27.1.21

Η ανανεωμένη και προκλητική παράδοση


Θάνος Γιαννούδης*
Ποιήματα που υμνούν τον έρωτα, όχι ως κάτι άπιαστο, μακρινό και άυλα ονειρεμένο, αλλά ως ένα διαρκές και πολυεπίπεδο παιχνίδι των αισθήσεων, με την πλήρη και οργιαστική σωματικότητά του πανταχού παρούσα και προκαλούσα. Για την περιβόητη «γυναικεία γραφή» στην ποίηση εξακολουθούν να γίνονται συζητήσεις, με απόψεις αντιμαχόμενες ως προς τα όρια, τις εξακτινώσεις της, ακόμα εντέλει και τον ίδιο της τον ορισμό. Σε εμάς, μάλιστα, τους «άρρενες» που καλούμαστε να τοποθετηθούμε επί του θέματος, συχνά παρατηρείται μια αμηχανία που αγγίζει τα όρια της θυμηδίας όταν προσπαθούμε να εντάξουμε τις γυναίκες ποιήτριες στα δικά μας προκατασκευασμένα σχήματα, μέτρα, σταθμά και σε μια αντίληψη του κόσμου διαφορετική από την ψυχοσύνθεσή τους. Από την άλλη, ο καταστροφικός μεταμοντερνισμός επιδιώκει να εξισώσει τα πάντα προς τα κάτω, υποβιβάζοντας κατά την κρίση μας τη γραφή σε μια πράξη επίπεδη, σε ένα απλό παιχνίδι ενός αέναου παραδειγματικού άξονα, δίχως προέλευση, επαφή με την παράδοση, εντοπιότητα και προσωπική τοπογεωγραφία, και παρασέρνει μοιραία και τις γυναίκες ποιήτριες σε μια γραφή συχνά ημερολογιακή ή συνειρμική. Ως αντίβαρο σε μια τέτοια συνθήκη επιδιώκει να κινηθεί η ποίηση της Σοφίας Πόταρη, παλαιοελλαδίτισσας που η ζωή την έφερε στις «Νέες Χώρες» και στη συμπρωτεύουσα. Η Πόταρη αντιμετωπίζει την ποίηση ως μια ολότητα, παλεύοντας με τα δικά της όπλα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ικανότητές της (ακόμα και τις όποιες θεμιτές αδυναμίες της) να την επαναμαγεύσει. Εμφανιζόμενη στο ποιητικό γίγνεσθαι σε αρκετά ώριμη ηλικία (μετά τα 40 της χρόνια), εξαρχής οριοθετεί τον εαυτό της στην επικράτεια της έμμετρης ποίησης, επικοινωνώντας με μεγάλες και κλασικές φωνές του λυρισμού και προάγοντας μια απευθείας επικοινωνία με τους ανθρώπους και τα πράγματα, ένα νέο άγγιγμα της σχέσης του ατόμου και του ποιητικού λόγου με τη φυσική ζωή και τέχνη που ο μοντέρνος κόσμος διέκοψε, με ένα πρόταγμα εν πολλοίς νεολουδιτικό. Κι αν στις δύο πρώτες συλλογές της η γραφή της πάλλεται ανάμεσα σε μια ονειρική ευαισθησία και σε μια πίκρα εγγενή στον πόνο που η ανθρώπινη ιστορία και οι θρύλοι της φέρουν, στην τρίτη της δουλειά με τίτλο «Θελκτήρια Ερωτος» επιδιώκει να δώσει ένα έργο διαφορετικό, με ξεκάθαρη στόχευση και τρόπο διατύπωσης. «Ο θέλγων, ο μαγεύων, ο καταπραΰνων» είναι ο θελκτήριος, ενώ τη φράση του τίτλου της συλλογής η Πόταρη την παίρνει αυτούσια από τον Ιππόλυτο του Ευρυπίδη. Η όλη συλλογή, με σαφές κι εκπεφρασμένο ήδη από τον πρόλογό της το στίγμα της Σαπφούς, διαρθρώνεται σε 39 ολιγόστιχα ποιήματα που υμνούν τον έρωτα, όχι ως κάτι άπιαστο, μακρινό και άυλα ονειρεμένο, αλλά ως ένα διαρκές και πολυεπίπεδο παιχνίδι των αισθήσεων, με την πλήρη κι οργιαστική σωματικότητά του πανταχού παρούσα και προκαλούσα. Διαρθρωμένα σε ένα πλαίσιο ελευθερωμένου στίχου που έχει μεν ως βάση τον ίαμβο, κάποιες φορές δίνει αμιγείς ιαμβικούς στίχους ολιγοσύλλαβούς ή και πολυσύλλαβους, ενίοτε ριμάρει περιπαικτικά ή μη, αλλά δεν στέκεται σε σφιχτές φόρμες (και υποδηλώνει μια γνώση κλασικών ποιητών και ποιητριών όπως ο Σικελιανός ή η Μυρτιώτισσα που διακρίθηκαν στο είδος), τα «Θελκτήρια Ερωτος» μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν και ως μια πληθώρα εξακτινώσεων του ερωτικού μοτίβου και παιχνιδιού, αλλά και ως μια ενιαία κι αδιατάρακτη ποιητική σύνθεση που χωρίζεται σε μικρότερα κι επιμέρους κομμάτια. Το ερωτικό παιχνίδι στη συλλογή παρουσιάζεται άρρηκτα συνδεδεμένο με τη φύση και οργανικά ενταγμένο εντός της, με το σταφύλι, το κεράσι, το ρόδο, τον αγριοπανσέ από τα άβια, αλλά και τη λαφίνα, το μελίσσι από τα έμβια όντα να συμμετέχουν και να συλλειτουργούν, με τον άνθρωπο ενίοτε να ταυτίζεται με αυτά ή να οικειοποιείται χαρακτηριστικά τους που εντέλει είναι και δικά του μέσα στην πλανητική ολότητα («Κεράσι μελωμένο/ τη γλώσσα σου αναδεύει» ή αντίστοιχα: «Λαφίνα,/ θα βελάξω/ σε βάτεμα ηδονικό,/ γλυκό…»). Εντονη και προκλητική προβάλλεται η εικονοποιία των αισθήσεων που ξεκινά από την όσφρηση («Κανέλλας έλαιο,/ κόκκος μοσχοκάρυδου,/ σανδαλόξυλου ευωδιά […] την στάμνα μου μυρώνουν»), επεκτείνεται στη γεύση («Λαχταριστά και ώριμα,/ φρέσκα,/ ζουμερά/ τα φρούτα μου προσφέρω») και καταλήγει στην κυριαρχία (ίσως και στην υπέρμετρη παρουσίαση) του υγρού στοιχείου που κορυφώνει την αίσθηση κι αναγεννά τη ζωή την ίδια (ενδεικτικά και μόνο ένας ενσωματωμένος δεκαπεντασύλλαβος επ’ αυτού: «Υγραίνεται ο πόθος μου/ το κέντρο σαν συσπάται,/ ποτίζονται οι έρημοι/ κι οι ερμιές ανθοβολάτε!»). Η ίδια η γυναίκα, τώρα, σαν αιώνια περσόνα, στο παιχνίδι αυτό θα πάρει πολλές κι αντιμαχόμενες μορφές, όλες, ωστόσο, παιδιά της ίδιας μήτρας: από την πιστή της Αφροδίτης που θα κάψει «κερί αγνό» στη θεά για να κλέψει την καρδιά του ερωτικού της πόθου μέχρι και την ίδια ως ιέρεια του πάθους σε προχριστιανικά συμφραζόμενα («Στου βωμού σου τη φωτιά/ ιέρεια ταμένη εγώ») κι από την ομηρική Ελένη «ήδη αλωμένη […] Τροία» ως μια «μαινάδα» κι «αμαζόνα» που περιφρονεί τις συμβάσεις κι ορμά στο αιώνιο κι απαράλλαχτο παιχνίδι του πάθους. Η Σοφία Πόταρη στα «Θελκτήρια Ερωτος» φαίνεται πως εντέλει κατορθώνει να μιλήσει ανοιχτά και απροκάλυπτα για την ερωτική πράξη δίχως να εκπίπτει στον ηδονοβλεπτικό και πορνογραφικό εκφυλισμό και δίχως να βάζει στην άκρη τον λυρισμό της ίδιας της… ποιητικής πράξης προς όφελος διαφόρων «υπερκαινοφανών» θεωρημάτων. Ακόμα και με τις αδυναμίες που οφείλει να δουλέψει, όπως η ελλειμματική περιγραφή ορισμένων όψεων ή μορφών υπέρ μιας γενικότερης αίσθησης ή κάποιες χασμωδίες στο μέτρο, η δουλειά της Πόταρη κερδίζει το στοίχημα και μιλά για την ιερότητα του συντελεσμένου έρωτα και πάθους, ενταγμένου εντούτοις μέσα στη θέση του στον φυσικό κύκλο και τις εποχές και όχι ως ένα απλό ημερολόγιο ηδονικών και σαρκικών αναπολήσεων. Η συλλογή αυτή αξίζει να διαβαστεί φυσικά συνδυαστικά με τις δυο προηγούμενές της κι ως ένα ακόμα σκαλοπάτι στο ευρύτερο ποιητικό της όραμα, αντί να θεωρηθεί εσφαλμένα και μονομερώς όλη η γραφή της αμιγώς ερωτική ή σεξουαλική. Σαφέστατα, όμως, βάζει με τη δουλειά τούτη το λιθαράκι της σε μια μεγάλη προσπάθεια επαναμάγευσης του ποιητικού λόγου που αποδεικνύει πως η παράδοση, όταν αντιμετωπίζεται όχι με στείρο προγονοπληκτισμό αλλά με το βλέμμα σε μια ευρύτερη κυκλική αντίληψη της τέχνης και της ζωής της ίδιας, μπορεί εντέλει να καταστεί πολύ πιο «ανανεωμένη» και «προκλητική» από οποιαδήποτε πρωτοποριακή θεωρία… 
 *Ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: