Φῶτος Ν. Κυριαζάτης-Λαζατινὸς, Ὅταν βούιζε ἡ Μπίστρισσα, Ἐκδόσεις ἄΠΕΙΡΟΣ χΩΡΑ, Ἀθήνα 2020 (Μυθιστόρημα, σελ. 210).
Ἔχω διαβάσει ὅλα τὰ βιβλία τοῦ Φώτου Κυριαζάτη. Πρῶτα-πρῶτα τὰ διηγήματά του Κραυγὴ στὴ νύχτα, ποὺ ἀφηγοῦνται ἀπρόσμεικτα καὶ ἀνέγγιχτα ἀπὸ τὴν φαντασία. Ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερά του.
Τὰ μυθιστορήματά του, μολονότι ἑδράζονταν σὲ μιὰ ζοφερὴ καὶ ἀδιέξοδη πραγματικότητα, στὰ ἀφηγηματικὰ καὶ διαλογικά τους μέρη δὲν μὲ κέρδιζαν, μολονότι ἡ ἀλήθεια τους, δηλαδὴ ἡ μαυρίλα μιᾶς παρανοϊκῆς ἐξουσίας, ἐκείνης τοῦ Ἐνβὲρ Χότζα καὶ τῶν ἀντρείκελῶν του, ἦταν ἀναμφισβήτητη. Ὅπου ὅμως ὁ μυθιστοριογράφος ἀποφάσιζε νὰ μιλήσει γιὰ τὴ φύση του τόπου του, ἡ γραφή του ἦταν ἐρωτικὴ καὶ ἀπελευθερωμένη. Διαλείμματα χαρᾶς πού, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, παραμέριζαν τὸν ἐφιάλτη τοῦ καθημερινοῦ σκοταδιοῦ, τῆς ἐνεδρεύουσας ἀπειλῆς.
Μὲ τὸ τελευταῖο του ὅμως μυθιστόρημα ὅλες σχεδὸν οἱ ἀδυναμίες τῆς προηγούμενης πεζογραφίας του ἔχουν ὑπερνικηθεῖ. Ὁ λόγος περπατάει δίχως νὰ ζορίζεται, λίγα εἶναι τὰ σημεῖα ὅπου ὁ ἀναγνώστης δυσκολεύεται ‒ὁ συγγραφέας βεβαιώνει ὅτι ἔτσι λέγονται καὶ ἀκούγονται στὴ Βόρεια Ἤπειρο.
Τὸ νέο μυθιστόρημα τοῦ Κυριαζάτη διαδραματίζεται στὰ σκοτεινὰ χρόνια τοῦ Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου. Τόπος βέβαια ἡ Ἀλβανία καὶ ἡ Βόρεια Ἤπειρος. Ἀλβανοί, Ἕλληνες, Ἰταλοί, Γερμανοί, ὅλοι στὴν μυλόπετρά του, πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστὲς καὶ κομπάρσοι. Ἀνθοῦν ὅλα τὰ πάθη: ἡ σκληροκαρδία, ἡ ἀχορταγία τοῦ κέρδους, ἡ διπλοπροσωπία, ὁ ἔρωτας τῆς ἐξουσίας. Καί ὅπως πάντοτε, μαζί τους ἀνθίζει τὸ φιλότιμο καὶ ἡ γενναιότητα. Οἱ συμμαχίες ὡστόσο εἶναι μπερδεμένες, οἱ Ἕλληνες ἀριστεροὶ ἐνδοτικοὶ καὶ μειοδότες, οἱ Ἀλβανοὶ ὁμοϊδεάτες τους ἔχουν τὸ ἐπάνω χέρι.
Ὁ συγγραφέας δὲν χαρίζεται σὲ κανέναν. Κεντρικὸ ρόλο σ’ αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ ρευστὴ πραγματικότητα παίζει τὸ σόι τῶν Καραμάτηδων. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς φάρας, ὁ πρεσβύτερος τῆς οἰκογένειας μὲ τὸ νοῦ του πάντοτε στὸ κεμέρι, ἐπιβάλλεται στὸ σόι του καὶ στὸν περίγυρό του μὲ τὴν οἰκονομική του ἰσχύ. Ὅταν τὸ ἀγαπημένο καὶ γαλλοσπουδασμένο τέκνο του διαψεύδει τὶς προσδοκίες του μὲ τὶς παλαβές του ἰδέες ὅτι δὲν ἔχει κανένα νόημα νὰ συνάζεται στὰ κασόνια ὁ πλοῦτος, καλεῖ τὸ γιατρὸ τοῦ τόπου νὰ θεραπεύσει τὴν διαταραχὴ τῶν φρένων τοῦ τέκνου.
Ἡ σκληρότητα καὶ οἱ αὐταπάτες ἐξιστοροῦνται σχεδὸν μὲ τὸν τρόπο τοῦ Ζολᾶ. Δὲν ἀποσιωπῶνται οἱ λυκοφιλίες, οἱ ἔκνομοι ἔρωτες, τὸ νιτερέσο, ἀλλὰ δὲν παραγράφονται οἱ ἀρετὲς ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν σκληρυνθεί. Ἀληθινὰ χαριτωμένος ὁ καθόλου τυχαῖος γιατρὸς Κώστας Νάκος, ποὺ ξέρει μιὰ χαρὰ πῶς ν’ ἀρμέξει τὸν παραδόπιστο Καραμάτη καὶ νὰ χαρίσει στοὺς ἀναγκεμένους τὸ γάλα.
Ὁ Κυριαζάτης δὲν παραποιεῖ τὴν Ἱστορία τοῦ τόπου του. Δὲν χαρίζεται στοὺς Ἕλληνες ἀριστεροὺς τοῦ τόπου του, ὑποχείριους τῶν Ἀλβανῶν ἀριστερῶν. Συνάμα ἐξιστορεῖ τίς ἀπεγνωσμένες προσπάθειες τῶν Ἑλλήνων πατριωτῶν, ποὺ τελικὰ τοὺς ἐγκαταλείπουν ὅλοι.
Ἤδη τὸ μυθιστόρημα ἔχει κριθεῖ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ξέρουν τὰ πράγματα καὶ τὶς καταστάσεις ἀσυγκρίτως καλύτερα ἀπὸ λόγου μου. Καὶ μᾶλλον προωθεῖται ἡ ἰδέα μιᾶς διδακτορικῆς διατριβῆς γιὰ τὴ συστηματικὴ μελέτη τοῦ ἔργου του, ἰδιαίτερα τοῦ μυθιστορήματος Ὅταν βούιζε ἡ Μπίστρισσα.
Ἡ ὥρα ἡ καλή! Καὶ πιὰ δὲν μοῦ ἀπομένει παρὰ νὰ ἀντιγράψω ἐτοῦτα ἀπὸ τὶς στερνὲς σελίδες τοῦ βιβλίου: «Καμιὰ φορὰ πλημμυρίζει αὐτὸ τὸ ποτάμι, ὁ πόθος τοῦ ὑγροῦ στοιχείου ν’ ἀγκαλιάσει τὴν ξηρὰ μὲ τοὺς ἐπίσης κυματισμούς της ‒τοὺς λόφους καὶ τὰ βουνά‒ τὰ γιγάντια μαρμαρωμένα κύματα. Τότε θυμίζει ξεσηκωμὸ λαῶν. Ἕνα ξέσπασμα ὁλικό, ἀπρόβλεπτο, θολό, παρασύροντας ὅ,τι λάχει στὸ διάβα του. Ὥσπου νὰ φτάσει ἡ ὥρα τῆς νηνεμίας, νὰ ξεθυμάνει ἡ ὀργή, νἀ καταλαγιάσουν μέσα του τὰ πάθη.»
Καλοτάξιδο νά ‘ναι τὸ μυθιστόρημα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]
https://frear.gr/?p=29666&fbclid=IwAR0wuqiBopnGLQNy52UX3cihuqZ7-3PTLT-l2D8WweUKfCiW7xLSNpfhLGg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου