Ο Θάνατος ο Δεύτερος του Αντώνη Φωστιέρη, που πρόσφατα κυκλοφόρησε σε κομψό τόμο από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί το κορύφωμα θητείας πολυετούς, η οποία ξεκίνησε με Το Μεγάλο Ταξίδι (1971) και διανύει την πιο ώριμη φάση της. Ο ποιητής, συνεπής στη μακρά διερεύνηση της έννοιας του θανάτου, μετά από πλαγιοκοπήσεις επιμέρους πτυχών της σε προηγούμενες συλλογές του, στο πλαίσιο αυτής προσεγγίζει στη νεοεκδοθείσα, αξιοποιώντας τις «ενοποιές αντιθέσεις» της γραφής του, το βαθύ νόημα της ζωής. Απομυθοποιεί την αγωνία του αμφιταλαντευόμενου ανάμεσα στο εφήμερο και το αιώνιο ανθρώπου, και αποκαλύπτει τον άγνωστο εαυτό μας, αφήνοντας να διαφανεί πως μόνο με την ανασύσταση ενός πρωταρχικού πυρήνα που διασπάστηκε, μπορεί να ερευνηθεί το ανεξιχνίαστο χάος που μας περιέχει και, ως ασήμαντες μονάδες, οι οποίες αναζητούν τον λόγο ύπαρξής τους, περιπλανιόμαστε αναιτιολόγητα στον ψευδαισθησιακό κόσμο μας.
Ωστόσο, αυτός ο κόσμος μάς δόθηκε, αυτή η δωρεά της μοναδικότητας της ζωής μάς έλαχε, την οποία, αντί να αξιολογήσουμε δημιουργικά, την καταδαπανάμε αλόγιστα σε φανταστικές επιμηκύνσεις, σε αυθαίρετες και αφύσικες παρατάσεις στο διηνεκές, σε όνειρα θερινής νυκτός. Και αυτό, παρά το ότι η ζωή μάς καλεί αφεαυτής να απολαύσουμε τα αγαθά της, που αφελώς παρέρχονται και χάνονται ανεκμετάλλευτα, μορφές θανάτου, ενδεικτικές της προορισμένης θνητότητάς μας:[1]
Πόσο στ’ αλήθεια βαρετή
Ολόκληρη αιωνιότητα.
Και πόση πλήξη
Ένα πνεύμα ολόγυμνο
Να κολυμπάει στα χάη διαρκώς,
Χωρίς την άχαρη
Φροντίδα ενός κορμιού
Χωρίς τ’ αγκάθια του έρωτα
Χωρίς το δέος
Ή το δέλεαρ
Μιας Κρίσης που εκκρεμεί,
Χωρίς τον φόβο
Ενός ανέκκλητου θανάτου.
Η διαπορία που κατείχε έως τώρα τον ποιητή, μετριάζεται και δίνει τη θέση της σε κατασταλαγμένη σκέψη και στοιχειοθετημένη ποιητική άποψη για το υπαρξιακό αδιέξοδο. Η εξιχνίαση του τέλους από τον Φωστιέρη δεν καταργεί απλώς τη θανατοφοβία∙ καταφάσκει στο ανεπανάληπτο δώρο της ζωής, την οποία αισθάνεται ο ποιητής ως βαθιά βίωση, ιερή υποχρέωση και απόλαυση της κάθε στιγμής της, του φευγαλέου παρόντος. Το σκεπτικό του είναι πολύ σαφές στο απέριττο ποίημα «Η αιωνιότητα», που παραθέσαμε, αποδομητικό της ματαιοδοξίας και της αυταπάτης, απαλλαγμένο από το άγχος και τα ενοχικά συμπλέγματα μιας μετάβασης σε ένα νεφελώδες Αλλού. Οι ανωτέρω στίχοι, με πειστική πυκνότητα, συνιστούν ύμνο στη ζωή και προσγείωση στην αντικειμενική πραγματικότητα, εκπροσωπώντας χαρακτηριστικά το όλο ποιητικό του σύνταγμα, χωρίς να παραβλέπουν τον ανθρώπινο φόβο του κενού μπροστά στη ανυπαρξία. Κλειδί, λοιπόν, ο θάνατος, όχι ως φόβητρο, αλλά ως πρόκληση αξιοποίησης των ασκόπως παρερχόμενων ημερών μας, οι οποίες συγκεντρούμενες συναποτελούν μια ζωή κενή, αναλωμένη άδοξα στην ψευδαίσθηση της διαιώνισής της.
Η ποίηση του Φωστιέρη καταργεί τη θανατοφοβία και με τη βίωση του παρόντος, της ακαριαίας αυτής δωρεάς, παύει να θεωρεί τον χρόνο μοιρολατρικά, είτε ως νεκρή ανάμνηση, είτε ως ανυπόστατο μέλλον, απεμπολώντας το δικαίωμα των απολαύσεων ή της τραγικότητας των στιγμιοτύπων που κυλούν υπό το κράτος μιας λογικής, η οποία κινείται ανάμεσα στην αμαρτία και τη θέωση.
Μετερχόμενος την πρακτική της αξιοποίησης παραδειγμάτων από τον κόσμο του φυσικού κόσμου και της επιστημονικής σκέψης, καταδεικνύει πόσο βάναυσα καταπατά ο άνθρωπος τα όρια του πραγματικού, του όντως ωφέλιμου χρόνου, παγιδευμένος στο περίκλειστο πεδίο μιας, ούτως ή άλλως, ανασφαλούς ζωής, ενός αυθαίρετου προσδόκιμου, μηχανευόμενος ασύστατες ελπίδες αθανασίας. Ο χρόνος απεχθάνεται μετρήσεις και ρολόγια, θα γράψει, ώστε να φανεί το αφερέγγυο και καταστροφικό της ανθρώπινης μέτρησής του. Από την άλλη, εδράζεται στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης, παρακολουθώντας τη φυσιοκρατική και φιλοσοφική διαδρομή της ανά τους αιώνες αφενός, και τη θεολογική σύστασή της αφετέρου, χάρη στο πλούσιο διακείμενο και τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας, που την χειρίζεται με ανάλογα διαπορητικό τρόπο.
Ο Φωστιέρης επενδύει στην ποίηση, τόσο ως πράξη, ως ποίημα, όσο και ως ιδέα και θεωρία, ως ποιητική. Η ποίηση, επομένως, υπό την ευρεία έννοια του ποιείν, συνιστά τρόπο ζωής, πνευματικό εργαλείο, «αρχητέλος», κατά τον δικό του εύγλωττο νεολογισμό, μιας αδιατάρακτης συνέχειας, η οποία μέσα από αντιθέσεις, εναλλαγές και αμφισβητήσεις, κατατείνει στην αποκρυπτογράφηση του Επέκεινα, του άναρχου και ατελούς δηλαδή σύμπαντος, με την ασαφή αρχή και το ασαφέστερο τέλος∙ κατατείνει, συνεπώς, η σκέψη του στο τέλειο εκείνο ποίημα, εν γνώσει του αντιφατικό, που θα ορίζει την κατεύθυνση προς το αγεωγράφητο Τίποτα, Τίποτα όχι λόγω κουφότητας, αλλά εξαιτίας μιας πολυσήμαντης απροσδιοριστίας.
Τα ποιήματα στον Θάνατο τον Δεύτερο φωτίζουν την άσπονδη σύγκρουση ζωής και θανάτου. Αποπνέουν αγάπη για τη ζωή σε αντίστιξη με τη θλίψη για την παροδικότητά της. Αποκαλύπτουν το ανθρώπινο πρόσωπο του Ποιητή και την τραγική δωρεά της Ποίησης ως λυτρωτικής λειτουργίας. Ο Φωστιέρης δικαιώνει με τον πιο εμφαντικό τρόπο το ποιητικό ταξίδι του, αναδεικνύοντας τα ευεργετήματα της γραφής, με την έμπρακτη παρακολούθηση μιας παράδοσης αιώνων και τη συνέχισή της χάρη στην τοποθέτηση της προσωπικής του σφραγίδας στον Θάνατο τον Δεύτερο. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να περάσει κανείς απαρατήρητα την αγωνία του για μια ανανεωμένη γλώσσα, που ξυπνάει λέξεις από τον λήθαργο αιώνων, ή την ευρηματικότητα των οξυμώρων και των νεολογισμών του, πολύ δε περισσότερο το διακειμενικό βάθος της και την υπομονή και επιμονή, με την επιστροφή στις πρώτες αρχές της, για να ανακαλύψει κρυμμένα νοήματα, το μυστήριο της δημιουργίας της, σύμφυτο με το μυστήριο της ζωής και του τέλους της.
Η σύζευξη ρεαλισμού και τραγικότητας στην ποίηση του Φωστιέρη μεταδίδει μια ιδιόμορφη συγκίνηση και αποδεσμεύει συναισθηματικό φορτίο, το οποίο αμβλύνει τις αντιθέσεις και αναβαθμίζει αισθητικά την απώλεια, ως φαινόμενο απαραίτητο της ζωής, για την οποία η ίδια η ζωή καθημερινώς μας προετοιμάζει. Στο ποίημα «Ζωή», το ανερμήνευτο, που αναίτια το βαπτίζουμε παράδοξο, αποκτά επικούρειες διαστάσεις. Με τα χέρια επί τον τύπον των ήλων, επίμονος ανιχνευτής του συμπαντικού δρόμου, διερωτάται ο ποιητής αυτοσαρκαστικά ποιος να εμπνεύστηκε άραγε αυτή τη μακάβρια και αντιφατική συμπαιγνία εις βάρος του ανθρώπινου είδους:[2]
Ποιος να σκαρφίστηκε άραγε
Μια τέτοια φάρσα.
Χρυσή κασετίνα
Γεμάτη ώς απάνω
Μ’ αγκάθια
Και χώματα.
Το ταξίδι του Φωστιέρη βρίσκεται στην παραγωγικότερη φάση του. Η διαφαινόμενη προοπτική του προμηνύει την ίδια ανησυχία, να αναχθεί από το Νυν στο Αεί. Τα σύμβολα, η γλωσσική εμβάθυνση, η συνομιλία των ποιημάτων και η οργανική ενότητά τους, οι καινοτόμες τεχνικές του, τα σχήματα του λόγου, για τα οποία απαιτείται ειδική μελέτη, τεκμήρια μιας σφιχτοδεμένης σχέσης μορφής και περιεχομένου, είναι εργαλεία χρηστικά και πνευματικά για τη μεταπήδηση από τον περιορισμένο γήινο ορίζοντα του αμετανόητου ανθρώπου στον ευρύ και συμπαντικό.
Αυτή την προοπτική, με τη μόνη αληθινή νοσταλγία, ενός μέλλοντος που δεν θα το ζήσουμε, διανοίγει η συλλογή του, με συνθέματα εξαιρετικής ποιότητας, καλώντας στην εκτίμηση και την αξιοποίηση του υπάρχοντος, που φεύγει σαν το νερό μέσα από τα χέρια μας – πρόσκληση της ένθεης ποίησης που μετέχει αλλά και απέχει από τη λογική της δύσκαμπτης φιλοσοφίας, με τον ίδιο οξύμωρο τρόπο που μετέχει και απέχει η ζωή, τόσο από τον φυσικό, τον πρώτο θάνατο, όσο και από τον θάνατο εν ζωή, τον δεύτερο και οδυνηρότερο.
[1]. Θάνατος ο Δεύτερος, σ. 14, «Η αιωνιότητα».
[2]. Θάνατος ο Δεύτερος, σ. 32, «Ζωή».
info:Αντώνης Φωστιέρης, Θάνατος ο Δεύτερος, Καστανιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου