16.1.21

Η ψυχή και το όραμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης


Βένα Γεωργακοπούλου 
 Πέθανε στα 82 του χρόνια ο άνθρωπος που συνέβαλε στο σύγχρονο, τολμηρό πρόσωπο του θεσμού δουλεύοντας σε υπεύθυνες θέσεις από το 1992 έως το 2016. Το κύρος του ξεπερνούσε τα ελληνικά σύνορα, ήταν στέλεχος μεγάλων ξένων φεστιβάλ και, όπως είχε πει και ο Τζάρμους, ήταν «ο νονός και πλοηγός του καλλιτεχνικού σινεμά». Είχε αποχωρήσει από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2016. Κι όμως κανένας σκηνοθέτης ή θεατής δεν είχε παύσει να μνημονεύει την προσφορά του. Και η κληρονομιά του στον θεσμό ήταν φανερή στο έργο των άξιων διαδόχων του, του Ορέστη Ανδρεαδάκη και της Ελίζ Ζαλαντό. Ο Δημήτρης Εϊπίδης, που πέθανε χθες στα 82 του χρόνια στην Αθήνα, ευτύχησε το προσωπικό του πάθος με το σινεμά να αναγνωριστεί κάποτε και στην πατρίδα του. Να κληθεί από το Μόντρεαλ και το Τορόντο, όπου διέπρεπε, να επιστρέψει στην Ελλάδα και να πιάσει δουλειά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που ξεκινούσε τότε υπό τον Μισέλ Δημόπουλο τη μεταρρυθμιστική, εκσυγχρονιστική πορεία του με πρόσωπο διεθνές και ανταγωνιστικό. Ο Δημήτρης Εϊπίδης στρατεύτηκε από το 1992 ώς το 2016 στην προσπάθεια βάζοντας αστραπιαία τη σφραγίδα του. Αρχικά ως προγραμματιστής και υπεύθυνος του πιο ζωντανού, τολμηρού και δημοφιλούς τμήματος, των Νέων Οριζόντων. Πολύ γρήγορα σε διευθυντικές θέσεις, πρώτα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που ο ίδιος ίδρυσε το 1999, και το 2010 ανέλαβε και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου διαδεχόμενος τη Δέσποινα Μουζάκη. Πολλά χρόνια, τίτλοι και «καρέκλες». Μία, όμως, η ουσία. Γνώση, δουλειά, κύρος και όραμα. Ο Δημήτρης Εϊπίδης πίστευε και στήριζε πάντα και παντού το πιο προχωρημένο, ανανεωτικό και ανεξάρτητο κομμάτι του κινηματογράφου. Η αναγνώριση και οι επαφές που είχε στο εξωτερικό διευκόλυναν αυτόν τον ήσυχο, αποτραβηγμένο αλλά πεισματάρη (και δύσκολο) άνθρωπο να φέρνει με ένα απλό τηλέφωνο στη Θεσσαλονίκη τα πιο hot νέα ονόματα, από τον Κιαροστάμι μέχρι τον Χάνεκε, τον Εγκογιάν και τον Τζάρμους -που κάποτε τον είχε αποκαλέσει δημοσίως «νονό, οδηγητή και πλοηγό του καλλιτεχνικού σινεμά». Το πάθος του για κάθε τι το καινούργιο και το διαφορετικό εξασφάλιζε για τη Θεσσαλονίκη το πιο προχωρημένο πρόγραμμα, που θα ζήλευε κάθε μεγάλο φεστιβάλ. Η απέχθειά του για κάθε γκλαμουριά και επίδειξη τον έκαναν αγαπημένο των θεατών του φεστιβάλ, οι οποίοι έκαναν ουρές έξω από τις αίθουσες που έπαιζαν τις «δικές» του ταινίες. Και, τέλος, τι θα ήταν σήμερα το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης χωρίς το «αδελφάκι» του, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, που ο Εϊπίδης ανέδειξε σε ακόμα μια λαμπρή σελίδα της κινηματογραφικής ζωής της πόλης και της Ελλάδας, βάζοντας το είδος στο βάθρο που του ανήκει; Ηταν χρόνια όμορφα, δημιουργικά, αλλά και δύσκολα. Ο Δημήτρης Εϊπίδης έζησε όλη τη μάχη της μετάβασης του φεστιβάλ σε ένα νέο πρόσωπο, διεθνές και κοσμοπολίτικο, χωρίς εθνοκεντρικά γκέτο και συντεχνιακούς εκβιασμούς. Οσο κι αν αγαπούσε και στήριζε το ελληνικό σινεμά, αυτό που επέλεγε και επέβαλε στα μεγάλα ξένα φεστιβάλ στα οποία είχε βαρύνοντα λόγο, δεν γλίτωσε τις επιθέσεις από μερίδα της κινηματογραφικής κοινότητας που ένιωθε ότι η αυστηρή επιλογή των ελληνικών ταινιών στα δύο φεστιβάλ σήμαινε υποτίμηση και περιθωριοποίηση. Δεν πίστευε ο Δημήτρης Εϊπίδης ότι το ελληνικό σινεμά είχε ανάγκη από χάρες, χαϊδέματα και ειδική προστασία, προείχε γι’ αυτόν το υψηλό επίπεδο της διοργάνωσης. Δεν τον είπαν όμως μόνο «ανθέλληνα». Λίγο πριν παραιτηθεί από τη θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (Μάρτιο του 2016) , έναν χρόνο πριν λήξει κανονικά η θητεία του, είχε κατηγορηθεί για ατασθαλίες και κακοδιοίκηση (εννέα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, που τότε ήταν κυβέρνηση, είχαν καταθέσει σχετική ερώτηση στη Βουλή). Ευτυχώς ο υπουργός Πολιτισμού, Αριστείδης Μπαλτάς, διάλεξε μια διακριτική και τιμητική «αποχώρηση» του Εϊπίδη -δεν άντεχε το ΥΠΠΟ ακόμα έναν «Γιώργο Λούκο» στα πεπραγμένα του. Για την ιστορία πάντως, έφυγε από τη ζωή εντελώς δικαιωμένος. Πολύ πρόσφατα ήρθε και η αθώωσή του στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, όπου, μαζί με τον Γιάννη Μπουτάρη, είχε παραπεμφθεί για «υπηρεσιακή απιστία». Ο Δημήτρης Εϊπίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία και Αμερικανικό Θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και σκηνοθεσία θεάτρου στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών στη Νέα Υόρκη. Ηταν επίσης απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου του Λονδίνου. Το 1971 ίδρυσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ με έμφαση στον νέο κινηματογράφο, το οποίο διηύθυνε επί 14 χρόνια. Μέχρι το 2020 παρέμεινε σύμβουλος και διευθυντής του διεθνούς του προγράμματος. Από το 1988 μέχρι το 2018 ήταν υπεύθυνος διεθνούς προγράμματος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο. Από το 1995 έως το 2015 ήταν επίσης διευθυντής προγράμματος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ισλανδίας στο Ρέικιαβικ. Δίδαξε Ιστορία Κινηματογράφου και Αισθητική στο Πανεπιστήμιο McGill του Μόντρεαλ και στο Πανεπιστήμιο Concordia. Υπήρξε μέλος διεθνών κριτικών επιτροπών σε πολλά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ (Σαν Σεμπαστιάν, Κωνσταντινούπολη, Μόσχα, Σεούλ, Κάρλοβι Βάρι, Αμστερνταμ κ.ά.). Το 1999 του απονεμήθηκε το τιμητικό βραβείο της FIPRESCI (Διεθνής Συνομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου) για την ποιότητα και την πρωτοτυπία των προγραμμάτων των Νέων Οριζόντων του ΦΚΘ. Το 1993 ο Ιρανός υπουργός Πολιτισμού τού απένειμε στην Τεχεράνη τιμητικό βραβείο σε αναγνώριση της συμβολής του στην προώθηση διεθνώς του ιρανικού κινηματογράφου. Από το 2001 ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Τον αποχαιρέτησαν με θερμές ανακοινώσεις το υπουργείο Πολιτισμού, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Η κηδεία του θα γίνει σήμερα σε κλειστό κύκλο στο Νεκροταφείο Καλλιθέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: