Την έλεγαν Μάικο, «η γυναίκα που χόρευε». Τα βράδια έμεινε ξάγρυπνη. Κρεμούσε στην εξώπορτα ένα αχυρένιο σκοινί και περίμενε τα «Κάμι», τα πνεύματα της φύσης. Για να τα κατευνάσει, έστρωνε καλάμια από μπαμπού στο μπαλκόνι. Άπλωνε κλαδιά πεύκου και φοινικόφυλλα, και γέμιζε με sake τα ποτήρια στο τραπέζι. Τα μεσάνυχτα, η Σεν, η ξύλινη νεράιδα πάνω στο τζάκι, ζωντάνευε. Κατέφθανε τότε η Ιζούμι, η άνοιξη, με το κότο της, και έπαιζε έναν σαγηνευτικό σκοπό. Τη συνόδευε η Σιόρι, η ποίηση, που τραγουδούσε μελωδικά. Κι ύστερα εμφανιζόταν η Νατσούκο, το κορίτσι καλοκαίρι. Ζέσταινε ο τόπος. Η Μάικο έβγαζε τα ρούχα και χόρευε σαν τρελή.
Εκείνο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ο Φούζιν, ο θεός του ανέμου, είχε φορέσει το τρομακτικό του δέρμα από λεοπάρδαλη. Είχε ανοίξει την τσάντα του με τις θύελλες και τις είχε αφήσει ελεύθερες. Τον άκουσε ο Κόκκινος Δαίμονας Ράιζιν και άρχισε και αυτός να χτυπά τα ταμπούρλα του με μανία. Βροντές και καταιγίδες σάρωσαν τον τόπο. Ο ισχυρός άνεμος σκόρπισε τα κλαδιά του πεύκου και τα φοινικόφυλλα στο μπαλκόνι. Τα ποτήρια έσπασαν. Το sake χύθηκε στην αυλή. Χαρούμενη η Γιουκίνο, η κόρη του χιονιού, άπλωσε ένα άσπρο χαλί στην αυλή και στους δρόμους.
Η Μάικο τρόμαξε από τις αστραπές και τις βροντές. Αμπάρωσε τις πόρτες και τα παράθυρα και πύρωσε με τα τελευταία ξύλα το τζάκι. Κρύωνε. Ήθελε πολύ να χορέψει. Αλλά το κέφι της είχε χαθεί. Εδώ και πολλούς μήνες δεν είχε δουλειά. Όμως ήταν μια γκέισα. Το πρόσωπό της, ολόλευκη μάσκα. Τα χείλη της, κόκκινο αίμα. Ολόμαυρα τα μάτια και τα φρύδια. Τα μαλλιά της αψεγάδιαστο σινιόν. Γνώριζε καλά την τελετουργία του τσαγιού, όπως γνώριζε από ποίηση και λογοτεχνία και οπωσδήποτε χόρευε μαγικά.
Άρπαξε την κουβέρτα και κάθισε στο τζάκι. Κοίταξε από το τζάμι τις νιφάδες του χιονιού. Έβαλε τα τελευταία ξύλα και όταν κι εκείνα κάηκαν, για πρώτη φορά στη ζωή της έπιασε το κεφάλι με τα χέρια.
Μέσα στην απόλυτη ησυχία άκουσε κάτι σαν σύρσιμο. Γύρισε και είδε το μεγάλο ερπετό που μπήκε στο δωμάτιο. Κατάλαβε. Χτένισε τα μαλλιά της που είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους από το άγγιγμα των χεριών. Φόρεσε το πιο εντυπωσιακό της κιμονό και έμεινε εκεί ως το πρωί που τη βρήκαν παγωμένη, με πρόσωπο κέρινο. Ο ιαπωνικός δράκος, η θεότητα του πάγου, που την είχε αγκαλιάσει σφιχτά, έφυγε από το δωμάτιο αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει δειλά να προβάλει στο φως.
Λίλια Τσούβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου