Νίκος Δαββέτας, Άντρες χωρίς άντρες, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2020.
Το εξώφυλλο ενός βιβλίου είναι η συνοπτική εκπροσώπηση του περιεχομένου του, δελεασμός και κράχτης του πρώτου ενδιαφέροντος. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Κωνσταντίνου Πίττα, που κοσμεί το μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα Άντρες χωρίς άντρες, ένας μεσήλικας διαβάζει την εφημερίδα του καθισμένος στο πλακόστρωτο μιας παραλίας. Μπρος στα πόδια του απλώνεται ανοιχτή η θάλασσα και ένας εφιαλτικός στην απόχρωσή του δρόμος που σταδιακά βυθίζεται και σβήνει στα έγκατα του Κάτω Κόσμου, άγνωστο σε ποια βάθη, σε ποια Κόλαση. Επάνω ο αινιγματικός-διφορούμενος-προκλητικός τίτλος, που θα παραμείνει μέχρι το πέρας της ανάγνωσης γρίφος.
Το νέο εκρηκτικό μυθιστόρημα του Ν. Δαββέτα, από τις πρώτες κι όλας σελίδες σ’ αρπάζει από τον λαιμό. Αρχίζει και τελειώνει επάνω σε δύο –νυφικό το πρώτο, θανάτου το δεύτερο– κρεββάτια. Στο πρώτο εξελίσσεται μία άκρως ψυχαναλυτική, όσο και αποκαλυπτική ερωτική σκηνή, όπου το σπερματοζωάριο διαθέτει –έστω επιλεκτική– μνήμη (!). Περιγράφει, με φωτογραφική ακρίβεια, την πάλη δύο σωμάτων που ανήκουν στους μελλοντικούς γονείς τού ενός εκ των τριών αφηγητών. Το δεύτερο, μισό αιώνα αργότερα, βρίσκεται στον έβδομο όροφο ξενοδοχείου όπου λίγο πριν ξεψυχήσει ο πατέρας, αισθάνεται την ανάγκη μιας εξομολόγησης προς τον γιο του: την ώρα της σύλληψής του ονειρευόταν το αγόρι που εκσπερμάτιζε στο πρόσωπό του. «Μου ήρθε στα ξαφνικά αυτή η αρχή» λέει ο συγγραφέας «αλλά μ’ έβαλε σε έναν τρομερό πειρασμό να συνεχίσω ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού: το σπερματοζωάριο να μιλάει και να πρωταγωνιστεί σαν μάγος που ξέρει το μέλλον!»
Όλα αυτά, παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα που θα αναπτυχθούν στη συνέχεια, διαδραματίζονται στο πρώτο από τα τριάντα εννέα ολιγοσέλιδα κεφάλαια-ανάσες του βιβλίου. Όπου η Ιστορία θα κληθεί να πλαισιώσει τον εφιάλτη της «ροζ» αποκάλυψης και τα συνακόλουθα αυτής. Από αυτό το κομβικό σημείο ο συγγραφέας, ως δεξιοτέχνης ενορχηστρωτής, καλείται να τιθασεύσει τα συναισθήματα και τις επιλογές, πρωτίστως του ιδίου ως κεντρικού αφηγητή και των δύο φίλων, γιων δύο διαφορετικών πατεράδων. Η προαιώνια πάλη πατέρα και γιου μέσα από υποκειμενικές αφηγήσεις τριών επιπέδων, όπου η μία εισχωρεί μέσα στην άλλη, επικαλύπτει τα λεχθέντα που έχουν προηγηθεί, τα συμπληρώνει, τα αμφισβητεί, ενίοτε τα ανατρέπει. Εδώ επιβάλλεται η επαγρύπνηση και συμμετοχή του αναγνώστη, ώστε να ακολουθήσει τον μίτο των αφηγήσεων, για να μην χαθεί στο επιτηδευμένο τέχνασμα του συγγραφέα. Στους αλλεπάλληλους μονολόγους των δύο μεσηλίκων φίλων είναι ανοιχτή κάθε εισχώρηση πολιτικής δράσης όλων των ιδεολογικών ρευμάτων: Λίγο πριν την Απελευθέρωση ο μαυραγορίτης φούρναρης πατέρας θα βρεθεί κρεμασμένος στην αποθήκη με τα άλευρα. Στις μέρες του σαράντα τέσσερα, όσο γυρνούσε η φτερωτή, ο μύλος άλεθε κόκκαλα. Άντρες από τα Τάγματα καταφεύγουν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας και το πληρώνουν ακριβά. Δεκεμβριανά, Βάρκιζα, συσκότιση, διωγμοί και φονικά, δημοψήφισμα, η επιστροφή του βασιλέα, κι ο θείος να κουβαλάει στο σπίτι του Θησείου όλων των ειδών τα καλούδια, άραγε από πού; 1947, 1950 στο σύνορο ζωής και θανάτου και στο Τμήμα Ηθών οι επιλογές είναι δύο: για τους αμετανόητους «κλύσμα», για τους… συμμορφωμένους «κόκκινη Δεμέστιχα».
Σε ένα αμιγώς αντρικό μυθιστόρημα, όπου οι σκιές των γυναικών καλούνται να συμπληρώσουν το δαιδαλώδες παζλ, στηρίζοντας παθητικά τις δράσεις των αντρών, ο Ν. Δαββέτας ιχνηλατεί τα αποτυπώματα, εβδομήντα και χρόνων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μια μεγάλη χρονική περίοδος που καλύπτει την μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλάδα, φτάνοντας ως τις μέρες μας. Κατοχή, Εμφύλιος, Βασιλευομένη Δημοκρατία, παρακρατικές και ακραίες δεξιά ομάδες, Χούντα των συνταγματαρχών, Πολυτεχνείο, οικονομική κρίση και οι συνέπειες αυτής.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι τρεις αφηγητές μεταφέρουν αφηγήσεις –πραγματικές; μυθοπλαστικές;– τρίτων. Μακροσκελείς μονόλογοι των γιων που περιλαμβάνουν ευφάνταστους μονολόγους των πατεράδων τους. Οι οποίοι πατέρες, βουτηγμένοι στα ανομολόγητα πάθη τους, ελίσσονται σύμφωνα με τις πολιτικές-κομματικές καταστάσεις της εποχής τους. Ένα πολυσήμαντο γαϊτανάκι πατεράδων και γιών, που, παράλληλα, ευνοεί την αναμέτρηση των ανταγωνιστικών επιδιώξεων των δύο, κάποτε συμφοιτητών, φίλων. Σύγκρουση της παλαιάς γενιάς με την νέα, και νέας με την ομήλική της.
Φωτό: Κωνσταντίνος Πίττας
Στο τρίτο επίπεδο της ιστορίας, την μισοφωτισμένη σεξουαλική ιδιαιτερότητα του πρωταγωνιστή πατέρα, ο συγγραφέας την διερευνά σε βάθος χρόνου και την ξεδιπλώνει εκθέτοντάς την σε πρωτοπρόσωπες σύντομες δόσεις: Ο κυνηγημένος βουνίσιος συγχωριανός του, που πλαγιάζει δίπλα του, «τον σκεπάζει με το σώμα του σαν παχιά φλοκάτη» και του φράζει το στόμα. Αργότερα, όταν ανακαλύπτει στο πατάρι «μια αρμαθιά από γυναικείες περούκες» δοκιμάζει μία και τρομάζει «γιατί του πηγαίνει.» Έκτοτε στο κάδρο, του διορισμένου στην Ασφάλεια άντρα, μπαίνει πάντα –με τη συναίνεση (;) του φασίστα Νομάρχη αδερφού του– «η παρουσία κάποιου μελαψού αγοριού». Η συμμετοχή τού σώματός του είναι «από τη μέση και κάτω.» Με κορυφαία στην τραγικότητά της σκηνή όπου ένα βράδυ ο γιος συναντά τον πατέρα του σε ένα πάρκο, πιάτσα τραβεστί.
Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας χειρίζεται ένα τόσο ευαίσθητο, ακόμη και για τη λογοτεχνία, θέμα. Με χειρουργικούς ελιγμούς παραθέτει τον στεγνό τρόπο των εξομολογήσεων του πατέρα. Ύστατη ανακούφιση και απαλλαγή –όχι ως άφεση αμαρτιών– από το βάρος ετών. Την ψυχραιμία, από την άλλη, με την οποία ο γιος δέχεται την «ροζ» πατρική αποκάλυψη. Ίχνος εξέγερσης, δυσανασχέτησης ή ντροπής. Μια ανορθόδοξη συμφιλίωση θαρρείς πατέρα και γιου. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια γεφύρωσης μεταξύ των δύο γενεών.
Ο Ν. Δαββέτας, με την έκδοση των απαιτητικών στην ποιότητά τους «αντρών», παραμένει πιστός και επίμονος στη ρότα που χάραξε, υπηρετώντας τη σχέση λογοτεχνίας και Ιστορίας από το 2004 με Το θήραμα και στη συνέχεια το Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Εβραία Νύφη (!) και Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη.
Ευχή του –και υπόσχεση;– στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, είναι «όχι άλλο τόσο… ιστορικούς καιρούς, όχι άλλη ιστορία».
Είθε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου