Ευριπίδης Γαραντούδης
Εξήντα έξι χρόνια ποιητικής παρουσίας κλείνει ο Τίτος Πατρίκιος με τη μικρή συλλογή Ο δρόμος και πάλι, αν ορίσουμε ως αφετηρία της παρουσίας το πρώτο βιβλίο του, Χωματόδρομος, το 1954.
Κρίνοντας από τις ημερομηνίες γραφής που συνοδεύουν το πρώτο και το τελευταίο ποίημα της συλλογής, 5 Μαρτίου 2020 και 21 Μαΐου 2020, μπορούμε να υποθέσουμε ότι και τα υπόλοιπα γράφτηκαν στη διάρκεια των πρώτου περίπου μισού του ίδιου έτους. Εξάλλου από τα 11 ποιήματα τα 7 δημοσιεύτηκαν στις 29 Μαΐου 2020, ημέρα των ενενηκοστών δεύτερων γενεθλίων του ποιητή, στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο αναγνώστης», συνοδευόμενα από τη χρονική ένδειξη «Φλεβάρης-Μάιος 2020». Και με βάση τον χρόνο γραφής τους, λοιπόν, τα ποιήματα αυτά πρέπει να συγκαταλεχθούν σε εκείνα της πανδημίας του Covid-19 και του ψυχοφθόρου εγκλεισμού στον οποίο μας εξανάγκασε στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο.
Ως επιγραφή της συλλογής του ο Πατρίκιος επέλεξε δύο στίχους του Χωματόδρομου, από το ποίημα «Γη και θάλασσα», θέλοντας έτσι, πιστεύω, να υποδείξει αφενός τη σύνδεση με εκείνο το πρώτο βιβλίο και αφετέρου τη συνέχιση της πορείας: «Προχωρώντας στον ατέλειωτο χωματόδρομο του χρόνου / απαντούμε τις χιλιάδες ροδεσιές απ’ τ’ άλλα κάρα». Η πορεία, όσο κι αν παραμένει ίδια ως κίνηση μέσα στον χώρο και τον χρόνο, συνάμα εξελίσσεται, καθώς γύρω μας οι άνθρωποι και τα πράγματα, όπως κι ο αντίκτυπός τους μέσα μας, αλλάζουν. Στον Χωματόδρομο, λοιπόν, ο δρόμος λειτουργούσε κυρίως ως ο χώρος της επιθυμητής συνάντησης με τους άλλους μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων. Στον Δρόμο και πάλι η κίνηση συνεχίζεται λιγότερο με τους άλλους ανθρώπους, στην κοινωνία της συνοδοιπορίας, και περισσότερο μέσα στον ατομικό χρόνο και μάλιστα στην εποχή της κοινωνικής απόστασης και της απομόνωσης.
Τα περισσότερα από τα 11 ποιήματα είναι σύντομες και περιεκτικές μαρτυρίες θυμόσοφου στοχασμού που αναδεικνύουν τη, γνωστή μας από παλιά, διαλεκτική σκέψη του Πατρίκιου, την απόστασή του από τον δογματισμό και την απέχθειά του για τις επιβεβλημένες από τους όποιους άλλους βεβαιότητες (βλ., π.χ., τα ποιήματα «Αντίπαλες δυνάμεις» και «Το πρόβλημα του τέλους»), όπως και το λεπτό χιούμορ του (βλ. το «Ορισμοί της ευτυχίας») που το εκλεπτύνει και ο υποδόριος αυτοσαρκασμός του. Λίγα είναι τα ποιήματα της συλλογής που λειτουργούν ως αποτύπωση ή μετάπλαση βιωματικών καταστάσεων. Και σε αυτά, πάντως, τα λίγα ποιήματα, όπως στο δίστιχο «Η απουσία» (Οσο επιμένεις να την σκέφτεσαι με κάθε λεπτομέρεια / σημαίνει πως δεν πρόκειται να ξανάρθει.) και στο επίσης ολιγόλεξο «Η ελπίδα» (Ο πόνος να ’ναι πρόσκαιρος / και η αγάπη να ’ναι αιώνια), η έκφραση, όπως παρατηρείται και στα στοχαστικά ποιήματα, είναι εξαιρετικά λιτή, σχεδόν απογυμνωμένη, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού, προβάλλοντας έναν κατασταλαγμένο, στωικό ψυχισμό, που διυλίζει τον πόνο, την απουσία, τα αρνητικά συναισθήματα.
Απλά και απροσποίητα, λοιπόν, τα ποιήματα του Πατρίκιου δοκιμάζουν τις αντοχές τους αναμετρημένα με τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων τους σε μια εποχή που η ποίηση εξακολουθεί να είναι στολισμένη με πολλά μαλάματα, όπως θα έλεγε ο Σεφέρης. Θα ήταν λάθος, κατά τη γνώμη μου, να τα κρίνουμε συγκαταβατικά ή ευνοϊκά, συνδέοντάς τα με το προηγούμενο καταξιωμένο έργο του ποιητή. Τα ποιήματα της συλλογής Ο δρόμος και πάλι έχουν την αυταξία τους, επειδή μέσω της απλότητας και της λιτότητάς τους εκφράζουν την πνευματική ελευθερία ενός ανθρώπου που ύστερα από εξήντα έξι χρόνια ποιητικής διαδρομής, διατρέχοντας παράλληλα τον πυκνό ιστορικό χρόνο τους, ζει και ποιητικοποιεί το παρόν του, χωρίς να παρελθοντολογεί.
Ο δρόμος και πάλι δεν είναι ποίηση μνημονικής ανάκλησης και, πολύ περισσότερο, νοσταλγικής ή πικρής αναπόλησης όσων πέρασαν, σωστά ή λάθος. Από την ικανότητα του Πατρίκιου να ζει στο παρόν και να γράφει ποίηση γι’ αυτό νομίζω ότι πηγάζει και η προγραμματική του όχι αισιοδοξία (λέξη παρεξηγημένη στην ερμηνεία της ποίησης), αλλά η θετικότητα στη θεώρηση της ζωής μέσα στον χρόνο, στην εξακολουθητική πορεία της ακόμα και στις συνθήκες της κοινωνικής απομόνωσης.
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Ο δρόμος και η ζωή», ξαναπιάνει το νήμα των δύο στίχων του Χωματόδρομου και μας επαναφέρει στην έννοια του δρόμου που συνεχίζεται, χωρίς εμάς και με εμάς, αφού το δικό μας χνάρι έχει απομείνει και θα απομείνει στους άλλους ανθρώπους σ’ αυτή την ατελεύτητη, αναγκαστική συνοδοιπορία:
Ό,τι κι αν λέμε, ό,τι κι αν κάνουμε / ό,τι κι αν σιωπηλά ή φωναχτά αναψηλαφούμε / κάποιοι άλλοι μικρά παιδιά ακόμα / θα ζήσουν τα ίδια χιλιοειπωμένα βάσανα / τις ίδιες απρόσμενες χαρές, θα προσπαθήσουν / ν’ ανοίξουν καινούργιους δρόμους, ξεκινώντας όμως / από έναν που δεν διαφέρει και πολύ απ’ τον δικό μας / κάποτε αλλάζοντας, κάποτε ταλαιπωρώντας / κάποτε ομορφαίνοντας τη ζωή / ζωή με χίλια πρόσωπα, ζωή μοναδική / ζωή δική μας και των άλλων.
Εν τέλει το να μοιράζεται ισότιμα και ισόποσα, συμφιλιωμένος με τον θάνατο, την αντίληψη της ζωής με όλους τους άλλους συνοδοιπόρους σου, τους περασμένους, τους τωρινούς και τους μελλοντικούς ανθρώπους, ίσως είναι ένας, ο πιο βαθύς και γνήσιος, κοσμοθεωρητικός σοσιαλισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου