Γράφει η Ισιδώρα Μάλαμα
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, “Ο τόπος μέσα μας”, Εκδόσεις Αρμός, 2020, διηγήματα, σ. 253
Ο τόπος μέσα μας. Εκτός από τίτλος βιβλίου θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της ζωής του καθενός μας. Γιατί τι άλλο είναι ο άνθρωπος παρά του τόπου του καταστάλαγμα; Του τόπου που ορίζεται με γεωγραφικές συντεταγμένες, αλλά κυρίως εκείνου που δεν γνωρίζει σύνορα, εκείνου του τόπου που κατοικείται από τη δύναμη του καθενός μας να ταξιδεύει με τον νου και την ψυχή του και να επισκέπτεται μονοπάτια τόσο γνώριμα όσο και ξένα, του τόπου εκείνου που μας κατοικεί αντί να τον κατοικούμε και τον κουβαλούμε μέσα μας πλουτίζοντάς τον μέρα με τη μέρα με νέα μαγιά. Το βιβλίο της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι μια συλλογή 50 διηγημάτων αφιερωμένη σε αυτόν
ακριβώς τον τόπο που κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Είναι περισσότερο ένας τόπος ά-τοπος στο πλαίσιο που επιμένει στα καθολικά, τα ανθρώπινα βιώματα, αυτά που όλοι μας, σε όλη την οικουμένη, καθημερινά μοιραζόμαστε χωρίς να το κατανοούμε. Είναι ο τόπος που μας περιβάλλει, που αφουγκράζεται και ενσωματώνει διαφορετικά κάθε φορά τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, γεννώντας νέα ερωτηματικά και καλώντας μας να ανταποκριθούμε σε αυτά επιχειρώντας να δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις ζωής. Είναι ένας τόπος, όπου ο καθένας συναντά και διαμορφώνει τη μοίρα του, με τις επιλογές και τις πράξεις του, με τα λόγια και τις σιωπές του. Είναι ένας τόπος όπου ο καθένας εγκύπτει με αγάπη και ζεστασιά στην ψυχή του, κοιτάζει με προσοχή τις ρωγμές και μη μπορώντας να τις γιατρέψει τις μετατρέπει είτε σε προίκα, που θα κληροδοτήσει στους επόμενους με την προσδοκία ενός πόνου λιγότερο ανυπόφορου είτε σε άχθος, που θα συντηρεί το τραύμα της ανθρώπινης ψυχής… Πράγματι, τι άλλο είναι ο τόπος, παρά η ψυχή του καθενός μας, που δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά αλλού, παρά μονό μέσα μας. Πλανάται ο άνθρωπος ευκολότερα στις δύσκολες της κρίσης εποχές ότι είναι ο εξωτερικός τόπος που του φταίει κι ότι θα γιατρέψει τον εσωτερικό του τόπο με την εγκατάλειψη, τη μετακίνηση, τη γεωγραφική απομάκρυνση. Ψιθυρίζει ο ποιητής την πλάνη του ανθρώπου:[1] Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες. Πόσο αντιπροσωπευτικός ο Φερνάντο Πεσσόα στο κεντρικό motto του βιβλίου: Για ποιον λόγο κοιτάς την απόμακρη πόλη; Η ψυχή σου απόμακρη πόλη…[2] Η αντίληψη που έχουμε για τον τόπο μας είναι αυτό που αντικαθρεφτίζει η ψυχή μας. Αν δεν αλλάξει η πρώτη ύλη μας, δεν μπορεί να αλλάξει το οικοδόμημά μας. Καβάφης και Πεσσόα κλείνουν το μάτι πονηρά στον υποψιασμένο αναγνώστη. Τα θραύσματα της ψυχής μας τα αποδίδουμε συχνά στα ερείπια που οι ίδιοι γκρεμίσαμε στον τόπο μας και απλώς δεν έχουμε τη δύναμη να το παραδεχτούμε και πολύ περισσότερο να τα ξαναστυλώσουμε. Μέσα σε τέτοια ψυχικά ερείπια περιδιαβαίνουν οι ήρωες των διηγημάτων της κ Χουλιούμη, προσπαθώντας να μαζέψουν τα κομμάτια του εαυτού τους και να συνθέσουν εκ νέου έναν καινούριο πιο ισορροπημένο εαυτό. Ο εαυτός −όρος που επανέρχεται συνεχώς μέσα στο βιβλίο και που υποδηλώνει την ιδιότητα της Κλινικής Ψυχολόγου της συγγραφέα− είναι το ζητούμενο. Αυτόν πρέπει να γνωρίσουν οι ήρωες, αυτόν πρέπει να διαφυλάξουν, αυτόν να μισήσουν, για να συμφιλιωθούν μαζί του και να τον αγαπήσουν τελικά. Το εγχείρημα της αυτογνωσίας δεν είναι καθόλου εύκολο. Οι άλλοι, οι περιστάσεις, εμείς, ορθώνουμε τείχη υψηλά στην προσπάθειά μας να αγγίξουμε την αλήθεια μας κι έτσι αποτυγχάνουμε να αυτογνωριστούμε. Τις περισσότερες φορές ο εαυτός είναι πληγωμένος είτε από ανθρώπινες −της φύσης− μαχαιριές, είτε από γνώριμες, του καιρού μας τις πληγές: θάνατοι, αρρώστιες, ψυχικά πάθη, έρωτας, γήρας, αλλά και μοναξιά, μετανάστευση, ο ξένος, ο Άλλος, η ξένη, η άλλη χώρα, καλούν τους πρωταγωνιστές να γράψουν τη δική τους ιστορία σεργιανώντας στα σοκάκια που η ζωή διαμόρφωσε για αυτούς με τη μοναδική για τον καθένα μας αρχιτεκτονική της ικανότητα. Κι όμως, όλα αυτά τα μικρά δρομάκια ανταμώνουν κάποτε σε ένα κοινό σημείο, όπου οι άνθρωποι διασταυρώνονται από τόπους τόσο διαφορετικούς, για να εξιστορήσουν πολλές φορές την παρόμοια περιήγησή τους. Πλάνητες στα ίδια μονοπάτια της ειμαρμένης, παλεύουν συχνά να διατρανώσουν μια ψευδεπίγραφη μοναδικότητα, το μέσο για να επιβληθούν στον αδύναμο ή να δηλώσουν παρόντες υπερβαίνοντας το φάσμα της ανωνυμίας. Σε αυτήν ακριβώς την αλήθεια οφείλεται και το γεγονός ότι, παρά το ευσύνοπτο των διηγημάτων, μετά το τέλος γνωρίζουμε τους βασικούς πρωταγωνιστές τόσο ολοκληρωμένα −σχεδόν μυθιστορηματικά− που θα μπορούσαμε να προβούμε σε πλήρη ανατομία του ψυχικού τους κόσμου. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, τόσο οικείοι, αλλά και τόσο ξένοι, καθώς ποτέ δεν σκύψαμε να δούμε από το μπαλκόνι το πρόσωπο του γείτονα. Η συγγραφέας με μεγάλη ενσυναίσθηση εγκύπτει πάνω από τον άνθρωπο και τον ψυχογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή. Μέσα από μια στιγμή της ζωής τους, μέσα από ένα μόλις περιστατικό, οι ήρωες γίνονται δικοί μας άνθρωποι ή, μάλλον, ένα κομμάτι από εμάς. Σαν γνώριμοι από παλιά, συζητούμε ελεύθερα μαζί τους προβλήματα που οι ίδιοι εξομολογούνται αντικαθρεφτίζοντας, τελικά, τον εαυτό. Όχι τον δικό τους ή τον δικό μας, αλλά τον εαυτό χωρίς κτητική αντωνυμία… Γιατί υπάρχει ένας εαυτός που είναι κοινός σε όλους μας, που θλίβεται με τις ίδιες στεναχώριες, που ντρέπεται για τα ίδια ατοπήματα, που χαίρεται με τις ίδιες χαρές, που ραγίζει και επανασυγκολλάται, που δομείται πάνω στα ραγίσματά του, και κάθε τόσο επουλώνει πληγές που ανοίγουν ξανά και ξανά. Χαρακτήρες που είναι, πράγματι, ανθρώπινοι. Που προσπαθούν να πετάξουν με ραγισμένες τις φτερούγες, που προσπαθούν να δώσουν το δικό τους παρών στην κοινωνία που ανήκουν, που μετράν τα λάθη τους και τα λάθη των γύρω τους και γέρνουν κάτω από το βάρος του ασύλληπτου αριθμού και που για όλους αυτούς τους λόγους θα χαρακτηρίζονταν ευκολότερα αντιήρωες. Και εκεί έγκειται όλη η δεξιοτεχνία της συγγραφής: όλοι αυτοί οι αντιήρωες είναι οι πραγματικοί ήρωες της ζωής, στους οποίους τίποτα δεν χαρίστηκε∙ αντιθέτως, η ζωή τους την είχε στημένη. Οι ιστορίες είναι πολλές, μα οι ζωές που φωτογραφίζουν περισσότερες: Η κόρη, που έχει ξεκινήσει εκούσα άκουσα το προδιαγεγραμμένο για αυτήν ταξίδι του ξενιτεμού, σε μια διαδρομή λεωφορείου με προορισμό τα ξένα, με τον πατέρα να θορυβεί εκκωφαντικά μέσα από τη σιωπή του («Τώρα που στήσαν του χουρό»), είτε σε αναμονή εκείνης της μητρικής κουβέντας που θα ανακόψει τον ξεριζωμό, αλλά που δεν εκστομίζεται ποτέ, γεγονός που στοιχειώνει τους βραδινούς ύπνους της ηρωίδας εφ’ όρου ζωής («Πράσινη κουβέρτα»). Η δυσκολία της φυγής και η ανάγκη αποφυγής της δυσκολίας. Με την πρώτη να αποτελεί μονόδρομο για τους ήρωες των διηγημάτων, αλλά και της πραγματικής ζωής. Με τις οικογενειακές σχέσεις να διαρρηγνύονται, με τους γονείς που έσφιγγαν μέχρι τώρα τα παιδιά στον κόρφο τους να ανοίγουν αβασάνιστα την αγκαλιά τους, για να τους χαρίσουν μια καλύτερη ζωή, που τα τελευταία δε επιθυμούν, σε έναν καινούργιο τόπο, που τους γεμίζει φόβο. Ο φόβος του τόπου και ο τόπος του φόβου. Ο ‘Έλληνας μετανάστης, που δίνει αγώνα να ενσωματωθεί στο νέο του περιβάλλον, δαρμένο σκυλί έτσι κι αλλιώς…, όπως σκληρά ομολογεί ο ήρωας στο «Κι εκείνοι ποιούσαν». Αλλά κι ο μετανάστης στην Ελλάδα, που μαζεύει τα ψίχουλα, για να χορτάσει ψωμί, ένα πουλί κυνηγημένο από την κακοδαιμονία του, αλλά και από την καχυποψία και την απόρριψη των γηγενών («Συσκευασμένα κοτόπουλα»). Ο τόπος της απόρριψης και η απόρριψη του τόπου. Η επιστροφή στον τόπο, εκεί που η παράδοση χτυπά στη φλέβα του κεμεντζέ, και η μελαγχολική αναπόληση ανθρώπων που έφυγαν χωρίς ένα τελευταίο αντίο («Το τσαρούσιμ») ή η ανάγκη των ανθρώπων να ψηλαφίσουν τις ρίζες τους, να βρουν τα σπίτια των προγόνων τους και να πατήσουν στα ίδια χώματα με αυτούς («Πήραν μαζί τους και τη γάτα») και το αίσθημα του «ξένου» μέσα στον τόπο των προγόνων, τον τόπο που η φαντασία έβαψε με τα πιο πολύχρωμα σχέδια και η πραγματικότητα πέρασε από πάνω το απόλυτο μαύρο («Άντε να τα ενώσεις»). Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό, [3]θα πει ο ποιητής. Ο τόπος της πίκρας και η πίκρα του τόπου. Άνθρωποι με συντρόφους που αγάπησαν βαθιά και τους έχασαν αστραπιαία, ζώντας τώρα με το κενό στη ζωή και την ψυχή τους («Το βλέμμα»), άνθρωποι που διακύβευσαν την ερωτική τους ισορροπία ακροβατώντας στο σκοινί της ανασφάλειας («Καραόκε») κι άλλοι που αγάπησαν το ίδιο πρόσωπο, και για αυτό αγαπήθηκαν μεταξύ τους βαθιά («Κόρες της Εύας»). Η αγάπη ως πλήρωμα, ως ολοκλήρωση τόσο τέλεια, που φτάνει κανείς, τελικά, να τη βιώνει μόνος του. Η μοναξιά του τόπου και ο τόπος της μοναξιάς. Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη Μνήμες παιδικές που κάποτε ξυπνούν ως εφιάλτες στην ενήλικη ζωή απογυμνώνοντας την φοβισμένη παιδική ψυχή. Παιδικές σκανταλιές που οδήγησαν σε κινδύνους και τις ακολούθησαν γονεϊκά ξεσπάσματα («Το ποτάμι ξεχείλισε») ή αδίστακτες ξυλιές που στο μυαλό της μάνας θα προάσπιζαν την υπόληψη της οικογένειας («Το τάλιρο») χαράζουν τη μνήμη των ηρώων και ζωντανεύουν, όταν βρεθούν ξανά στον τόπο, αλλά δεν εκστομίζονται, κρατιούνται μέσα στον εαυτό και ζουν μονίμως και μόνο μαζί του. Ο τόπος του ανείπωτου και το ανείπωτο του τόπου. Άνθρωποι που είδαν τον χρόνο να κυλά τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβαν να κάνουν αυτό που έπρεπε, αυτό που ήθελαν και, κυρίως, να πουν τα «σ’ αγαπώ» σε όσους τα όφειλαν. Κι έτσι έμειναν με το αίσθημα του ανεκπλήρωτου, του μισού και στέρησαν τη χαρά της εγγύτητας από τον εαυτό κι από τους άλλους («Στη μεγάλη μου αδερφή»). Άνθρωποι που δεν κατοίκησαν τους τόπους που πόθησαν. Ο ανεκπλήρωτος τόπος… Η μητρότητα, όπως εκδηλώνεται από τη σύλληψη και τον τοκετό ακόμη, με το φόβο του χαμού του νεογέννητου να σκιάζει τη χαρά της πρωτομάνας και με τη διάψευσή του να την αναγεννά («Απολλωνία»). Η σκληρή αλήθεια της μάνας που πρέπει να απολογηθεί στο παιδί που κάποτε παράτησε, να εξιλεωθεί για την αμαρτία της εγκατάλειψης («Άρχισε να γρυλίζει»), αλλά και εκείνης της μάνας που επιτρέπει στην πεθερά της να υφαρπάξει τον μητρικό της ρόλο, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μια «παραφυάδα», «ένα μικρό υποσύστημα», ένα «απόστημα» μέσα στην οικογένεια («Παρένθετο»). Πλάι σε αυτές η μισότρελη γραία μάνα που ζει περιμένοντας ακόμη το πεθαμένο εντεκάχρονο παιδί της («Και για τα’ άλλα παιδιά»), της οποίας ο σπαραγμός συνηχεί με αυτόν μιας άλλης μάνας που πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της αρνείται να δεχτεί ότι θα τον συναντά πια «Μόνο στις φωτογραφίες». Πόσα πρόσωπα μπορεί να έχει η μητρότητα; Όσα πρόσωπα μπορεί να έχει ο εαυτός. Κι άλλοι τόσοι οι τόποι που θα τους στεγάσουν. Ο φόβος, η απόρριψη, η πίκρα, η μοναξιά, το ανείπωτο, τα ανεκπλήρωτα αισθήματα, το αίσθημα κενού. Η πρώτη ύλη του αρχικού και σταθερού μας τόπου. Και μέσα σε αυτόν, ο εαυτός. Οι ήρωες των διηγημάτων συχνά βγαίνουν από την προσωπική θέαση των πραγμάτων και κοιτούν τον εαυτό τους από μακριά, επιδιώκοντας την αντικειμενικότητα, τη στωική αυτοαξιολόγησή τους. Επιχειρούν έναν απολογισμό ζωής. Συνομιλούν με τον εαυτό τους και σίγουρα καθίστανται σοφότεροι. Αλλά όχι ευτυχέστεροι.. Μοναδική ευτυχία, η μνήμη των ευτυχισμένων στιγμών, ένας άλλος τόπος μέσα μας… Οι ήρωες περιηγούνται τον κόσμο: Ελλάδα, Σουηδία, Αυστραλία, άλλοι πλανήτες… οι άνθρωποι πολίτες του κόσμου και μέρη του σύμπαντος. Οι τόποι τόσο διαφορετικοί, οι άνθρωποι τόσο ίδιοι. Πλάνητες και πλανημένοι, συναισθηματικά ξεριζωμένοι, μόνοι και μεμονωμένοι, από όλα απομακρυσμένοι.: Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον ήλιο. Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον άνθρωπο,[4] Οι άνθρωποι αμελούν να κοιτάξουν μέσα τους. Εκεί που θα συναντήσουν τον εξίσου μόνο, εξίσου μισό, αλλά τόσο ανθρώπινο και τόσο όμοιο με αυτούς, τον Άλλον. Και πόσο περίεργη και συνταρακτική η ανακάλυψη! Ο Άλλος είναι τελικά ο ίδιος μας ο εαυτός, που τόσο λίγο ξέρουμε κι αποφεύγουμε τεχνηέντως να του συστηθούμε. Τα motto πριν από κάθε διήγημα, επιλεγμένα προσεκτικά, συναντούν νοηματικά όσα θα ακολουθήσουν, αλλά από απόσταση ασφαλείας. Όχι για να νοηματοδοτήσουν, όχι για να προκαταλάβουν, όχι για να θολώσουν. Για να προβληματίσουν, να προλειάνουν, να παρωθήσουν. Μεγάλοι ποιητές και πεζογράφοι στεγάζουν κάτω από τα λόγια τους τα διηγήματα του βιβλίου, επιβεβαιώνοντας ότι είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, που θα ‘λεγε και ο ποιητής. Η συμπυκνωμένη σοφία της αρχής βρίσκει μια εκδοχή της σε όσα κάθε φορά ακολουθούν, με τον αναγνώστη να γυρεύει την ταύτιση. Η συλλογή διηγημάτων «Ο τόπος μέσα μας» της Δέσποινας Χουλιούμη είναι ένα βιβλίο γνωριμίας με τον εαυτό. Ο αναγνώστης συναντά τον εαυτό του στους ήρωες που γνωρίζει: ακούει λόγια που πολλές φορές ο ίδιος έχει πει, μετανιώνει για τα λόγια που δεν βρήκε το θάρρος να ομολογήσει, μοιράζεται σιωπές που του θυμίζουν τις δικές του, συγκινείται από βιώματα όμοια με τα δικά του, ντρέπεται για όσα έκανε μα πιο πολύ για εκείνα που αμέλησε να κάνει. Μα ακόμη περισσότερο, ανοίγει νέους δρόμους για τον εαυτό, εκείνους που αν τους ακολουθήσει σε μια εσωτερική διαδρομή, θα κατοικήσει τον τόπο μέσα του. * Η Ισιδώρα Μάλαμα είναι κλασική φιλόλογος και επιμελήτρια βιβλίων, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση Ενηλίκων και στη Δημιουργική γραφή. Ποιήματα, διηγήματα και κριτικογραφίες της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικές λογοτεχνικές σελίδες και συλλογικές εκδόσεις. ________________
[1] Κ. Καβάφης, «Η πόλις»
[2] Fernando Pessôa, «Η μούμια»
[3] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33 [4] Γιώργος Σεφέρης, «Το ναυάγιο της Κίχλης»
https://www.fractalart.gr/o-topos-mesa-mas/
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, “Ο τόπος μέσα μας”, Εκδόσεις Αρμός, 2020, διηγήματα, σ. 253
Ο τόπος μέσα μας. Εκτός από τίτλος βιβλίου θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της ζωής του καθενός μας. Γιατί τι άλλο είναι ο άνθρωπος παρά του τόπου του καταστάλαγμα; Του τόπου που ορίζεται με γεωγραφικές συντεταγμένες, αλλά κυρίως εκείνου που δεν γνωρίζει σύνορα, εκείνου του τόπου που κατοικείται από τη δύναμη του καθενός μας να ταξιδεύει με τον νου και την ψυχή του και να επισκέπτεται μονοπάτια τόσο γνώριμα όσο και ξένα, του τόπου εκείνου που μας κατοικεί αντί να τον κατοικούμε και τον κουβαλούμε μέσα μας πλουτίζοντάς τον μέρα με τη μέρα με νέα μαγιά. Το βιβλίο της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι μια συλλογή 50 διηγημάτων αφιερωμένη σε αυτόν
ακριβώς τον τόπο που κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Είναι περισσότερο ένας τόπος ά-τοπος στο πλαίσιο που επιμένει στα καθολικά, τα ανθρώπινα βιώματα, αυτά που όλοι μας, σε όλη την οικουμένη, καθημερινά μοιραζόμαστε χωρίς να το κατανοούμε. Είναι ο τόπος που μας περιβάλλει, που αφουγκράζεται και ενσωματώνει διαφορετικά κάθε φορά τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, γεννώντας νέα ερωτηματικά και καλώντας μας να ανταποκριθούμε σε αυτά επιχειρώντας να δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις ζωής. Είναι ένας τόπος, όπου ο καθένας συναντά και διαμορφώνει τη μοίρα του, με τις επιλογές και τις πράξεις του, με τα λόγια και τις σιωπές του. Είναι ένας τόπος όπου ο καθένας εγκύπτει με αγάπη και ζεστασιά στην ψυχή του, κοιτάζει με προσοχή τις ρωγμές και μη μπορώντας να τις γιατρέψει τις μετατρέπει είτε σε προίκα, που θα κληροδοτήσει στους επόμενους με την προσδοκία ενός πόνου λιγότερο ανυπόφορου είτε σε άχθος, που θα συντηρεί το τραύμα της ανθρώπινης ψυχής… Πράγματι, τι άλλο είναι ο τόπος, παρά η ψυχή του καθενός μας, που δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά αλλού, παρά μονό μέσα μας. Πλανάται ο άνθρωπος ευκολότερα στις δύσκολες της κρίσης εποχές ότι είναι ο εξωτερικός τόπος που του φταίει κι ότι θα γιατρέψει τον εσωτερικό του τόπο με την εγκατάλειψη, τη μετακίνηση, τη γεωγραφική απομάκρυνση. Ψιθυρίζει ο ποιητής την πλάνη του ανθρώπου:[1] Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες. Πόσο αντιπροσωπευτικός ο Φερνάντο Πεσσόα στο κεντρικό motto του βιβλίου: Για ποιον λόγο κοιτάς την απόμακρη πόλη; Η ψυχή σου απόμακρη πόλη…[2] Η αντίληψη που έχουμε για τον τόπο μας είναι αυτό που αντικαθρεφτίζει η ψυχή μας. Αν δεν αλλάξει η πρώτη ύλη μας, δεν μπορεί να αλλάξει το οικοδόμημά μας. Καβάφης και Πεσσόα κλείνουν το μάτι πονηρά στον υποψιασμένο αναγνώστη. Τα θραύσματα της ψυχής μας τα αποδίδουμε συχνά στα ερείπια που οι ίδιοι γκρεμίσαμε στον τόπο μας και απλώς δεν έχουμε τη δύναμη να το παραδεχτούμε και πολύ περισσότερο να τα ξαναστυλώσουμε. Μέσα σε τέτοια ψυχικά ερείπια περιδιαβαίνουν οι ήρωες των διηγημάτων της κ Χουλιούμη, προσπαθώντας να μαζέψουν τα κομμάτια του εαυτού τους και να συνθέσουν εκ νέου έναν καινούριο πιο ισορροπημένο εαυτό. Ο εαυτός −όρος που επανέρχεται συνεχώς μέσα στο βιβλίο και που υποδηλώνει την ιδιότητα της Κλινικής Ψυχολόγου της συγγραφέα− είναι το ζητούμενο. Αυτόν πρέπει να γνωρίσουν οι ήρωες, αυτόν πρέπει να διαφυλάξουν, αυτόν να μισήσουν, για να συμφιλιωθούν μαζί του και να τον αγαπήσουν τελικά. Το εγχείρημα της αυτογνωσίας δεν είναι καθόλου εύκολο. Οι άλλοι, οι περιστάσεις, εμείς, ορθώνουμε τείχη υψηλά στην προσπάθειά μας να αγγίξουμε την αλήθεια μας κι έτσι αποτυγχάνουμε να αυτογνωριστούμε. Τις περισσότερες φορές ο εαυτός είναι πληγωμένος είτε από ανθρώπινες −της φύσης− μαχαιριές, είτε από γνώριμες, του καιρού μας τις πληγές: θάνατοι, αρρώστιες, ψυχικά πάθη, έρωτας, γήρας, αλλά και μοναξιά, μετανάστευση, ο ξένος, ο Άλλος, η ξένη, η άλλη χώρα, καλούν τους πρωταγωνιστές να γράψουν τη δική τους ιστορία σεργιανώντας στα σοκάκια που η ζωή διαμόρφωσε για αυτούς με τη μοναδική για τον καθένα μας αρχιτεκτονική της ικανότητα. Κι όμως, όλα αυτά τα μικρά δρομάκια ανταμώνουν κάποτε σε ένα κοινό σημείο, όπου οι άνθρωποι διασταυρώνονται από τόπους τόσο διαφορετικούς, για να εξιστορήσουν πολλές φορές την παρόμοια περιήγησή τους. Πλάνητες στα ίδια μονοπάτια της ειμαρμένης, παλεύουν συχνά να διατρανώσουν μια ψευδεπίγραφη μοναδικότητα, το μέσο για να επιβληθούν στον αδύναμο ή να δηλώσουν παρόντες υπερβαίνοντας το φάσμα της ανωνυμίας. Σε αυτήν ακριβώς την αλήθεια οφείλεται και το γεγονός ότι, παρά το ευσύνοπτο των διηγημάτων, μετά το τέλος γνωρίζουμε τους βασικούς πρωταγωνιστές τόσο ολοκληρωμένα −σχεδόν μυθιστορηματικά− που θα μπορούσαμε να προβούμε σε πλήρη ανατομία του ψυχικού τους κόσμου. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, τόσο οικείοι, αλλά και τόσο ξένοι, καθώς ποτέ δεν σκύψαμε να δούμε από το μπαλκόνι το πρόσωπο του γείτονα. Η συγγραφέας με μεγάλη ενσυναίσθηση εγκύπτει πάνω από τον άνθρωπο και τον ψυχογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή. Μέσα από μια στιγμή της ζωής τους, μέσα από ένα μόλις περιστατικό, οι ήρωες γίνονται δικοί μας άνθρωποι ή, μάλλον, ένα κομμάτι από εμάς. Σαν γνώριμοι από παλιά, συζητούμε ελεύθερα μαζί τους προβλήματα που οι ίδιοι εξομολογούνται αντικαθρεφτίζοντας, τελικά, τον εαυτό. Όχι τον δικό τους ή τον δικό μας, αλλά τον εαυτό χωρίς κτητική αντωνυμία… Γιατί υπάρχει ένας εαυτός που είναι κοινός σε όλους μας, που θλίβεται με τις ίδιες στεναχώριες, που ντρέπεται για τα ίδια ατοπήματα, που χαίρεται με τις ίδιες χαρές, που ραγίζει και επανασυγκολλάται, που δομείται πάνω στα ραγίσματά του, και κάθε τόσο επουλώνει πληγές που ανοίγουν ξανά και ξανά. Χαρακτήρες που είναι, πράγματι, ανθρώπινοι. Που προσπαθούν να πετάξουν με ραγισμένες τις φτερούγες, που προσπαθούν να δώσουν το δικό τους παρών στην κοινωνία που ανήκουν, που μετράν τα λάθη τους και τα λάθη των γύρω τους και γέρνουν κάτω από το βάρος του ασύλληπτου αριθμού και που για όλους αυτούς τους λόγους θα χαρακτηρίζονταν ευκολότερα αντιήρωες. Και εκεί έγκειται όλη η δεξιοτεχνία της συγγραφής: όλοι αυτοί οι αντιήρωες είναι οι πραγματικοί ήρωες της ζωής, στους οποίους τίποτα δεν χαρίστηκε∙ αντιθέτως, η ζωή τους την είχε στημένη. Οι ιστορίες είναι πολλές, μα οι ζωές που φωτογραφίζουν περισσότερες: Η κόρη, που έχει ξεκινήσει εκούσα άκουσα το προδιαγεγραμμένο για αυτήν ταξίδι του ξενιτεμού, σε μια διαδρομή λεωφορείου με προορισμό τα ξένα, με τον πατέρα να θορυβεί εκκωφαντικά μέσα από τη σιωπή του («Τώρα που στήσαν του χουρό»), είτε σε αναμονή εκείνης της μητρικής κουβέντας που θα ανακόψει τον ξεριζωμό, αλλά που δεν εκστομίζεται ποτέ, γεγονός που στοιχειώνει τους βραδινούς ύπνους της ηρωίδας εφ’ όρου ζωής («Πράσινη κουβέρτα»). Η δυσκολία της φυγής και η ανάγκη αποφυγής της δυσκολίας. Με την πρώτη να αποτελεί μονόδρομο για τους ήρωες των διηγημάτων, αλλά και της πραγματικής ζωής. Με τις οικογενειακές σχέσεις να διαρρηγνύονται, με τους γονείς που έσφιγγαν μέχρι τώρα τα παιδιά στον κόρφο τους να ανοίγουν αβασάνιστα την αγκαλιά τους, για να τους χαρίσουν μια καλύτερη ζωή, που τα τελευταία δε επιθυμούν, σε έναν καινούργιο τόπο, που τους γεμίζει φόβο. Ο φόβος του τόπου και ο τόπος του φόβου. Ο ‘Έλληνας μετανάστης, που δίνει αγώνα να ενσωματωθεί στο νέο του περιβάλλον, δαρμένο σκυλί έτσι κι αλλιώς…, όπως σκληρά ομολογεί ο ήρωας στο «Κι εκείνοι ποιούσαν». Αλλά κι ο μετανάστης στην Ελλάδα, που μαζεύει τα ψίχουλα, για να χορτάσει ψωμί, ένα πουλί κυνηγημένο από την κακοδαιμονία του, αλλά και από την καχυποψία και την απόρριψη των γηγενών («Συσκευασμένα κοτόπουλα»). Ο τόπος της απόρριψης και η απόρριψη του τόπου. Η επιστροφή στον τόπο, εκεί που η παράδοση χτυπά στη φλέβα του κεμεντζέ, και η μελαγχολική αναπόληση ανθρώπων που έφυγαν χωρίς ένα τελευταίο αντίο («Το τσαρούσιμ») ή η ανάγκη των ανθρώπων να ψηλαφίσουν τις ρίζες τους, να βρουν τα σπίτια των προγόνων τους και να πατήσουν στα ίδια χώματα με αυτούς («Πήραν μαζί τους και τη γάτα») και το αίσθημα του «ξένου» μέσα στον τόπο των προγόνων, τον τόπο που η φαντασία έβαψε με τα πιο πολύχρωμα σχέδια και η πραγματικότητα πέρασε από πάνω το απόλυτο μαύρο («Άντε να τα ενώσεις»). Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό, [3]θα πει ο ποιητής. Ο τόπος της πίκρας και η πίκρα του τόπου. Άνθρωποι με συντρόφους που αγάπησαν βαθιά και τους έχασαν αστραπιαία, ζώντας τώρα με το κενό στη ζωή και την ψυχή τους («Το βλέμμα»), άνθρωποι που διακύβευσαν την ερωτική τους ισορροπία ακροβατώντας στο σκοινί της ανασφάλειας («Καραόκε») κι άλλοι που αγάπησαν το ίδιο πρόσωπο, και για αυτό αγαπήθηκαν μεταξύ τους βαθιά («Κόρες της Εύας»). Η αγάπη ως πλήρωμα, ως ολοκλήρωση τόσο τέλεια, που φτάνει κανείς, τελικά, να τη βιώνει μόνος του. Η μοναξιά του τόπου και ο τόπος της μοναξιάς. Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη Μνήμες παιδικές που κάποτε ξυπνούν ως εφιάλτες στην ενήλικη ζωή απογυμνώνοντας την φοβισμένη παιδική ψυχή. Παιδικές σκανταλιές που οδήγησαν σε κινδύνους και τις ακολούθησαν γονεϊκά ξεσπάσματα («Το ποτάμι ξεχείλισε») ή αδίστακτες ξυλιές που στο μυαλό της μάνας θα προάσπιζαν την υπόληψη της οικογένειας («Το τάλιρο») χαράζουν τη μνήμη των ηρώων και ζωντανεύουν, όταν βρεθούν ξανά στον τόπο, αλλά δεν εκστομίζονται, κρατιούνται μέσα στον εαυτό και ζουν μονίμως και μόνο μαζί του. Ο τόπος του ανείπωτου και το ανείπωτο του τόπου. Άνθρωποι που είδαν τον χρόνο να κυλά τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβαν να κάνουν αυτό που έπρεπε, αυτό που ήθελαν και, κυρίως, να πουν τα «σ’ αγαπώ» σε όσους τα όφειλαν. Κι έτσι έμειναν με το αίσθημα του ανεκπλήρωτου, του μισού και στέρησαν τη χαρά της εγγύτητας από τον εαυτό κι από τους άλλους («Στη μεγάλη μου αδερφή»). Άνθρωποι που δεν κατοίκησαν τους τόπους που πόθησαν. Ο ανεκπλήρωτος τόπος… Η μητρότητα, όπως εκδηλώνεται από τη σύλληψη και τον τοκετό ακόμη, με το φόβο του χαμού του νεογέννητου να σκιάζει τη χαρά της πρωτομάνας και με τη διάψευσή του να την αναγεννά («Απολλωνία»). Η σκληρή αλήθεια της μάνας που πρέπει να απολογηθεί στο παιδί που κάποτε παράτησε, να εξιλεωθεί για την αμαρτία της εγκατάλειψης («Άρχισε να γρυλίζει»), αλλά και εκείνης της μάνας που επιτρέπει στην πεθερά της να υφαρπάξει τον μητρικό της ρόλο, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μια «παραφυάδα», «ένα μικρό υποσύστημα», ένα «απόστημα» μέσα στην οικογένεια («Παρένθετο»). Πλάι σε αυτές η μισότρελη γραία μάνα που ζει περιμένοντας ακόμη το πεθαμένο εντεκάχρονο παιδί της («Και για τα’ άλλα παιδιά»), της οποίας ο σπαραγμός συνηχεί με αυτόν μιας άλλης μάνας που πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της αρνείται να δεχτεί ότι θα τον συναντά πια «Μόνο στις φωτογραφίες». Πόσα πρόσωπα μπορεί να έχει η μητρότητα; Όσα πρόσωπα μπορεί να έχει ο εαυτός. Κι άλλοι τόσοι οι τόποι που θα τους στεγάσουν. Ο φόβος, η απόρριψη, η πίκρα, η μοναξιά, το ανείπωτο, τα ανεκπλήρωτα αισθήματα, το αίσθημα κενού. Η πρώτη ύλη του αρχικού και σταθερού μας τόπου. Και μέσα σε αυτόν, ο εαυτός. Οι ήρωες των διηγημάτων συχνά βγαίνουν από την προσωπική θέαση των πραγμάτων και κοιτούν τον εαυτό τους από μακριά, επιδιώκοντας την αντικειμενικότητα, τη στωική αυτοαξιολόγησή τους. Επιχειρούν έναν απολογισμό ζωής. Συνομιλούν με τον εαυτό τους και σίγουρα καθίστανται σοφότεροι. Αλλά όχι ευτυχέστεροι.. Μοναδική ευτυχία, η μνήμη των ευτυχισμένων στιγμών, ένας άλλος τόπος μέσα μας… Οι ήρωες περιηγούνται τον κόσμο: Ελλάδα, Σουηδία, Αυστραλία, άλλοι πλανήτες… οι άνθρωποι πολίτες του κόσμου και μέρη του σύμπαντος. Οι τόποι τόσο διαφορετικοί, οι άνθρωποι τόσο ίδιοι. Πλάνητες και πλανημένοι, συναισθηματικά ξεριζωμένοι, μόνοι και μεμονωμένοι, από όλα απομακρυσμένοι.: Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον ήλιο. Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον άνθρωπο,[4] Οι άνθρωποι αμελούν να κοιτάξουν μέσα τους. Εκεί που θα συναντήσουν τον εξίσου μόνο, εξίσου μισό, αλλά τόσο ανθρώπινο και τόσο όμοιο με αυτούς, τον Άλλον. Και πόσο περίεργη και συνταρακτική η ανακάλυψη! Ο Άλλος είναι τελικά ο ίδιος μας ο εαυτός, που τόσο λίγο ξέρουμε κι αποφεύγουμε τεχνηέντως να του συστηθούμε. Τα motto πριν από κάθε διήγημα, επιλεγμένα προσεκτικά, συναντούν νοηματικά όσα θα ακολουθήσουν, αλλά από απόσταση ασφαλείας. Όχι για να νοηματοδοτήσουν, όχι για να προκαταλάβουν, όχι για να θολώσουν. Για να προβληματίσουν, να προλειάνουν, να παρωθήσουν. Μεγάλοι ποιητές και πεζογράφοι στεγάζουν κάτω από τα λόγια τους τα διηγήματα του βιβλίου, επιβεβαιώνοντας ότι είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, που θα ‘λεγε και ο ποιητής. Η συμπυκνωμένη σοφία της αρχής βρίσκει μια εκδοχή της σε όσα κάθε φορά ακολουθούν, με τον αναγνώστη να γυρεύει την ταύτιση. Η συλλογή διηγημάτων «Ο τόπος μέσα μας» της Δέσποινας Χουλιούμη είναι ένα βιβλίο γνωριμίας με τον εαυτό. Ο αναγνώστης συναντά τον εαυτό του στους ήρωες που γνωρίζει: ακούει λόγια που πολλές φορές ο ίδιος έχει πει, μετανιώνει για τα λόγια που δεν βρήκε το θάρρος να ομολογήσει, μοιράζεται σιωπές που του θυμίζουν τις δικές του, συγκινείται από βιώματα όμοια με τα δικά του, ντρέπεται για όσα έκανε μα πιο πολύ για εκείνα που αμέλησε να κάνει. Μα ακόμη περισσότερο, ανοίγει νέους δρόμους για τον εαυτό, εκείνους που αν τους ακολουθήσει σε μια εσωτερική διαδρομή, θα κατοικήσει τον τόπο μέσα του. * Η Ισιδώρα Μάλαμα είναι κλασική φιλόλογος και επιμελήτρια βιβλίων, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση Ενηλίκων και στη Δημιουργική γραφή. Ποιήματα, διηγήματα και κριτικογραφίες της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικές λογοτεχνικές σελίδες και συλλογικές εκδόσεις. ________________
[1] Κ. Καβάφης, «Η πόλις»
[2] Fernando Pessôa, «Η μούμια»
[3] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33 [4] Γιώργος Σεφέρης, «Το ναυάγιο της Κίχλης»
https://www.fractalart.gr/o-topos-mesa-mas/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου