Αν και ο Άρης Αλεξάνδρου ξεκινά την πορεία του στα Γράμματα ως ποιητής, παραμένει γνωστός κυρίως ως συγγραφέας του ενός βιβλίου –εννοώ ασφαλώς το Κιβώτιο, το οποίο αποτελεί μέρος του Κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας– και ως επίμονος και, τολμώ να πω, ανυπέρβλητος έως σήμερα μεταφραστής του Ντοστογιέφσκι. Παρ’ όλα αυτά, η ποίηση είναι το λογοτεχνικό είδος που υπηρέτησε με τη μεγαλύτερη συνέπεια και οπωσδήποτε κυριαρχεί στο προσωπικό του έργο, το οποίο, λόγω των περισπασμών της ολιγόχρονης ζωής του (εξορίες, προβλήματα βιοπορισμού και υγείας), έμεινε αρκετά περιορισμένο. Νομίζω, μάλιστα, πως το Κιβώτιο που εκδίδεται όταν πλέον ο Αλεξάνδρου έχει ολοκληρώσει, ουσιαστικά, το ποιητικό του έργο, αποτελεί ένα συνειδητό από μέρους του εγχείρημα
μετάβασης σ’ ένα λογοτεχνικό είδος που θα τον βοηθούσε να εκφράσει –αν όχι πληρέστερα, τουλάχιστον διαφορετικά και πολυεπίπεδα– το αίσθημα ασφυξίας και υποκρισίας που είχε βιώσει από την πολιτική του δράση. Και η μετάβαση αυτή νομίζω ήταν απαραίτητη γιατί η διαμορφωμένη του πια ποιητική εκφραστική –κι αυτό το γνωρίζουν όλοι οι ποιητές που προβληματίζονται και στοχάζονται πάνω στη γλώσσα τους– λειτουργούσε περιοριστικά και δεν του επέτρεπε να εκφραστεί με την πληρότητα που επιθυμούσε, δυνατότητα που του έδωσε βέβαια το μοντερνιστικό πείραμα του Κιβωτίου [1].Μιλώντας μόλις για «πολιτική δράση», απέφυγα σκόπιμα, όπως είναι φυσικό, να μιλήσω για πολιτική «στράτευση». Ο Αλεξάνδρου ξεκινά ως καθαρά πολιτικός ποιητής για να καταλήξει σύντομα αμφισβητίας και υπαρξιακός και γι’ αυτό το συναίσθημα που εκφράζει περισσότερο στην ποίησή του –με την εξαίρεση της πρώτης του συλλογής– είναι το αίσθημα της αποξένωσης, του ξένου. Επιθυμεί να κατοχυρώσει τη διαφορετικότητα και την ελευθερία του και να καταστήσει σαφές ότι ο ίδιος υπακούει μόνο στα κελεύσματα της συνείδησής του, όπως άλλωστε το γράφει στο δίστιχο της «Υποσημείωσης»: «Φίλε ή αντίπαλε μην τ’ αναγγείλεις πουθενά. / Δεσμώτης τῇδε ἵσταμαι τοῖς ἔνδον ρήμασι πειθόμενος». Έτσι, αν στην πρώτη του συλλογή Ακόμα τούτ’ η άνοιξη, του 1946, επικρατούσε ακόμα ο νεανικός ενθουσιασμός και το πνεύμα της αγωνιστικότητας στην προοπτική επίτευξης του σοσιαλιστικού ονείρου –γεγονός που τον καθιστά συγγενή ποιητή εν μέρει με τον Ρίτσο της προηγούμενης γενιάς, αλλά κυρίως με άλλους στρατευμένους της εποχής του που μιλούν για φάμπρικες, ΕΣΣΔ και κόκκινους ήλιους–, οι δύο επόμενες συλλογές του διαφέρουν ριζικά. Έχοντας έρθει πλέον σε επαφή με τις ισοπεδωτικές λογικές των κομματικών «κομμένων κεφαλών», θα βρεθεί απομονωμένος στα χρόνια της πρώτης εξορίας του (1948-1951: Μούδρος, Μακρόνησος, Άγιος Ευστράτιος) κατηγορούμενος απ’ τους συντρόφους του για ηττοπάθεια πριν δημοσιεύσει την Άγονο γραμμή (1952) και προτού ξαναφυλακισθεί ως ανυπότακτος την ίδια χρονιά. Με την αποφυλάκισή του επτά χρόνια αργότερα (το καλοκαίρι του 1958, έχοντας εκτίσει τα 2/3 της δεκαετούς ποινής του), θα εκδώσει τον επόμενο χρόνο τη συλλογή Ευθύτης οδών, με ποιήματα που έγραψε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου. Οι δύο επόμενες συλλογές του, λοιπόν, αποτελούν καρπούς των φυλακίσεών του, του κλίματος εγκλεισμού αφενός και του αποκλεισμού αφετέρου που υφίσταται, και γι’ αυτό ο λόγος του, άμεσος πλέον και συχνά ειρωνικός, γίνεται διμέτωπος λόγος διαμαρτυρίας απέναντι στους δεσμώτες του από τη μια μεριά και τους συντρόφους του από την άλλη. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Αλεξάνδρου συγγενεύει ως προς την αμφισβήτηση με τον Αναγνωστάκη των Εποχών 3 (1954), με τον Κατσαρό του Κατά Σαδδουκαίων (1953, αν και ο Κατσαρός είναι πιο συμβολικός) και με τον Πατρίκιο του Χωματόδρομου (1954): βιώνουν όλη τη διάψευση των οραμάτων, αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική γραμμή (την οποία στον χώρο της λογοτεχνίας εκφράζουν οι Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Τάσους Βουρνάς, Μάρκος Αυγέρης), τη συμβατικότητα και την υποκρισία και γίνονται –ειδικά ο Αλεξάνδρου και ο Αναγνωστάκης– οι κριτικές συνειδήσεις της γενιάς τους. Την αμφισβήτηση που δεν τόλμησε να εκφράσει ποτέ ευθέως ή δημόσια ο Ρίτσος (παρά τα «Σεπτήρια και δαφνηφόρια» ή την «Χαμένη υπερβόρειο» από τις Επαναλήψεις), η «γενιά της ήττας» που ακολούθησε θέλησε να την αποδώσει με ποιητική ειλικρίνεια γιατί αποτελούσε μέρος της δυστοπικής καθημερινότητάς της.
Είπαμε ήδη ότι η πρώτη ποιητική συλλογή Ακόμα τούτ’ η άνοιξη (22 ετών) βρίσκεται ακόμα στον αστερισμό της κομμουνιστικής προσδοκίας. Έτσι ο λυρισμός είναι διάχυτος έως μελωμένος (λ.χ. «Σαν και τότε που καθόμασταν στο πρόδωμα της θλίψης / –ένα μακρινό άρωμα θάλασσας και τα λόγια να ψιθυρίζουν τη σκιά του δειλινού») κι εμφανίζονται διαρκώς αγωνιστικοί στίχοι για την «περιπολία του ΕΛΑΣ», τα οδοφράγματα, για κρυφές συνεδριάσεις κι απεργίες με ποιητικά αιτήματα («είναι πολλοί που απεργούν κι άλλοι που θ’ απεργήσουν / ζητώντας λίγη αρμύρα θάλασσας φρέσκο ψωμί και μια εκδρομή στην ξαστερία»), τον Άρη, ενώ ο καταληκτικός στίχος όλης της συλλογής είναι απόλυτα αισιόδοξος γιατί εκφράζει τη βεβαιότητα «δεν μπορεί / δε γίνεται–/ η νίκη θα ’ναι δική μας». Η επαναστατικότητα σε ποιήματα όπως το «Συντροφικό», όπου οι Ελασίτες παρουσιάζονται ως «λεβέντες/καλοκαιριού/ γαμπροί καινούριας μέρας/ πάντα σύντροφοι» που ονειρεύονται «πως βγήκε νιο φεγγάρι/ σφυροδρέπανο» ή στο «Ένας κόκκινος φαντάρος τραγουδάει» περιλαμβάνουν εικόνες παρόμοιες με αυτές που βρίσκουμε σε ανάλογα ποιήματα από τα Τρακτέρ του Ρίτσου, με λιγότερο όμως οικουμενικό και επικό χαρακτήρα. Σε τρία από τα έντεκα ποιήματα της συλλογής («Νανούρισμα», «Της Νύφης», «Του ήλιου») χρησιμοποιείται ο δεκαπεντασύλλαβος, που τον συναντούμε και σε άλλα ποιήματα της εποχής ως μια προσπάθεια να συνδεθεί η κλεφτουριά της Επανάστασης του 1821 με το αντάρτικο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Διαβάζω την πρώτη και την τελευταία στροφή του «Νανουρίσματος» για να καταλάβετε το πνεύμα του βιβλίου και να υπάρχει μέτρο σύγκρισης με το κλίμα που επικρατεί στο επόμενο:
Κοιμήσου και πλαγιάσανε τ’ αστέρια στις παντιέρες
είν’ το φεγγάρι στη σκοπιά κι ο ΕΛΑΣ στα καραούλια
κ’ έχεις κουβέρτα σύγνεφο και κούνια σου την πέτρα.
[…]
Κοιμήσου και παράγγειλα στην ΕΣΣΔ ένα τραγούδι
να σου το λένε οι όμορφες να σου το λέει ο Μάης
να το χορεύει η ξεγνοιασιά ν’ ακούει ο κόσμος όλος.
Στη δεύτερη συλλογή του Άγονος γραμμή, με ενδεικτική προμετωπίδα τον στίχο του Πωλ Ελυάρ «αδελφικά μόνος, αδελφικά λεύτερος» στα γαλλικά, η αλλαγή της ατμόσφαιρας είναι εντυπωσιακή: αν στο πρώτο ποίημα της προηγούμενης συλλογής («Προχτές») τα καΐκια φεύγανε «φορτωμένα σταφύλια και φως», στο πρώτο ποίημα της δεύτερης ο ποιητής μετρά «καράβια φορτωμένα κόκκαλα». Η γλώσσα είναι ελλειπτική, με υπονοούμενα και συνθηματικές κουβέντες απ’ τον κλειστό μικρόκοσμο του στρατοπέδου, ενώ γίνεται σκληρότερη και πιο υλική προκειμένου να εκφράσει την καθημερινή εμπειρία του εγκλεισμού: τη βρωμιά, την πείνα, τον φόβο, την προδοσία. Ο ποιητής «τυλιγμένος ονόματα» καταθέτει τη μαρτυρία του για να διασώσει, αν μπορεί, ό,τι έζησε:
κ’ εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χάρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία
(«Ανεπίδοτα γράμματα, 12»).
Κι είναι αυτός ο ασφυκτικός μικρόκοσμος τόσο κυρίαρχος στη ζωή του που στην «Επιστροφή» του 1952, όταν δηλαδή έρχεται αντιμέτωπος με τη σιωπή της πόλης και των υπολοίπων που συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους στο διάστημα που εκείνοι έλειπαν (μοτίβο συνηθισμένο της στρατοπεδικής λογοτεχνίας), φτάνει να παρακαλάει: «κι αυτός ο χωροφύλακας περνάει και χασμουριέται/Θεέ μου! ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός/ κι ας μου ζητούσε/την ταυτότητά μου.» Στη δεύτερη συλλογή υπάρχουν μεγαλύτερα και σχεδόν πεζολογικά ποιήματα, υπάρχει η αμφισβήτηση όπως εμφανίζεται στο γνωστό 13ο από τα «Ανεπίδοτα γράμματα» («Σύντροφε, κοιμάσαι; / Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού / που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί / σαν τη σιωπή μου / στις κόρες των ματιών της;»), υπάρχει η «Άννα», ένα από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής, που συμπυκνώνει εύληπτα όλο το πνεύμα του βιβλίου. Κι ακόμα, υπάρχει η ψυχική ταύτιση με τον αυτόκτονο Μαγιακόφσκι, στον οποίο αφιέρωσε το εκτενές «Αλεξανδροστρόι» ‒η συνομιλία με τον Ρώσο ποιητή συνεχίζεται και στην τρίτη συλλογή, στο επίσης εκτενές ποίημα «Συνομιλώ άρα υπάρχω».
Στην τρίτη του ποιητική συλλογή, που ανοίγει με το ποίημα «Εισήγηση» «à la manière de Jdanov», τίθεται εξαρχής το πρόβλημα της «αναζήτησης σωστού λεξιλογίου». Πράγματι, στη συλλογή αυτή η αμεσότητα γίνεται μεγαλύτερη, ενώ πολλά ποιήματα μοιάζει να λειτουργούν ως οδηγοί επιβίωσης κι έχουν τόνο συμβουλευτικό. Επιπλέον, δύο διαφορετικές θεματικές διαφοροποιούν το βιβλίο σε σχέση με τα προηγούμενα: αφενός υπάρχει μια σειρά ποιημάτων που αφορμάται από παλαιοδιαθηκικές εικόνες και επεισόδια, τα οποία πιθανόν συνδέουν την ανάμνηση της φυλάκισης στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στη Βόρειο Αφρική με την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο (παραπέμπω εδώ στο Έξοδος και Επανάσταση του Michael Walzer) και οπωσδήποτε σχετίζονται με το εβραϊκό ολοκαύτωμα –όπως επισημαίνει και η ευθεία αναφορά στο Μπούχενβαλντ. Αφετέρου εμφανίζονται ελεγειακά ποιήματα στο ύφος και με την ειρωνεία του Καβάφη, τα οποία εκφράζουν το μελαγχολικό αίσθημα της ήττας ή του τέλους. Ποιήματα όπως τα «Φλάβιος Μάρκος εις εαυτόν», «Ο Βίων», «Χαιρέφων προς Πίνδαρον» και άλλα συγκαταλέγονται στα καλύτερα του Άρη Αλεξάνδρου γιατί ο παραινετικός και αναστοχαστικός χαρακτήρας του λόγου του, το αίσθημα της ματαίωσης ή και του τέλους, η ειρωνική καταγγελία της υποκρισίας βρίσκουν εδώ το κατάλληλο καλούπι για να επιτευχθεί το ευτυχέστερο αποτέλεσμα.
Ξέρω ότι ο χρόνος μου τελειώνει, αλλά δεν θα ήθελα να κλείσω χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στο τελευταίο από τα «Παρισινά ποιήματα», που έχει τον τίτλο «Σημείο προορισμού», ένα ποίημα, θεωρώ, πολύ προσωπικό και λυπημένο. Σα να έχει λησμονήσει ολότελα το παρελθόν του, ο ποιητής αναφέρεται σε κάποια ακαθόριστη μνήμη: «Του χανε πει», γράφει, «για κάποιους που μακριά, πίσω απ’ τα σίδερα, περνάγανε τις μέρες τους φυλακισμένοι, τις νύχτες τους σαν να ‘ ταν κάθε νύχτα η τελευταία. Όσο κι αν προσπάθησε, τα πρόσωπά τους μένανε δυσδιάκριτα», ο ποιητής έχει φαίνεται προσπαθήσει πολύ να ξεχάσει. Ωστόσο, η σημαία των φυλακισμένων, φαντάζεται, θα πρέπει να είναι κρυμμένη κάπου ή θα την έχουν τυλιγμένη στη φανέλα τους ή «θα την έχουν σκίσει και θα μοίρασαν τα κομμάτια της και θά ναι τώρα τα κομμάτια, δήθεν μπαλώματα στις φόδρες». Έτσι, υποθέτουμε, βλέπει κι ο Αλεξάνδρου την ιδεολογία του, σαν κάτι που διαμοιράστηκε μεταξύ παλαιών συντρόφων, σαν μια κοινή και πονεμένη εμπειρία. Και συμβαίνει ξαφνικά, εκεί που γράφει έναν τόπο προορισμού (συμβολικό αυτό, βέβαια), μία σκιά να αποκτάει πρόσωπο εντελώς συγκεκριμένο υπαρκτό. Και πώς να μη σκεφτεί κανείς ότι αυτό το τελευταίο δεν υποδεικνύει ότι μόνιμος τόπος προορισμού της ιδεολογίας, υπήρξε για τον έντιμο Άρη Αλεξάνδρου, ο άνθρωπος και μόνο.
[1] Υπάρχει και η άλλη ερμηνεία: να σταμάτησε, δηλαδή, λόγω του μάταιου της προσπάθειας (Ποιος ο λόγος; Προς τι;), αφού η εξώπορτα είχε ήδη παραβιαστεί και ο διαρρήκτης σημάδευε ήδη με τις αιχμές του ορθάνοιχτου διαβήτη […] ταυτόχρονα τα δυο του μάτια («Διαύγεια πνεύματος»).
[Κείμενο που διαβάστηκε στις 18.5.2015 στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο του αφιερώματος σε μεταπολεμικούς συγγραφείς «Φωνές μείζονες σε φως έλασσον» που διοργάνωσε ο ΟΠΑΝΔΑ και συντόνισε ο Νίκος Βατόπουλος. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
https://frear.gr/?p=12848&fbclid=IwAR36DsJB_MfJAvemGTH4AyXZW8BKljpsVv9AsCJYrJCkIWyOgw7sOsA3r8E
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου