24.1.21

Για την ποίηση της Λουίζ Γκλικ – του Σίμου Ανδρονίδη


Το φετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στην ποιήτρια από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Λουίζ Γκλικ. Η Αμερικανίδα ποιήτρια κουβαλάει μία ποιητική εμπειρία ετών, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση μετουσίωσης σε ποιητικό λόγο, διαφόρων ορόσημων του προσωπικού της βίου. Στον αιτιολογικό του λόγο ο πρόεδρος της Σουηδικής επιτροπής που απονέμει το Νομπέλ Λογοτεχνίας, εστιάζει σε εκείνον τον λόγο που ποιητικά εκπεφρασμένος, δύναται να δια-κρατήσει το χάσμα που ανοίγει το βίωμα και διευρύνει η τιθέμενη λέξη, πέραν των εκφάνσεων της ακεραιότητας. «Στα ποιήματα της, ο εαυτός ακούει ό,τι απομένει από τα όνειρα και τις αυταπάτες του και κανείς δεν μπορεί να είναι πιο σκληρός από εκείνη την ίδια όταν αντιμετωπίζει τις ψευδαισθήσεις του εαυτού».[1] Αυτό που υπαινίσσεται ο πρόεδρος της Σουηδικής επιτροπής, είναι η ανάδειξη του ποιητικώ τω τρόπω εαυτού, εκεί όπου ο ίδιος φέρει προσίδια την αίσθηση της πραγματικότητας, του χάσματος, για το οποίο και έγινε λόγος πιο πάνω, με το ποιητικό ‘πράττειν’ της Λουίζ Γκλικ να προσδιορίζει εμπρόθετα το υπόδειγμα της ‘δοτικότητας’ που εν προκειμένω δεν εκμαιεύεται, αλλά, αντιθέτως, ‘μαθαίνεται’: «Πρέπει να μάθεις να μ’ αγαπάς. Τ’ ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να μάθουν ν’ αγαπούν τη σιωπή και το σκοτάδι»,[2] γράφει η ίδια χαρακτηριστικά, νοηματοδοτώντας ένα διττό πλαίσιο εντός του οποίου αναδεικνύονται δύο διακριτά και όμως αλληλοσυνδεόμενα πεδία, η «σιωπή» και το σκοτάδι» που προσδίδουν μία ανοιχτά οντολογική χροιά στην ποίηση της, δίχως όμως η τελευταία να εξαντλείται σε αυτό. Τα ανθρώπινα υποκείμενα είναι αυτά που καλούνται «να μάθουν ν’ αγαπούν τη σιωπή και το σκοτάδι» δραστικά, στο εγκάρσιο σημείο όπου η ποιητική γραφή της Λουίζ Γκλικ προσιδιάζει προς τον άξονα του φυγό-κεντρου επαναπροσδιορισμού της ζωής και των αξιών της που δεν ‘πρέπει’ (ενέχει ιδιαίτερη σημασία αυτό το σημείο) να αντιστρατεύονται τη «σιωπή» και το «σκοτάδι», με άλλα, το εμπρόθετο ‘τραύμα,’ που δεν επιζητεί το φως, αλλά, αντιθέτως την ‘σύλληψη’ του ως αυτό που είναι: ‘Τραύμα’ και εκ νέου ανεστραμμένα, «σιωπή» και σκοτάδι». Λαμβάνοντας το νήμα από αυτό το σημείο και συναρθρώνοντας το με την εναρκτήρια φράση του ποιήματος, το εκφραστικό «πρέπει να μάθεις να μ’ αγαπάς», δύναται να προσθέσουμε πως η ποιήτρια, διαμέσου της ποίησης, δεν διστάζει να αυτο-προσδιορισθεί, να αποκαλυφθεί βιωματικά όντας ποιητικό υποκείμενο πλέον (διαδικασία μετασχηματισμού), φέροντας εσώτερα την «σιωπή» και το «σκοτάδι», και αξιώνοντας όχι τον ‘οίκτο’ και την αποστροφή του βλέμματος στο χρόνο, αλλά την «αγάπη» για αυτό που ‘έχει’ και για ‘αυτό που κομίζει.’ Στην ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη αντίστοιχα, και πιο συγκεκριμένα στο ποίημα ‘Η σιωπή των αγαλμάτων,’ η σιωπή σημασιοδοτεί την θέση του αγάλματος εντός χώρου (μουσείο) και εντός της ιστορίας. Και εάν το οντολογικό πλαίσιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ποίηση της Λουίζ Γκλικ, στην ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη στο επίκεντρο τίθεται το άγαλμα που εγγράφει την σιωπή ως παράγοντα-κλειδί για την εξέλιξη της επίσκεψης στο χώρο και της θέασης τους, με το ίδιο το άγαλμα, αφενός μεν να διακρατεί τις αποστάσεις (βλέπε και την διαχείριση της εξελισσόμενης πανδημικής κρίσης), και, αφετέρου δε, να εκπέμπει σαγήνη που δεν αργεί να μετατραπεί σε έκφραση θαυμασμού. Θαυμασμού για το ίδιο και για την ‘μυστηριακή’ του ‘αίγλη’ (Walter Benjamin). «Μελαγχολική η σιωπή των αγαλμάτων. Δεν είναι για την προσπάθεια διαφύλαξης των αινιγματικών τους μυστικών. Σε αντίθεση με τη γοητεία τους η έλλειψη επικοινωνίας τα καθιστά απόμακρα και απόκοσμα. Με τα αγάλματα δεν γίνεσαι φίλος παρά μόνο θαυμαστής».[3] Κλείνοντας την παρένθεση και επιστρέφοντας στα της ποίησης της Αμερικανίδας ποιήτριας, θα αναφέρουμε πως χώρο διεκδικεί και καταλαμβάνει η ψυχή-πνεύμα στη διαλεκτική σχέση σώματος-ψυχής. Μέσω του ποιήματος που λειτουργεί εγκλητικά, το σώμα αναπαρίσταται ως ένα «τόσο μεγάλο ρούχο» (τάξη μεγέθους), το οποίο και σπεύδει να δεχθεί και όχι να οικειοποιηθεί μία ψυχή περιπλανώμενη αλλά και ‘στραγγισμένη,’ που θέτει ως σημείο αναφοράς την δυνατότητα της επαφής με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκύψουν διάφορες ‘εκρήξεις.’ Η ελπίδα ως συναίσθημα που αναφέρεται στο τέλος του ποιήματος, δεν προκύπτει γραμμικά και μηχανικά. Ως προς αυτό, θεωρούμε πως δύναται να αποτελέσει διεργασία που ακριβώς μεταστοιχειώνει την ψυχή στο σώμα, αφήνοντας να διαρρεύσει όλη η προηγούμενη πορεία και η αφηγηματική ‘οικονομία’ του ποιήματος. «Η ψυχή μου στράγγισε. Λες κι ήτανε ψυχή πιάστηκε στη φωτιά άλλα όχι εντελώς, δεν έσβησε, όχι. Ανέπνεε. Καυτή. Ζούσε. Ακέραια. Αλλά όχι από μοναξιά. Αλλά από καχυποψία. Καχύποπτη μετά από βία. Πνεύμα, εσύ, που θα κληθείς ν’ αφήσεις το κορμί και να σταθείς έκθετο, μια στιγμή σπαρταριστό, όπως όταν παρουσιαστείς μπροστά στο θείο- πνεύμα μαγεμένο από μοναξιά απ’ την υπόσχεση της χάρης πως γίνεται ποτέ να μην πιστέψεις πάλι την αγάπη ενός άλλου πλάσματος-εσύ; Η ψυχή μου σπαρτάρισε και στράγγισε. Το σώμα έγινε γι’ αυτήν ένα τόσο μεγάλο ρούχο. Κι ύστερα ήρθε η ελπίδα και μου δόθηκε ξανά αλλά ήτανε μια ελπίδα διαφορετική- άλλη».[4] Αλλού, σε μία ποίηση που σημασιοδοτεί την εμπρόθετη μετάβαση, την μη επιτηδευμένη πρόζα που προσδίδει στο εκάστοτε ποίημα τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά του ‘ίχνους,’ η ποιήτρια προσεγγίζει το παίγνιο των αντιθέτως, αναμειγνύοντας θρησκευτικές αναφορές και προσωπικές μνήμες, τον χρόνο και την ηλικία, υποστασιοποιώντας το υπόδειγμα ενός ρεαλισμού που εμβαπτίζεται στα νάματα του πόνου και του οιονεί πρόσημου που αυτός προσφέρει. Και εδώ ανακύπτει ένα ενδιαφέρον σημείο. Το πρόσημο συγκρατεί την συνύπαρξη με τον πόνο αλλά και την απολύτρωση δια του πόνου, εκεί όπου σχηματοποιούνται η προσευχή ‘προς’ (‘αγγελολογία’) και υπόγεια, οι μορφές για τις οποίες επι-τελείται ο πόνος. Όσο αποκαλύπτεται αυτός, άλλο τόσο η Λουίζ Γκλικ διατηρεί και κομμάτια του. «Πόσο απρόβλεπτα τυχερή υπήρξε η ζωή μου- κι η παραμικρή μου προσευχή εισακούστηκε απ’ τους αγγέλους. Ζήτησα κι έλαβα γη, γι’ αυτό και τόσο λάσπη πάνω μου, στο πρόσωπο μου. Ζήτησα απαλλαγή απ’ τον πόνο-πήρα πόνο. Ποιος μπορεί να πει ότι οι προσευχές μου δεν εισακούστηκαν».[5] Σε αυτό το πλαίσιο, για την ποιήτρια, όπως η ίδια δηλώνει, «η θεμελιώδης εμπειρία ενός συγγραφέα (και όχι ποιητής) είναι η απόγνωση», κάτι που μας υπενθυμίζει, στα καθ’ ημάς, τον τρόπο με τον οποίο έγραψε τον ‘Επιτάφιο’ ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Ο ‘Επιτάφιος’[6] συνιστά ποιητικό ‘προϊόν’ πόνου και απόγνωσης για κάτι που πλέον εκ-λείπει (ανθρώπινες ζωές), εγγράφοντας περιεχομενικά την αίσθηση απόγνωσης που αποπνέει η μορφή της μητέρας που θρηνεί για την χαμένη ζωή του υιού της, για την απολεσθείσα νεότητα. Η απόγνωση τέμνει και ταυτόχρονα τροφοδοτεί την ποιητική αναπαράσταση ως ακόμη και ανεκδοτολογικό συμβάν. Όσον αφορά την προσέγγιση της απόγνωσης από την Λουίζ Γκλικ, θα λέγαμε πως η απόγνωση για την ίδια, σημαίνει την ικανότητα ή αλλιώς δυνατότητα προσδιορισμού της ποίησης ως λογοθετικού πεδίου που περιβάλλει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα απτά, ιδίως όταν συναντάται με διάφορες καταστάσεις, χωρίς την μεσολάβηση της εγγύτητας. Από την λογική του άμεσου, του νοητού, του προθετικά ‘ανίερου’ αντλεί η ποιητική της Λουίζ Γκλικ για να ανα-πλαισιώσει τον ανθρώπινο βίο ως άσκηση ‘διακινδύνευσης’ και επιβίωσης, και όχι απλά υλικά. Η ίδια δεν αποστρέφεται τον ποιητικό κανόνα και δεν λειτουργεί ερήμην του, με την αναφορά της ατομικής ή ‘ενσαρκωμένης’ σιωπής, να προϋποθέτει την ανάδειξη μίας ‘αλήθειας’ που κινείται προς κατευθύνσεις άγνωστες, υπερβαίνοντας τις όψεις του ετερο-προσδιορισμού, των στρεβλωτικών κατόπτρων. Αυτή που σιωπά, είναι η ποιήτρια, προβάλλοντας έτσι, το τμήμα εκείνο της λέξης-ποίησης που συντίθεται από μνήμη και από μη-αγωνιώδη σιωπή. Ευρύτερα ομιλώντας, η ποίηση της Γκλικ πλησιάζει εγγύτερα σε ό,τι ο Σάββας Μιχαήλ ορίζει ως την ποίηση που «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, διατήρησε τη μνήμη των ανθρωπολογικών της ριζών».[7] 
 [1] Αναφέρεται στο: Φαλίδα Έφη, ‘Η ποίηση του καθημερινού θαύματος,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 09/10/2020, σελ. 3. [2] Βλέπε σχετικά, Κωτούλα Δήμητρα, ‘Η αλήθεια του ποιήματος,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 10-11/10/2020, σελ. 66. [3] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η σιωπή των αγαλμάτων,’ Ποιητική συλλογή, ‘Το Αρχαίο Κεραμίδι,’ Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2018, σελ. 9. [4] Το ποίημα που παρατίθεται στο κυρίως ‘σώμα’ του κειμένου, τιτλοφορείται ‘Το ρούχο’ και περιέχεται στο κείμενο της δημοσιογράφου Έφης Φαλίδα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’ με αφορμή την βράβευση της ποιήτριας με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Η μετάφραση είναι της Δήμητρας Κωτούλα. Βλέπε σχετικά, Φαλίδα Έφη, ‘Η ποίηση του καθημερινού θαύματος…ό.π. [5] Βλέπε σχετικά, Κωτούλα Δήμητρα, ‘Η αλήθεια του ποιήματος…ό.π., σελ. 66. [6] Οι όροι της κειμενικής συγκρότησης του ‘Επιταφίου’ (1936) κατατίθενται από τον Λάκωνα ποιητή, λειτουργώντας ως πραγματικότητα εντός πραγματικότητας, ή αλλιώς, ως νοηματικό πλέγμα που ανακύπτει όταν το ατομικό επανεπινοεί το συλλογικό. «Επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνέχεια έγραφα, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο. Κι όταν τελείωσα και τα είκοσι ποιήματα λιποθύμησα. Είχα μεταγγίσει (σ.σ: η διαδικασία της δημιουργικής μετάπλασης) στους στίχους μου μαζί με την τελευταία σταγόνα του πόνου για τα θύματα της απρόκλητης επιθέσεως και την ύστατη ζωική ικμάδα μου. Ο «Επιτάφιος» αφιερωμένους στους νεκρούς της 9ης Μαϊου 1936, ήταν για μένα πια, ένα ποιητικό γεγονός». Βλέπε σχετικά, Σγουράκης Γιώργος & Σγουράκη Ηρώ, ‘Γιάννης Ρίτσος. Αυτοβιογραφία. Κινηματογραφική αναπαράσταση της ζωής και του έργου του,’ Αρχείο Κρήτης, Αθήνα, 2008, σελ. 49. Αυτό που η Ριτσική μαρτυρία αποκαλεί «ποιητικό γεγονός» είναι ένα δι-ιστορικό συμβάν, το οποίο και αντλεί από τις συν-δηλώσεις μίας προσωποποιημένης βίας, από τις αιχμηρές γωνίες της οποίας, θα αναδυθεί η μορφή της Μητέρας ((ας θυμηθούμε την ‘Μάνα κουράγιο’ του Μπέρτολτ Μπρεχτ). [7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Poeticus,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Poeticus,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 28.

Δεν υπάρχουν σχόλια: