15.1.21

Προσδοκία, η | Πηνελόπη Ζαρδούκα


(συνοπτικό δοκίμιο για τις έννοιες της Προσδοκίας, της Πιθανότητας και της Ποίησης – κριτικά σχόλια στο ποιητικό έργο των: Φιλίας Κανελλοπούλου, Δημήτρη Αθανασέλου, Κατερίνας Αγυιώτη, Βασίλη Παυλίδη, Γιάννη Σκληβανιώτη, Νίκου – Οχάνες Μικιρδιτσιάν ) 
 Από παιδί τη λέξη «προσδοκία» την μπέρδευα με τη λέξη «πιθανότητα». Η προσ- δοκία εκ του «δοκώ», με ελπίδα ή φόβο το αναμένειν, η προσμονή, ανέκαθεν με προβλημάτιζε. Η «δόξα», η γνώμη δηλαδή τοποθετεί τη λέξη σε μια προσωπική επιθυμία για το μετά. Ως έκβαση και προέκταση στο μέλλον, από την άλλη, το πιθανό ορίζει μια εκδοχή μόνο της δυνατότητας, και ο πιθανός εκ του «πείθω», περισσότερο σημαίνει ο αληθοφανής, ο πειστικός, ο δυνάμενος να πείθει στο διηνεκές. Αφενός η προσδοκία διαμορφώνει το πλαίσιο εντός του οποίου καλούμαστε να πράξουμε, αφετέρου η πιθανότητα διαμορφώνει με βάσει την εμπειρία ή τη λογική τί θα πρέπει να περιμένουμε να συμβεί (με κριτήριο κάποια πίστη ή παραδοχή). Η σύγχυσή μου ως παιδί λοιπόν ήταν προφανής. Αδιαμφισβήτητα, τόσο η προσδοκία όσο και η πιθανότητα τοποθετούνται στο μέλλον, έξω και πέρα απ’ το τωρινό συμβεβηκός. Και οι δυο έννοιες αποκρυσταλλώνουν και προεκτείνουν τις επιθυμίες σ’ έναν χρόνο που δεν βιώνεται. Βέβαια, η πιθανότητα ελκύει μία εκδοχή μόνο της ανάγκης για πραγματοποίηση. Αντιθέτως, η προσδοκία αφήνει ανοιχτά όλα τα σενάρια υλοποίησης, δίνοντας έμφαση στην επιθυμία την ίδια καθώς και στην ιδέα που τρέφει το υποκείμενο γι’ αυτή καθ’ αυτή την έκβαση των γεγονότων. Το μπέρδεμα λοιπόν ήταν και συνεχίζει να είναι για μένα εύλογο. Προσδοκία και πιθανότητα, δύο λέξεις που έχουν ανοίκειες σημασίες όμως κατοικούν πάντα έξω από το τώρα. Ο χρόνος τους συμφύρεται καθώς προσδοκούμε μια πιθανή έκβαση της ζωής. Ή, πιθανολογούμε, δηλαδή επιχειρηματολογούμε πειστικά για όλα όσα επιθυμούμε να συμβούν κάποτε με γνώμονα τα πιστεύω μας. Στην πρώτη περίπτωση, το συναίσθημα είναι πρόδηλο. Στη, δεύτερη, η λογική κατασκευάζει όλα εκείνα που η καρδιά αδυνατεί. Οι πιθανότητες άλλωστε και ως μαθηματική θεωρία μας μαθαίνουν τις ιδιότητες και την ποικιλία των επιλογών. Οι προσδοκίες, μας μαθαίνουν αντίστοιχα την προτεραιοποίηση μιας ανάγκης. Ο συνδυασμός των δυο εννοιών –της προσδοκίας και της πιθανότητας- γεννά αμέτρητες εκδοχές προβαλλόμενες μονίμως στο μετά. Στο τώρα διακυβεύεται μόνο η ανάδευση των σκέψεων και των αισθημάτων. Και όλων εκείνων που οραματίζοντάς τα, ποθούμε να υλοποιήσουμε. Από παιδί λοιπόν, προσπαθούσα να ξεμπλέξω νοηματικά και ν’ αποσαφηνίσω αυτά τα δύο αφηρημένα ουσιαστικά. Προσδοκία και Πιθανότητα, λέξεις από «Π» που μονίμως έστρεφαν το βλέμμα τους στη ζωή μου, σ’ εκείνο το τώρα που δεν πέρναγε, που θέριευε και με γέμιζε μόνο όνειρα για το μέλλον. Να μεγαλώσω για να κάνω εκείνο, το άλλο, το παράλλο. Υπολόγιζα το πώς, υπολόγιζα το πότε. Όλα ήταν πιθανά για μένα τότε. Κι όλα τα προσδοκούσα εννοείται διακαώς. Η γνώση μου ως σχετική έννοια με βάση την πιθανότητα, άφηνε χώρο στην προσδοκία να σχηματίσει νέα πεδία φαντασίας. Η τρίτη λέξη από «Π» που σταθερά πατάει στο μέλλον και ζει στο φανταστικό είναι η Ποίηση. Κι εκείνη μπαίνει στις ζωές κάποιων ανθρώπων και τις πυροδοτεί με πόθους και προβληματισμούς επι- νοημένους. Βέβαια, η Ποίηση ως τέχνη συνετή που καθυποτάσσει τον λόγο, έρχεται να προεκτείνει τον χρόνο και να εντάξει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον σε μια διαλογική μορφή με το τώρα της ανάγνωσης ή της ακρόασης. Όλες οι εκδοχές είναι τοποθετημένες σε μια αχρονική διασύνδεση με το ποιητικό υποκείμενο, οι αναμνήσεις του παρελθόντος σαρκώνονται με το τώρα της συνειδητοποίησης- παρατήρησης- ανάγνωσης- κατανόησης και προεκτείνονται σε οραματισμούς μελλοντικούς. Ειδικότερα η αφήγηση του ποιήματος τοποθετεί το φαντασιακό τμήμα του ποιητή σε μια επιθυμία του ιστορείν ανεπανάληπτη. Αν θεωρήσουμε ακολούθως ότι ο χρόνος ανάγνωσης – κατανόησης του περιεχομένου του ποιήματος συσχετίζεται με τις διαφορετικές εκδοχές- πιθανότητες της σημασίας του νοήματος αυτού, τότε βλέπουμε πως τα τρία «Π» (Προσδοκία, Πιθανότητα και Ποίηση) διασταυρώνονται. Επομένως μπορούμε να συλλογιστούμε πως διαβάζοντας και γράφοντας ποιήματα, προσδοκούμε με κάποιον τρόπο να εφεύρουμε μια εξωχρονική συνθήκη μαρτυρίας. Ο ποιητής όπως εγώ όταν ήμουν παιδί, λελογισμένα «μπερδεύεται» και καταβυθίζει τις προσδοκίες της γραφής του σε σενάρια επικοινωνίας και κατανόησης της γλώσσας μέσα από μορφικά σχήματα πιθανολογικά. Γιατί πείθει με τις λέξεις κι αυτός την ίδια στιγμή που ποθεί. Τότε και πάλι για μια στιγμή, η Προσδοκία, η Πιθανότητα και η Ποίηση γίνονται ένα. Γιατί τα ποιήματα προσδοκούν. Η ποιητική γλώσσα επίσης πάντα θα προεκτείνει πιθανότητες στο μέλλον. Βέβαια, ένα μέλλον με μπόλικο παρελθόν. Η ιστορική ορθογραφία των λέξεων και το σημασιολογικό τους φορτίο για παράδειγμα, ερευνούν τους κόλπους της εξέλιξης της επικοινωνίας πέρα και πάνω από την αισθητική προβληματική. Την οποία και προσδοκά κάθε καλλιτέχνης του λόγου στο αναγνωστικό τώρα. Επιπλέον τα ποιήματα ως δείκτες αναμνήσεων μέσα από τις εικόνες κυρίως, κουβαλούν το τότε στο γλωσσικό τοπίο του παρόντος. Κι όλο αυτό το δια- χρονικό ταξίδι των εννοιών δεν σταματά ποτέ στον γλωσσικό χάρτη του ποιητή. Επενδύεται περαιτέρω με μελλοντικά οράματα, καλλιεργείται υφολογικά με σχήματα λόγου και αφηγηματικές τεχνικές (επικοινωνιακά συμβατές ή ασύμβατες με την εκάστοτε εποχή συγγραφής). Άλλωστε τα ποιήματα πρωτίστως μετουσιώνουν επιθυμίες μορφικές και νοηματικές. Η Ποίηση πορεύεται στο μέλλον με όλες τις πιθανότητες ανοιχτές και το πανανθρώπινο πρόσημο που κουβαλά αυτή, καταδεικνύει τις προσδοκίες του δημιουργού μα και τις προσδοκίες των αποδεκτών της. Το τώρα ξαναζεί σε μια ποιητική επιμήκυνση σαν βέλος που στοχεύει στην επιθυμία του νοήματος. Τα ποιήματα ακολούθως παραμένουν με πείσμα ανθρώπινα. Είναι τόσο δικά μας και τόσο δέσμια των στιγμών μας που είτε ποιητής είτε αναγνώστης είσαι, αυτά τροφοδοτούνται με ένα τώρα απύθμενο, αναλλοίωτο, μακροσκελές, ένα τώρα πέρα κι έξω από την γραμμική κατανόηση του χρόνου. Έχουν τα ίδια τη νόηση που τα εμφυσούμε, τη συγχρονική διάρκεια που τους δίνουμε, το νοηματικό βάθος που προσδοκούμε να έχουν, την έκβαση που πιθανώς θα λάβουν ιδωμένα μέσα από το παρελθόν που εμείς οι ίδιοι κουβαλούμε. Η ζωή μας αποτελεί τον δείκτη της κατασκευής τους όπως και τα ποιήματα δομούν και στοχάζονται πάνω στη δική μας ζωή. Αυτή τη διαλεκτική σχέση ποιημάτων και ζωής ιδωμένα μέσα από τον χρόνο κατασκευής τους, η Φιλία Κανελλοπούλου τη θίγει εύστοχα σ’ ένα πεντάστιχο στην ποιητική της συλλογή «τα μέσα μου» εκδ. Οροπέδιο 2019 : «Πρώτα την φτιάχνεις/ μετά τη ζεις/ για να μάθεις/ πως είσαι/ από πριν» σελ. 16. Αλλού, στο ποίημα υπ’ αριθμόν δώδεκα (12), σελ. 31 λέει πως: «Σ’ έχω δει/ τη στιγμή της σύλληψής σου/ Σαν ιδέα/ Σαν σπέρμα/ Σαν αναστεναγμό/ Σ’ έχω δει αγέννητο/ μες στην κοιλιά της μάνας σου, έμβρυο/ δεμένο να της ρουφάς το αίμα της/ Κι αφού σε είδα να γεννιέσαι/ και να ζεις/ πώς να μη σε δω/ και να πεθαίνεις». Η κυκλική σχέση του χρόνου από τη ζωή ως το θάνατο, γεννά την προσδοκία στο ποιητικό υποκείμενο να καθυποτάξει τα γεγονότα που περιγράφει. Επιπλέον, η παρατήρηση των σταδίων εξέλιξης της ζωής του περιγραφόμενου προσώπου διερευνά τις πιθανότητες μη ύπαρξης πάνω σε διαφορετικές εκδοχές βιολογικής ανάπτυξης – αφού τον «έχει δει» «να ζει» μπορεί «να τον δει» και «να πεθαίνει». Σε μια άλλη ποιητική συλλογή, την «Ανάβαση» του Δημήτρη Αθανασέλου, εκδ. Πνοή 2019, η «Προσδοκία» εμφανίζεται στον τίτλο του ποιήματος στη σελ. 21. Στο ποίημα αυτό που αποτελείται από τέσσερεις στροφές, ο επαναλαμβανόμενος εναρκτήριος στίχος «Εκεί που κατοικώ» τοποθετεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια χωρική διερεύνηση της προσμονής του. Συγκεκριμένα διαβάζουμε πως «Εκεί που κατοικώ/ χάνεται η ζωή/ πού και πού/ καρφώνω κάτι σταυρούς/ πάνω απ’ τα σπίτια των γνωστών/ από φόβο μην είναι νεκροί.» Στην τελευταία στροφή ο ποιητής δηλώνει εμφατικά «Εκεί που κατοικώ/ σπόρους κεντώ/ περιμένοντας ν’ ανθίσουν/ τα λουλούδια της άνοιξής μου.» Η μακάβρια εικόνα των σταυρών μας παραπέμπει σε μια προβληματική της διαπροσωπικής ετερότητας ενώ η προσμονή «φύεται» σαν μια άλλη άνοιξη στα «λουλούδια» του ποιητή. Η αναλογία της άνθησης με την προσδοκία εδώ εύστοχα συνδιαλέγεται με την ανάγκη βίωσης ενός μέλλοντος κοινωνικά καρποφόρου. Η Κατερίνα Αγυιώτη στον «Ταμία του Θεού», εκδ. Φαρφουλάς 2019 μεταξύ άλλων στοχάζεται εύστοχα και με οξύνοια πάνω στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον σ’ ένα άτιτλο μονόστιχο: «Πιο τέλειο παρόν απ’ την ανάμνηση δεν υπάρχει.» Η ανάμνηση εδώ, ως νοητικό φίλτρο του βιωμένου, επανεμφανίζει το παλιό στο καινούργιο προσδοκώντας μια επιτυχημένη επανάληψη. Αλλού, στην ίδια συλλογή, το μέλλον διερευνάται στο άτιτλο τρίστιχο «Το ερωτικό τους παιχνίδι:/ Της έδενε τα μάτια ως προς το μέλλον/ κι αυτό την έκανε να υποφέρει.» Η έννοια του έρωτα εδώ για την ποιήτρια ανοίγει ένα πλαίσιο πιθανοτήτων μέσα στο οποίο τα πρόσωπα επιδίδονται σε ενέργειες περιοριστικές. Για τη γυναίκα, η μη θέαση του μέλλοντος λειτουργεί καταστροφικά ενώ το «παιχνίδι» κορυφώνει ένα σύμβολο υποταγής από το δεύτερο πρόσωπο – εραστή. Τί προσδοκούν απ’ αυτή την αλληλεξάρτηση μεταξύ τους; Η ποιήτρια στοχάζεται ευσύνοπτα πάνω στις μάταιες προσδοκίες που τρέφουν οι άνθρωποι για τις σχέσεις τους. Χωρίς την ικανότητα να μπορούμε να δομούμε τις μελλοντικές προεκτάσεις των εαυτών μας, με ποιόν τρόπο οι αναμνήσεις μας θα μπορέσουν να επενεργήσουν θετικά στο σχεσιακό μας προφίλ; Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να τα καταφέρουμε χωρίς τις αναμνήσεις μας ή την προσδοκία επανεμφάνισής τους στο παρόν. Έστω κι αν καταφέρουμε να μην έχουμε δεμένα τα μάτια μας προς το μέλλον. Στην ποιητική συλλογή «Έγγραμμα» του Βασίλη Παυλίδη, εκδ. Αρμός 2019 διαβάζουμε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση της συμμετοχικής προσπάθειας ενός μέλλοντος ποθητού, που το προσδοκά όχι μόνο ο ποιητής αλλά και περισσότερα υποκείμενα. Το α’ πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο στο ποίημα «Μαζί» επιβεβαιώνει τη διάθεσή του αυτή: «Έλα να χτίσουμε μαζί/ Μα μόνος ο καθένας/ Το μέλλον που θα μας διαψεύσει/ Ας μην είμαστε λιγόψυχοι/ Μπορούμε/ Ανυποψίαστοι/ Ανεύθυνοι/ Αθώοι/ Να φτιάξουμε με τα χέρια μας/ Ένα μέλλον/ Τέλειο λιποτάκτη». Παραμένουν μόνοι αλλά και ομονοούν ως προς την πράξη της δημιουργίας – οραματισμού του μέλλοντος τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Το μέλλον αυτό στο τέλος προσωποποιεί έναν «λιποτάκτη», μια απουσία δηλαδή παράνομη από την αναμενόμενη έκβαση της αρχικής τους προσδοκίας. Είναι «τέλειος» με την έννοια του αριστοτελικού «τέλους», του σκοπού δηλαδή της εκπλήρωσης της αρχικής κατεύθυνσης. Επομένως ένας «τέλειος λιποτάκτης» είναι ένα σχήμα οξύμωρο ως προς την επιτυχία του βιωμένου επέκεινα, καθώς τα υποκείμενα είναι πιθανό να απουσιάζουν με τη σειρά τους από τα όνειρα στα οποία αποσκοπούν να κάνουν πραγματικότητα στο δικό τους τώρα. Ένα ακόμα ποίημα με τίτλο «Προσδοκία», διαβάζουμε στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Σκληβανιώτη «Σώμα/ ποιείτε εξ αυτού τα πάντα» εκδ. Καστανιώτη 2019. Στο ποίημα αυτό ο ποιητής με μια γλωσσική ιδιοτυπία που διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή, συνθέτει εικόνες της φύσης με την έννοια του ανθρώπινου πόθου. Ειδικότερα: «… γεμίστε τις χούφτες μου νερό και γη/ να χτίσουμε διάρκεια με χρόνου τη σιγή/ Κι ως το συνήθειο/ σα σε θεμέλια αγιασμό/ με ζείδωρο υγρό/ μ’ ένα κλωνάρι/ τον έρωτα θε να ραντίσω!». Η λαογραφική εικόνα της καθαγίασης των θεμελίων των νεοκτισθέντων ναών έρχεται σε μια αναλογική σύμπλευση με τη μορφική επιλογή του ποιήματος να ομοιοκαταληκτεί, στοιχείο αναπόσπαστο της παραδοσιακής ποίησης. Πέραν των εξωτερικών χαρακτηριστικών του αποσπάσματος αυτού, η φύση και πάλι ξεπροβάλλει όπως είδαμε και σε πρότερη ποιητική συλλογή στον ποιητικό οραματισμό συμβολίζοντας μέσα από το νερό και τη γη, την επιθυμία για ζωή και έρωτα. Εδώ οι εγκλίσεις των ρημάτων σε προστακτική και υποτακτική διάφορων προσώπων (α’ ενικό και πληθυντικό και β’ πληθυντικό) εμπλέκουν περισσότερα πρόσωπα και αποκαλύπτουν την εντεινόμενη επιθυμία του ποιητή «να χτίσει διάρκεια» όταν ο χρόνος θα «σιγήσει» δηλαδή θα καταστεί ανενεργός, μη φθοροποιός, ανόργανος και αδύναμος πάνω στις επιθυμίες του. Το μέλλον για το ποιητικό υποκείμενο μένει αναλλοίωτο απ’ το φορτίο του παρελθόντος- μνήμης, και το τώρα σαν μια κίνηση ραντίσματος έρχεται να καθαγιάσει τα συναισθήματα της ερωτικής προσδοκίας. Στην ποιητική συλλογή του Νίκου – Οχάνες Μικιρδιτσιάν «Εκτυφλωτικά φώτα», εκδ. Πανός 2019, το ποίημα «μέλλοντας» στη σελ. 32 αναφέρει πως: «Καμιά βελανιδιά, κανένα ηλιοτρόπιο/ καμιά ζέβρα/ κανένας κότσυφας/ καμιά Μάρθα, κανένας Πέτρος/ δεν μπορεί να δραπετεύσει./ Όπως κι αν μεταλλαχτούν/ το ιξώδες της ύπαρξής τους/ αντιδρά με το ιώδες του χρόνου./ Ο μέλλοντας μας κλείνει στις αρθρώσεις του./ Ζούμε και μεγαλώνουμε εντός της προσδοκίας του./ Ικέτες.» Σύμφωνα με τον ποιητή η «προσδοκία» ως διάθεση ενός προσωποποιημένου μέλλοντος, είναι μια συνθήκη στην οποία «ζούμε και μεγαλώνουμε» εγκλωβισμένοι και υποταγμένοι χωρίς καμία ευκαιρία να διαφύγουμε, «ικέτες», προσκομίζουμε την αναίτια και θνητή μας ύπαρξη, ανίσχυροι και άβουλοι. Η μόνη ενέργεια που μας επιτρέπεται είναι η αίτηση ασύλου απ’ αυτό που επίκειται και είναι απ’ τη φύση μας προδιαγεγραμμένο να συμβεί, έξω από τη δική μας βούληση. Ακόμα, η «ύπαρξη» σε συνάρτηση με τον «χρόνο» αναφέρονται από τον ποιητή ως αντιστρόφως ανάλογες έννοιες που από την επάλληλη τριβή τους «όπως κι αν μεταλλαχτεί» η πρώτη δεν μπορεί «να δραπετεύσει» από τον δεύτερο. Στο ποίημα «Υπάρχεις» στην ίδια συλλογή, ο ποιητής αναφέρει πως: «… σ’ αγκαλιάζω ή δεν σ’ αγκαλιάζω/ σε φιλώ ή δεν σε φιλώ/ υπάρχεις./ Κι αυτό μου φτάνει.» Οι πιθανότητες της εμπειρικής κατανόησης του κόσμου κατά τον ποιητή σε συνδυασμό με την παραίτηση της συνάντησης με τον άλλο, τροφοδοτεί το υπαρξιακό όριο της συνειδητότητας του. Αν και το παρόν είναι το απόλυτο κριτήριο για την αισθητηριακή βίωση των συναισθημάτων του, «του φτάνει» μόνο η γνώση της ύπαρξης του απρόσιτου άλλου. Η ερωτική προσδοκία του ποιητικού υποκειμένου απελευθερώνεται από την πιθανότητα της ένωσης με το ποθητό πρόσωπο σ’ ένα μέλλον που παραμένει αδιάφορο. Κάνοντας μια ανασκόπηση, η Προσδοκία και η Πιθανότητα σε θεματική διαπλοκή με τον χρόνο και τα ανθρώπινα στα παραπάνω ποιήματα καταδεικνύουν την απερίφραστη σημασία της Τέχνης του Λόγου στην κατανόηση του πόθου και του πιθανού. Η Ποίηση κινητοποιεί στιχουργικά τον έλλογο ποιητικό εαυτό και δημιουργεί τις προϋποθέσεις εκείνες που εμπλέκουν τη ζωή στο συνεχές του αναπόδραστου βιώματος. Οι ανθρώπινες σχέσεις διασυνδέονται με την ελπίδα και το συναίσθημα προβάλλοντας το όνειρο στην πραγματικότητα και αντιστρόφως. Ολοκληρώνοντας, Προσδοκία και Πιθανότητα σε ανατροφοδοτική διασύνδεση φλερτάρουν με τις εσχατιές του νου και της δημιουργικότητας ιδωμένες υπό το πρίσμα της Ποίησης. Η γλωσσική εξύφανση των εννοιών τους σηματοδοτεί έναν πυρήνα σκέψης που καλλιτεχικώς εκκινούμενος, εμπλέκει το πολλαπλό των πιθανοτήτων στην ανθρώπινη κατανόηση του χρόνου. Και τί καλύτερο απ’ το να προσδοκούμε πολλαπλώς στο τώρα, πέραν του α- βίωτου μέλλοντος, μέσα από τα ποιήματα. Και τί καλύτερο απ’ το να επανεφευρίσκουμε το παρελθόν μας όταν το προεκτείνουμε με νόηση και αίσθημα στα ποιήματα που διαβάζουμε και γράφουμε στο τώρα. Γιατί η Ποίηση ανοίγει ένα μονοπάτι ενεργητικής, προβληματισμένης και ενήμερης δυναμικής πάντα σε διάλογο με τον δημιουργό και τους αποδέκτες της. Από την άλλη, η κοινωνική συναναστροφή και το ένστικτο του ποιητή θα κλείνουν διαχρονικά μέσα τους προσδοκίες και πιθανότητες αυτοεκπλήρωσης της θέλησης για ζωή και εξέλιξη. Ίσως γι’ αυτό κι εγώ να μπέρδευα από παιδί την Προσδοκία με την Πιθανότητα. Ίσως για να μπορώ να γράφω ποιήματα. Μέχρι τώρα. 
 Πηνελόπη Ζαρδούκα, ποιήτρια, φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: