Θωμάς Ιωάννου
Η θάλασσα δεν είναι πάντοτε φιλική και η ναυτία που προκαλεί στους ταξιδιώτες της είναι ένα σύμπτωμα που από παροδικό συχνά καθίσταται χρόνιο. Φανταστείτε τώρα κάποιον να διασχίζει την Ερυθρά Θάλασσα της ιστορίας δίχως την ελπίδα να βρεθεί το ραβδί του Μωυσή για να μετατοπίσει τα νερά ώστε να φτάσει στη γη της επαγγελίας. Ακόμα χειρότερα, όταν η ουτοπία εκπνέει και δεν υπάρχει παρά μονάχα μια χώρα σε κατάσταση δυστοπίας που αδυνατεί να ορίσει τα χωρικά της ύδατα. Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος παρέμεινε μια αμφίβια ύπαρξη, μισός δοσμένος στη θάλασσα και μισός ταγμένος στη στεριά. Ίσως, κάποτε να διαχωρίστηκαν εντός του η στεριά και η θάλασσα και έκτοτε συνέχισε εν μετεωρισμώ. Η φράση «ζήσαμε με μισή καρδιά σε στεριά και σε θάλασσα»
[1], συνοψίζει τη διχοστασία και αμφιθυμία του ποιητή, καθώς και την αδυναμία του να υπάρξει εν όλω, δίχως μια διαρκή απειλή διαμελισμού. Δυσπροσάρμοστος όντας, σταδιακά ανέπτυξε το σύμπτωμα της ναυτίας, μιας δυσανεξίας στην περιρρέουσα πραγματικότητα. Τον ξέβρασε το κύμα της ιστορίας και επέζησε σε μία κατάσταση πρωτογονισμού, απορρίπτοντας το πλαίσιο μιας τεχνολογικής(λογοτεχνικής) προόδου. Έχοντας στις αποσκευές του τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, επέστρεψε στα στοιχειώδη και χρειώδη, στην πυρηνική δηλαδή ουσία της ύπαρξης. «Έμαθα τον αποχαιρετισμό σε όλες τις γλώσσες»[2], επισημαίνει και καθώς «φεύγοντας κι απ’ την ποίηση δεν έχεις πού να πας/και τα ταξίδια τελειώνουνε μια μέρα»[3], ξανοίχτηκε στο πέλαγος μιας τρικυμιώδους στεριάς. Πέρασαν τόσα χρόνια και δεν έμαθε πώς να ισορροπεί σε ένα κομμάτι γης. Με τα μάτια διαρκώς στραμμένα στη θάλασσα, γύρισε την πλάτη στη στερεή γη, έτοιμος πάντα για ένα μεγάλο μπάρκο στο απέραντο. Όμως, η γη ένας πλανήτης διαρκώς περιστρεφόμενος περί τον άξονά της, προκαλεί μια αίσθηση ιλίγγου στους ανθρώπους. Είτε βρισκόμενοι στη θάλασσα, είτε στη στεριά, είμαστε καταδικασμένοι σε μια δυσάρεστη αίσθηση αβεβαιότητας. Ετοιμοπόλεμοι για τα πάντα, μα βαθιά ανέτοιμοι για το ελάχιστο, όμοια καρυδότσουφλα στην παραμικρή αλλαγή του καιρού. Εύστοχα ο Γ.Λ. λέει πως «ο πόλεμος δεν μου πήρε τίποτα/έχασα τη ζωή μου εν ειρήνη»[4]. Υπογράμμισε έγκαιρα τη διαβρωτική επίδραση μιας παρατεταμένης ειρήνης που επιβλήθηκε με όρους ψυχροπολεμικού συμφώνου μη-επίθεσης. Απογυμνωμένος ο ποιητικός λόγος από την αιμοβόρα φύση του μοιάζει ξεδοντιασμένος λύκος, ένα ακόμα εξημερωμένο κατοικίδιο ή ένας αδέσποτος αυτοκτόνος. Σχεδόν παρόμοια πορεία ακολούθησε και η ιδεολογική περιπέτεια του βίου του. Αποσύρθηκε από το μανιασμένο πέλαγος, αλλά και στη στεριά δεν ησύχασε. Ένα κύμα χωμάτινο υψώθηκε καταμεσής της ζωής του απειλώντας να σκεπάσει τη γενιά του. Όσοι χτυπήθηκαν από το κύμα αυτό δεν έπαψαν να μυρίζουν χώμα. Μάθανε πόσο ζυγίζει το εφήμερο και θέλησαν να κάνουν αυτό το ελάχιστο που γλιστρά μέσα από τα δάχτυλα να απλώσει ρίζες σε ένα γόνιμο έδαφος. Ποιητής που γεφύρωσε επιδέξια το γαιώδες και το ουτοπικό, ο Λυκιαρδόπουλος έθρεψε το λόγο του πιο πολύ από ένα καθαρόαιμο ένστικτο ύπαρξης παρά από ένα απλό ένστικτο επιβίωσης. Διέστειλε τα όρια της γραφής, ενώ ταυτόχρονα περιέστειλε με άκρα οικονομία τον όγκο της, προσδίδοντας εκτόπισμα στα ποντοπόρα λόγια του. Με τη γνώση ότι χρειάζεται μουτζούρα στις μηχανές ένα καράβι για να ταξιδέψει, ο Γ.Λ. δεν έμεινε απλώς στη γέφυρα ατενίζοντας μπροστά. Ένιωσε την κόψη της θέας στα εντόσθια του πλοίου και την τρομακτική ενατένιση του ένδον στρέφε καθώς ποτίστηκε στη σκουριά και οξειδώθηκε από τα χαλκεία της ιστορίας. Ξέρει επίσης, πως κάθε σκαρί για να καταστεί πλεύσιμο οφείλει να πετάει τη σαβούρα του ή τουλάχιστον έχει όφελος μόνο αν τη διαχειρίζεται παραγωγικά. Η κραυγή «άνθρωπος στη θάλασσα»[5], ηχεί εκκωφαντικά στα κείμενά του, μόνιμη υπενθύμιση πως συχνά ο άνθρωπος λογίζεται ως σαβούρα που αναγκάζεται να θυσιαστεί με ή χωρίς τη θέλησή του -για το καλό του καραβιού. Ο ίδιος ο ποιητής βρέθηκε ριγμένος μεσοπέλαγα κι έμαθε κολύμπι στα αφιλόξενα νερά της μεταπολεμικής ιστορίας. Οι στίχοι του αν και ποτέ δε φλέρταραν με έναν «αγωνιστικό τουρισμό κρουαζιέρας» γνώριζαν να τορπιλίζουν τα εύδρομα του συνόλου. Ο υποβρύχιος σαρκασμός και η ύφαλος ειρωνεία του κατάφεραν ισχυρά πλήγματα στο άτρωτο μιας ναυαρχίδας Αλήθειας. Από το περισκόπιο του σημάδευε τις νοηπομπές σχετικοτήτων που με την αλαζονεία τους κυκλοφορούσαν ως στόλος βεβαιοτήτων. Ο λόγος του στασιωτικός, καλεί το πλήρωμα σε ανταρσία, σε ρήξη με την προαποφασισμένη πορεία. Μονίμως αντιρρητικός απέναντι σε καπεταναίους του γλυκού νερού, αλλά και ευθέως απορριπτικός εναντίον όσων μιλάνε εκ του ασφαλούς, χαράζοντας την πορεία επί χάρτου. Με τον λόγο του, αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη να οδηγήσει το σκάφος, αψηφώντας τα όποια απαγορευτικά απόπλου καθιστώντας δραστικό μόνο τον εν κινδύνω λόγο, εκείνον που αρθρώνεται με όρους ζωής και θανάτου και επιμένει να εγκαταλείψει τελευταίος το βυθιζόμενο πλοιάριο. Μα πριν το εγκαταλείψει, προειδοποιεί πως «ο καιρός είναι στην μπάντα μας/κι ο ναύτης που ‘ρχεται να πιάσει το τιμόνι/ανήξερος και φοβισμένος»[6] καλεί δε τον πολύπειρο σύντροφό του να ορμηνέψει τον αμάθητο ακόμη στα της θάλασσας πρωτόμπαρκο. «Δείξε του πού πονάει το καράβι»[7]. Προτροπή που ενδεχομένως απευθύνεται και εις εαυτόν, καθώς ο Λυκιαρδόπουλος συστηματικά, με επίμονη κι ευθύβολη ματιά, δεν έπαυσε να καταδεικνύει τα σημεία όπου «πονάει» το καράβι. Τι κι αν η δική του βάρδια πλησιάζει στο τέλος της, δεν παύει να ξαγρυπνά στο πλευρό όσων θαλασσοδέρνονται ξεχασμένοι από τη θεία πρόνοια. Ως παλιός μαρκόνης, ο Γ.Λ. έμαθε πόσο κρίσιμη είναι η αποστολή ή λήψη κάθε μηνύματος και ταύτισε τη γραφή με έναν κρυπτογραφικό κώδικα που απευθύνεται αποκλειστικά σε μυημένους. Το σπάσιμο αυτού του κώδικα προϋποθέτει μια προάσκηση στις φουρτούνες της σάρκας και του πνεύματος, αλλά και μια ακρόαση όλων των στεναγμών και εξομολογήσεων των συντρόφων του. Ακόμη περισσότερο, απαιτείται να μπορεί να στήνει το αυτί του να αφουγκράζεται τη θάλασσα, τον επίμονο καλπασμό των κυμάτων του επερχόμενου. Επίσης, η τέχνη σχεδόν μυστικά προετοιμάζεται για μια αναμέτρηση και η επίθεσή της στηρίζεται στον αιφνιδιασμό. Επιβάλλοντας μια σιγή ασυρμάτου, μην επιτρέποντας στους στίχους του να φλυαρούν προδίδοντας, αλλά να ομιλούν δια της σιωπηλής άλω που τα περιβάλλει, πλησίασε απειλητικά τις εχθρικές ακτές ενός πνευματικού ολοκληρωτισμού. Δίχως διάθεση κονκισταδόρικη, αλλά με πρόθεση εξερεύνησης των ορίων της ανθρώπινης φύσης, επιχείρησε τον διάπλου της ελληνικής ποίησης και ιστορίας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. «Δε χάσαμε και τίποτα σπουδαίο/στις παρακάμψεις των καλών ελπίδων/ψεύτικοι φάροι μας θαμπώσανε για λίγο/-κάτι χρονάκια που είχαμε τα δώσαμε στο γραίγο»[8], αποφαίνεται με πικρή ειρωνεία, απόσταγμα μιας πείρας ζωής που κατέληξε κι αυτή, όπως και τόσες άλλες σε ναυάγιο. Όμως δε λιποψυχεί: «ξέρω πως το ναυάγιο τούτο μου ανήκει/-και τα διαμάντια και τα κάρβουνα δικά μου»[9].Περήφανος για τα ναυάγιά του, δεν αναζητεί τις ευθύνες του σε άλλους. Εξάλλου, «κάποιος πρέπει να πει την παράφωνη αλήθεια»[10] και επωμίζεται το φόρτο να φαλτσάρει από τον κοινό σκοπό και να μην κρύβεται μες στο ηχόχρωμα ενός συλλογικού ψεύδους, καθώς γνωρίζει πως «στο πουθενά γυρίζει πάντα η πλώρη μας»[11]. Εν αντιθέσει με ποιητές που αναζήτησαν μια φυγή από την πραγματικότητα μέσω εξωτικών διαδρομών, η ποίηση του Γ.Λ. παρέμεινε σε διαρκή διαπάλη με μια πραγματικότητα με σημαία ευκαιρίας, καθώς με πείσμα εμβόλιζε την αήττητη αλήθεια της. Μα πέρα κι από αμφίβιο ον, ο Γ.Λ. στάθηκε με τον τρόπο του, ένα ον αμφιθάνατο, κερδίζοντας το δικαίωμα της θανής του τόσο στη στεριά, όσο και στη θάλασσα. Η επιλογή όμως της θυσίας δεν έχει παρά νόημα σε καταστάσεις όπου ο χρόνος υπερβαίνει το φθαρτό του στιγμιαίου και αποκτά διαστάσεις στο διηνεκές. Σε συνθήκες ωρολογιακού χρόνου, οι άνθρωποι ακολουθούν τον κιρκάδιο ρυθμό της επιβίωσης. «Χτες ακόμα ήμαστ΄ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους/σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι…»[12]. Μόνη επιλογή διατήρησης της ζωής και του πνεύματος μιας εποχής αποτελεί η μηχανική υποστήριξή της στην εντατική της μνήμης. «- δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα/είν’ εύκολο να ξεχνάς κι είναι σα να πεθαίνεις»[13]. Αυτή η συνεχής πάλη ανάμεσα στο φευγιό και στο ρίζωμα, στη θάλασσα και τη στεριά, στη λήθη και τη μνήμη, αποτελεί αξονικό στοιχείο της ποίησης του Λυκιαρδόπουλου. Αγωνίζεται να κρατήσει το φρόνημά του υψηλό, όσο κι αν δοκίμασε τη σκουριά και το δάκρυ. «Σκουριά, δάκρυ του σίδερου δοσμένο στο σκοτάδι»[14]. Είδε το κύμα και την κώμη του να φεύγουν προς το απέραντο και ρίχτηκε ξοπίσω τους να αρπάξει έστω την ταραχή που γέννησε στη θάλασσα το πέρασμά τους. Θηρευτής των κυμάτων, δε δίστασε να ριχτεί σε νερά που λυμαίνονται καρχαρίες και μολύνουν οι βαριές βιομηχανίες του πνευματικού πολιτισμού. «Εγώ κυνηγημένος από μέσα μου όρμησα στα κύματα χωρίς σωσίβιο. Ύστερα μ’ άρπαξαν οι λέξεις –άλλο ναρκωτικό δε γνώρισα.»[15]. Υπό την επήρεια λέξεων ακριβών διεκδίκησε τα ερείπιά του, την κυριότητα των απωλειών του. Σε καιρούς θρησκευτικής λατρείας της νίκης με κάθε τίμημα, προτίμησε την ήττα. Χωρίς να φυγομαχήσει, αλλά στρέφοντας υπερηφάνως την πλάτη του στους θριαμβευτές της αύριο. Πάλεψε για τα ταπεινά του χαλάσματα, για τα συντρίμμια του που δεν εξαγοράζονται, μα ούτε και επανορθώνονται ή αποζημιώνονται. «Αφήστε μου εμένα τούτα τα χαλάσματα/κι ένα πουλί μέσα στις λέξεις μου να φεύγει»[16]. Η εμμονική σχεδόν προσήλωσή του σε έναν άνοστο νόστο, δεν τον αφήνει να σαγηνευθεί από το τραγούδι των σειρήνων. Δένεται στο κατάρτι, που έχει ως κορμό την ιστορία και με τα σχοινιά των στίχων του σφιχτά πάνω του, παραπλέει τον πειρασμό. Η μόνη εξασφάλιση του ποιητή, είναι εν τέλει ο εθελούσιος αυτοπεριορισμός, η επιλογή της φυλακής του, ώστε να μη δοθεί βορά στα χέρια όσων χτίζουν μια φυλακή ή ένα μέλλον ερήμην του. Διαλέγοντας τη ποινή και το κελί του απολαμβάνει το μέγιστο βαθμό της ελευθερίας του. Η εγκατάλειψη ενός λόγου ευρύχωρου και ταυτόχρονα ευρύστερνου, με πολλά περιθώρια ανάσας και κινήσεων, σηματοδοτεί μια αλλαγή στρατηγικής. «Όταν ήρθαμε/υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα/στα υπόγεια καταφύγια του στίχου.»[17]. Η υιοθέτηση μιας σχεδόν στενογραφικής ποιητικής γλώσσας ήρθε να περιφρουρήσει σε συνθήκες καταιγισμού άσφαιρων λόγων το ελάχιστο θρόισμα που θα μαρτυρούσε την τυχόν ύπαρξη ελπίδας. Η μεταπολεμική ποίηση συνέχισε να διατηρεί ζωντανό τον ψίθυρο της ζωής, απαντώντας με τον τρόπο της στην περίφημη ρήση του Adorno («Μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση») καθώς διακόνησε την τέχνη με όρους στρατοπέδου συγκέντρωσης. Επέμεινε να θρυμματίζει το «μεγάλο τραγούδι» σε κομμάτια μικρά, ώστε ως θραύσμα να αποκτά μεγαλύτερη πιθανότητα να δραπετεύσει από την κοινωνική μοίρα. Ένας λόγος που λειτουργεί καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του κατακερματισμένου ανθρώπου, χάρη στη δυναμική της ακραίας συμπύκνωσης νοήματος ύπαρξης, δύναται να γλιστρήσει ανάμεσα από τα συρματοπλέγματα ενός ολοκληρωτικού πολιτισμού. Η στρατηγική επιλογή της μεταπολεμικής ποίησης να αποβάλλει τον μεγαλοϊδεατισμό παλιότερων γενεών και να παραλλαχθεί σε θραύσμα ώστε να διατηρήσει την ακεραιότητά της κατέστησε τον λόγο της δραστικό και μάχιμο. Η περίπτωση του Γ.Λ. είναι χαρακτηριστική ενός λόγου σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα που συνεχίζει να διατηρεί το αξιόμαχο των λέξεων υποσκάπτοντας διαρκώς την υπεροπλία μιας κτηνώδους τιποτολογίας. Βλέποντας στις μέρες μας να επανακάμπτει αλαλάζοντας μια ποίηση που επενδύει στην κρίση για να ανυψωθεί, δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε πως θα μπορούσε η συγκυρία αυτή να οδηγήσει σε μια γραφή που θα μιλά περισσότερο δια της πλαγίας συνωμοτικής οδού. Ακούγεται αστεία ή εύκολα χειραγωγήσιμη μια εκτονωτικής διάθεσης λαλιά που σκοπεύει στη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση μιας μερίδας του κόσμου. Ο υφέρπων λαϊκισμός μιας «ποίησης-κραυγής» αφοπλίζει ιδεολογικά και αισθητικά την τέχνη του λόγου, καθώς τη καθιστά εφησυχαστικό μηχανισμό κάθαρσης συνειδήσεων. Αντιθέτως, οι υπο-σημειώσεις του Λυκιαρδόπουλου στο περιθώριο του ελληνικού λόγου λειτούργησαν εξόχως ερεθιστικά για μια αναμέτρηση με τα φαντάσματά μας. Επωμίζεται το επαχθές φορτίο να μιλήσει ως ο επώνυμος κανένας, αποφεύγοντας τις καλλιλογίες μιας χαζοχαρούμενης αδελφοσύνης, απευθυνόμενος στο πιο αποκρουστικό μας πρόσωπο. Αυτός ο λαθραίος άνθρωπος του καιρού μας «κλωτσάει» το μαλακό υπογάστριο μιας ληθαργικής πόλης με λέξεις που μοιάζουν να συντάσσουν ένα λιτό ανακοινωθέν θανάτου «ο πρώτος σου πακιστανός/ο αόρατος άνθρωπος/συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό/νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ” ουρανού/αιώνιοι ευνοούμενοι της ήττας»[18]. Αντί να συμμορφωθεί με την ρότα που χάραξε ο κυβερνήτης, που διασφάλιζε μια αβλαβή διέλευση ανάμεσα από τους κινδύνους, επέλεξε μια σταθερή Λοξοδρομία [19], κατευθύνοντας το καράβι σε πείσμα των πυξίδων που πάντοτε δείχνουν προς το δέον. «Όμως κάποιο λάθος υπάρχει στο χάρτη σου, και θα το εκμεταλλευθώ. Το καράβι το ορίζουν τα κύματα, τα κύματα κανείς»[20]. Η περιστροφή του ποιητικού του λόγου γύρω από τον ήλιο της ουτοπίας εξασφάλισε τη μη εξάρτησή του από μια αμετακίνητη στεριά ως βάση και άξονα περιστροφής. Είναι προικισμένη λοιπόν η ποίησή του με τη γοητεία της ρευστής επισφάλειας του ανθρώπινου παράγοντα και της ιστορίας, καθώς ο ακατάπαυστος μετεωρισμός της ύλης καταγράφεται με σπάνια ενάργεια στο έργο του. Η σεισμική ακολουθία των ιστορικών γεγονότων πάνω από μια γη που δεν ησυχάζει, μα διαρκώς σείεται, ευρισκόμενη στο μεταίχμιο μετακινούμενων τεκτονικών πλακών, θέτει σε δοκιμασία τη στατικότητα των υποδομών μιας κοινωνίας σε εξέλιξη. Επιστρέφοντας, θα διαπιστώσει ο ίδιος στην πατρίδα του το μέγεθος των ζημιών που υπέστη το όραμα, πέρα από ρωγμές στο ηθικό του, και ανακαλύπτει χάσματα που ανοίχτηκαν ανάμεσα στη γενέθλια γη και στον εαυτό του που δεν γεφυρώνονται με λόγια «δεν έχω τίποτα σ’ αυτό τον τόπο/περαστικός σαν να ‘ρχομαι στα παιδικά μου χρόνια/το μέλλον είναι έτοιμο»[21]. Κάθε καινούργιο συμβάν επιπροσθέτει σεισμικό φορτίο σε μια ήδη επιβαρυμένη κατασκευή, απειλώντας με κατάρρευση το οικοδόμημα μιας ετοιμόρροπης ανάπτυξης, «το κέρδος αλωνίζει και θερίζει/μιλάει κεφαλλονίτικα γελάει αμερικάνικα/-βούτυρο και τσιμέντο/πέτρινε/πέτρινε Μαρίνο/πού τρέχει τώρα ο λογισμός σου;/ βούτυρο και τσιμέντο οι κομμούνες σου….μαδημένη πατρίδα/τριαντάφυλλο/στα χοντροδάχτυλα του κέρδους/έτσι πάει το έθνος».[22] H κάθε κοινότητα προσπαθεί να ενσωματώσει δια της αφομοίωσης κάθε ίχνος απόκλισης από την κοινή γραμμή, μα η αγκαλιά της αποδεικνύεται ανίκανη να στεγάσει ένα λυγμό «αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί πια ούτε να κλάψει/γιατί οι δικοί του είν’ ευτυχείς που τον κερδίσαν πάλι.»[23] . Μη έχοντας πού να πάει, καθώς «δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα»[24], ο αφηγητής ορίζει μια Κάτω Χώρα στην επικράτεια του ελληνικού λόγου. Μια χώρα, που συνειρμικά παραπέμπει στον Άδη και στο σκοτεινό βασίλειο της Λήθης, μα και σε περιοχές που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας και προστατεύονται από αυτή μέσω φραγμάτων ή άλλων τεχνητών κατασκευών. Επιζών ενός ιστορικού ναυαγίου, διαβιεί σε ένα κομμάτι γης που βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή της θάλασσας, καθώς μια σταγόνα αίμα ή δάκρυ, μπορεί να υπερχειλίσει κάθε ασφαλή πρόβλεψη, όσο κι αν περιφρουρήσουμε τον αυτιστικό μας μικρόκοσμο «με πόσο αφρό φωνάζει η θάλασσα και δεν ακούμε τη ζωή μας»[25]. Υπάρχοντας σε μια συνεχή γειτνίαση με την επιφάνεια μιας ταραχής, λησμονήσαμε το εστιακό βάθος μιας γνήσιας κοσμογονίας ή καταστροφής. Παραδοθήκαμε στην αποκοιμιστική αγκαλιά μιας θάλασσας «λάδι» ή μιας ζωής με «γεύση τρικυμίας στα χείλη», ένοχα αθώοι για όλα όσα αφήσαμε σε άλλους να τα ζήσουν στο πετσί τους, κι ύστερα να μας τα διηγηθούν. Ανέμελα παίζοντας με τις παρανυχίδες του εγώ μας, ξεχάσαμε πως δεν προλάβαμε τίποτα παρά «ανταύγειες από μια μάχη που άλλοι δώσανε/και χάσανε για σένα.»[26]. Προσπαθώντας να αποτρέψει το αναπόφευκτο: «Έτσι λοιπόν θα πάμε ως την άκρη;/μικραίνοντας/μικραίνοντας/μικραίνοντας/έτσι θα πάμε ως την άκρη της ζωής μας;»[27], ο Γ.Λ. αναλαμβάνει το πηδάλιο εν μέσω τρικυμίας, επιχειρώντας μια αλλαγή πλεύσης, ενώ αρνείται κατηγορηματικά να αφεθεί σε σωσίες ή κασκαντέρ στα δύσκολα. Αν και εν μέρει εκφράζει ένα κλίμα παραίτησης και προβάλλει την ιδιώτευση ως μόνη καταφυγή, χλευάζοντας τη δυνατότητα μιας ανατροπής μέσω του λόγου, εντούτοις δε λουφάζει. Επιμένει σε ένα ιδιότυπο αντάρτικο πόλεων, με προκηρύξεις στις οποίες αναλαμβάνει την ευθύνη μιας ιδεολογικής παρενόχλησης του κυρίαρχου δημόσιου λόγου. Παρά τα όσα τον σπρώχνουν να βυθιστεί, μια άνωση αξιοπρέπειας τον κρατά πάντα στην επιφάνεια κι ένα πείσμα να λέει την αλήθεια κι ας μην την ξέρει. Μένει εκεί να αναμετρηθεί με όσα οξείδωσαν και πύρωσαν το σιδηρούν μετάλλευμά του. «Αύριο θα χτυπάω το σφυρί στη λαμαρίνα πολεμώντας τη σκουριά με τις ώρες, με τα χρόνια. Χτυπώντας σίδερο με σίδερο τη ζωή μου να καθαρίσει απ’ τη σκουριά ή να λιώσει, ν’ αντέξει ή να μην αντέξει-να δοκιμαστεί απ’ την αρχη.»[28]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1) Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Σαλπάραμε κάποτε… από την ενότητα ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1967-1987), εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1991, σελ. 63 2) Γ.Λ.: ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ,από την ενότητα ΑΚΤΗ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 24 3) Γ.Λ.: ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ IV, από την ενότητα ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, στην συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 35 4) Γ.Λ.: ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ό.π., σελ. 24 5) Τίτλος συγκεντρωτικής έκδοσης δοκιμίων του Γ.Λ., ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1995 6) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ VI, από την ενότητα ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π., σελ. 54 7) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ VI, ό.π., σελ. 54 8) Γ.Λ.: ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ ΙΙΙ, από την ενότητα ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ , στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 2002, σελ. 32 9) Γ.Λ.: ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ IV, ό.π., σελ. 33 10) Γ.Λ.: ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ ΙΙΙ, από την ενότητα ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, ό.π. σελ. 21 11) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ V, ό.π. , σελ. 53 12) Γ.Λ.: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΙΙΙ, από την ομώνυμη ενότητα, στη συγκεντρωτική έκδοση ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1962-1966), εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ, σελ. 27 13) Γ.Λ.: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ VI, ό.π., σελ. 30 14) Γ.Λ.: ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ VII, ό.π., σελ. 38 15) Γ.Λ.: ΤΣΕ ΙΙ, από την ενότητα ΤΣΕ, στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, ό.π. σελ. 10 16) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ IV, ό.π. ,σελ. 52 17) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ Ι, από την ενότητα ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ, στην έκδοση ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ, ό.π. σελ. 13 18) Γ.Λ.: ΑΘΗΝΑ 1936-2013 , από το τεύχος 78 του περιοδικού ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, Δεκέμβριος 2013 19) Τίτλος ποιητικής ενότητας του Γ.Λ. 20) Γ.Λ.: ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΑΝΤΣΟ, από την ενότητα ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ, ό.π. σελ. 29 21) ΓΛ.: ΠΑΤΡΙΔΑ , από την ενότητα ΑΚΤΗ, ό.π. , σελ. 20 22) Γ.Λ.: ΤΣΕ IV, ό.π. , σελ. 12 23) Γ.Λ.: ΑΚΤΗ, από την ομώνυμη ενότητα, ό.π., σελ. 19 24) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ Χ, ό.π., σελ. 58 25) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ V, ό.π. , σελ. 53 26) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ Ι, ό.π. , σελ. 13 27) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ ΙΙ, ό.π. , σελ. 14 28) Γ.Λ.: ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ ΙΙ, από την ομώνυμη ενότητα, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 15
https://left.gr/news/sta-ypogeia-katafygia-toy-stihoy-gia-ton-gerasimo-lykiardopoylo?fbclid=IwAR3hMaUyNHmSxDMnDyCNkVra_-3-uHuoBOtBnr8NEcDcfF-OVWe3hoGV8_Y
Η θάλασσα δεν είναι πάντοτε φιλική και η ναυτία που προκαλεί στους ταξιδιώτες της είναι ένα σύμπτωμα που από παροδικό συχνά καθίσταται χρόνιο. Φανταστείτε τώρα κάποιον να διασχίζει την Ερυθρά Θάλασσα της ιστορίας δίχως την ελπίδα να βρεθεί το ραβδί του Μωυσή για να μετατοπίσει τα νερά ώστε να φτάσει στη γη της επαγγελίας. Ακόμα χειρότερα, όταν η ουτοπία εκπνέει και δεν υπάρχει παρά μονάχα μια χώρα σε κατάσταση δυστοπίας που αδυνατεί να ορίσει τα χωρικά της ύδατα. Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος παρέμεινε μια αμφίβια ύπαρξη, μισός δοσμένος στη θάλασσα και μισός ταγμένος στη στεριά. Ίσως, κάποτε να διαχωρίστηκαν εντός του η στεριά και η θάλασσα και έκτοτε συνέχισε εν μετεωρισμώ. Η φράση «ζήσαμε με μισή καρδιά σε στεριά και σε θάλασσα»
[1], συνοψίζει τη διχοστασία και αμφιθυμία του ποιητή, καθώς και την αδυναμία του να υπάρξει εν όλω, δίχως μια διαρκή απειλή διαμελισμού. Δυσπροσάρμοστος όντας, σταδιακά ανέπτυξε το σύμπτωμα της ναυτίας, μιας δυσανεξίας στην περιρρέουσα πραγματικότητα. Τον ξέβρασε το κύμα της ιστορίας και επέζησε σε μία κατάσταση πρωτογονισμού, απορρίπτοντας το πλαίσιο μιας τεχνολογικής(λογοτεχνικής) προόδου. Έχοντας στις αποσκευές του τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, επέστρεψε στα στοιχειώδη και χρειώδη, στην πυρηνική δηλαδή ουσία της ύπαρξης. «Έμαθα τον αποχαιρετισμό σε όλες τις γλώσσες»[2], επισημαίνει και καθώς «φεύγοντας κι απ’ την ποίηση δεν έχεις πού να πας/και τα ταξίδια τελειώνουνε μια μέρα»[3], ξανοίχτηκε στο πέλαγος μιας τρικυμιώδους στεριάς. Πέρασαν τόσα χρόνια και δεν έμαθε πώς να ισορροπεί σε ένα κομμάτι γης. Με τα μάτια διαρκώς στραμμένα στη θάλασσα, γύρισε την πλάτη στη στερεή γη, έτοιμος πάντα για ένα μεγάλο μπάρκο στο απέραντο. Όμως, η γη ένας πλανήτης διαρκώς περιστρεφόμενος περί τον άξονά της, προκαλεί μια αίσθηση ιλίγγου στους ανθρώπους. Είτε βρισκόμενοι στη θάλασσα, είτε στη στεριά, είμαστε καταδικασμένοι σε μια δυσάρεστη αίσθηση αβεβαιότητας. Ετοιμοπόλεμοι για τα πάντα, μα βαθιά ανέτοιμοι για το ελάχιστο, όμοια καρυδότσουφλα στην παραμικρή αλλαγή του καιρού. Εύστοχα ο Γ.Λ. λέει πως «ο πόλεμος δεν μου πήρε τίποτα/έχασα τη ζωή μου εν ειρήνη»[4]. Υπογράμμισε έγκαιρα τη διαβρωτική επίδραση μιας παρατεταμένης ειρήνης που επιβλήθηκε με όρους ψυχροπολεμικού συμφώνου μη-επίθεσης. Απογυμνωμένος ο ποιητικός λόγος από την αιμοβόρα φύση του μοιάζει ξεδοντιασμένος λύκος, ένα ακόμα εξημερωμένο κατοικίδιο ή ένας αδέσποτος αυτοκτόνος. Σχεδόν παρόμοια πορεία ακολούθησε και η ιδεολογική περιπέτεια του βίου του. Αποσύρθηκε από το μανιασμένο πέλαγος, αλλά και στη στεριά δεν ησύχασε. Ένα κύμα χωμάτινο υψώθηκε καταμεσής της ζωής του απειλώντας να σκεπάσει τη γενιά του. Όσοι χτυπήθηκαν από το κύμα αυτό δεν έπαψαν να μυρίζουν χώμα. Μάθανε πόσο ζυγίζει το εφήμερο και θέλησαν να κάνουν αυτό το ελάχιστο που γλιστρά μέσα από τα δάχτυλα να απλώσει ρίζες σε ένα γόνιμο έδαφος. Ποιητής που γεφύρωσε επιδέξια το γαιώδες και το ουτοπικό, ο Λυκιαρδόπουλος έθρεψε το λόγο του πιο πολύ από ένα καθαρόαιμο ένστικτο ύπαρξης παρά από ένα απλό ένστικτο επιβίωσης. Διέστειλε τα όρια της γραφής, ενώ ταυτόχρονα περιέστειλε με άκρα οικονομία τον όγκο της, προσδίδοντας εκτόπισμα στα ποντοπόρα λόγια του. Με τη γνώση ότι χρειάζεται μουτζούρα στις μηχανές ένα καράβι για να ταξιδέψει, ο Γ.Λ. δεν έμεινε απλώς στη γέφυρα ατενίζοντας μπροστά. Ένιωσε την κόψη της θέας στα εντόσθια του πλοίου και την τρομακτική ενατένιση του ένδον στρέφε καθώς ποτίστηκε στη σκουριά και οξειδώθηκε από τα χαλκεία της ιστορίας. Ξέρει επίσης, πως κάθε σκαρί για να καταστεί πλεύσιμο οφείλει να πετάει τη σαβούρα του ή τουλάχιστον έχει όφελος μόνο αν τη διαχειρίζεται παραγωγικά. Η κραυγή «άνθρωπος στη θάλασσα»[5], ηχεί εκκωφαντικά στα κείμενά του, μόνιμη υπενθύμιση πως συχνά ο άνθρωπος λογίζεται ως σαβούρα που αναγκάζεται να θυσιαστεί με ή χωρίς τη θέλησή του -για το καλό του καραβιού. Ο ίδιος ο ποιητής βρέθηκε ριγμένος μεσοπέλαγα κι έμαθε κολύμπι στα αφιλόξενα νερά της μεταπολεμικής ιστορίας. Οι στίχοι του αν και ποτέ δε φλέρταραν με έναν «αγωνιστικό τουρισμό κρουαζιέρας» γνώριζαν να τορπιλίζουν τα εύδρομα του συνόλου. Ο υποβρύχιος σαρκασμός και η ύφαλος ειρωνεία του κατάφεραν ισχυρά πλήγματα στο άτρωτο μιας ναυαρχίδας Αλήθειας. Από το περισκόπιο του σημάδευε τις νοηπομπές σχετικοτήτων που με την αλαζονεία τους κυκλοφορούσαν ως στόλος βεβαιοτήτων. Ο λόγος του στασιωτικός, καλεί το πλήρωμα σε ανταρσία, σε ρήξη με την προαποφασισμένη πορεία. Μονίμως αντιρρητικός απέναντι σε καπεταναίους του γλυκού νερού, αλλά και ευθέως απορριπτικός εναντίον όσων μιλάνε εκ του ασφαλούς, χαράζοντας την πορεία επί χάρτου. Με τον λόγο του, αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη να οδηγήσει το σκάφος, αψηφώντας τα όποια απαγορευτικά απόπλου καθιστώντας δραστικό μόνο τον εν κινδύνω λόγο, εκείνον που αρθρώνεται με όρους ζωής και θανάτου και επιμένει να εγκαταλείψει τελευταίος το βυθιζόμενο πλοιάριο. Μα πριν το εγκαταλείψει, προειδοποιεί πως «ο καιρός είναι στην μπάντα μας/κι ο ναύτης που ‘ρχεται να πιάσει το τιμόνι/ανήξερος και φοβισμένος»[6] καλεί δε τον πολύπειρο σύντροφό του να ορμηνέψει τον αμάθητο ακόμη στα της θάλασσας πρωτόμπαρκο. «Δείξε του πού πονάει το καράβι»[7]. Προτροπή που ενδεχομένως απευθύνεται και εις εαυτόν, καθώς ο Λυκιαρδόπουλος συστηματικά, με επίμονη κι ευθύβολη ματιά, δεν έπαυσε να καταδεικνύει τα σημεία όπου «πονάει» το καράβι. Τι κι αν η δική του βάρδια πλησιάζει στο τέλος της, δεν παύει να ξαγρυπνά στο πλευρό όσων θαλασσοδέρνονται ξεχασμένοι από τη θεία πρόνοια. Ως παλιός μαρκόνης, ο Γ.Λ. έμαθε πόσο κρίσιμη είναι η αποστολή ή λήψη κάθε μηνύματος και ταύτισε τη γραφή με έναν κρυπτογραφικό κώδικα που απευθύνεται αποκλειστικά σε μυημένους. Το σπάσιμο αυτού του κώδικα προϋποθέτει μια προάσκηση στις φουρτούνες της σάρκας και του πνεύματος, αλλά και μια ακρόαση όλων των στεναγμών και εξομολογήσεων των συντρόφων του. Ακόμη περισσότερο, απαιτείται να μπορεί να στήνει το αυτί του να αφουγκράζεται τη θάλασσα, τον επίμονο καλπασμό των κυμάτων του επερχόμενου. Επίσης, η τέχνη σχεδόν μυστικά προετοιμάζεται για μια αναμέτρηση και η επίθεσή της στηρίζεται στον αιφνιδιασμό. Επιβάλλοντας μια σιγή ασυρμάτου, μην επιτρέποντας στους στίχους του να φλυαρούν προδίδοντας, αλλά να ομιλούν δια της σιωπηλής άλω που τα περιβάλλει, πλησίασε απειλητικά τις εχθρικές ακτές ενός πνευματικού ολοκληρωτισμού. Δίχως διάθεση κονκισταδόρικη, αλλά με πρόθεση εξερεύνησης των ορίων της ανθρώπινης φύσης, επιχείρησε τον διάπλου της ελληνικής ποίησης και ιστορίας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. «Δε χάσαμε και τίποτα σπουδαίο/στις παρακάμψεις των καλών ελπίδων/ψεύτικοι φάροι μας θαμπώσανε για λίγο/-κάτι χρονάκια που είχαμε τα δώσαμε στο γραίγο»[8], αποφαίνεται με πικρή ειρωνεία, απόσταγμα μιας πείρας ζωής που κατέληξε κι αυτή, όπως και τόσες άλλες σε ναυάγιο. Όμως δε λιποψυχεί: «ξέρω πως το ναυάγιο τούτο μου ανήκει/-και τα διαμάντια και τα κάρβουνα δικά μου»[9].Περήφανος για τα ναυάγιά του, δεν αναζητεί τις ευθύνες του σε άλλους. Εξάλλου, «κάποιος πρέπει να πει την παράφωνη αλήθεια»[10] και επωμίζεται το φόρτο να φαλτσάρει από τον κοινό σκοπό και να μην κρύβεται μες στο ηχόχρωμα ενός συλλογικού ψεύδους, καθώς γνωρίζει πως «στο πουθενά γυρίζει πάντα η πλώρη μας»[11]. Εν αντιθέσει με ποιητές που αναζήτησαν μια φυγή από την πραγματικότητα μέσω εξωτικών διαδρομών, η ποίηση του Γ.Λ. παρέμεινε σε διαρκή διαπάλη με μια πραγματικότητα με σημαία ευκαιρίας, καθώς με πείσμα εμβόλιζε την αήττητη αλήθεια της. Μα πέρα κι από αμφίβιο ον, ο Γ.Λ. στάθηκε με τον τρόπο του, ένα ον αμφιθάνατο, κερδίζοντας το δικαίωμα της θανής του τόσο στη στεριά, όσο και στη θάλασσα. Η επιλογή όμως της θυσίας δεν έχει παρά νόημα σε καταστάσεις όπου ο χρόνος υπερβαίνει το φθαρτό του στιγμιαίου και αποκτά διαστάσεις στο διηνεκές. Σε συνθήκες ωρολογιακού χρόνου, οι άνθρωποι ακολουθούν τον κιρκάδιο ρυθμό της επιβίωσης. «Χτες ακόμα ήμαστ΄ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους/σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι…»[12]. Μόνη επιλογή διατήρησης της ζωής και του πνεύματος μιας εποχής αποτελεί η μηχανική υποστήριξή της στην εντατική της μνήμης. «- δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα/είν’ εύκολο να ξεχνάς κι είναι σα να πεθαίνεις»[13]. Αυτή η συνεχής πάλη ανάμεσα στο φευγιό και στο ρίζωμα, στη θάλασσα και τη στεριά, στη λήθη και τη μνήμη, αποτελεί αξονικό στοιχείο της ποίησης του Λυκιαρδόπουλου. Αγωνίζεται να κρατήσει το φρόνημά του υψηλό, όσο κι αν δοκίμασε τη σκουριά και το δάκρυ. «Σκουριά, δάκρυ του σίδερου δοσμένο στο σκοτάδι»[14]. Είδε το κύμα και την κώμη του να φεύγουν προς το απέραντο και ρίχτηκε ξοπίσω τους να αρπάξει έστω την ταραχή που γέννησε στη θάλασσα το πέρασμά τους. Θηρευτής των κυμάτων, δε δίστασε να ριχτεί σε νερά που λυμαίνονται καρχαρίες και μολύνουν οι βαριές βιομηχανίες του πνευματικού πολιτισμού. «Εγώ κυνηγημένος από μέσα μου όρμησα στα κύματα χωρίς σωσίβιο. Ύστερα μ’ άρπαξαν οι λέξεις –άλλο ναρκωτικό δε γνώρισα.»[15]. Υπό την επήρεια λέξεων ακριβών διεκδίκησε τα ερείπιά του, την κυριότητα των απωλειών του. Σε καιρούς θρησκευτικής λατρείας της νίκης με κάθε τίμημα, προτίμησε την ήττα. Χωρίς να φυγομαχήσει, αλλά στρέφοντας υπερηφάνως την πλάτη του στους θριαμβευτές της αύριο. Πάλεψε για τα ταπεινά του χαλάσματα, για τα συντρίμμια του που δεν εξαγοράζονται, μα ούτε και επανορθώνονται ή αποζημιώνονται. «Αφήστε μου εμένα τούτα τα χαλάσματα/κι ένα πουλί μέσα στις λέξεις μου να φεύγει»[16]. Η εμμονική σχεδόν προσήλωσή του σε έναν άνοστο νόστο, δεν τον αφήνει να σαγηνευθεί από το τραγούδι των σειρήνων. Δένεται στο κατάρτι, που έχει ως κορμό την ιστορία και με τα σχοινιά των στίχων του σφιχτά πάνω του, παραπλέει τον πειρασμό. Η μόνη εξασφάλιση του ποιητή, είναι εν τέλει ο εθελούσιος αυτοπεριορισμός, η επιλογή της φυλακής του, ώστε να μη δοθεί βορά στα χέρια όσων χτίζουν μια φυλακή ή ένα μέλλον ερήμην του. Διαλέγοντας τη ποινή και το κελί του απολαμβάνει το μέγιστο βαθμό της ελευθερίας του. Η εγκατάλειψη ενός λόγου ευρύχωρου και ταυτόχρονα ευρύστερνου, με πολλά περιθώρια ανάσας και κινήσεων, σηματοδοτεί μια αλλαγή στρατηγικής. «Όταν ήρθαμε/υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα/στα υπόγεια καταφύγια του στίχου.»[17]. Η υιοθέτηση μιας σχεδόν στενογραφικής ποιητικής γλώσσας ήρθε να περιφρουρήσει σε συνθήκες καταιγισμού άσφαιρων λόγων το ελάχιστο θρόισμα που θα μαρτυρούσε την τυχόν ύπαρξη ελπίδας. Η μεταπολεμική ποίηση συνέχισε να διατηρεί ζωντανό τον ψίθυρο της ζωής, απαντώντας με τον τρόπο της στην περίφημη ρήση του Adorno («Μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση») καθώς διακόνησε την τέχνη με όρους στρατοπέδου συγκέντρωσης. Επέμεινε να θρυμματίζει το «μεγάλο τραγούδι» σε κομμάτια μικρά, ώστε ως θραύσμα να αποκτά μεγαλύτερη πιθανότητα να δραπετεύσει από την κοινωνική μοίρα. Ένας λόγος που λειτουργεί καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του κατακερματισμένου ανθρώπου, χάρη στη δυναμική της ακραίας συμπύκνωσης νοήματος ύπαρξης, δύναται να γλιστρήσει ανάμεσα από τα συρματοπλέγματα ενός ολοκληρωτικού πολιτισμού. Η στρατηγική επιλογή της μεταπολεμικής ποίησης να αποβάλλει τον μεγαλοϊδεατισμό παλιότερων γενεών και να παραλλαχθεί σε θραύσμα ώστε να διατηρήσει την ακεραιότητά της κατέστησε τον λόγο της δραστικό και μάχιμο. Η περίπτωση του Γ.Λ. είναι χαρακτηριστική ενός λόγου σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα που συνεχίζει να διατηρεί το αξιόμαχο των λέξεων υποσκάπτοντας διαρκώς την υπεροπλία μιας κτηνώδους τιποτολογίας. Βλέποντας στις μέρες μας να επανακάμπτει αλαλάζοντας μια ποίηση που επενδύει στην κρίση για να ανυψωθεί, δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε πως θα μπορούσε η συγκυρία αυτή να οδηγήσει σε μια γραφή που θα μιλά περισσότερο δια της πλαγίας συνωμοτικής οδού. Ακούγεται αστεία ή εύκολα χειραγωγήσιμη μια εκτονωτικής διάθεσης λαλιά που σκοπεύει στη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση μιας μερίδας του κόσμου. Ο υφέρπων λαϊκισμός μιας «ποίησης-κραυγής» αφοπλίζει ιδεολογικά και αισθητικά την τέχνη του λόγου, καθώς τη καθιστά εφησυχαστικό μηχανισμό κάθαρσης συνειδήσεων. Αντιθέτως, οι υπο-σημειώσεις του Λυκιαρδόπουλου στο περιθώριο του ελληνικού λόγου λειτούργησαν εξόχως ερεθιστικά για μια αναμέτρηση με τα φαντάσματά μας. Επωμίζεται το επαχθές φορτίο να μιλήσει ως ο επώνυμος κανένας, αποφεύγοντας τις καλλιλογίες μιας χαζοχαρούμενης αδελφοσύνης, απευθυνόμενος στο πιο αποκρουστικό μας πρόσωπο. Αυτός ο λαθραίος άνθρωπος του καιρού μας «κλωτσάει» το μαλακό υπογάστριο μιας ληθαργικής πόλης με λέξεις που μοιάζουν να συντάσσουν ένα λιτό ανακοινωθέν θανάτου «ο πρώτος σου πακιστανός/ο αόρατος άνθρωπος/συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό/νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ” ουρανού/αιώνιοι ευνοούμενοι της ήττας»[18]. Αντί να συμμορφωθεί με την ρότα που χάραξε ο κυβερνήτης, που διασφάλιζε μια αβλαβή διέλευση ανάμεσα από τους κινδύνους, επέλεξε μια σταθερή Λοξοδρομία [19], κατευθύνοντας το καράβι σε πείσμα των πυξίδων που πάντοτε δείχνουν προς το δέον. «Όμως κάποιο λάθος υπάρχει στο χάρτη σου, και θα το εκμεταλλευθώ. Το καράβι το ορίζουν τα κύματα, τα κύματα κανείς»[20]. Η περιστροφή του ποιητικού του λόγου γύρω από τον ήλιο της ουτοπίας εξασφάλισε τη μη εξάρτησή του από μια αμετακίνητη στεριά ως βάση και άξονα περιστροφής. Είναι προικισμένη λοιπόν η ποίησή του με τη γοητεία της ρευστής επισφάλειας του ανθρώπινου παράγοντα και της ιστορίας, καθώς ο ακατάπαυστος μετεωρισμός της ύλης καταγράφεται με σπάνια ενάργεια στο έργο του. Η σεισμική ακολουθία των ιστορικών γεγονότων πάνω από μια γη που δεν ησυχάζει, μα διαρκώς σείεται, ευρισκόμενη στο μεταίχμιο μετακινούμενων τεκτονικών πλακών, θέτει σε δοκιμασία τη στατικότητα των υποδομών μιας κοινωνίας σε εξέλιξη. Επιστρέφοντας, θα διαπιστώσει ο ίδιος στην πατρίδα του το μέγεθος των ζημιών που υπέστη το όραμα, πέρα από ρωγμές στο ηθικό του, και ανακαλύπτει χάσματα που ανοίχτηκαν ανάμεσα στη γενέθλια γη και στον εαυτό του που δεν γεφυρώνονται με λόγια «δεν έχω τίποτα σ’ αυτό τον τόπο/περαστικός σαν να ‘ρχομαι στα παιδικά μου χρόνια/το μέλλον είναι έτοιμο»[21]. Κάθε καινούργιο συμβάν επιπροσθέτει σεισμικό φορτίο σε μια ήδη επιβαρυμένη κατασκευή, απειλώντας με κατάρρευση το οικοδόμημα μιας ετοιμόρροπης ανάπτυξης, «το κέρδος αλωνίζει και θερίζει/μιλάει κεφαλλονίτικα γελάει αμερικάνικα/-βούτυρο και τσιμέντο/πέτρινε/πέτρινε Μαρίνο/πού τρέχει τώρα ο λογισμός σου;/ βούτυρο και τσιμέντο οι κομμούνες σου….μαδημένη πατρίδα/τριαντάφυλλο/στα χοντροδάχτυλα του κέρδους/έτσι πάει το έθνος».[22] H κάθε κοινότητα προσπαθεί να ενσωματώσει δια της αφομοίωσης κάθε ίχνος απόκλισης από την κοινή γραμμή, μα η αγκαλιά της αποδεικνύεται ανίκανη να στεγάσει ένα λυγμό «αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί πια ούτε να κλάψει/γιατί οι δικοί του είν’ ευτυχείς που τον κερδίσαν πάλι.»[23] . Μη έχοντας πού να πάει, καθώς «δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα»[24], ο αφηγητής ορίζει μια Κάτω Χώρα στην επικράτεια του ελληνικού λόγου. Μια χώρα, που συνειρμικά παραπέμπει στον Άδη και στο σκοτεινό βασίλειο της Λήθης, μα και σε περιοχές που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας και προστατεύονται από αυτή μέσω φραγμάτων ή άλλων τεχνητών κατασκευών. Επιζών ενός ιστορικού ναυαγίου, διαβιεί σε ένα κομμάτι γης που βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή της θάλασσας, καθώς μια σταγόνα αίμα ή δάκρυ, μπορεί να υπερχειλίσει κάθε ασφαλή πρόβλεψη, όσο κι αν περιφρουρήσουμε τον αυτιστικό μας μικρόκοσμο «με πόσο αφρό φωνάζει η θάλασσα και δεν ακούμε τη ζωή μας»[25]. Υπάρχοντας σε μια συνεχή γειτνίαση με την επιφάνεια μιας ταραχής, λησμονήσαμε το εστιακό βάθος μιας γνήσιας κοσμογονίας ή καταστροφής. Παραδοθήκαμε στην αποκοιμιστική αγκαλιά μιας θάλασσας «λάδι» ή μιας ζωής με «γεύση τρικυμίας στα χείλη», ένοχα αθώοι για όλα όσα αφήσαμε σε άλλους να τα ζήσουν στο πετσί τους, κι ύστερα να μας τα διηγηθούν. Ανέμελα παίζοντας με τις παρανυχίδες του εγώ μας, ξεχάσαμε πως δεν προλάβαμε τίποτα παρά «ανταύγειες από μια μάχη που άλλοι δώσανε/και χάσανε για σένα.»[26]. Προσπαθώντας να αποτρέψει το αναπόφευκτο: «Έτσι λοιπόν θα πάμε ως την άκρη;/μικραίνοντας/μικραίνοντας/μικραίνοντας/έτσι θα πάμε ως την άκρη της ζωής μας;»[27], ο Γ.Λ. αναλαμβάνει το πηδάλιο εν μέσω τρικυμίας, επιχειρώντας μια αλλαγή πλεύσης, ενώ αρνείται κατηγορηματικά να αφεθεί σε σωσίες ή κασκαντέρ στα δύσκολα. Αν και εν μέρει εκφράζει ένα κλίμα παραίτησης και προβάλλει την ιδιώτευση ως μόνη καταφυγή, χλευάζοντας τη δυνατότητα μιας ανατροπής μέσω του λόγου, εντούτοις δε λουφάζει. Επιμένει σε ένα ιδιότυπο αντάρτικο πόλεων, με προκηρύξεις στις οποίες αναλαμβάνει την ευθύνη μιας ιδεολογικής παρενόχλησης του κυρίαρχου δημόσιου λόγου. Παρά τα όσα τον σπρώχνουν να βυθιστεί, μια άνωση αξιοπρέπειας τον κρατά πάντα στην επιφάνεια κι ένα πείσμα να λέει την αλήθεια κι ας μην την ξέρει. Μένει εκεί να αναμετρηθεί με όσα οξείδωσαν και πύρωσαν το σιδηρούν μετάλλευμά του. «Αύριο θα χτυπάω το σφυρί στη λαμαρίνα πολεμώντας τη σκουριά με τις ώρες, με τα χρόνια. Χτυπώντας σίδερο με σίδερο τη ζωή μου να καθαρίσει απ’ τη σκουριά ή να λιώσει, ν’ αντέξει ή να μην αντέξει-να δοκιμαστεί απ’ την αρχη.»[28]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1) Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Σαλπάραμε κάποτε… από την ενότητα ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1967-1987), εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1991, σελ. 63 2) Γ.Λ.: ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ,από την ενότητα ΑΚΤΗ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 24 3) Γ.Λ.: ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ IV, από την ενότητα ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, στην συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 35 4) Γ.Λ.: ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ό.π., σελ. 24 5) Τίτλος συγκεντρωτικής έκδοσης δοκιμίων του Γ.Λ., ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1995 6) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ VI, από την ενότητα ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π., σελ. 54 7) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ VI, ό.π., σελ. 54 8) Γ.Λ.: ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ ΙΙΙ, από την ενότητα ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ , στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 2002, σελ. 32 9) Γ.Λ.: ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ IV, ό.π., σελ. 33 10) Γ.Λ.: ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ ΙΙΙ, από την ενότητα ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, ό.π. σελ. 21 11) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ V, ό.π. , σελ. 53 12) Γ.Λ.: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΙΙΙ, από την ομώνυμη ενότητα, στη συγκεντρωτική έκδοση ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1962-1966), εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ, σελ. 27 13) Γ.Λ.: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ VI, ό.π., σελ. 30 14) Γ.Λ.: ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ VII, ό.π., σελ. 38 15) Γ.Λ.: ΤΣΕ ΙΙ, από την ενότητα ΤΣΕ, στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, ό.π. σελ. 10 16) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ IV, ό.π. ,σελ. 52 17) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ Ι, από την ενότητα ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ, στην έκδοση ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ, ό.π. σελ. 13 18) Γ.Λ.: ΑΘΗΝΑ 1936-2013 , από το τεύχος 78 του περιοδικού ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, Δεκέμβριος 2013 19) Τίτλος ποιητικής ενότητας του Γ.Λ. 20) Γ.Λ.: ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΑΝΤΣΟ, από την ενότητα ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ, ό.π. σελ. 29 21) ΓΛ.: ΠΑΤΡΙΔΑ , από την ενότητα ΑΚΤΗ, ό.π. , σελ. 20 22) Γ.Λ.: ΤΣΕ IV, ό.π. , σελ. 12 23) Γ.Λ.: ΑΚΤΗ, από την ομώνυμη ενότητα, ό.π., σελ. 19 24) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ Χ, ό.π., σελ. 58 25) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ V, ό.π. , σελ. 53 26) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ Ι, ό.π. , σελ. 13 27) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ ΙΙ, ό.π. , σελ. 14 28) Γ.Λ.: ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ ΙΙ, από την ομώνυμη ενότητα, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 15
https://left.gr/news/sta-ypogeia-katafygia-toy-stihoy-gia-ton-gerasimo-lykiardopoylo?fbclid=IwAR3hMaUyNHmSxDMnDyCNkVra_-3-uHuoBOtBnr8NEcDcfF-OVWe3hoGV8_Y
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου