8.1.21

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Μια εκδρομή με τον Κάρολο Τσίζεκ"


Φλεβάρης, ημέρα Κυριακή. Είχε ήλιο, ο ουρανός γαλανός, χωρίς σύννεφα, μια πρώιμη λάμψη της Άνοιξης. Τηλέφωνο στον Κάρολο Τσίζεκ, στο σπίτι που διατηρούσε στην Περαία, στο παραθαλάσσιο χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η χαρακτηριστική κυματιστή φωνή του. Χάρηκε που με άκουσε και κανονίσαμε ραντεβού για τις τρεις η ώρα το μεσημέρι. Θα του ξανατηλεφωνούσα από την Περαία και θα με κατατόπιζε σε ποιο ακριβώς σημείο βρισκόταν το σπίτι του. Ξεκίνησα με το αυτοκίνητο και σε μισή ώρα περίπου βρισκόμουν στην πλατεία της Περαίας. Αρκετή κίνηση από αυτοκίνητα. Ο καλοντυμένος νεαρόκοσμος της Θεσσαλονίκης έκανε βόλτα στον πεζόδρομο της παραλίας της Περαίας, οι καφετερίες γεμάτες. Με μια κυριακάτικη εφημερίδα κάθησα σ’ ένα καφέ, αναμένοντας την ώρα του ραντεβού. Μια σχετική ανησυχία μήπως έβαζα τον Τσίζεκ σε κόπο. Τη συμφωνημένη ώρα τηλεφώνησα, με κατατόπισε για την πολυκατοικία που ήταν λίγα χιλιόμετρα έξω από την κεντρική πλατεία κι είπε ότι θα με περίμενε μπροστά το δρόμο. Έτσι κι έγινε. Από το παράθυρο του βολάν, σε μια γωνία του δρόμου, η ορθή και ψηλή κορμοστασιά αυτού του χαρισματικού καλλιτέχνη με την τσέχικη καταγωγή. Ο τυπογράφος Νίκος Νικολαΐδης λέει ότι ο Τσίζεκ, αν και ξένος, γράφει σπουδαία ελληνικά και το διαπιστώνω κάθε φορά που διαβάζω γραπτά του. Λίγοι δικοί μας αυτόχθονες γράφουν τόσο στρωτά ελληνικά όσο ο Κάρολος Τσίζεκ. Επιβιβάστηκε στο αμάξι κι αμέσως επωμίστηκε το ρόλο του συνοδηγού που καθορίζει τις λεπτομέρειες της διαδρομής. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο, με κατεύθυνση τη Μηχανιώνα. Ήθελε να με ξεναγήσει στο κομμάτι εκείνο της υπαίθρου ανάμεσα στη Μηχανιώνα και την παραλία της Επανωμής. Βρεθήκαμε στο λεγόμενο "κτήμα του Καραγκιόζη" κι έπειτα μπήκαμε στους στενούς χωματόδρομους που φτιάχτηκαν από τους ιδιοκτήτες των πολλών εξοχικών της περιοχής. Όλες ήταν καινούριες εικόνες για μένα. Τις περιοχές δεν τις ήξερα. Ο Τσίζεκ είχε ένα πάθος στον τρόπο που με καθοδηγούσε, έδινε την εντύπωση ανθρώπου που αντλεί δύναμη από την περιπλάνηση μέσα στη φύση. Σ’ έναν χωματόδρομο σταματήσαμε το αυτοκίνητο και συνεχίσαμε με τα πόδια. Απόλυτη ερημιά, χωρίς καθόλου ανθρώπους, εξαιτίας του χειμώνα. Μου έδειχνε κάποια εξοχικά που τα θεωρούσε κοσμήματα αρχιτεκτονικής και άλλα τα οποία απλά ήταν υποφερτά. Το βλέμμα του κολλούσε σε λεπτομέρειες, οι οποίες συνήθως περνούν απαρατήρητες. Σχολίαζε το σχέδιο που υπήρχε σε μια καγκελόπορτα, την ξεχασμένη αφίσσα από το προηγούμενο καλοκαίρι σ’ ένα στύλο της ΔΕΗ, το ξύλινο παραθυρόφυλλο ενός εξοχικού. Και πιο πολύ επέμενε να μου δείξει ένα σπίτι που του αρέσει ιδιαίτερα για την πανοραμική του θέση: από τον αυλόγυρό του νιώθεις να έχεις στα πόδια σου από ψηλά όλη την ακτή, ο ήλιος βασιλεύει και δύει μέσα στο στόμα του σπιτιού, η θάλασσα σε αγκαλιάζει σα να βρίσκεσαι σε νησάκι του Αιγαίου. Κι έπειτα ο Κάρολος με κατηφόρισε στην αμμουδιά, περπατούσαμε δίπλα στο νερό, με προορισμό ένα μικρό βράχο στην άκρη της ακτής. Λίγο πριν το βράχο βρισκόταν με πόρτες ανοιχτές ένα τζιπάκι κι έβλεπα τον Κάρολο να μην ανησυχεί καθόλου, διέκρινα στο βλέμμα του τη σιγουριά. Με οδήγησε πάνω στο βράχο όπου εκεί πράγματι, όπως υποσχόταν, η θέα ήταν φανταστική. Είχες την αίσθηση ότι βάδιζες μέσα στη θάλασσα, στο μεταίχμιο ανάμεσα στις δύο ακτές, σαν τον Ποσειδώνα, μ’ ένα εμπορικό πλοίο στο βάθος να κατευθύνεται στο στόμιο του Θερμαϊκού κόλπου. Ανηφορίσαμε από άλλο δρόμο και περάσαμε από άλλα εξοχικά. Μου έκανε εντύπωση που δε φοβόταν καθόλου τα σκυλιά όταν γάβγιζαν αγριεμένα μέσα από τις εξώπορτες των εξοχικών, ξεσηκωμένα από το θόρυβο που προκαλούσε το διάβα μας. Ένα σκυλί είχε σκαρφαλώσει απειλητικά σε μια εξώπορτα κι ο Τσίζεκ το πλησίασε με το μειλίχιο βλέμμα του και με κινήσεις ευγενικές και τρυφερές γκριμάτσες το ηρέμησε. – Κύριε Τσίζεκ, ένας λόγος που αποφεύγω τις μοναχικές περιπλανήσεις στη φύση είναι τα σκυλιά. Εσείς δεν τα φοβάστε καθόλου; Η απάντησή του ήταν πως δεν τα φοβάται, παρόλο που κάποιες φορές του είχαν επιτεθεί. Μια άλλη ερώτησή μου ήταν αν έκανε εκδρομές στη φύση όταν ήταν τελείως μόνος κι η απάντησή του ήταν καταφατική. Με παρέα βέβαια είναι καλύτερα, είπε, αλλά πολλές φορές πηγαίνω μόνος. Μου ανέφερε διάφορες εκδρομές του, για παράδειγμα που πήρε το λεωφορείο μέχρι τη Σκοτίνα κι έπειτα με τα πόδια συνέχισε για να φτάσει στην Άνω Σκοτίνα, ένα παλιό εγκατελειμμένο χωριό, μου μίλησε για τη Χαλκιδική, τον Όλυμπο... Τη Χαλκιδική την αποφεύγει το καλοκαίρι γιατί τον κουράζει η πολυκοσμία, όπως αποφεύγει να κάθεται στην Περαία το καλοκαίρι για τον ίδιο λόγο. Είναι σημαντικό, λέει, να έχεις παραπάνω από μία κατοικίες, για να αλλάζεις ανάλογα με τις περιστάσεις (ο Τσίζεκ διατηρεί δύο νομίζω κατοικίες και στη Θεσσαλονίκη). Η περιοχή που πορευόμαστε είναι από τις αγαπημένες του, μου εκμυστηρεύεται ότι το τοπίο που τον μαγεύει πιο πολύ είναι στο Φίλυρο αλλά το αποφεύγει, γιατί του θυμίζει την πρόσφατα χαμένη γυναίκα του. Τον ρώτησα επίσης γιατί οι περιπλανήσεις του στη φύση δεν αποτυπώνονται έντονα στο ζωγραφικό του έργο και μου απάντησε πως η επίδραση είναι έμμεση κι όχι άμεση, ότι η φύση τον εξαγνίζει για ν’ αντιμετωπίσει με καθαρό βλέμμα το έργο του. Κι έτσι είναι, γιατί στα σχέδιά του ο Τσίζεκ είναι περισσότερο ανθρωποκεντρικός και λιγότερο εστιασμένος στη φύση. Περπατήσαμε κι άλλο μέσα στην ερημιά, μέχρι που επιστρέψαμε στο αμάξι. Φτάσαμε στην παραλία της Επανωμής, κατευθυνθήκαμε στο ίδιο το χωριό κι ο δρόμος κατέληξε στη διασταύρωση για Θεσσαλονίκη. Ο Τσίζεκ μού ζήτησε ευγενικά να τον αφήσω σε κάποια στάση του λεωφορείου, για να επιστρέψει στην Περαία. Ήταν τρομερά ευγενικός. Φυσικά και δεν τον εγκατέλειψα. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι του, τον ρώτησα αν στις περιπλανήσεις του στη φύση τον ακολουθούσαν στο παρελθόν κάποιοι λογοτέχνες. Η απάντησή του ήταν αρνητική. Τον έβλεπα να με αποχαιρετάει και να κατευθύνεται στο σπίτι του, ενώ ο ήλιος έδυε και το σκοτάδι πρόδιδε τη χειμωνιάτικη υφή του. Έβλεπα πίσω από τους τοίχους τη μοναξιά που φώλιαζε στη συνοικία της Περαίας, τώρα που τα περισσότερα παραθεριστικά διαμερίσματα ήταν άδεια. Ο Τσίζεκ έλεγε ότι πολύ κοντά στο σπίτι του υπάρχει και παντοπωλείο και ταχυδρομείο. Συχνά μου επαναλάμβανε και τα πυκνά δρομολόγια που έχουν τα λεωφορεία για Περαία και Μηχανιώνα, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τον Τσίζεκ που δε διαθέτει αυτοκίνητο. Το σκοτάδι είχε πέσει απότομα, όταν επέστρεψα στο σπίτι μου. Εκείνη τη νύχτα ένιωθα τις αποστάσεις να έχουν μικρύνει μέσα μου, ένιωθα τη δύναμη που κρύβουμε για να ξεφύγουμε από τα ασφαλή μας όρια και να συγχρωτιστούμε με αυτό που μας γέννησε, μας καθορίζει και μας μιλάει στο βάθος της ύπαρξής μας. Συχνά ξετυλίγω την έκδοση της Διαγωνίου για τον ζωγράφο Κάρολο Τσίζεκ και το βλέμμα μου αφήνεται στα σχέδια του Τσίζεκ, όπως "η γειτόνισσα" ή "τα γυμνά στη θάλασσα", "το παιδί", "ο ζωγράφος κι ο κόσμος του", "η στάμνα στο παράθυρο", "η αυτοπροσωπογραφία". Αισθάνομαι ιδιοσυγκρασιακά πολύ κοντά στον Κάρολο Τσίζεκ κι αυτό το κείμενο δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να καταθέσω αυτή τη συγγένεια και τη μεγάλη αγάπη που τρέφω για τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη Κάρολο Τσίζεκ. (Ανέσυρα από το συρτάρι αυτό το παλιό κείμενο που είχα γράψει για τον Κάρολο Τσίζεκ, με αφορμή την αναχώρησή του από τα εγκόσμια, τα ξημερώματα, 14-12-2013. Αναφέρομαι σε μια εκδρομή ημερήσια που κάναμε μαζί, πρέπει να ήταν τον Φεβρουάριο του 1996. Στο κείμενο αναφέρομαι στην πρώτη του γυναίκα και σε καταστάσεις εκείνης της εποχής. Κύριε Κάρολε Τσίζεκ δε θα σε θυμάμαι, γιατί απλά θα σε έχω πάντα μέσα μου. Σε αγαπώ.) Ιγνάτης Χουβαρδάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: