29.7.20

Το αέναο χρέος στον Μποντλέρ: Le Spleen de Paris – της Αγγελικής Κορρέ

Για το βιβλίο: Charles Baudelaire, Μικρά ποιήματα σε πεζό
Πρόλογος – Μετάφραση – Σημειώσεις Ζ. Δ. Αϊναλής, εκδόσεις oposito 2018
Le Spleen de Paris: έτσι είναι γνωστή στο ευρύ κοινό εκείνη η πολύπαθη συλλογή των 50 πεζών ποιημάτων του Μποντλέρ που εκδόθηκαν το 1869, μετά τον θάνατό του, έχοντας θεωρηθεί ακατανόητα, πληκτικά ή ακόμη και ανήθικα όσο ο ποιητής ήταν εν ζωή, επιβαρύνοντάς τον με πρόσθετες δυσκολίες στην αναζήτηση εκδότη, μολονότι ο Μποντλέρ –ενδιαφερόμενος για τίποτε άλλο παρά για την ουσιαστική τύχη της ποίησής του– ήθελε πάση θυσία να δει τα ποιήματα αυτά να φτάνουν επιτέλους στους αναγνώστες, γνωρίζοντας ίσως πάρα πολύ καλά τις ριζοσπαστικές αρετές τους, έστω κι αν δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να προφητέψει τις διαστάσεις της αλλαγής που θα επέφεραν στην παγκόσμια ποίηση.

Όπως εξηγεί ο Ζ. Δ. Αϊναλής στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή της μετάφρασής του, ο τίτλος Le Spleen de Paris δεν είναι ο τελικός τίτλος της συλλογής, αν και υπήρξε ως πιθανότητα· μάλλον προοριζόταν για μια ενότητα ποιημάτων που θα εντασσόταν στη συλλογή υπό τον γενικό πια τίτλο Petits Poèmes en prose (Μικρά ποιήματα σε πεζό), τον οποίον και δέχεται ο μεταφραστής, το δίχως άλλο με γραμματολογική τιμιότητα. Η φράση «γραμματολογική τιμιότητα» ας μη θεωρηθεί υπερβολική: Διαβάζοντας στην εισαγωγή αυτήν για τα βάσανα τα οποία υπέστη ο Μποντλέρ στον καιρό του, αποτυγχάνοντας με όλους τους πιθανούς τρόπους να αναγνωριστεί –όπως σήμερα ξέρουμε πια πως του άξιζε–, να εδραιωθεί στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και, πριν απ’ όλα, να απολαύει της ελάχιστης εκδοτικής ασφάλειας, μένοντας κατ’ ουσίαν μετέωρος καθ’ όλα του τα παραγωγικά χρόνια, αλλά και για τις (αληθείς ή επιφατικές) εκπτώσεις στις οποίες αναγκάστηκε να προβεί προκειμένου να βρει ένα παράθυρο στις στήλες των εφημερίδων (αφού εκείνην την εποχή η εφημερίδα προηγείτο της αυτοτελούς έκδοσης), καταλαβαίνουμε πως το λιγότερο που έχει να κάνει ο σημερινός αναγνώστης, έχοντας γνώση της συνεχούς ματαίωσης που υφίστατο ο ποιητής, είναι να σεβαστεί τις πρωτογενείς επιλογές. Συνεπώς, η επιλογή του τίτλου Μικρά ποιήματα σε πεζό αποτελεί σίγουρα έκφραση τιμιότητας, και μαζί τιμής στον Μποντλέρ, αφού δίχως αυτήν, δίχως, με άλλα λόγια, τον σεβασμό στον τίτλο που ο ίδιος ο ποιητής είχε τελικά επιλέξει, καμία άλλη έκφραση τιμιότητας (για παράδειγμα μεταφραστικής) δεν θα είχε νόημα. Ακόμη κι αν αποτελεί τρόπον τινά εκδοτικό «ρίσκο», αφού με όρους μάρκετινγκ ο τίτλος Le Spleen de Paris θα ερέθιζε σίγουρα άλλα αναγνωστικά αντανακλαστικά, η επιλογή, ή, μάλλον, η αναγνώριση του τίτλου Μικρά ποιήματα σε πεζό εκφράζει από μόνη της τη σεβαστική υποταγή στο θέλημα του ποιητή.
Ίσως πολύ σωστά όλα αυτά πυροδοτούνται και αναδύονται από ένα εισαγωγικό σημείωμα και όχι από ένα επίμετρο. Διότι αποτελούν σύνοψη και υπενθύμιση ενός καίριου χαρακτηριστικού του μποντλερικού φαινομένου, ενός χαρακτηριστικού δίχως τη γνώση του οποίου καμία ουσιαστική συνομιλία με τον ποιητή δεν είναι εφικτή. Πρόκειται, βεβαίως, για την πάλη με το παρόν. Για εκείνο το πραγματιστικό και κανιβαλικό παρόν που κατά έναν παράδοξο τρόπο ανέδειξε τον μποντλερικό ήρωα που διέκρινε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, έναν ήρωα συνώνυμο του δημιουργού, μια έκφραση σαλότητας που, μαζί με τα ιδικά οφέλη της καθαυτά, δώρισε στις επόμενες δεκαετίες την προφανή σύλληψη της ίδιας της ποιητικής ιδιότητας ως αναγκαίου μέρους του ποιήματος.
Τα Μικρά ποιήματα σε πεζό αναγιγνώσκονται ευρέως ως «ιστορίες». Μικρές ιστορίες, οπωσδήποτε όχι με τη συμβατική ή/και αναμενόμενη ανάπτυξη, πλην όμως ανταποκρινόμενες στον σαφή ορισμό του Πολ Ρικέρ για την έννοια της πλοκής, η οποία συνοψίζεται στη «διαδοχή γεγονότων», που ο αναγνώστης είναι σε θέση να παρακολουθήσει. Συχνά δε εμφανίζουν έναν χαρακτήρα ανεκδοτολογικό, ίσως ακόμη και αισώπειο, έχοντας τελικά περισσότερα κοινά με τα προγονικά τους επιγράμματα παρά με την «επιγονική» τους πρόζα. Μια τέτοια ανάγνωση των Μικρών ποιημάτων δεν αποκρούει απλώς κάθε –εκ των πραγμάτων άτολμη– κατηγορική υπόνοια περί σύγχυσης, αλλά ενισχύει κιόλας τη σχέση μεταξύ γραφής και πραγματικότητας. Και όπου «μια τέτοια ανάγνωση», βλέπε: μια ανάγνωση ως μυθιστόρημα. Μήπως λοιπόν είναι τίποτε άλλο τα Μικρά ποιήματα σε πεζό παρά ένα μυθιστόρημα, ένα παρισινό μυθιστόρημα απαρτιζόμενο από πενήντα επεισόδια, από πενήντα αυτοτελή επεισόδια των οποίων συνδετικός κρίκος είναι αυτό καθαυτό το διττό πρόσωπο ανθρώπου-ποιητή;
Καθεμία από αυτές τις δύο «όψεις» (άνθρωπος και ποιητής) εκτείνεται κατ’ αντιστοιχία σε μια έκφανση της πολιτικής ιδιότητας. Ο άνθρωπος Μποντλέρ είναι βαθιά πολιτικός, ομοίως και ο ποιητής Μποντλέρ, έστω κι αν όχι με έναν τρόπο απολύτως οικείο. Η κοινωνία ως εξωτερικό εικόνισμα της παρακμής υπεραίρει την πολιτικότητα του ανθρώπου και ταυτοχρόνως ο νους ως εσωτερικό εικόνισμα της παρακμής υπεραίρει την πολιτικότητα του ποιητή. Έτσι, αυτή η συναρμογή εξωτερικού και εσωτερικού, όπου εδραζόταν ανέκαθεν όλη η περί εαυτού συλλογιστική, φτάνει κάποτε να εκδηλωθεί ως ποιητικό δημιούργημα που δεν τρέφεται παρά από την ελάχιστη αξίωση, δηλαδή την επικοινώνηση της γενικής εικόνας, αν όχι, με ακόμη απλούστερα λόγια, τη μηχανιστική παραγωγή ενός τύπου ο οποίος καθίσταται δυνάμει κτήμα όλων. Ο Μποντλέρ δεν σχολιάζει μήτε ερμηνεύει. Τα Μικρά ποιήματα σε πεζό –αυτό το σύνολο που μπορεί πράγματι ν’ αποκαλέσει κανείς μυθιστόρημα– αποτυπώνουν εικόνες, απόψεις, εκδοχές ενός όλου (της πόλης) σαν ομολογία, σαν κατάδειξη η οποία από μόνη της αρκεί προκειμένου ο άλλος να δει, όπως θα έβλεπε μέσα από τα ίδια του τα μάτια, την αλληλουχία εκείνη των συμβάντων, τη διαδοχή των γεγονότων που συνθέτουν την Ιστορία.
Υπάρχει μια άποψη πως τα Μικρά ποιήματα σε πεζό είναι, τρόπος του λέγειν, έργο ευτελέστερης σύλληψης σε σχέση με τα μεγαλειώδη Άνθη του Κακού· το διακρίνειν κάποια «ευτέλεια» (όρος που χρησιμοποιείται εδώ καθόλα υπερβολικά) μπορεί να στηρίζεται σε πολλές και διάφορες επιμέρους απόψεις, όπως η άποψη πως κανένα μποντλερικό δημιούργημα δεν είναι τόσο συνεκτικό όσο τα Άνθη, ή η άποψη πως ο ποιητής προέβη κάπως απελπισμένα στη σύνθεση αυτών των κειμένων λόγω σωματικής (και μαζί βέβαια νοητικής) αδυναμίας η οποία δεν θα του επέτρεπε άλλα μεγαλόπνοα εγχειρήματα. Όλα αυτά μπορούν να θεωρηθούν –πλήρως ή μερικώς, δεν έχει τόση σημασία– εσφαλμένα, έστω και μέσα στο ύστερο αναγνωστικό φαντασιακό. Διότι ο Μποντλέρ δεν γίνεται να διαβαστεί αποσπασματικά, τουλάχιστον όχι από κάποιον ο οποίος γυρεύει να εντοπίσει στο συγγραφικό έργο (ποιητικό/πεζογραφικό, δοκιμιακό, μεταφραστικό) τους όρους της βαθύτερης ανάγνωσης του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένων βέβαια των φιλοσοφικών της πτυχών.
Ούτως ή άλλως, τα Μικρά ποιήματα σε πεζό δεν «συναγωνίζονται» τα Άνθη του Κακού· αν συναγωνίζονται κάτι, αυτό είναι τα δοκίμια – αλλιώς, βρίσκονται σ’ ένα μεταίχμιο, τους αρμούς του οποίου γεμίζουν οι μεταφράσεις. Αυτό σημαίνει πως πέρα από τις εικονιστικές αποκαλύψεις τους τα Μικρά ποιήματα διαθέτουν επίσης σημαντική γραμματολογική αξία, αντανακλώντας συν τοις άλλοις τις επιρροές του μποντλερικού έργου, τις ζυμώσεις του, ακόμη και τα περιγράμματα της σκέψης που απασχολούσε τον Μποντλέρ σχετικά με την ποιητική δημιουργία και τον εαυτό εντός ή/και εκτός αυτής. Δεν μπορεί να προσδιορίσει κανείς με απόλυτη βεβαιότητα το είδος του κειμένου από το οποίο πρέπει να ξεκινήσει εκείνος που θέλει να γνωρίσει τον Μποντλέρ. Πιθανότερο είναι να αναδυθεί ο ισχυρισμός πως ο Μποντλέρ αρχίζει στα Άνθη. Το δίχως άλλο όμως, δεν τελειώνει στα Άνθη. Και τα Μικρά ποιήματα σε πεζό προηγούνται κάθε ύστερης θεωρίας. Γι’ αυτό και η επαναφορά τους στο προσκήνιο με τη μετάφραση του Ζ. Δ. Αϊναλή είναι εξόχως σημαντική για πολλούς λόγους: πρώτον, διότι παρατείνει την αποφυγή εκείνου του είδους «κλασικότητας» η οποία απειλεί σταθερά τον Μποντλέρ (η κλασικότητα εκείνου που όλοι γνωρίζουν μα κανείς δεν έχει διαβάσει)· δεύτερον, διότι αναδεικνύει τη σημαντικότητα και τη συνθετότητα του έργου, το οποίο όμως δεν παρουσιάζεται ως Le Spleen de Paris αλλά ως Petits Poèmes en prose, ύστερα από μια μεθοδολογική επιλογή η οποία τελικά λειτουργεί ως ερμηνευτικό κλειδί· και τρίτον, διότι, αφού καλύπτει με όλα αυτά τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ενασχόληση με το έργο, μεταφέρει ακούσια την μποντλερική γλώσσα μέσα στο σύνολο των κειμένων, συν την επιστολή στον Αρσέν Ουσέ, μια άρρηκτα συνδεδεμένη με το corpus «εισαγωγή», στην οποία ο μεταφραστής εδώ βλέπει, ορθότατα, αφενός ένα «μανιφέστο» και αφετέρου την απόδειξη του γεγονότος πως ο Μποντλέρ γνώριζε πολύ καλά τι ακριβώς επρόκειτο να κομίσει με αυτά τα ποιήματα.
Εφόσον λοιπόν το μετάφρασμα περιλαμβάνει το σύνολο των κειμένων, βλέπουμε πάλι ποιήματα περίφημα, όπως τα: «Ο καθένας κι η Χίμαιρά του», «Μεθάτε» ή «Any where out of the world». Βλέπουμε όμως και άλλα, μάλλον ξεχασμένα μέσα στην απειλή της «κλασικότητας», στα οποία ενυπάρχουν εκείνα τα θραύσματα που συνθέτουν το ψηφιδωτό μιας θέσης – της θέσης πως ο ποιητής είναι το υποκείμενο του εαυτού του. Αρχής γενομένης από το πρώτο κιόλας ποίημα, «Ο ξένος», και με σαφή επαναφορά σε πολλά ακόμη ποιήματα, όπως είναι «Η σούπα και τα σύννεφα», διακρίνουμε εκείνη την οντότητα μεταξύ ξένου και τρελού, τον παρατηρητή, τον περιπατητή, που κάπως υπάρχει μέσα στην αφήγηση, ενώ είναι και ταυτόχρονα δεν είναι το κυρίαρχο πρόσωπό του. Μολονότι η οντότητα αυτή εμφανίζεται στις πιο έντονες εκφάνσεις της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, είναι θολή και απόκοσμη όπως η μορφή του Τζόις –και σιωπηλή, και απόμακρη, και παρατηρητική– μέσα στη νέκυια του Οδυσσέα. Αυτός είναι ο τρόπος του Μποντλέρ να επικοινωνήσει την αντίληψή του περί εαυτού. Το πρόσωπο αυτό είναι οπωσδήποτε ο εαυτός του Μποντλέρ (ως ανθρώπου και ως ποιητή), με τον οποίο, σύμφωνα με δική του πεποίθηση, μπορεί να ταυτιστεί οποιοσδήποτε, ενώ η εμφάνισή του ταυτόχρονα διασαφηνίζει τα ορόσημα της δημιουργίας, από τον Gaspard de la nuit και τον Πόε μέχρι το λυρικό υποκείμενο και τις αρχές του ρομαντισμού.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα ερώτημα εάν τελικά πρωταγωνιστής της μποντλερικής πρόζας είναι ο φλανέρ ή ο τρελός. Ένας τρελός που φλερτάρει διστακτικά με τον Πλάτωνα και τον Εκκλησιαστή και τελικά ταυτίζεται με τον ποιητή (με τον τρόπο που ταυτίστηκε και σε ύστερους του Μποντλέρ) με πρωτοβουλία του ίδιου του ποιητή, ούτως ώστε να καταγγείλει ένα ποιητικό καθεστώς –ή την ίδια την καθεστηκυία μέθοδο της ποιητικής δημιουργίας–, το οποίο πρέπει είτε να ανακαινιστεί είτε να περάσει στη λήθη. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα εξηγούσε πολλά και θ’ αποδείκνυε πως, αν όχι ο κύριος, τότε ένας από τους βασικούς σκοπούς των Μικρών ποιημάτων σε πεζό, δεδομένης μάλιστα της παραδεκτής από τον Μποντλέρ δυναμικής τους, ήταν η ανανέωση της ποίησης, η μεταφορά της σε μιαν άλλη κατεύθυνση, φιλικότερη και ουσιαστικότερη τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη, μια κατεύθυνση σχεδόν προς την αλληλεγγύη, την ίδια παράξενη αλληλεγγύη που εκφράστηκε στα Άνθη, ή, εν πάση περιπτώσει, προς κάτι που φέρει στοιχεία πρακτικής αλληλότητας.
Όπως και να έχει, η μυθιστορηματική χροιά των Μικρών ποιημάτων σε πεζό (τόσο ως προς τη δυστοπική όσο και ως προς την ουτοπική πλευρά της) εξακολουθεί να συγκινεί. Ποιος θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος εξάλλου από τις θεμελιακές έννοιες της μελαγχολίας και της νοσταλγίας, από την αγαθή ειρωνεία και από τον περί προσώπου στοχασμό, τα οποία –ας τολμήσουμε δειλά να πούμε– στερούνται ακόμη και ιεροί επίγονοι όπως ο Ρεμπό και ο Λοτρεαμόν, αφού η συνάφεια όλων αυτών στον Μποντλέρ παραμένει αμίμητη… Όπως αμίμητη είναι η άκακη περιφρόνησή του για όλα, αφού, ό,τι κι αν του χρεώνουμε ορμώμενοι από το συγκείμενο, τα γεγραμμένα του είναι σαφή: «Κι επιστρέφοντας μόνος στο σπίτι του, την ώρα εκείνη που της Σοφίας οι συμβουλές δεν καταπνίγονται από τον βόμβο της εξωτερικής ζωής, μονολόγησε: “Σήμερα ευτύχησα, στη σκέψη μου, ν’ αποκτήσω τρεις διαφορετικές οικίες και καθεμιά απ’ αυτές μου χάρισε και μιαν ανάλογη ηδονή. Γιατί να καταναγκάσω το σώμα μου να μετοικήσει, αφού τόσο ανάλαφρα η ψυχή μου ταξιδεύει; Και τι νόημα έχει να υλοποιείς τα σχέδια, αφού το σχέδιο από μόνο του είναι μια απόλαυση αρκετή;”» (XXIV, «Τα σχέδια», απόσπασμα, σελ. 79 της έκδοσης).

Δεν υπάρχουν σχόλια: