14.1.21

Ματίλντα – της Λίλιας Τσούβα


Το ρολόι στον παλιό καθεδρικό ναό της Άουντε Κερκ χτύπησε πέντε. Η Ματίλντα γύρισε προς το μέρος της εκκλησίας. Στα αυτιά της μια γλυκιά μελωδία από εκκλησιαστικό όργανο και στα μάτια της η λάμψη από τα βιτρό, καθώς το σκοτάδι αντικαθρέφτιζε το φως.

Στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο είχε αφήσει την κεραμική κούπα από μπλε φαγιάνς. Έπινε

γάλα με καραμέλα, όπως κάθε απόγευμα. Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα και το μαύρο σύννεφο, που είχε απλωθεί από νωρίς στον ουρανό, είχε σκεπάσει ολόκληρη την πόλη. Οι φανοστάτες δεν είχαν ανάψει απόψε.

-Παράξενο, σκέφτηκε. Θα χάλασαν.

Οι λιγοστοί διαβάτες στο μικρό δρομάκι της πόλης Ντελφτ έτρεχαν να προλάβουν τη βροχή. Ο Μπέϊκερ, που είχε το στενό μανάβικο απέναντι από το σπίτι της, μόλις είχε κλειδώσει το μαγαζί του. Τον είδε με το ποδήλατο να ξεμακραίνει στο σκοτάδι.

Ο πάντα ήρεμος ποταμός Σχίι, απόψε έδειχνε ταραγμένος. Η Ματίλντα άφησε το σατέν ύφασμα που μεταποιούσε και έριξε μια ματιά στην πόρτα. Στο πρόσωπό της διαγράφηκε μια γκριμάτσα, σαν να ήθελε κάτι να αποφύγει. Κοίταξε προς την πλευρά του τοίχου όπου κρεμόταν η Δαντελού, μια ρωπογραφία του συντοπίτη της Βερμέερ.

Κούνησε το κεφάλι.

-Η Ολλανδική ηθογραφική ζωγραφική, μονολόγησε. Με τις καθημερινές σκηνές.

Από το παράθυρο είδε το ζεύγος Μάριτζ να ανοίγει την ομπρέλα και να χάνεται στο μισοσκόταδο.

-Βρέχει, μονολόγησε πάλι.

Βάδισε προς το άλλο άκρο του δωματίου. Η σόμπα ήταν κρύα και μαύρη. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει τη μικρή φλογίτσα που θέριευε, καθώς πέταξε το στουπί με το πετρέλαιο και τα ξύλα άναψαν. Περίεργη ηδονή να παρακολουθεί τη φωτιά, όπως σκορπούσε το φως στο σκοτεινό δωμάτιο.

Κατευθύνθηκε και πάλι προς την πολυθρόνα. Άκουσε έναν ψίθυρο και κοίταξε προς το παράθυρο. Στο λιγοστό φως διέκρινε ένα κοράκι.

Ο σιγανός θόρυβος την έκανε να στρέψει το κεφάλι.

-Μαργκρίτ;

Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν ένα κορίτσι. Στην αρχή το είδε να παίζει κουτσό. Τα αδύνατα ποδαράκια του πηγαινοέρχονταν με ευελιξία ανάμεσα στα μικρά τετράγωνα κουτάκια. Σιγοτραγουδούσε ένα παιδικό τραγούδι. Η φωνούλα του απλώθηκε λεπτή, μονότονη στο δωμάτιο.

Η Ματίλντα, χωρίς να το θέλει, τσίμπησε το δάχτυλο με τη βελόνα και έβγαλε μια κραυγή πόνου.

Δίπλα στο πιάνο είδε τον ζωγράφο να έχει στήσει το καβαλέτο και να ανακατεύει τα χρώματα.

Είχε νυχτώσει για τα καλά.

-Μαργκρίτ, μην γκρινιάζεις. Έλα να παίξουμε με τα ονόματα! τον άκουσε να λέει. Ξέρεις τι σημαίνει το Ματίλντα, το όνομα της μητέρας σου; Πού να το φανταστείς πως σημαίνει ισχυρή μάχη!

– Το δικό σου, Μαργκρίτ, ξέρεις ότι σημαίνει μαργαριτάρι;

Όμως η Μαργκρίτ δεν απάντησε. Στα μάτια της η Ματίλντα διέκρινε το βλέμμα σφαγμένου ζώου. Ήταν ντυμένη στα λευκά. Με το ένα της χεράκι ακουμπούσε στο τραπέζι. Το άλλο έπεφτε στον γοφό. Τα μαγουλάκια της ήταν ρόδινα και τα μαλλάκια της χτενισμένα όμορφες μπούκλες.

-Μαμά, κρυώνω, την άκουσε να λέει.

Είχε χιόνι εκείνη τη βραδιά, μείον 2 βαθμούς Κελσίου και οι άνεμοι σφύριζαν.

Άφησε το σατέν να πέσει στο πάτωμα. Γύρισε αργά το κεφάλι και κοίταξε προς το πορτρέτο στην άλλη πλευρά του τοίχου. Ήταν όμορφα φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο. Η αγαπημένη της Μαργκρίτ, λίγες μέρες πριν πεθάνει από πνευμονία. Το αγκάλιασε με το βλέμμα της.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Johannes Vermeer (1632-1675), στο εξώφυλλο η «Άποψη του Ντελφτ» και κάτω η «Δαντελού». Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=29544&fbclid=IwAR0J8xGpaGL2B1qWObeXUqQHq0oVQU4fyUHJ02y6R3mvwAndfshDez5djwo

Δεν υπάρχουν σχόλια: