7.1.21

Παντελής Μπουκάλας: «Χρειάζεται να μάθουμε από την αρχή την Επανάσταση»


Ο Παντελής Μπουκάλας αποτελεί οπωσδήποτε σημείο αναφοράς για όσους δημόσια γράφουν, για όσους διαβάζουν εφημερίδες, ποίηση ή μελετούν τη λαϊκή παράδοση. Ξέρει τη γλώσσα και την αγαπά, και τα γραφτά του είναι πριν από ό,τι άλλο, παραδείγματα καλής χρήσης του γραπτού λόγου. Και στον προφορικό λόγο, βέβαια, δεν τα πάει καθόλου άσχημα. Απολαυστικός συνομιλητής κάθε φορά που τον συναντάμε. Σε αυτό το τελευταίο, για το 2020, τεύχος της Εποχής των Βιβλίων επιλέξαμε να μιλήσουμε μαζί του εφ’ όλης της ύλης, που λένε: Δημοτικό τραγούδι, ιστορία, πολιτισμός, πολιτική, πανδημία, Αριστερά, δημοσιογραφία... Μια συζήτηση με τον Παντελή Μπουκάλα είναι καταδικασμένη εξαρχής να ξεφύγει από τα όρια. Άλλωστε όλα αυτά τέμνονται μέσα στη σκέψη και το λόγο του. Μια σκέψη που αναζητά τις χαραμάδες στα ιδεολογικά στερεότυπα, τις ιδεοληψίες και την καταιγιστική πολιτική προπαγάνδα των ημερών μας, προκειμένου να φωτίσει πτυχές της αλήθειας. Μιας αλήθειας που μπορεί να μην είναι πάντα αρεστή, αλλά ίσως είναι περισσότερο ωφέλιμη. Έχεις μελετήσει σε βάθος το δημοτικό τραγούδι, που αποτελεί έναν από τους πυλώνες της λαϊκής μας παράδοσης. Τι μπορεί να σημαίνει στις μέρες μας, σε μια εποχή όπου όλα αλλάζουν αστραπιαία, αυτό που λέμε «παράδοση»; Η παράδοσή μας δεν μας περιμένει κάπου έτοιμη, να ανοίξουμε μια κασέλα του παππού ή της γιαγιάς. Κάθε φορά, όταν την παραλαμβάνουμε, ουσιαστικά την επινοούμε εξαρχής. Δεν μας αφορά όλους με τον ίδιο τρόπο, όπως δεν μας αφορούν και όλους τα ίδια τμήματά της. Και φυσικά δεν είναι ευγενικά και ιδανικά όλα της τα τμήματα. Υπάρχουν στοιχεία της παράδοσης που είναι ανεπιθύμητα, απαράδεκτα, συντηρητικά, αντιδραστικά σε πολλούς τομείς. Όπως, για παράδειγμα, στις σχέσεις των ανδρών με τις γυναίκες, όπου πολλά στοιχεία της κληρονομιάς αποτελούν πρότυπα όχι απλώς ανδροκεντρισμού αλλά σεξισμού. Ιδιαίτερα περίπλοκο είναι το ζήτημα που αφορά τις παραδοσιακές λαϊκές αντιλήψεις για τους σύνοικους λαούς, που συχνά παρουσιάζονται σαν μη καθαροί Έλληνες, ενώ είναι πεντακάθαροι, καθώς και για τους περίοικους λαούς, που πολύ συχνά αναπαριστάνονται σαν κατώτεροι. Σε αυτούς τους τομείς τα πράγματα είναι αντιφατικά και εμείς, σήμερα, οφείλουμε να εντοπίζουμε και να αναδεικνύουμε τις αντιφάσεις. Σε σύγκριση με τις παροιμίες, που συνοψίζουν δογματικά τις λαϊκές αντιλήψεις για τους άλλους λαούς, για τις άλλες ανθρώπινες κοινότητες, το δημοτικό τραγούδι είναι πολύ πιο ανοιχτόμυαλο. Οι παροιμίες, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα δημοτικά τραγούδια, μεταδίδονται από λαό σε λαό και τελικά αποτελούν κοινό κτήμα, κοινούς τόπους. Και συνήθως αυτού του είδους οι κοινοί τόποι έχουν έναν συντηρητικό διδακτικό χαρακτήρα. Αντίθετα, στο δημοτικό τραγούδι παρατηρούμε ότι οι αντιλήψεις είναι πολύ πιο ανοιχτές και για τους άλλους λαούς και τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και για τις σχέσεις του άντρα με τη γυναίκα. Υπάρχει το περιθώριο της ανταρσίας από τη μεριά της γυναίκας, σε λίγες περιπτώσεις μεν, αλλά υπάρχει. Κυρίως σε νησιώτικα τραγούδια. Επίσης παρατηρούμε μια ανοιχτή αντίληψη για το τι σημαίνει θρησκεία και εκκλησία. Και δεν εννοώ μόνο τα σαρκαστικά τραγούδια που έχουν φτιαχτεί για τους καλογήρους, τους παπάδες και τις παπαδιές, αλλά το πώς συμπεριφέρεται ο χριστιανός μέσα στην εκκλησία, όπου δεν παύει ακόμα και να ερωτοτροπεί. Έτσι η εκκλησία του Χριστού γίνεται μια θορυβώδης εκκλησία του δήμου, με την αρχαιοελληνική έννοια. Αρκεί μια ελευθερόστομη ερωτολογική μαντινάδα για να καταλάβουμε πολλά: «Σήμερα μες στην εκκλησιά έστεκεν αντικρύ μου. / Τάχα πως πάω και προσκυνώ; κολάζω την ψυχή μου». Δεν είναι κατανοητή, κατόπιν αυτού, η σφοδρότητα των αναθεμάτων που εξαπέλυαν εναντίον των λαϊκών τραγουδιών αλλά και εναντίον των λαϊκών οργάνων σπουδαίοι εκκλησιαστικοί άντρες, όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός; Εντάξει, συνηθίζουμε να δογματίζουμε πως η Ορθοδοξία και ο ελληνικός λαός ήταν «ένα σώμα, μια ψυχή», βγάζουμε όμως βιαστικά και ένοχα από το λογαριασμό τα αναθέματα αυτού του είδους, που έφερναν την Εκκλησία σε σοβαρότατη αντίθεση με ένα σπουδαίο τμήμα του λαϊκού πολιτισμού αλλά και της ίδιας της λαϊκής καθημερινότητας. Όταν σου αρνούνται όχι μόνο τον τρόπο που χαίρεσαι, ερωτεύεσαι και γλεντάς, τραγουδώντας και χορεύοντας δηλαδή, αλλά ακόμα και τον τρόπο που θρηνείς τους αγαπημένους σου νεκρούς, αφού και τα μοιρολόγια τα αποδοκίμαζε η Εκκλησία, τότε το «ένα σώμα, μια ψυχή» ακούγεται υπερβολικό, τουλάχιστον όσον αφορά τον ημερήσιο βίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: