Υπάρχουν κείμενα για τα οποία δεν έχει κανείς λόγο να πει πολλά· μιλάνε από μόνα τους. Όλα βέβαια τα κείμενα μιλάνε, λίγα όμως ακούγονται· κι ακόμη λιγότερα έχουν προσωπική μιλιά. Πολλά μιλούν, λίγα λαλούν. Σπάνια συναντάει κανείς λογοτεχνικό κείμενο το οποίο να ανασταίνει πλέρια και ολόκληρη την ανθρώπινη μιλιά. Παρότι αυτό είναι η λογοτεχνία· ανάσταση προσώπων και παθών. Τις μετρημένες φορές που αυτό συμβαίνει είναι πραγματική αποκάλυψη. Οι ήρωες δεν αποκτούν απλώς και μόνο λόγο, αλλά πρόσωπο, ψηλαφητή παρουσία. Κι η φωνή και το πρόσωπο που ανασταίνει ο συγγραφέας ακολουθούν για καιρό τον αναγνώστη αφότου κλείσει το βιβλίο. Από μόνο του τούτο το κατόρθωμα αρκεί ως μέγιστος έπαινος και κριτική του βιβλίου του Θωμά
Κοροβίνη. Όλος του ο πλούτος προσφέρεται απλόχερα και μονομιάς· το κείμενο λάμπει ολοδιάφανο μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, όπως το προφορικό τραγούδι ή η λαϊκή ζωγραφιά που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά του ανθρώπου. Το λογοτέχνημα είναι όλο στην επιφάνεια, είναι όλο επιφάνεια, αλλά καθόλου επιφανειακό· δεν χρήζει κριτικών και ειδικών που θα αναμοχλεύσουν τα βάθη του για να ανασύρουν κρυμμένα νοήματα στο φως. Όλη του την τέχνη και την αξία, την κουβαλάει η ζωντανή φωνή που σου μιλάει. Όλα τα υπόλοιπα, ιστορικά γεγονότα, ιστορική και λογοτεχνική αλήθεια, σφαγές και αμάχες, ανδραγαθήματα και προδοσίες, πίκρες και χαρές, μέχρι και η ψιλοδουλεμένη δαντελωτή αφηγηματική του γλώσσα, με τις μελωδικές της παρηχήσεις και τις φειδωλές μα υπαρκτές παπαδιαμαντικής υφής περιγραφές της, έρχονται θα ‘λεγε κανείς δεύτερα, μετά το θάμβος της αναστημένης λαλιάς, μετά το κάλλος της μουσικής της. Γι’ αυτό και ξαναλέω πως το βιβλίο αυτό δεν χρήζει παρουσίασης ή κριτικής, αλλά μονάχα μεγαλόφωνης ανάγνωσης. Πολλαπλών ευφραντικών αναγνώσεων. Κι αφού αφεθούμε στη μαγεία της μουσικής του, τότε μονάχα μπορούμε να αφουγκραστούμε του μοιρολογιού το πικρό παράπονο. Γιατί ο στερνός μονόλογος του Οδυσσέα Ανδρούτσου έχει τη μορφή αφηγηματικού τραγουδιού, είναι δηλαδή δουλεμένο με άξονα την επανάληψη ή την επωδό, όπως κάθε προφορική λαλιά. Κι όπως συμβαίνει με κάθε αναστημένη και ζωντανή φωνή είτε πρόκειται για προφορικό τραγούδι, είτε για μελωδικό πεζό, η φωνή αυτή παραμένει εσαεί ζωντανή. Γιατί η λογοτεχνία όταν είναι αληθινή λογοτεχνία κι όχι αδέξια δημοσιογραφική αποτύπωση της επικαιρότητας, μιλάει -προσδιορίζοντάς το- πάντα σε ένα ιστορικό αναγνωστικό παρόν. Η ζωντανή λογοτεχνία αναφέρεται και συνδράμει στο παρόν της κάθε εποχής και του κάθε αναγνώστη, φωτίζοντάς το. Είναι οντολογικά ιαματική ή μάλλον καλύτερα, οντολογική και γι’ αυτό άκρως ιαματική καθώς αποκαλύπτει κάθε φορά από την αρχή πως τα πάθια και οι καημοί του κόσμου δεν έχουν τελειωμό, ανατέμνοντας τα αιώνια ερωτήματα περί ζωής, θανάτου, σωματικής και ψυχικής οδύνης. Η νουβέλα του Θωμά Κοροβίνη, Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε, δεν είναι ένα οποιοδήποτε τραγούδι· είναι το προσωπικό μοιρολόι ενός μελλοθάνατου (εξ ού και το πεζό συνομιλεί καθ’ όλη την εκδίπλωσή του με το δημοτικό τραγούδι) είναι ένας αέναος, χάρη στη λογοτεχνία, ακροτελεύτιος λυγμός, ένα μελωδικό αφηγηματικό έπος τσέπης, που αν το αφουγκραστούμε καλά, αντιλαμβανόμαστε πως βρίσκεται στους αντίποδες του ολέθριου τραγουδιού των Σειρήνων. Δεν ζητάει να αποπλανήσει ή να παραπλανήσει, αλλά να πει την αλήθεια του, να τραγουδήσει την πίκρα και τον χολωμένο πόνο του κατάφωρα αδικημένου. Αυτή είναι η μαγεία και το πολυτίμητο δώρο της λογοτεχνίας· ζωντανεύοντας τις φωνές των ιστορικών προσώπων (οι μεγάλοι λογοτεχνικοί ήρωες φέρουν πάντα ένα ιστορικό βάρος), ανασταίνει την ιστορία (την ιστορία με Ι κεφαλαίο, αλλά και την προσωπική οικουμενική ιστορία του κάθε ανθρώπου) μετατρέποντας τα γεγονότα των ιστορικών κιταπιών σε έργα και ημέρες ζωντανών προσώπων με σάρκα και οστά. Πόσο δε μάλλον, όταν πρόκειται για πρόσωπα υπαρκτά. Όπως κάθε αναστημένη λογοτεχνικά φωνή, η λαλιά του Ανδρούτσου θα επαναλαμβάνει εφεξής ατέρμονα το λυπητερό της τραγούδι, το οικουμενικό παράπονο του προδομένου Ρωμιού. Η νουβέλα του Κοροβίνη διαθέτει κάτι οικουμενικά ελληνικό ή ελληνικά βαθιά οικουμενικό. Από τον Εφιάλτη των Θερμοπύλων και το Οιδίποδα επί Κολωνώ μέχρι τον ήρωα του Κιβωτίου του Αλεξάνδρου ή ακόμη κι ορισμένους αποσκορακισμένους ήρωες του Παπαδιαμάντη, του Χατζή ή του Ιωάννου, ο τόπος αυτός μαστίζεται «από τον ζοφερό δαίμονα της ιδιοτελείας» και της προδοσίας. Γι’ αυτό και η αδικία που άδει ο Ανδρούτσος διαθέτει κάτι το διαχρονικά ελληνικό και οιονεί άχρονο. Φράσεις όπως «Μα τι καλοί το γένος, όταν μολεύουμε την ψυχή μας με την οχέντρα της ζήλιας, ο ένας ενάντια τ’ αλλουνού;» ή «Μηδέ Τουρκιά, μηδέ Αρβανιτιά, παρά μπαμπέσηδες ομογενείς μου κανονίζουν την τύχην μου σατραπικώς», ή ακόμη «η τυραννία ετούτων όπου τώρα μας διαφεντεύουν είναι χειρότερη των Τούρκων» και «Υπό δίωξη ήμουν και προδομένος οικτρώς από φίλια βέλη διότι οι πλείστοι των Ρωμιών είναι αργυρώνητοι» θα μπορούσαν και όντως βρίσκονται στα χείλη όλων των ιστορικών και λογοτεχνικών προσωπικοτήτων στης διαχρονία της ελληνικής ιστορίας. Ενώ όταν ο Δυσσέας οδύρεται φωνάζοντας πως «αργεί να γένη συνείδησις η εθνική ανάγκη», και πως «αφού, λέγω, είμεθα πρώην σκλάβοι, φρέσκοι ελευθερωμένοι, αν δεν δίνωμε πίστην εις την ιδέαν της Πατρίδος, είμεθα προς όλεθρον» οι φωνές αυτές μοιάζουν βγαλμένες από σημερινά στόματα. Ταυτόχρονα θυμίζουν την παρατήρηση του Κωστή Παπαγιώργη, σύμφωνα με την οποία, είμαστε η μοναδική περίπτωση χώρας που πέρασε επανάσταση, όπου άλλοι πολέμησαν και άλλοι ανέλαβαν την κερδισμένη εξουσία. Φέρνουν επίσης στο νου και την καίρια εκείνη διάκριση του Ζήσιμου Λορεντζάτου από τα Collectanea: πως ενώ με την επανάσταση του ’21 κερδίσαμε την ελευθερία του υπόδουλου, δεν καταφέραμε ποτέ το παραπάνω βήμα για να κερδίσουμε την ελευθερία του ελεύθερου. Αν τα τελευταία χρόνια, δεν την απωλέσαμε κι αυτήν ακόμη, με τα μνημόνια που μας δένουν χειροπόδαρα γενεές δεκατέσσερες. Ο σημερινός και πολύ φοβούμαι ο παντοτινός έλληνας αναγνώστης μοιράζεται την διαπιστωτική οδύνη του Δυσσέα όταν εκείνος διαμαρτύρεται λέγοντας πως «οι δημογέροντες επιθυμούν να παραμείνουν υπό τον ζυγόν έτι πλουταίνοντες», και πως «οι άλλοι, οι απόλεμοι, οι πολιτικοί, εβάλθησαν να μας κάμουν δούλους των». Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι κατά βάθος ένας ήρωας που κατά το παράδειγμα του ένδοξου προγόνου του, παλεύει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Σε μια πατρίδα όμως ανύπαρκτη καθώς όπως λέει «δεν είχομεν ντοβλέτι, δεν είχομεν έθνος αυτεξούσιον», μια πατρίδα την οποία έπρεπε ο ίδιος να ανασυστήσει. Η πατρίδα είναι ο οιονεί ανέφικτος προορισμός του πλάνητα. Κι η περιπλάνηση η προϋπόθεση της πατρίδας. Σε αυτό το αρχέγονο πολιτιστικό παράδειγμα εντάσσεται κι ο Ανδρούτσος. Αυτό που χωρίζει τους δύο Οδυσσέες είναι πως ο πρώτος και αρχετυπικός, αφού ξεπάστρεψε τους μνηστήρες και τους πεζεβέγκηδες που τη νέμονταν, κατόρθωσε να την ανακτήσει, ενώ ο ήρωας που ανασταίνει ο Κοροβίνης πεθαίνει ατιμασμένος και προδομένους από τους ίδιους του τους συναγωνιστές. Το διαχρονικό παράπονο του προδομένου Ρωμιού είναι ένα λυπητερό τραγούδι στο οποίο συνήθως κλείνουμε τα αυτιά μας. Θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αλυσοδεθούμε σε κάποιο κατάρτι και να το ακούσουμε με αυτιά τεντωμένα. Ας ακούσουμε λοιπόν την ζωνταντή φωνή του Οδυσσέα Ανδρούτσου που ανέστησε ο Θωμάς Κοροβίνης.
«Ολίγη μπέσα ωρέ μπράτιμε» ΤΟΥ Θωμά Κοροβίνη
https://www.hartismag.gr/hartis-17/biblia/o-dystyxos-dysseas?fbclid=IwAR0dSbhne0h3e7_eHCObiyYuDZFauyhFhVr1sQgFLJzl7F-SSVGDtsTOQXM#.XvBr37KSUmQ.facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου