Ένα διήγημα στη μνήμη του Στρατή Χαβιαρά (*)
Του Γιάννη Γορανίτη
Το στομάχι του Μίλτου γουργούρισε δυνατά. Το αγνόησε κρατώντας το βλέμμα του σταθερό στην απέναντι βουνοκορυφή που στεφανωνόταν από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Το είχε ήδη μετανιώσει που δεν έφαγε κάτι πριν ξεκινήσουν. Μόνο φραπέ και τσιγάρο. Όλη την ώρα μετάνιωνε: για όσα έκανε, μα πιο πολύ για όσα δεν έκανε. Ήταν ανέκαθεν ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού του. Το γουργουρητό επανήλθε. Πιο δυνατό και μακρόσυρτο. Ο Μίλτος έσκυψε μπροστά μέχρι που το στήθος ακούμπησε τα
γόνατα.
«Τι έχεις;» ρώτησε ο Γιώργος.
«Τι να ’χω;» αποκρίθηκε ο Μίλτος. Το μετάνιωσα, σκεφτόταν. Αυτό είναι. Το μετάνιωσα, αλλά δεν τολμάω να στο πω. Κοίταξε τον Γιώργο πλάγια, αλλά δεν μίλησε.
Ο Γιώργος του έδειξε το ρολόι του. «Έξι και σαρανταέξι» του είπε. «Πρέπει να ετοιμαζόμαστε».
Ο Μίλτος άναψε ένα ακόμη τσιγάρο. «Γιώργο, δεν…» ξεκίνησε να λέει, αλλά η φράση έμεινε μετέωρη. Το στομάχι του γουργούρισε ξανά, λες και ήθελε να καλύψει το κενό.
«Τι δεν;» ρώτησε κοφτά ο Γιώργος. «Μη μου αρχίσεις τα ίδια». Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. Η αποστεωμένη μορφή του Γιώργου χανόταν πίσω από μια τουλούπα καπνού. «Τα είπαμε ρε Μίλτο, αφού αναλάβαμε την αποστολή, θα την πάμε μέχρι το τέλος».
Έμειναν για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητοι και αφού ο Μίλτος ρούφηξε τρεις απανωτές τζούρες από το τσιγάρο του, γύρισε προς τον διπλανό του. «Γιώργο, φοβάμαι» είπε κοιτώντας από την άλλη. Το Μπούρτζι που λουζόταν πια στο φως της αυγής.
«Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι» είπε ο Γιώργος. Μια φλέβα φούσκωνε στο μέτωπό του.
«Δεν είναι ότι φοβάμαι» του είπε ο Μίλτος. «Αλλά να, δεν έχω καλό προαίσθημα».
Ο Γιώργος πετάχτηκε από το παγκάκι και τον κράτησε από τους ώμους. «Ξεκόλλα» του φώναξε φέρνοντας το πρόσωπο του κολλητά στο δικό του. Η ανάσα του μύριζε κανέλα από τον καπουτσίνο. Ο Μίλτος δεν μιλούσε. Άκουγε τον Γιώργο να επαναλαμβάνει όσα του είχε πει χθες βράδυ ενώ έτρωγαν στο Όμορφο Ταβερνάκι: Για την ακριβή ώρα που θα περνούσε η αυτοκινητοπομπή, για τη σειρά των αυτοκινήτων –«στο πρώτο και στο δεύτερο η φρουρά, στο τρίτο μια ίδια Μερσεντές για ξεκάρφωμα, στο τέταρτο ο στόχος» είπε μετρώντας με τα δάχτυλα–, για τη θωρακισμένη Μερσεντές του Προέδρου, για την αχίλλειο φτέρνα –ναι, έτσι την είπε: φτέρνα–, για τον αντιπερισπασμό, για όλα. Επαναλάμβανε τα ίδια και απαράλλαχτα λόγια, σαν παιδί που λέει το ποίημά του. Ο Μίλτος τον άκουγε χωρίς να βγάζει άχνα. Μόνο το στομάχι του γουργούριζε πού και πού, όπως των παιδιών που περιμένουν να πουν το δικό τους ποίημα.
«Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι» είπε ο Γιώργος και χαλάρωσε το σφίξιμο των ώμων του Μίλτου. «Σήκω. Σε λίγο φτάνουν» συνέχισε κοιτώντας προς τον έρημο δρόμο. Μόνο ένας σκύλος αναζητούσε την τύχη του σκάβοντας με τη μουσούδα του μια σακούλα που δεν χώρεσε στον παρακείμενο κάδο απορριμμάτων.
«Εντάξει» είπε ο Μίλτος. Το στομάχι του μούγκρισε. «Εντάξει» ξαναείπε πιο δυνατά, μπας και καλύψει τον ήχο.
Όσο ο Γιώργος του επαναλάμβανε τις οδηγίες μία προς μία, ο Μίλτος σχημάτιζε με το δάχτυλο το περίγραμμα του περιστρόφου. Το όπλο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του προσέφερε μια απρόσμενη αίσθηση ασφάλειας, αλλά την ίδια στιγμή ήταν και μια πηγή ανεξέλεγκτης νευρικότητας. Ο Γιώργος του ευχήθηκε καλή επιτυχία, τον χαστούκισε πατρικά και πισωπάτησε στην προκυμαία. Με ένα σάλτο βρέθηκε στο φουσκωτό που τραμπαλιζόταν από τα δειλά πρωινά κύματα. Έλυσε τους κάβους και αποχαιρέτησε τον Μίλτο κουνώντας δυο τρεις φορές το πηγούνι.
Ο Μίλτος περπάτησε μέχρι την άκρη του δρόμου και στήριξε την πλάτη του σε μια κολόνα της ΔΕΗ. Όπως ακούμπησε το βαμβακερό πουκάμισο, στο ύψος της ωμοπλάτης κόλλησε ένα φαγωμένο σελοτέιπ που συγκρατούσε ένα κηδειόχαρτο. Ο Μίλτος ξεκόλλησε το σελοτέιπ και το πέταξε λες και ήταν μολυσμένο. Κοίταξε το κηδειόχαρτο και έφτυσε πεταχτά τον κόρφο του.
Την ίδια στιγμή, στην άκρη της παραλιακής ξεπρόβαλε η πρώτη μηχανή της πομπής. Ακολούθησε μια δεύτερη, ένα Χιουντάι της Ασφάλειας, η πρώτη Μερσεντές –το ξεκάρφωμα που έλεγε και ο Γιώργος– και πίσω της το θωρακισμένο όχημα του Προέδρου. Το στομάχι του Μίλτου βρυχήθηκε λες και ήθελε να του δώσει παρασύνθημα για δράση. Ο Μίλτος το έλαβε και τη στιγμή ακριβώς που η Μερσεντές έφτασε μπροστά του, έβγαλε το περίστροφο από την τσέπη και αφού το ζύγισε στην παλάμη του, ίσιωσε τον πήχυ και σημάδεψε το μπροστινό λάστιχο. Ο δείκτης του τράβηξε απότομα τη σκανδάλη. Πρώτα ακούστηκαν τα φρένα και μετά η συριχτή εκπνοή του ελαστικού που έχανε αέρα. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε με μικρή κλίση και ένας φρουρός βγήκε διστακτικά με προτεταμένο το περίστροφο. Ο Μίλτος δεν το σκέφτηκε και πολύ. Έτεινε το όπλο προς τον φρουρό και τράβηξε τη σκανδάλη. Η πρώτη σφαίρα δεν βρήκε στόχο, αλλά η δεύτερη πέτυχε τον φρουρό δίπλα από το κλιπ που συγκρατούσε τη γραβάτα στο πουκάμισο. Ένας κόκκινος λεκές απλώθηκε αυτοστιγμεί στο γαλάζιο ύφασμα. Το κόκκινο, όσο πηχτό κι αν είναι, δεν βάφει στο γαλάζιο, σκέφτηκε ο Μίλτος. Ή και όχι.
Με τρεις μεγάλες δρασκελιές, ο Μίλτος πλησίασε στο αμάξι. Ένευσε στον φρουρό να αφήσει το όπλο του στο οδόστρωμα κι αυτός υπάκουσε. Για μια στιγμή που έμοιαζε με μακρόσυρτο αιώνα, το βλέμμα του Μίλτου συναντήθηκε με τη φοβισμένη ματιά του Προέδρου που έμοιαζε να συρρικνώνεται στο πίσω κάθισμα. Ο Μίλτος κλώτσησε την πόρτα για ν’ ανοίξει διάπλατα. Σήκωσε το περίστροφο και σημάδεψε τον πρώτο πολίτη της χώρας ανάμεσα στα φρύδια.
Ο πυροβολισμός ακούστηκε υπόκωφος, σαν αποτυχημένο εφέ σε παλιά ταινία. Ο Μίλτος κοίταξε απορημένος το άκαπνο όπλο του. Πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόλαβε καν να πατήσει τη σκανδάλη, ένιωσε ένα κάψιμο χαμηλά στην πλάτη. Ο επόμενος πυροβολισμός ακούστηκε πιο καθαρά. Το αίμα έρεε ζεστό, αλλά το σήμα του πόνου έφτανε ψυχρό στο μυαλό του. Το ψύχος περόνιαζε τα πλευρά του. Ο Μίλτος πισωπάτησε προς το λιμάνι. Ένιωθε μια ζαλάδα, καλοδεχούμενη και ήπια σαν αυτή που σου φέρνει το τρίτο ουίσκι. Άφησε το περίστροφο να πέσει και με τρεμάμενο χέρι έκανε ένα αναποφάσιστο νεύμα προς τον Γιώργο. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον δει. Το φουσκωτό ξεμάκραινε ήδη προς τ’ ανοιχτά.
Ο Μίλτος έκανε κάτι να πει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Πρώτος ακούστηκε ο παφλασμός που έκανε το σώμα του Μίλτου όπως έπεφτε άψυχο στη θάλασσα. Αμέσως μετά, ακούστηκε το στομάχι του που γουργούρισε για τελευταία φορά. Σαν αποχαιρετισμός. Ή συγγνώμη.
(*) Το διήγημα «Ο τελευταίος παφλασμός» γράφτηκε στο πλαίσιο των σεμιναρίων του Στρατή Χαβιαρά «Εργαστήριο Τέχνης του πεζού λόγου» στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών Harvard στο Ναύπλιο.
Ο Γιάννης Γορανίτης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «24» (Εκδόσεις Πατάκη) κέρδισε το Βραβείο Αναγνώστη για Πρωτοεμφανιζόμενο στην Πεζογραφία (2018).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου