Για τον Μάρκο Μέσκο η ποίηση ως λόγος αναπεπταμένος αλλά και γήινος, ως έλξη του αιώνιου που εκκινεί ανάδρομα από το ιστορικό παρόν, διατρέχει την κοινωνική πραγματικότητα καταθέτοντας μία γραφή που παλινωδεί ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη απόγνωση και τη συλλογική ελπίδα.
Όλα τα μέσα και οι μορφές χρησιμοποιούνται, προκειμένου να ειπωθεί η στιγμή με όλη τη σοβαρότητά της, η φύση με όλη την αμφισημία της και η εμφυλιακή παράνοια σε όλο της το μεγαλείο. Πεζοποιήματα και χαϊκού, σονέτα και μονόστιχα σε μία σμίκρυνση πολυτελή των νοημάτων μα και πολύστιχα ποιήματα σπεύδουν στην υπηρεσία του και καθιστούν τον λόγο του πολιτικό με τη βαθύτερη και ευρύτερη έννοια του όρου, όταν αυτός άπτεται μιας ανθρώπινης κραυγής. Αρνούμενος να ρητορεύσει, μιλά με σιγανή φωνή για τη διάψευση και την αξιοπρέπεια των αγνών που τόσο ανενδοίαστα χλευάστηκε.
Στον στίχο του οι άνθρωποι του καθ’ ημέραν βίου γίνονται ήρωες και άγιοι, ενώ την ίδια ώρα η φύση και τα όντα της αποθεώνονται και υμνούνται.
Αντάρτες των βουνών και ζώα του δάσους, πουλιά και φίλοι του καλοί συνοικούν στο σπιτάκι των στίχων του και μέσα από τα ερείπια της ιστορίας αρθρώνουν έναν λόγο που συνιστά συγκερασμό παραδοσιακής και σύγχρονης φωνής. Κλέφτες και αρματολοί, συμπατριώτες του μα και διαψευσμένοι των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, άνθρωποι της γενιάς του, ζώντες και τεθνεώτες που γνώρισε το δράμα τους, ήρωες αδικαίωτοι και όνειρα διαμελισμένα κυκλοφορούν παρέα με όλα τα τραυματισμένα οράματα της Αριστεράς διατρέχοντας τόσο τον γενέθλιο τόπο όσο και την ψυχή του.
Μια ποίηση ανθρωποκεντρική που αναλαμβάνει να μιλήσει εξ ονόματος των αδικημένων διασώζοντας την αξιοπρέπειά τους, ομολογώντας τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν, εγκλήματα κατά της ανθρωπιάς και των αγνών προσδοκιών.
Μια μέρα θα βγάλω τους στίχους στον δρόμο
εν δυο, εν δυο, εν δυο
-αλτ! Εμπρός μαρς
Εν δυο, εν δυο
ευθυτενείς, σιδερωμένοι
σε κάθε γωνιά να χαιρετούν τ’ άστρα
με το χέρι στο πηλίκιο, εν δυο, εν δυο
μια μέρα, θα βγάλω τους στίχους στον δρόμο
ν’ αναπνεύσουν
τα πράσινα φύλλα!
Μαύρο Δάσος Ι, 2011
Η ποίηση λοιπόν κι ο εσωτερικός ρυθμός της παρελαύνει και χαιρετά στρατιωτικά από τη μια την ιστορική μνήμη κι από την άλλη την ίδια τη φύση που ως επίσημος στην εξέδρα παρακολουθεί την αρμονία και ωραιότητα των στίχων να τη συναγωνίζονται. Στο ποίημα αυτό συμπυκνωμένη περιέχεται ολόκληρη η εσωτερική γεωγραφία του Μέσκου, η οποία εμποτισμένη από τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου ανασαίνει στην ύπαιθρο, ευρισκόμενη σε έναν διαρκή ανταρτοπόλεμο με το άδικο. Άλλωστε, η αντίσταση των στίχων του δεν είναι παρά μια συνειδητή και καίρια πράξη διαμαρτυρίας, καθώς όπως γράφει:
«η βαρβαρότητα της εποχής σιδερώνει με τα πέλματά της την αθωότητά μας».
Ως εκ τούτου, η φυσιοκρατική του αντίληψη συνιστά στη γραφή του οργανικό στοιχείο, καθώς συνδέει το οικείο με το ανοίκειο ή αλλιώς το ανθρώπινο δράμα και την απώλεια με τη χαρμόσυνη προοπτική του αναγεννημένου τοπίου.
Μια διελκυστίνδα εσωτερικής και εξωτερικής τοπιογραφίας που συναιρεί το συνεχές με το διακοπτόμενο, την ήρεμη ροή της έγχρωμης ανθοφορίας με τη βίαιη επέλαση του ζοφερού θανάτου.
Ωστόσο, ο νατουραλισμός του Μέσκου δεν αποτελεί μια προεκτεινόμενη λυρική θέαση που επιτρέπει στο υποκείμενο του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου τη συμφιλίωσή του με τη φύση δίκην σκηνικού στο ανθρώπινο δράμα, αλλά διδάσκει μέσω των αλλεπάλληλων αντιθέσεων το ενιαίο της φύσης και των όντων.
Μια αλληλεπίδραση και αλληλοπεριχώρηση του τόπου και των ανθρώπων του, η οποία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια άλλη ρομαντική εκδοχή αλλά μια όσμωση ιστορίας και οντολογίας που διδάσκει την ίδια στιγμή την ευθραυστότητα αλλά και τον δυναμισμό τόσο της φύσης όσο και του πολιτισμού.
Όταν τ’ ανώνυμα άνθη την πέτρα ραγίζουν
αντάρτη ταπεινέ ανιδιοτελή
λάμπρυνε την ψυχή μου.
όταν το στόμα την αλαλία καταπιεί
χώμα και σκόνη κι αέρας ας μείνει
(ένα κλαδί το δάχτυλό μου να ’ρχονται τα πουλιά).
«Δυο τρίστιχα», Ελεγείες, 2004
Κι αλλού:
Κρίνα του Απρίλη και μοσκοβολιές από τα στήθη
του αβυσσαλέου πριν
ασύλληπτος ακροβάτης το αεράκι όταν η πληγή είναι άνθος
και όταν κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως
σε μαγεμένη θάλασσα σε γαλαξίες και πετρώματα εύφορα
η πολλαπλή γλώσσα ζώων πτηνών και ανθρώπων αιωνίως
με το μαχαίρι και το μπαμ του ολέθριου θανάτου
[…]
«ΧΧ», Στον ίσκιο της γης, 1986
Η δωρικότητα καθώς και η αναζήτηση του διαρκέστερου μα ολοένα πιο πυκνού νοήματος συνιστούν τη διακριτή γλωσσική του ταυτότητα που δε φλυαρεί αλλά με έναν διακοπτόμενο και κάποτε ασθματικό ρυθμό αποδίδει υπαινικτικά και άλλοτε επιγραμματικά όλες τις συνταράξεις του.
Η ποίηση του Μέσκου μάλιστα δίνει την εντύπωση πως ανάμεσα στους στίχους υπάρχει ένα διάκενο, όπου κρύβονται εκεί άλλοι στίχοι με νοήματα και εικόνες που αναπαράγουν την ιστορία και την μέσα αλήθεια, τους οποίους όμως εσκεμμένα την τελευταία στιγμή αφαιρεί, προκειμένου να αφήσει στον ίδιο τον αναγνώστη την ελευθερία να ακούσει στον δικό του χρόνο την άλλη γλώσσα και να την εντάξει στο δικό του βίωμα.
Κι ενώ κάποτε αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να κατηγορηθεί για κρυπτική ασυνέχεια, εντούτοις σε μία δεύτερη ανάγνωση λειτουργεί ως γενναιοδωρία του ποιητή που αποβλέπει με μιαν ιδιάζουσα διακριτικότητα να εντάξει στη διαδικασία της γραφής του τον άγνωστο αναγνώστη και να εγκαινιάσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την πλέον δημοκρατική συνομιλία των ψυχών.
Ως εκ τούτου, δεν αγωνιά για την άμεση πρόσβαση στην κοινή εμπειρία με μέσα εύχρηστα και απλά, ούτε πολύ περισσότερο μάχεται να καταστήσει προσβάσιμο το νοηματικό του σύμπαν επεξηγώντας όλα τα επιμέρους. Τον απασχολεί κυρίως η ολότητα της ποίησης που εμπεριέχει το ανολοκλήρωτο και ανεξερεύνητο, το συγκοπτόμενο και παρενθετικό αντιστεκόμενη στην πλήξη του απόλυτα σαφούς και του συνδεδεμένου.
Η διαύγεια δεν προκύπτει συνεπώς από την ορθή διαχείριση των εκφραστικών του μέσων που αρθρώνουν μια συνεκτική σταθερότητα αλλά από μια διαισθητική σύνδεση με έναν εσωτερικό ασθματικό ρυθμό που παρασύρει τον αναγνώστη στην ασυμβίβαστη φαντασία, στο πλαίσιο της οποίας ό,τι αποσιωπάται ομιλεί κι ό,τι αποκρύπτεται σημαίνει.
Τα ρούχα μου τρίφτηκαν, κοπήκαν σε μέρη πολλά
όμως, το απόγευμα είναι ήσυχο. Στα χέρια μου
κρατώ ποιήματα από τον άλλο κόσμο
στρατιώτης εγώ τι τα θέλω;
Σαν κακούργος διαβάζω στο πάρκο
τώρα που ευωδιάζει το Μάη.
-Ω δεσποινίς, ω δεσποινίς, πόσο ομορφήνατε!
Άραγε με θυμάστε;
Μαύρο Δάσος, 2011
Αποφθεγματικός λόγος διπλής αποστάξεως, λόγος διαμεσολαβητικός κρύβει μες στην ελλειπτικότητά του τον λόγο των νεκρών, των αφανών και ανωνύμων που δανείζονται τη φωνή του και εκπροσωπούνται διά μέσου του σε μιαν αέναη διαμαρτυρία για το σύστημα των αξιών που έχει ανεπανόρθωτα πληγεί.
Εκείνο λοιπόν που τον απασχολεί είναι η βαθύτερη ουσία του ανθρώπου και η ιδιαίτερη ιστορία της, η εποποιία των «έντιμων και σαλεμένων», των κάθε λογής καταραμένων που επανέρχονται με όλη την παρακμή και τη διάψευσή τους και καταλαμβάνοντας τον υπαίθριο και εσωτερικό χώρο, εμπλέκουν ως διά μαγείας τον ιστορικό με τον προσωπικό χρόνο.
Εγείρεται δηλαδή ένα μυθοποιημένο σύμπαν που εκκινώντας από τον Διγενή και το Δημοτικό τραγούδι, εντάσσει κλέφτες και αρματολούς, πολεμιστές και παλικάρια σε ένα κλίμα που ωστόσο δεν απηχεί μια λαογραφική και ηθογραφική τάση αλλά συνδράμει στο ποιητικό αποτέλεσμα με τη διαδικασία του συνθετικού βιώματος.
Το παρελθόν αλλάζει μεριά και γίνεται παρόν, μια ανάλογη ανατρεπτική μετακίνηση με αυτήν που αφορά στην παιδική ηλικία, όταν τελείως παράδοξα και αιφνίδια μετουσιώνεται στην ποίηση του Μέσκου σε χώρο και χρόνο, καθιστώντας τον γενέθλιο τόπο -την Έδεσσα, τα παλαιά Βοδενά- περιοχή συνώνυμη του εδεμικού κηπίου. «Παιχνίδια στον Παράδεισο» άλλωστε ονομάζει τη συλλογή του.
Πάνω από τα Βοδενά
περνάει ο δρόμος της Σωτήρας.
Ήσυχοι λόφοι, άγριο φαράγγι πιο ψηλά
το καστανό χώμα της κερασιάς είναι νιόσκαφτο
εδώ η χλόη του
Σταριού εκεί χορεύει
ανθισμένα η δαμασκηνιά, γελάδια πάλι στην πλαγιά
κατά το Πάικο μια φοράδα ασέλωτη
βιτσίζει τον αέρα…
-Οδυσσέα!...
[…]
«Μνήμη», Μαύρο δάσος, 1981
Κάποτε στην ποίηση του Μέσκου αντηχούν οι βηματισμοί αγαπημένων ποιητών όπως του Καρυωτάκη, παραπέμποντάς μας στην «Πρέβεζα» και στη «Δικαίωση», με αποτέλεσμα μέσα από τις σατιρικές ελεγείες να χαριεντίζεται, όπως γράφει ο ίδιος, με το παράδοξο.
Νεκρός μονάχα θα χαμογελώ γιατί θα ξέρω τα πάντα
-θα ’ναι γελοίο και ποταπό αν κρούει κάποιος την μπάντα.
Θα μου αρκεί ένα σύννεφο –χαίρε στον ουρανό και στο πουθενά
-παντοτινά (και τώρα) η λεύκα ψηλά θροΐζει στα Βοδενά.
[…]
«IX», Στον ίσκιο της γης, 1986
Κι αλλού πάλι με ύφος πιο ειρωνικό μα κατά βάθος αυτοσαρκαστικό και δηλωτικό της μοναξιάς βρίσκει λυτρωτική καταφυγή στην ουτοπία.
Ποιητής ενώπιον κοινού, την αστική μου εικόνα (εν Αθήναις) προσδιόριζε λέγοντας ότι πολλές φορές με είδε, στην οδό Ιπποκράτους, αγωνιωδώς να ζητάω ταξί.
Η απάντησή μου σήμερα:
Επρόκειτο περί οφθαλμαπάτης, φίλε .εκείνος που βλέπατε δεν ήμουν εγώ, ήταν ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ,
που περίμενε το άλογό του να τρέξει μαζί του στους δρόμους της πρωτεύουσας!
«XXXVIII», Στον Ενικό και Πληθυντικό Ψίθυρο, 2009
Όμως μαζί με τον Καρυωτάκη ακούγεται να περπατά κάπου κοντά κι ο Σολωμός, όπως στο ποίημα «Τα φαντάσματα της Ελευθερίας» (1979)
[…]
στο δρόμο πρωί πουλάκι λαλεί και πάλλει το στήθος
ντο-ρε-μι λουλούδι γιασεμί
απ’ το παράθυρο η φωνή που περιμένει -μίλησέ μου!
Στην ποίηση του Μέσκου είναι φανερό πως το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στον λόγο και στη σιωπή, μια σιωπή που εισχωρεί και τον διακόπτει, τον αποσταθεροποιεί, τον κάνει να τρεκλίζει, να μοιάζει απροσπέλαστος σαν άβατο ναού, δίνοντας την αίσθηση του ασυνεχούς και ατελέσφορου, κάτι σαν μια ταυτόχρονη ανάγκη διάψευσης και επιβεβαίωσης, μια χαμηλόφωνη υπόμνηση των βασικών νημάτων που πλέκουν το ακατάληπτο με το συμβολικό, την ευκρίνεια με την ανατροπή και αφήνουν αμήχανο κάποτε τον αναγνώστη να συνδράμει με τη φαντασία και το ένστικτο στην επικοινωνία. Ψηφίδες ριγμένες στα περιθώρια και στα κενά προσκαλώντας και αποζητώντας τη συμμετοχή της άλλης ψυχής. Δουλεύοντας περισσότερο το υπόστρωμα των ποιημάτων του απαιτεί τη γνώση των γεγονότων και αναθέτει στη φύση και στους νεκρούς τη διάσωση της ουσιαστικής συνομιλίας.
Αναθέτει, με άλλα λόγια, στην ουτοπία και την παραδοξότητα να διερμηνεύσουν το ακατανόητο της φθοράς και του θανάτου ελπίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μιαν άλλου είδους σωτηρία.
Σε καμία περίπτωση δεν θρηνωδεί αλλά θυμάται, προκειμένου να διασώσει, ενώ με έναν λόγο που παραπέμπει σε μοιρολόι ταπεινό και διακεκομμένο υπενθυμίζει πως όλα αυτά για τα οποία μιλά είναι ελλιπή και βίαια αποκομμένα.
Πρόκειται για μια βίαιη αποκοπή από την αθωότητα που επιβλήθηκε στη ζωή, για να της θυμίζει την προσωρινότητά της. Οι πόλεμοι και οι νεκροί, οι ακρωτηριασμένοι έρωτες και τα όνειρα που εξορίστηκαν στη χώρα του ανέφικτου, όλα μα όλα είναι μια ακύρωση διαρκείας, μια ήττα εκ γενετής που επιβάλλει τη δική της σκοτεινή γλώσσα και το δικό της ιδιότυπο πένθος. Πώς λοιπόν να μιλήσει με λόγο αδιατάρακτο για το διαταραγμένο, πώς να περιγράψει με λόγο εναργή τον ασαφή προορισμό μας;
Συμπάσχει με τους συνοδοιπόρους του, συνομιλεί μαζί τους και συμμερίζεται το αίτημά τους για δικαιότερη ζωή, που όμως έμεινε μετέωρο. Συγκινείται από την περιθωριοποίηση των ηττημένων και αναζητά μιαν άλλη ισότητα που θα συνδράμει στον εναγκαλισμό των όντων με την ανθρώπινη διάστασή τους.
Μια δικαιοσύνη που την ανακαλύπτει στον έρωτα, όταν απαλλαγμένος από στερεοτυπικά σχήματα που αποθεώνουν το κάλλος και την τελειότητα στρέφεται στον αισθησιασμό που προκαλεί η γυμνή και αθώα ψυχή.
Αυτήν ευλαβείται και αποθεώνει, με αποτέλεσμα ανάμεσα σε τόσους νεκρούς και διαψευσμένους ο έρωτας να αντιστέκεται στη συμβατικότητα δημιουργώντας τη δική του περιοχή για να αναπνεύσει.
Η ατέλεια και η πληγή, το τραύμα και η πάσχουσα ύπαρξη σε καμία περίπτωση δεν λειτουργούν αποτρεπτικά για την εμφάνιση του ερωτικού σπινθήρα.
Έτσι, η κάθε μορφής αναπηρία που στοιχειώνει τα όντα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που στιγματίζει και την κοινωνία, συνιστά το εύθραυστο σύμπαν, στο οποίο τα πλάσματα μαθαίνουν να ζουν με θραύσματα γυαλιών στερεωμένα πάνω τους, κοφτερές αιχμές ανάλογες με αυτές που λανθάνουν μέσα στα ποιήματά του.
Η αρραβωνιαστικιά μου είναι κουτσή
κι ως περπατούσαμε δίπλα στα ποτάμια
θαρρώ πως μια καταποντίζομαι βαθιά στον ποταμό
κι άλλοτε πάλι με τραβούν τα μαύρα της μαλλιά
ψηλά στα κύματα που κελαηδούν αηδόνια…
«Κατάσταση», Μαυροβούνι, 1963
Κι όμως ο έρωτας στα ποιήματα και στη συνείδηση φυσικά του ποιητή είναι καθ’ όλα γήινος, βαθιά εδραιωμένος στον ρεαλισμό. Δεν εθελοτυφλεί ούτε και ψεύδεται και προπαντός δε δανείζεται συνθήκες, ήρωες και προοπτική από κανένα παραμύθι.
Είναι ένας έρωτας σεμνός που ανηφορίζει ήσυχα σε οικεία μονοπάτια.
Δεν είναι φαντασιόπληκτος και προπαντός ουδέποτε λοξοδρομεί απ’ την κοινωνική του θέση, δεν φλυαρεί με την ανατροπή και την ουτοπία αλλά έχοντας σαφή συνείδηση των ορίων κινείται σταθερά στο περίγραμμα των εκάστοτε ταξικών συνθηκών.
Εκείνος καροτσέρης στην αγορά
το αλεύρι στις πλάτες, τα τσουβάλια με τα τσιμέντα
από τις αποθήκες στις άλλες αποθήκες
και σκόνη και φωνές και βαρέλια
με το αγώγι όλη μέρα μαλώνει.
Λαντζέρισσα εκείνη
άλλοτε πάλι λιώνει τα χέρια της στην σκάφη
λησμονώντας πολύν καιρό τον ουρανό.
«Ένας έρωτας», Μαυροβούνι, 1963
Όσον αφορά τώρα στο ίδιο το ποίημα και στη θέση του στην ποίηση του Μέσκου θα έλεγα πως είναι ένας βηματισμός στο κενό, μια ταυτόχρονη έλξη και άπωση για το συγκεκριμένο, η εξιστόρηση ενός μύθου που αναπαριστά τη νοσταλγία της ουτοπίας και όχι τόσο την ίδια την ουτοπία. Τα ποιήματα ωστόσο δεν τα γράφει μόνος του.
Τα γράφει μαζί με τους νεκρούς και τους εκτελεσμένους, με τα ποτάμια, τα άλογα, τα πουλιά και τα απευθύνει σ’ αυτούς που αγαπά, σε όσους προηγήθηκαν.
Στον Ησίοδο και στον Όμηρο, στον Ντάντε, στον Βιγιόν, στον Σαίξπηρ. Στον Πούσκιν, στον Χάινε και στον Γουίτμαν, στους Δερβίσηδες της Ανατολής και στον Λη Μάστερς. Στην Αχμάτοβα, στον Μάντελσταμ, στον Ρίλκε, στον Τσελάν. Αλλά και στον Πόε, στον Μπωντλαίρ, στον Μιλόζ, στον Μαγιακόφσκι. Στη «γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού.
Στα ποιήματα του Μέσκου το ζητούμενο είναι η αναζήτηση της προσωπικής γλώσσας, αυτής που θα μιλήσει για την «πολυπαθή άγνοια» καθώς και για τα άλεκτα, που μόλις πάνε να ειπωθούν θαρρείς και πιάνει ένα ψιλόβροχο, από αυτά που κατακλύζουν τους στίχους και βγαίνουν κάποτε και έξω από το βιβλίο, το μουσκεύουν, γίνονται ακόμα και τίτλοι συλλογής.
Ομόκεντροι κύκλοι,
το περιθώριο της Ζωής, της Ποίησης το περιθώριο (όχι το άσυλο),
μα το κατακτημένο περιθώριο.
Διαφορετικά:
η χώρα των αξιών
το αξιοπρεπές (μάλλον) και το τίποτε.
Ίσως
το επιζητούμενο σημείο της Ελευθερίας
που βογγάει σκοτεινά στο φαράγγι.
«ΧΙ», Στον Ενικό και Πληθυντικό Ψίθυρο, 2009
Ένα μαύρο δάσος καμένων ονείρων η ποίησή του, με την Ιστορία να επιβάλλει τη δική της κόλαση κάθε φορά, θέτοντας σε αχρηστία τα φτερά της ψυχής και τον προορισμό τους.
Όσο για το τοπίο, αμετακίνητα εκεί να υπαινίσσεται αξιοπρέπεια και να διδάσκει καρτερία, την ίδια ώρα που οι στίχοι με την πολυσημία τους δεν μπορούν παρά να στέκουν αμήχανοι. Μια εκκρεμότητα η ποίηση λοιπόν, σαν την επίμονη αναζήτηση της αλήθειας που γοητεύεται απλώς από το μάταιο του εγχειρήματος.
Μια αέναη κίνηση προς το ανολοκλήρωτο που αγωνιά να ειπωθεί, κι ας είναι αυτό που κατορθώνει τελικά μονάχα ένα απλό «κατά προσέγγισιν».
Μια ποίηση αποχαιρετισμός και δίλημμα, μια σιωπηλή εξομολόγηση, η αναμέτρηση της γλώσσας με τις προθέσεις και τις σημασίες της.
Και, τέλος, μία πικρή παραδοχή, όταν ανασηκώνοντας όλες τις διαστρωματώσεις της Ιστορίας, του Έρωτα και της Ουτοπίας αποκαλύπτει ακέραιη τη ματαιότητα ή αλλιώς τη σταθερή περιστροφή γύρω από το αστραφτερό Τίποτα που περιέγραφε τόσο απόλυτα και ο Ορέστης Αλεξάκης: «Όθε η Σιωπή σαν μουσική αναβλύζει //Και σαν διαμάντι λάμπει / το Μηδέν».
[…]
Το ποίημα τελείωσε: Συντρίβοντας και καταργώντας την ποίηση.
Το ποίημα τελείωσε: Ώρα που λες «αγάπη μου» σε όλον τον κόσμο.
Το ποίημα τελείωσε: Μάταιος λόγος, επικήδειος, οδυνηρός.
[…]
Το ποίημα τελείωσε: Φίδι που σύρθηκε αφήνοντας πίσω το πουκάμισό του, πάνω στις πέτρες και στα γυμνά πτώματα.
Το ποίημα τελείωσε: Γκρεμός και αδιέξοδο και χωρίς άνθη!
Το ποίημα τελείωσε: Πρόσωπο αποκεφαλισμένο στον καθρέφτη, σαν ποίηση από γηρατειά και ψέματα.
Το ποίημα τελείωσε: Στίχοι κομμάτια ψυχής που λείπουν και δεν είναι – Πώς θα σκεπάσεις τα κενά της ψυχής σου; Το ποίημα ρούχο δεν είναι. Τι είναι λοιπόν το ποίημα; Ο ζωντανός που μένει πίσω ή ο πεθαμένος φίλος;
Το ποίημα τελείωσε: Δεν σημαίνει πουλί που λάλησε και πέταξε στα ουράνια, αλλά δεσμευτικά για τον μεταχρόνο λειτουργεί.
Το ποίημα τελείωσε: Φωτιά, νερό, χιόνια που τήκονται και χιόνι ανέπαφο. Τα βουνά ξεχασμένα σχεδόν άχρηστα και τα οράματα στα δεκαοχτώ σου χρόνια. Στα πάντα δεκαοχτώ σου χρόνια.
Το ποίημα τελείωσε: Τίποτα δεν κινήθηκε, παγωμένος ο κόσμος.
[…]
«Μετά το ποίημα»
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ ΜΊΑΣ ΛΕΞΗΣ, Ρώμη 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου