31.7.20

Peter Barry, «Γνωριµία µε τη θεωρία: Εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισµική θεωρία» (µτφρ. Αναστασία Νάτσινα), εκδ. Βιβλιόραµα 2013

[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]
Φεµινιστική κριτική και γλώσσα
`
Ένα άλλο θεµελιακό ζήτηµα, για το οποίο διίστανται οι γνώµες, είναι το ερώτηµα αν
υπάρχει ή όχι µια εγγενώς γυναικεία γλώσσα. Υπάρχει µια µακρά παράδοση
συζήτησης γι’ αυτό το θέµα στον φεµινισµό. Για παράδειγµα η Βιρτζίνια Γουλφ (στα
κεφάλαια 4 και 5 του εκτενούς µαχητικού δοκιµίου Ένα δικό σου δωµάτιο)
υποστηρίζει ότι η χρήση της γλώσσας διαφοροποιείται ανάλογα µε το φύλο, έτσι
ώστε όταν µια γυναίκα επιχειρεί να γράψει µυθιστόρηµα αντιλαµβάνεται ότι δεν
υπάρχει ‘καµία κοινή φράση έτοιµη για να τη χρησιµοποιήσει’. Οι µεγάλοι άντρες

µυθιστοριογράφοι έχουν γράψει µια ‘φυσική πρόζα, που κυλούσε γοργά όχι όµως
απρόσεχτα, εκφραστικά αλλά όχι εξεζητηµένα, και που είχε ένα δικό της χρώµα
χωρίς να παύει να είναι κοινό κτήµα’. Παραθέτει ένα παράδειγµα και λέει: ‘Αυτή
είναι µια αντρική φράση’. ∆εν εξηγεί τις ιδιότητές της αλλά το παράδειγµα
χαρακτηρίζεται από προσεκτικά ισορροπηµένα ρητορικά σχήµατα. Αλλά ‘επρόκειτο
για µια φράση ακατάλληλη να χρησιµοποιηθεί από µια γυναίκα’ και οι γυναίκες
συγγραφείς που προσπάθησαν να τη χρησιµοποιήσουν (Σαρλοτ Μπροντέ, Τζόρτζ
Έλιοτ) κακοπάθησαν. Η Τζέην Ώστεν την απέρριψε και στη θέση της ‘επινόησε µια
τελείως φυσική και καλοσχηµατισµένη φράση κατάλληλη για δική της χρήση’,15
αλλά η Γουλφ δεν δίνει ούτε περιγραφή ούτε παράδειγµα αυτής της φράσης. Μπορεί
κανείς να υποθέσει ωστόσο ότι τα χαρακτηριστικά µιας ‘γυναικείας φράσης’ είναι ότι
οι περίοδοι συνδέονται χαλαρότερα και δεν είναι προσεκτικά ισορροπηµένες και
σχηµατοποιηµένες όπως στην αντρική πρόζα.
`
Γενικά λοιπόν η γυναίκα συγγραφέας θεωρείται ότι υποφέρει από το ότι
πρέπει να χρησιµοποιεί ένα µέσο (την πρόζα) που είναι ουσιαστικά αντρικό,
προσαρµοσµένο σε αντρικούς στόχους. Αυτή η θέση, ότι η γλώσσα είναι µ’ αυτήν
την έννοια ‘αντρική’, αναπτύχθηκε από την Ντέηλ Σπέντερ στις αρχές του ’80 στο
βιβλίο της Ο άνδρας εποίησε τη γλώσσα 16 που επίσης ισχυρίζεται πως η γλώσσα δεν
είναι ένα ουδέτερο µέσο αλλά περιέχει πολλά χαρακτηριστικά που αντανακλούν τον
ρόλο της ως οργάνου έκφρασης της πατριαρχίας. (Αυτή η άποψη ότι η γλώσσα είναι
κατασκευασµένη από άντρες αµφισβητήθηκε µέσα στον φεµινισµό από τις Σάντρα
Γκίλµπερτ και Σούζαν Γκουµπάρ, στο άρθρο τους  ‘Γλωσσολογία της σεξουαλικότητας: Φύλο, γλώσσα, σεξουαλικότητα’).17 
Αν η κανονιστική γλώσσα µπορεί να θεωρηθεί ως κατά κάποιο τρόπο ‘αρσενικά’  προσανατολισµένη, γεννάται
το ερώτηµα αν µπορεί να υπάρξει µια µορφή γλώσσας που να είναι ελεύθερη απ’
αυτήν την προκατάληψη ή ακόµα και προσανατολισµένη µε κάποιο τρόπο προς τη
γυναίκα. Οι Γαλλίδες και οι Γάλλοι θεωρητικοί λοιπόν έχουν υποθέσει την ύπαρξη
µιας ‘γυναικείας γραφής’ (écriture feminine, ο όρος προέρχεται από το δοκίµιο της
Ελέν Σιξού ‘Το γέλιο της µέδουσας’), που συνδέεται µε τη γυναικεία εµπειρία και διευκολύνει
το ελεύθερο παιχνίδι των νοηµάτων µέσα στο πλαίσιο των χαλαρωµένων
γραµµατικών δοµών. Η υψηλή πρόζα του δοκιµίου της Σιξού επιδεικνύει αυτό το
είδος γραφής καθώς το εξηγεί:
`
Είναι αδύνατο να ορίσει κανείς µια γυναικεία πρακτική γραφής και αυτό θα
παραµένει αδύνατο, γιατί αυτή η πρακτική δεν µπορεί ποτέ να θεωρητικοποιηθεί, να
περικλειστεί, να κωδικοποιηθεί […] πάντοτε θα υπερβαίνει τον λόγο που ρυθµίζει το
φαλλοκεντρικό [αυτό που κυριαρχείται από άντρες] σύστηµα· λαµβάνει και θα
λαµβάνει χώρα σε περιοχές άλλες από εκείνες που υπόκεινται στη φιλοσοφικοθεωρητική κυριαρχία. Θα συλλαµβάνεται από υποκείµενα που διαρρηγνύουν τους
αυτοµατισµούς, από περιφερειακές φιγούρες που καµία εξουσία δεν θα µπορέσει
ποτέ να υποτάξει.
`
Εδώ η χρήστρια της γυναικείας γραφής φαίνεται να βρίσκεται σε ένα πεδίο πέρα από
τη λογική (‘αυτή η πρακτική δεν µπορεί ποτέ να θεωρητικοποιηθεί […] και θα
λαµβάνει χώρα σε περιοχές άλλες από εκείνες που υπόκεινται στην φιλοσοφικοθεωρητική κυριαρχία’).
Η χρήστρια µιας τέτοιας γλώσσας θεωρείται εδώ ως ένα είδος
αιώνιου µαχητή της ελευθερίας σε ένα αναρχικό πεδίο µόνιµης αντιπαράθεσης
(‘περιφερειακές φιγούρες που καµιά εξουσία δεν θα µπορέσει ποτέ να υποτάξει’),
ελεύθερος σκοπευτής εναντίον των κέντρων της εξουσίας. Για τη Σιξού (αν και όχι
για άλλες θεωρητικούς) αυτό το είδος γραφής είναι κατά κάποιο τρόπο µοναδικό
προϊόν της γυναικείας φυσιολογίας, το οποίο οι γυναίκες πρέπει να τιµούν στη γραφή
τους:
Οι γυναίκες πρέπει να γράφουν µέσω των σωµάτων τους, πρέπει να εφεύρουν την
απόρθητη γλώσσα που θα τορπιλίσει τους διαχωρισµούς, τις τάξεις και τη ρητορική,
τους κανόνες και τους κώδικές, πρέπει να καταδυθούν, να διασχίσουν, να βγουν πέρα
από τον ύστατο επιφυλακτικό λόγο, συµπεριλαµβάνοντας και αυτόν που γελά και
µόνο µε την ιδέα να προφέρει τη λέξη ‘ησυχία’. […] Τέτοια είναι η δύναµη των
γυναικών που, σαρώνοντας τη σύνταξη, κόβουν αυτήν την περίφηµη κλωστή (µια
µικρότατη κλωστούλα λένε) που είναι για τους άντρες ένα υποκατάστατο του
οµφάλιου λώρου.
`
Η γυναικεία γραφή είναι λοιπόν από τη φύση της παραβατική, πάνω από τους
κανονισµούς, σε κατάσταση µέθης, αλλά είναι σαφές ότι αυτή η ιδέα, όπως
προωθείται από την Σιξού, δηµιουργεί πολλά προβλήµατα. Το πεδίο του σώµατος,
για παράδειγµα, µοιάζει σαν να είναι κατά κάποιο τρόπο απρόσβλητο (‘απόρθητη’)
στον κοινωνικό και φυλετικό προσδιορισµό (‘ρητορική, κανόνες, κώδικες’) και ικανό
να αρθρώσει µια αγνή ουσία της θηλυκότητας. Μια τέτοια ουσιοκρατική θέση είναι
δύσκολο να συµβιβαστεί µε ένα φεµινισµό που υπογραµµίζει ότι η θηλυκότητα είναι
µια κοινωνική κατασκευή και όχι µια δεδοµένη οντότητα που βρίσκεται
µυστηριωδώς ‘εκεί’. Και, αν η θηλυκότητα είναι κοινωνικά κατασκευασµένη, τότε θα
πρέπει λογικά να διαφέρει από τη µια κουλτούρα στην άλλη, έτσι ώστε τέτοιες
γενικεύσεις για το ποιόν της να µην µπορούν να σταθούν. Ποιες, µπορούµε να
ρωτήσουµε, είναι αυτές οι γυναίκες που ‘πρέπει’ να γράφουν µέσα από τα σώµατά
τους; Ποιος τους επιβάλλει αυτό το καταπιεστικό ‘πρέπει’ και – κυρίως – γιατί;
Μια ακόµη έκφραση της ιδέας της γυναικείας γραφής βρίσκει κανείς στα
γραπτά της Τζούλια Κριστέβα. Η Κριστέβα χρησιµοποιεί τους όρους συµβολικό και
σηµειωτικό για να προσδιορίσει δυο διαφορετικές πλευρές της γλώσσας. Στο δοκίµιό
της ‘Το σύστηµα και το οµιλούν υποκείµενο’ η συµβολική πλευρά συνδέεται µε την
εξουσία, την τάξη, τους πατέρες, την καταπίεση και τον έλεγχο (‘η οικογένεια, η
οµαλότητα, ο κανονιστικός λόγος της κλασικής ψυχολογικής φροντίδας, όλα αυτά
δεν είναι παρά χαρακτηριστικά της φασιστικής ιδεολογίας’). Αυτή η συµβολική
πλευρά της γλώσσας διατηρεί τον µύθο ότι ο εαυτός είναι σταθερός και ενιαίος (κάτι
που εκείνη περιγράφει ως ‘µια γλώσσα µε ένα προαποφασισµένο υποκείµενο ή µε
ένα υπερβατικό υποκείµενο-εγώ’). Αντίθετα, η σηµειωτική πλευρά του λόγου
χαρακτηρίζεται όχι από λογική και τάξη, αλλά από ‘µετατόπιση, ολίσθηση,
συµπύκνωση’, που υποδεικνύει, και πάλι, έναν πολύ χαλαρότερο, πολύ πιο τυχαίο
τρόπο να κάνει κανείς συνδέσεις, και µάλιστα έναν τρόπο που αυξάνει κατά πολύ το
εύρος των πιθανοτήτων. Παραθέτει από τον Τίµαιο του Πλάτωνα ένα κοµµάτι που
κάνει λόγο για ‘ένα καθεστώς της γλώσσας προγενέστερο του Λόγου [που] ο
Πλάτωνας το ονοµάζει χώρα’ και πάλι συνδέεται µε τη µητέρα περισσότερο παρά µε
τον πατέρα. Όλα αυτά παρουσιάζονται σε ένα αρκετά γενικό επίπεδο, αλλά η
Κριστέβα βλέπει το σηµειωτικό ως τη γλώσσα της ποίησης σε αντίθεση µε την πρόζα
και εξετάζει τη λειτουργία του στο έργο συγκεκριµένων ποιητών. Αν και συνδέεται
εννοιακά µε το θηλυκό, οι ποιητές που το χρησιµποιούν δεν είναι όλες γυναίκες και
στην πραγµατικότητα τα βασικότερα παραδείγµατα της Κριστέβα προέρχονται από
άντρες συγγραφείς.
`
Θα έπρεπε να υπογραµµιστεί, ωστόσο, ότι το συµβολικό και το σηµειωτικό
δεν είναι δυο διαφορετικά είδη γλώσσας αλλά δυο διαφορετικές πλευρές της
γλώσσας, που είναι πάντοτε παρούσες σε οποιοδήποτε τυχαίο δείγµα. Το µοντέλο και
πάλι είναι αυτό του ασυνείδητου και του συνειδητού, και ο λακανικός
επαναπροσδιορισµός αυτών των όρων. Το συµβολικό είναι η τακτοποιηµένη
επιφάνεια των αυστηρών διακρίσεων και σαφών δοµών µέσω των οποίων λειτουργεί
η γλώσσα: το σωσσυριανό ‘δίκτυο διαφορών’ που υπογραµµίζουν οι δοµιστές,. Αλλά
πανταχού παρόν είναι και το γλωσσικό ‘ασυνείδητο’, ένα πεδίο περιφερόµενων
σηµαινόντων, τυχαίων συνδέσεων, αυτοσχεδιασµών, ανακριβειών, ατυχηµάτων και
ολισθηµάτων – όλα δηλαδή όσα περιλαµβάνονται στην µεταδοµιστική αντίληψη της
γλώσσας. Στην πραγµατικότητα ένας τρόπος να χαρακτηρίσει κανείς το έργο της
αποδόµησης (που αποκαλύπτει αντιφατικά νοήµατα στα κείµενα) είναι να το δει ως
το ‘ασυνείδητο’ του κειµένου που αναδύεται και διαταράσσει το ‘συνειδητό’ ή
‘επιφανειακό’ νόηµα. Αυτές οι διασπαστικές επιδροµές στις λογικές, πρώην
σταθερές, δοµές, γίνονται φανερές λ.χ. στα όνειρα, στην ποίηση και στη
µοντερνιστική πειραµατική γραφή που διαταράσσει την επιφάνεια της γλώσσας
(όπως λ.χ. η ποίηση του ε.ε.κάµινγκς). Απ’ αυτό το ‘τυχαίο’ στοιχείο δεν µπορεί ποτέ
να ξεφύγει ούτε και ο πιο επιµελής και συνειδητοποιηµένος πεζογράφος. Σαφώς,
αφού η γλώσσα είναι εξ ορισµού µια εφευρετική και αυτοσχεδιαστική πρακτική, αν
κοπεί από το σηµειωτικό πεδίο της Κριστέβα, αυτοµάτως θα εξαφανιστεί.
Την ιδέα της βασικής αντίθεσης ανάµεσα στο σηµειωτικό και το συµβολικό η
Κριστέβα την οφείλει στον Ζακ Λακάν και στη διάκρισή του ανάµεσα στα δύο πεδία,
το φαντασιακό και το συµβολικό. Το φαντασιακό πεδίο είναι αυτό του παιδιού στο
προ-γλωσσικό, προ-οιδιπόδειο στάδιο. Ο εαυτός δεν διακρίνεται ακόµη από ό,τι δεν
είναι ‘εγώ’ και η αίσθηση του σώµατος ως οντότητας διακριτής από τον υπόλοιπο
κόσµο δεν έχει ακόµα εδραιωθεί. Το παιδί ζει σε ένα εδεµικό βασίλειο, ελεύθερο και
από την επιθυµία και από την έλλειψη. Το σηµειωτικό θεωρείται ως εγγενώς πολιτικά
ανατρεπτικό και απειλεί πάντοτε την κλειστή συµβολική δοµή που ενσωµατώνεται σε
συµβάσεις όπως είναι οι κυβερνήσεις, οι δοσµένες πολιτισµικές αξίες και η
γραµµατική της συµβατικής γλώσσας.
`
Για κάποιες φεµινίστριες αυτός ο οραµατικός ‘σηµειωτικός’ θηλυκός κόσµος
και η γλώσσα που επικαλούνται η Σιξού και η Κριστέβα είναι ένα ζωτικό πεδίο
δυνατοτήτων, η αξία του οποίου είναι να επιτρέπει το να φανταστεί κανείς
εναλλακτικές του κόσµου που έχουµε τώρα, και ειδικότερα αυτού που έχουν οι
γυναίκες. Για άλλους, παραδίδει µοιραία στα χέρια των αντρών τον κόσµο της
λογικής και διατηρεί για τις γυναίκες µια παραδοσιακά συναισθηµατική, διαισθητική,
υπερ-λογική και ιδιωτική περιοχή. ∆εν είναι λοιπόν παράξενο που το ζήτηµα της
γλώσσας είναι µια από τις πιο διαµφισβητούµενες περιοχές της φεµινιστικής κριτικής.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
14 Ann Rosalind Jones, ‘Imaginary gardens with real frogs in them: Feminist euphoria and the FrancoAmerican divide, 1976-1988’, in Gayle Greene – Coppelia Kahn (eds.), Changing Subjects: The
making of feminist literary criticism, London: Routledge 1993, 64-82.
15 Βιρτζίνια Γουλφ, Ένα δικό σου δωµάτιο (µτφρ. Μίνα ∆αλαµάγκα), Αθήνα: Οδυσσέας 2005, σσ. 116-
117.
16 Dale Spender, Man Made Language, London: Routledge 1980.
17 Sandra Gilbert – Susan Gubar, ‘Sexual linguistics: gender, language, sexuality’ in Catherine Belsey –
Jane Moore (eds.), The Feminist Reader, London & New York: Blackwell 1989, 81-100.
`
***************************
Kατά τη δεκαετία του 1980, η λογοτεχνική θεωρία, και το ενδιαφέρον γι’ αυτήν, έφθασε στο ζενίθ. Ήταν η «μεγάλη στιγμή» της θεωρίας, η εποχή που το θέμα ήταν της μόδας και συζητιόταν πολύ. Στη δεκαετία του 1990 σημειώθηκε μια σταθερή παραγωγή βιβλίων και άρθρων, με τίτλους όπως Μετά τη θεωρία, ή «Μετα-Θεωρία», κλπ. Όπως υποδηλώνουν τέτοιοι τίτλοι, η «στιγμή» της θεωρίας έχει μάλλον περάσει. Επομένως, γιατί άλλο ένα εισαγωγικό βιβλίο για τη θεωρία, τόσο αργά;
Η απλή απάντηση είναι ότι, μετά τη «στιγμή» της θεωρίας έρχεται, αναπόφευκτα, η «ώρα» της θεωρίας, όταν το θέμα παύει να είναι αποκλειστικό αντικείμενο μιας αφοσιωμένης μειονότητας και μπαίνει στη γενική κυκλοφορία της διανοητικής ζωής.
Η κύρια ευθύνη οποιουδήποτε επιχειρεί ένα τέτοιο εγχειρίδιο είναι να ανταποκριθεί στην ανάγκη για σαφείς εξηγήσεις και παρουσίαση παραδειγμάτων. Καθώς διαβάζετε, θα συναντάτε προτεινόμενες δραστηριότητες, με τον τίτλο Στάσου και σκέψου, που είναι σχεδιασμένες για να σας δίνουν κάποια πρακτική εμπειρία της λογοτεχνικής θεωρίας και των προβλημάτων της.
Δεν θα διαβάζετε απλώς γι’ αυτήν, πράγμα που θα περιόριζε τη θεωρία σε ένα είδος θεαματικού αθλήματος που το παίζουν μόνο οι σούπερ σταρ, αλλά θα αρχίσετε να
την εφαρμόζετε κι εσείς οι ίδιοι.
Το να συμμετέχετε μ’ αυτό τον τρόπο θα σας βοηθήσει να αποκτήσετε μια προσωπική αίσθηση της θεωρίας, και θα αυξήσει, ελπίζω, την αυτοπεποίθησή σας.
Ελπίζω επίσης ότι οι δραστηριότητες αυτές θα προσφέρουν μια βάση για σεμιναριακές
συζητήσεις, στην περίπτωση που το βιβλίο χρησιμοποιηθεί στη διδασκαλία ενός μαθήματος λογοτεχνικής θεωρίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: