, προς το σημείο όπου όλοι οι ήλιοι μέχρι τώρα έχουν δύσει• ξέρουμε πως υπάρχει ένας νέος κόσμος…». Το σύνδρομο του Οδυσσέα υπαγορεύει συνεπώς όλες εκείνες τις αποκλίσεις και τις προαιρέσεις που οδηγούν τον ταξιδιώτη κατ΄ ανάγκην στο βασίλειο ενός φωτισμένου εαυτού. Κι αυτή η δημιουργική σχέση συνιστά κοντολογίς την αφετηρία των ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτων απογραφών του Αλαίν ντε Μποττόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου