18.1.21

Η μοναξιά του Βάλτερ Μπένγιαμιν – του Νικήτα Σινιόσογλου


Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940) ήταν συλλέκτης παιδικών παιχνιδιών.

Τα παιδικά παιχνίδια μας συγκινούν κι ας είναι σπασμένα, ξένα. Αλλά γιατί; Ίσως επειδή κάποια αντικείμενα ζητούν να τα ολοκληρώσουμε με ένα βλέμμα, με μια πράξη ή σκέψη· όπως κάνουν και συμβάντα φευγαλέα ή πιο δραματικά, ως και έργα τέχνης, ή μια αράδα ικανή να μας συναρπάσει για μια στιγμή. Zητούν να τους προσδώσουμε την αληθινή σημασία που έχουν απολέσει.

Στα 1926 ο Μπένγιαμιν βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση αναζητώντας τα χνάρια της λετονής ηθοποιού, πρωτοπόρου σκηνοθέτριας και κομμουνίστριας Άσια Λάτσις (1891-1979). Ήταν παράφορα ερωτευμένος. Η Λάτσις τον απογοήτευσε, ο σοβιετικός κολλεκτιβισμός τον μελαγχόλησε· κι ο Μπένγιαμιν αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου του στη συλλογή ρώσικων παιχνιδιών. Πρέπει να ήταν οι όμορφες στιγμές του ταξιδιού εκείνου. Τα παιχνίδια κουβαλάνε προσδοκία και ελπίδα. Και στα μάτια των μεγάλων η ελπίδα τούτη φαίνεται να δείχνει το παρελθόν αντί για το μέλλον. Κάτι μυρίζει λύτρωση σε ό,τι μοιάζει φευγαλέο και αχρείαστο, σε ό,τι πετιέται και λανθάνει. 

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν δεν ανήκει πουθενά. Όλη του τη ζωή ήταν καθοδόν – από το Βερολίνο, το Παρίσι και το Κάπρι ως τη Ρίγα και τη Μόσχα. Κι όμως, τις κρίσιμες στιγμές ήταν αναβλητικός· καθυστέρησε να διαφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αγγλία ή στην Παλεστίνη. Η ζωή του περιπετειώδης, ο έρωτάς του για τη Λάτσις (η οποία τον είχε συστήσει στον Μπρεχτ) αποτυχημένος, η αυτοκτονία του με μια υπερβολική δόση μορφίνης δραματική καθώς προσπαθούσε να διαφύγει από τους ναζί στα γαλλο-ισπανικά σύνορα.

Το πνεύμα του υπήρξε αεικίνητο εξίσου. Κάποιος που τον γνώρισε είπε πως ήταν o άνθρωπος που μόλις κατέβαινε από έναν σταυρό ετοιμαζόταν αμέσως να ανέβει σε έναν άλλον. Κι ένας από τους παλαιότερους φίλους του –  ο Γκέρσομ Σόλεμ, πρωτοπόρος μελετητής της Καμπάλα και σπουδαίος στοχαστής – τον χαρακτήρισε Ιανό· που θα πει: στοχαστή αμφιπρόσωπο, πότε στραμμένο στο Ταλμούδ κι άλλοτε στον Μαρξ. Πλάνης στη ζωή και στις ιδέες, ο Μπένγιαμιν προσέγγιζε κύκλους πολιτικούς ή φιλοσοφικούς, κι όμως δεν αφομοιωνόταν, εντέλει αποτραβιόταν. Ουδέποτε εντάχθηκε στον πολιτικό σιωνισμό, ούτε στο κομμουνιστικό κόμμα. Φαίνεται πως αποστρεφόταν το τέλος της διαδρομής που κατά τα άλλα ποθούσε διακαώς. Κι έτσι ενθουσίαζε μα απογοήτευε συνάμα όσους είχαν την τύχη να καταλήξουν σε ένα σαφέστερο όραμα για τη ζωή και τον κόσμο: Ο Τέοντορ Αντόρνο θα ήθελε ο Μπένγιαμιν να είχε εξελιχθεί στον κορυφαίο κριτικό της αστικής κουλτούρας· αλλά απέτυχε να τον προσηλυτίσει στην Σχολή της Φραγκφούρτης. Κι ο Σόλεμ έβλεπε στον Μπένγιαμιν έναν δυνάμει κορυφαίο θεολόγο που ολοένα έχανε τον δρόμο του στους μαιάνδρους του αποϊεροποιημένου νεωτερικού κόσμου. Η περίπτωση του Μπένγιαμιν επιβεβαιώνει την αρχή πως όταν οι κριτές διαφωνούν μεταξύ τους, ο κρινόμενος συμφωνεί με τον εαυτό του.

Walter Benjamin

 

Για δεκαετίες ο Μπένγιαμιν περιπλανήθηκε στα ερείπια της μπουρζουαζίας και στις φαντασιώσεις των προλετάριων. Ο φιλελεύθερος ιουδαϊσμός των βερολινέζων αστών εβραϊκής καταγωγής, οι οποίοι είχαν αφομοιωθεί στη γερμανική κουλτούρα, του έδωσε τη μοναδική δυνατότητα να οικειοποιείται θραύσματα ετερόκλητων παραδόσεων· έστω πληρώνοντας το τίμημα να καθίσταται αναφομοίωτος ο ίδιος. Ενδεικτικά: ο πρώιμος Μπένγιαμιν μάλλον εμπνέεται από τις νεορομαντικές αναζητήσεις της γερμανικής ταυτότητας, οι οποίες συχνά έκλιναν προς τα «δεξιά» περισσότερο απ’ όσο θα επέτρεπαν οι κατοπινοί μαρξιστές συζητητές του Μπένγιαμιν (κι είναι γνωστό ότι ο Αντόρνο αφαίρεσε τις ομολογημένες οφειλές στον Καρλ Σμιτ μόλις του δόθηκε η ευκαιρία). Ο δε ύστερος Μπένγιαμιν μάλλον κλίνει προς μια γαλλοκεντρική ερμηνεία του συλλογικού ασυνειδήτου του δεκάτου ενάτου αιώνα επιλέγοντας ως σημείο αναφοράς το Παρίσι. Οι ενδιάμεσες περιπλανήσεις υπήρξαν πολλές, ανταμοιβή και βάσανος μαζί για την ανεστιότητά του. Κανείς στοχαστής του εικοστού αιώνα δεν δίνει τόσο έντονη την εντύπωση πως ακροπατεί δια βίου σε μιαν άγνωστη κορυφογραμμή καταμεσίς ασύμβατων διανοητικών τοπίων, μάλιστα τρόπων να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο και την πολιτική.

Τα φιλοσοφικά δοκίμια του Μπένγιαμιν είναι δοκιμές – δηλαδή πειράματα και απόπειρες – που θέτουν εν αμφιβόλω κάθε αυστηρή διάκριση μεταξύ των γραμματολογικών ειδών. Στο έργο του συμπλέκονται η επιστημονική εργασία με την αλληγορία και τον αφοριστικό λόγο, κι η μελέτη λησμονημένων όψεων της ιστορίας και της λογοτεχνίας –όπως το γερμανικό μπαρόκ– με τον πρωτογενή στοχασμό. Ο Μπένγιαμιν στοχάζεται συχνά με «νοερά απεικάσματα» (Denkbilder), ένα είδος αινιγματικών και παραβολικών εικόνων που ανακαλούν τη βαθύτερη εμπειρία του κόσμου λυτρώνοντας τη σκέψη από τις σωρευμένες συμβατικές χρήσεις του επιστημονικού λόγου, αλλά και από τα προσωπεία της πεζογραφίας. Χάρη στις δυναμικές και απείθαρχες αυτές εικόνες, ο δοκιμιακός λόγος του Μπένγιαμιν περνά από την επιστημονική εγρήγορση στην ονειροπόληση με το γόνιμο άγχος που ο ίδιος κινούνταν μεταξύ ιταλικού νότου και ευρωπαϊκού βορρά, ή δρασκέλιζε τα όρια πολιτικών και προσωπικών αναζητήσεων.

Μπωντλαίρ, Κάφκα, Μπαλζάκ και Προυστ υπήρξαν αγαπημένα σημεία αναφοράς για τον Μπένγιαμιν, ο οποίος ζήτησε τον αναβαπτισμό της λογοτεχνικής κριτικής και της μετάφρασης: η δουλειά τους δεν είναι διόλου απονευρωμένη· καθώς επιδιώκουν την αποκωδικοποίηση των σπαραγμάτων του κόσμου, την ανάληψη της χαμένης μορφής του.

Τα λείψανα είναι σινιάλα, τα θραύσματα οι άγγελοι μιας μακρινής αλήθειας. Μας καλούν κι εμείς τα μεταφράζουμε. Εκεί αποσκοπεί κι η αστική περιπλάνηση –ας δεχθούμε για μια στιγμή πως η περιπλάνηση μπορεί να έχει έναν απώτατο σκοπό–, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του χιμαιρικού Passagenwerk (Έργο περί Στοών), ενός ιλιγγιώδους μωσαϊκού εμπνευσμένου από το Παρίσι του Μπωντλαίρ, στο οποίο ο Μπένγιαμιν αφιέρωσε πολλά χρόνια. Το δίκτυο των παρισινών εμπορικών στοών γίνεται ο μηχανισμός παραγωγής ενός πανοράματος αρχιτεκτονικών, πολιτικών και πολιτισμικών εξελίξεων του δεκάτου ενάτου αιώνα με έμφαση στην καθημερινή ζωή, ένα μηχανοποίημα που δεν μπορούσε παρά να μείνει ανολοκλήρωτο. Όσο περιπλανιόμαστε με τον τρόπο του Μπένγιαμιν, τόσο γινόμαστε κι εμείς συλλέκτες θραυσμάτων και συνάμα οι συνομιλητές τους· αναγνωρίζοντας με χαρά πως η πλέον επαναστατική πράξη θα ήταν η συγκόλληση κι η αποκατάστασή τους.

Ευλόγως η σχέση του Μπένγιαμιν με το ακαδημαϊκό κατεστημένο υπήρξε ιδιάζουσα, για να το πούμε ευφημιστικά. Θέση πανεπιστημιακή δεν κατέλαβε ποτέ. Μάλιστα απέσυρε την διατριβή του επί υφηγεσία ενόψει της πιθανότατης απόρριψής της. Εσχάτως βέβαια οι επίδοξοι πανεπιστημιακοί γεμίζουν τα papers τους με αναφορές στο έργο του Μπένγιαμιν. Η ειρωνία είναι μεγάλη –και φέρνει στον νου την ανάλογη περίπτωση του Νίτσε–, καθώς ο Μπένγιαμιν γίνεται «μόδα» σε ολόκληρο το φάσμα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών (με την πιθανή εξαίρεση των Κλασικών Σπουδών). Από τη λογοτεχνική θεωρία, την πολιτισμική κριτική και τη θεωρία της μετάφρασης ως την αρχιτεκτονική, τη θεωρία του κινηματογράφου και των νέων μέσων, η τεράστια απήχηση ενός συγγραφέα τόσο δύσκολου και ακατάτακτου συνιστά αφεαυτής αξιομελέτητο φαινόμενο. Ο Μπένγιαμιν μοιάζει να μετατρέπεται σε θραύσματα ο ίδιος, καθώς παραθέματα από τα έργα του και αφορισμοί διαχέονται σε ακαδημαϊκού τύπου εργασίες κάθε λογής, συνηθέστατα δε από δεύτερο χέρι.

«Είμαι εκείνος που ονομάζεται W.B., ή απλώς και μόνον το όνομά μου είναι W.B.;». Τι σημαίνει ότι έχω ένα όνομα; Και πώς σχετίζομαι με το όνομα, στο οποίο έχω μάθει να ανταποκρίνομαι; Το ερώτημα που απηύθυνε κάποτε εις εαυτόν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν μοιάζει στοιχειώδες, κι όμως κρύβει τόσα. Οι άνθρωποι μοιραζόμαστε με τους θεούς το προνόμιο μιας έσχατης ακαθοριστίας. Ο χαρακτήρας, τα έργα και ο βίος μας ξεπερνούν το όνομά μας και τα λόγια μας. Αλλά αυτό δεν είμαστε διόλου υποχρεωμένοι να το δεχθούμε.

 

* Πρώτη δημοσίευση: «Στοχαστές για τον 21ο αιώνα», Τα Νέα, 22-23/8/2020.

https://kichli.com/i-monaxia-tou-valter-bengiamin-tou-nikita-siniosoglou/?fbclid=IwAR1Blei6PH693I_jHPmPMNMs7PXKLjB8AOFIxm2POh6S96nxJcp6M8KhR2c

Δεν υπάρχουν σχόλια: