Μια προσωπική ποιητική πινακοθήκη των ετών 1914-1945
Γιάννης Δούκας, η θήβα μέμφις [ποιήματα], εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020.
Είναι πάντα ερεθιστικές και ενδιαφέρουσες οι απόπειρες ορισμένων συγγραφέων να δημιουργήσουν λογοτεχνικά έργα, οι φιλοδοξίες των οποίων μοιάζει να υπερβαίνουν τη συνήθη αισθητική και πνευματική απόλαυση που έχουμε μάθει να περιμένουμε από τα βιβλία. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα μάς κληροδότησε κάμποσα τέτοια έργα – μνημεία της επιτυχημένης ή αποτυχημένης προσπάθειας των
δημιουργών άλλοτε να συμπεριλάβουν στις σελίδες ενός και μόνο έργου ολόκληρη τη βιωμένη γνώση και την κατακτημένη εμπειρία του ανθρώπου και άλλοτε να φέρουν τη γλωσσική έκφραση στο μη περαιτέρω. Τα Cantos του Pound και τα ποιήματα του Mallarmé είναι τέτοια, το Finnegans Wake (αλλά και ο Οδυσσέας) του James Joyce, όπως και η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη και, ενδεχομένως, το πλήθος των ετερωνύμων του Fernando Pessoa ανήκουν επίσης σε αυτή την κατηγορία.Δεν είναι τυχαίο ότι και η θήβα μέμφις, το πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Δούκα εκτυλίσσεται σε αυτήν ακριβώς την περίοδο, στα χρόνια του Ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου (1914-1945), όπως τον αποκαλεί ο Ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο. Στην εποχή του μοντερνισμού δηλαδή, όπου πολλά από αυτού του είδους τα έργα εμφανίζονται, αλλά κυρίως στην εποχή όπου η ιστορία γνωρίζει μια σχεδόν δίχως προηγούμενο συμπύκνωση, με καταστροφές, πολέμους και βίαιες επαναστάσεις που μέσα σε λίγα χρόνια αλλάζουν άρδην το πρόσωπο της ανθρωπότητας. Ο Γιάννης Δούκας δείχνει να ενδιαφέρεται για την επίδραση αυτών των οριακών γεγονότων, όχι τόσο στους πρωταγωνιστές τους ή στις κοινωνίες της περιόδου, αλλά στον κοινό, μεμονωμένο άνθρωπο που τα βιώνει και υφίσταται τη συντριπτική δύναμή τους. Δίνει τον λόγο σε αυτούς που, όσο ζούσαν, δεν είχαν ενδεχομένως την ευκαιρία να μιλήσουν και να ακουστούν, αποδίδοντας ένα είδος ποιητικής δικαιοσύνης.
«Αυτός αμόνι και σφυρί η εποχή», όπως διαβάζουμε σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής, το οποίο συνενώνει τα Τραγούδια για τον θάνατο των παιδιών του Γκούσταβ Μάλερ (1904), τον Έγκον Σίλε που πεθαίνει από ισπανική γρίπη τρεις ημέρες έπειτα από τη σύζυγό του Έντιθ, έξι μηνών έγκυο στο παιδί τους (1918), και τον Ματίας Ζίντελαρ, τον Αυστριακό ποδοσφαιριστή που αντιστάθηκε στους Ναζί και βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του μαζί με την Ιταλοεβραία σύντροφό του Καμίλα Καστανιόλα, με επίσημη αιτία θανάτου τη δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα (1939). Αυτό είναι το υλικό και η μέθοδος του Γιάννη Δούκα: ελκύεται από μορφές του παρελθόντος που πιάστηκαν στη δίνη της Ιστορίας, ή ίσως και να πέρασαν σχεδόν αλώβητοι από δίπλα της, και επεξεργάζεται γεγονότα του βίου τους και της ιστορικής στιγμής συγχωνεύοντάς τα στο ίδιο ποίημα.
Το ενδιαφέρον, εξάλλου, του ποιητή για την Ιστορία είναι φανερό και από τα προηγούμενα βιβλία του. Στο Σύνδρομο Σταντάλ, ας πούμε, την ποιητική συλλογή του που κυκλοφόρησε το 2013, περιέχονται πενήντα τρία σονέτα τα οποία «συνομιλούν, τα περισσότερα, με συγκεκριμένα αγάλματα της πόλης και με το αστικό τοπίο που τα εμπεριέχει», συνομιλούν δηλαδή, θα λέγαμε, με τη μνήμη και την ιστορία όπως αυτή αποτυπώνεται στα δημόσια γλυπτά. Η στροφή προς το παρελθόν, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δεν γίνεται βέβαια ερήμην του παρόντος, γιατί ο Γιάννης Δούκας εντοπίζει και υπαινίσσεται αντιστοιχίες και αναλογίες ανάμεσα στην περίοδο που τοποθετεί τα ποιήματά του και στο παρόν μας: την οικονομική κρίση, τη φτώχεια και την έξαρση της βίας, την παρουσία του ρατσισμού, την αναζωπύρωση του εθνικισμού και τον θρησκευτικό φανατισμό· και θίγει τα ηθικά διλήμματα που απορρέουν από αυτά τα φαινόμενα σήμερα όπως και τότε. Έστω κι αν δεν έχει απάντηση:
κι αν, όμως,
μες στα κάρβουνα κρυμμένη
της βρώμικης ομίχλης
σου μιλήσει, θα ‘ν’ αίνιγμα
που δε ζητάει λύση,
υπάρχει απλώς, εκφέρεται
Δεκάδες είναι τα πρόσωπα που διασχίζουν τις γραμμές των ποιημάτων σε αυτή την προσωπική πινακοθήκη των ετών 1914-1945. Πρόσωπα διάσημα και άσημα που ο ποιητής τα χρησιμοποιεί άλλοτε για να περιγράψει έναν άλλο ψυχισμό, άλλοτε για να παρουσιάσει γεγονότα και συναισθήματα που ερέθισαν το πνεύμα του και άλλοτε για να υποδυθεί έναν διαφορετικό ρόλο. Όπως δηλώνεται εξάλλου και στο κεντρικό, κατά κάποιον τρόπο, ποίημα της σύνθεσης που είναι, κατά δήλωση του Γιάννη Δούκα, εκείνο με τον τίτλο «εγώ ‘μαι η κυρία νταλογουέι», όλες οι φωνές που ακούμε ανήκουν τελικά στον ποιητή, δηλαδή στο σήμερα.
Το γεγονός ότι η θήβα μέμφις εκτυλίσσεται στα χρόνια που ορίζονται από τους δύο παγκοσμίους πολέμους δεν είναι το μόνο που την πλησιάζει στα φιλόδοξα μοντερνιστικά έργα αυτής της περιόδου. Γιατί ο ποιητής μοιράζεται επίσης με τους δημιουργούς εκείνης της εποχής τη φιλοδοξία να συμπεριλάβει σε ένα και μόνο έργο ένα τεράστιο πραγματολογικό, στοχαστικό, λυρικό και ιστορικό υλικό, το οποίο μάλιστα το συγκέντρωσε από τη Βικιπαίδεια, την οικουμενική βιβλιοθήκη του 21ου αιώνα (ο Μπόρχες χαμογελάει από τη Γενεύη στην εξηκοστή τρίτη σελίδα του ποιήματος: στην αίθουσα των βιβλίων / διαμένει, με βλέμμα / που επιδρά, όσο διαβάζει, σ’ εκείνο / που κοιτά, ώσπου τ’ αλλάζει / σε μια προσωπική του οικουμένη). Η ροπή προς τη σύνθεση είναι έκδηλη και στην προηγούμενη συλλογή του Γιάννη Δούκα, εδώ ωστόσο υλοποιείται πια πλήρως, καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα ποιητικό έργο που ανήκει αναμφίβολα στη μεγάλη φόρμα, και έτσι πρέπει να διαβάζεται, παρά που αποτελεί μια –χαλαρή ή σφιχτή– σύνθεση από επιμέρους ποιήματα.
Η τυπογραφική διάταξη των στίχων επάνω στη σελίδα αποτυπώνει και αυτή τη συνθετική πρόθεση του Γιάννη Δούκα, καθώς τα ποιήματα ακολουθούν το ένα το άλλο χωρίς αλλαγή σελίδας ή κάποιο μεγάλο κενό μεταξύ τους, σαν να πρόκειται για ένα μεγάλο ποίημα χωρισμένο σε πολλά μέρη. Ταυτόχρονα όμως κρύβει την έμμετρη προϊστορία των ποιημάτων, τα οποία στην πρώτη τους μορφή είχαν γραφτεί ως σονέτα, για να απωλέσουν ή να κρύψουν, κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους, το μέτρο και τις ομοιοκαταληξίες τους, πλησιάζοντας έτσι περισσότερο τα μοντερνιστικά τους πρότυπα.
Ο Γιάννης Δούκας τολμάει, με τη θήβα μέμφιδα, να συνθέσει ένα είδος ολικού έργου, ένα είδος Cantos του αιώνα μας, που με το πλήθος του πραγματολογικού υλικού του και των λυρικών ευρημάτων του αναγκάζει τον αναγνώστη να ξεμάθει τον τρόπο με τον οποίο έχει συνηθίσει να διαβάζει ποίηση τις τελευταίες δεκαετίες και να θυμηθεί την εποχή που οι ποιητές ήταν δικαίως στην αιχμή της πρωτοπορίας και οι φιλοδοξίες τους πήγαιναν πολύ πιο πέρα από την απλή εξομολόγηση ή τη λυρική εξύψωση. Αφού η ποίηση, όπως και η ζωή, διέρχεται, / λες κι είναι / μια διαρκώς γεννώμενη παιδίσκη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την τελευταία φουτουριστική έκθεση του Μάλεβιτς στην Αγία Πετρούπολη, το 1915. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]
https://frear.gr/?p=29554&fbclid=IwAR3EunVMh97ZBbgAPzdym6aBmSMk0j6PR0cc9udDE34V4UmZmEWfJzyX_mU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου